Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Τάσος Ρούσσος - Στο λαβύρινθο των διλημμάτων, κριτική για το βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Η Χάρις»

     
Με το μυθιστόρημά της «Η Χάρις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη», η Ελένη Λαδιά επικυρώνει την έως τώρα συγγραφική της πορεία. Με θαυμαστή άνεση, κινείται σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και είναι προικισμένη με την ικανότητα να μας πείθει. Τα πρόσωπα του βιβλίου της ταλανίζονται από συνειδησιακούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς, που έχουν σημαδέψει και εξακολουθούν να σημαδεύουν τη ζωή τους. Αυτό συμβαίνει και στην κεντρική ηρωίδα, έως τη στιγμή που, μέσα σε κατακλυσμιαία βροχή βρίσκει καταφύγιο σε κάποιο οίκημα. Το ρεαλιστικό αυτό οικοδόμημα έχει το ασυνήθιστο όνομα «Η Χάρις». Όπως μαθαίνει λίγο αργότερα, «Η Χάρις» περιθάλπει όσους καταφεύγουν σε αυτήν, ταλαιπωρημένοι από κακοκαιρίες ή καταιγίδες. Το κτίριο είναι ρεαλιστικό όπως είπα, πραγματικό. Δεν έχει τίποτα τα παράξενο, εκτός ίσως από το όνομά του. Παρουσιάζει, ωστόσο κάποιες ιδιότητες, που τις αντιλαμβάνεται σιγά σιγά η ηρωίδα. Ο χώρος του, παρά το συνηθισμένο του μέγεθος, είναι ανεξερεύνητος, λαβυρινθώδης και απρόσβατος στο σύνολό του για τους λιγοστούς φιλοξενούμενους. Ο χρόνος του μερικές φορές μοιάζει αόριστος, τα όρια του σαν να αυξομειώνονται, χωρίς να παύει να ρέει κανονικά σε εικοσιτετράωρα καθημερινότητας.
     Ανεπαίσθητα ο αναγνώστης οδηγείται σε υπερβατικούς συνειρμούς που ξεκινούν από το όνομα «Χάρις». Αυτό το οίκημα τι είναι στην ουσία του; Ένα είδος πανσιόν, που παρέχει γαλήνη στους περιπλανημένους και ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες μιας άγριας νύχτας; Είναι ένα ησυχαστήριο συνειδήσεων, όπου κάθε ένοικος προσπαθεί μόνος και απερίσπαστος να δώσει ικανοποιητική απάντηση στα αγωνιώδη ερωτηματικά του και να δραπετεύσει οριστικά από τα βασανιστικά του διλλήματα; Είναι μήπως ένα αναρρωτήριο ταραγμένων ψυχών, όπου μέσα στη γαλήνη θα βρουν το αληθινό νόημα της ύπαρξης; Είναι ίσως το κοσμικό μοντέλο ενός παραδείσιου προθαλάμου; Ένα μοντέρνο ξενοδοχείο κάποιου αγνώστου, εκκεντρικού ιδιοκτήτη; Ή, μήπως, η σύγχρονη εκδοχή ενός πνευματικού πρωτοχριστιανικού κοινοβίου, μια σημερινή μετεξέλιξή του. Σε αυτό τηρείται μια αυστηρή «δεοντολογία», μια σειρά κανονισμών, η οποία που παραπέμπει; Οι δύο υπάλληλοί του, η Ουρανία κι ο Ανδροκλής, το διευθύνουν και τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες του. Ορίζουν κατά έμμεσο τρόπο τη ζωή των ενοίκων. Ο αόρατος και σοφός ιδιοκτήτης του οικοδομήματος, σε συνδυασμό με την ονομασία του «Η Χάρις», μας οδηγούν σε σκέψεις που σχετίζονται με τη μεταφυσική, με το επέκεινα. Η αίσθησή μας, ωστόσο, και η βεβαιότητα παραμένουν ακλόνητες, ότι πρόκειται για ένα πραγματικό, χειροπιαστό κτίριο.

     Οι ήρωες του βιβλίου δοκιμάζονται και μέσα από τη δοκιμασία τους διανοίγεται οδός προς τα άνω. Ήδη, καθώς προχωρούμε στην ανάγνωσή του, παίρνει ολοένα και περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Παράλληλα, δεν παύει μια καθ’ όλα ρεαλιστική πραγματικότητα. Αυτό είναι, νομίζω, το μεγάλο προσόν του. Κυμαίνεται μεταξύ ουρανού και γης, χωρίς να υπάρχει πουθενά ο παραμικρός σχετικός υπαινιγμός, αν και υφίστανται διάσπαρτα κάποια σημεία, τα οποία βάζουν σε σκέψεις. Ο Ανδροκλής, λόγου χάρη, το πρόσωπο που εξυπηρετεί χωρίς καμία παράλειψη τις ανάγκες των ενοίκων της «Χάριτος», αποδεικνύεται πιστός και ανιδιοτελής. Είναι πάντα χαμογελαστός και γεμάτος κατανόηση για όλους και για τα προβλήματά τους. Έχει πάντα μια σοφή κι εύστοχη απάντηση για κάθε ερώτηση κι έναν μοναδικό τρόπο να γαληνεύει την ταραχή και την αγωνία. Είναι σχεδόν μια αγγελική προσωποποίηση. Κατέχει το χρόνο και το χώρο του οικήματος. Δείχνει με καλόβολη διάθεση ότι γνωρίζει τα πάντα για τον καθένα και τα κατανοεί.
     Από την αρχή δηλώνεται ότι όσα θα συμβούν στην Αλεξάνδρα, την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, είναι η έμπνευση του συγγραφέα, που αναρωτιέται όμως αν η βούλησή του κατευθύνει την αφήγηση ή αν η έμπνευση διαμορφώνει τα πράγματα. Η δήλωση αυτή ξεχνιέται γρήγορα, καθώς μας αποσπά την προσοχή η εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος.
     Μετά την ζωντανή εμφάνιση ενός αναίτια δολοφονημένου μικρού κοριτσιού, όλοι αντιδρούν κατ’ αρχάς θετικά, αποδέχονται το γεγονός ως θαύμα. Το κοριτσάκι έχει μια αγγελική εμφάνιση. Σκέφτεται κανείς ότι προσωποποιεί την αθωότητα στην πιο καθαρή της μορφή. Ονομάζεται «Χάρις». Το όνομα αυτό, βέβαια, δεν είναι τυχαίο. Σχεδόν αυτόματα παίρνει μέσα μας τη θέση του συμβούλου. Είναι η αθωότητα που χάνουμε και που κατά καιρούς ξανακερδίζουμε στη ζωή, και τότε, έστω και για λίγο, ξαναβαφτιζόμαστε στην αλήθεια και την ομορφιά. Είναι κάτι σαν την θεία χάρη, που ευδοκεί μερικές φορές να μας επισκεφθεί, και η ύπαρξή μας τότε αυτοπροσδιορίζεται ξανά, γνωρίζει και πάλι τον εαυτό της, τον αληθινό της σκοπό. Αυτή η επίσκεψη της χάριτος είναι τόσο λεπτή, τόσο αδιόρατη, που αμέσως μετά αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε αν υπήρξε πραγματικά. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι του οικήματος αμφιβάλλουν αν το κοριτσάκι αναστήθηκε.
     Το κτίριο της «Χάριτος» πιάνει φωτιά και υφίσταται μεγάλες ζημιές. Τότε, η Αλεξάνδρα αποφασίζει να φύγει. Τα τελευταία της λόγια με τον Ανδροκλή δείχνεις ότι τον υποψιάζεται ως συγγραφέα της ιστορίας. Αυτός το αρνείται, αν και θα επιθυμούσα ως αναγνώστης να ήταν αυτός. Συλλογίζομαι ότι η άρνηση του είναι ίσως πλαστή. Η ηρωίδα τονίζει ότι η θητεία της εκεί έχει τελειώσει, ότι τώρα θα προσπαθήσει να βρει τον πραγματικό εαυτό της, το σκοπό της στη ζωή με πιο καθαρό βλέμμα.
     Η παρουσία του συγγραφέα στην αρχή και ιδιαίτερα στο τέλος της αφήγησης αποτελεί ένα τέχνασμα ίσως της Ελένης Λαδιά. Θέλει να υποδηλώσει με αυτό πως όλη η ιστορία της «Χάριτος», παρ’ όλα τα ρεαλιστικά της στοιχεία που την καθιστούν εντελώς αληθοφανή για τον αναγνώστη, είναι τελικά ή μπορεί να είναι μια περιπέτεια ιδεών. Ένα πρόσχημα, δηλαδή, ένα όχημα για να μας μεταφέρει στην καρδιά της υπαρξιακής προβληματικής της. Η χρήση, εξάλλου, του πρώτου προσώπου στην όλη διήγηση, που την προικίζει με εξομολογητικούς τόνους αυξημένης ειλικρίνειας, αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη πειθώ, ότι τα εξιστορούμενα είναι αληθινά. Περιγράφουν βιώματα.
     «Η Χάρις», σε όλο το μήκος της, διαπνέεται από ένα μυστικό άρωμα ευλάβειας, από έναν αέρα θεολογικής πίστης, που λειτουργού εντελώς υπαινικτικά, αλλά και γι’ αυτό ίσως πολύ πιο δραστικά.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 2000

Η εικόνα είναι κολάζ της συγγραφέως

Ελένης Λαδιά «Η Χάρις», μυθιστόρημα – κριτική από την Νατάσα Κεσμέτη

Ανάμεσα στα πολλά, ενδιαφέροντα και σοβαρά ερωτήματα που στις πυκνές διακόσιες σελίδες του θέτει το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά «Η Χάρις» σημαντική θέση κατέχει το ακόλουθο: Ποιος είναι ο συγγραφέας του κειμένου, του μυθιστορήματος εν προκειμένω; Ή για να το πω με τα λόγια της κεντρικής ηρωίδας: Ποιος άραγε από τους δυο τους να ήταν ο δημιουργός; Αυτή, η ηρωίδα της παράφορης έμπνευσης του, ή εκείνος, το άλλοθι της επιθυμίας της;
     Ξεκινώντας έτσι την προσέγγισή μου θέλω ευθύς εξαρχής να τονίσω το εξής: Σε μια εποχή κυρίαρχης πεζογραφικής υποθήκευσης της γραφής στο λεγόμενο «στόρυ», παρά την ευφυή δράση του τελευταίου εντός των ορίων μιας δουλεμένης αρχιτεκτονικής, «η Χάρις» της Λαδιά τολμά να στοχάζεται ρωμαλέα. Για την ακρίβεια ξαναπιάνει το νήμα και συνεχίζει παλαιές συζητήσεις, ανεξάντλητες ως φαίνεται, πάνω στα πρώτα και ουσιώδη πράγματα της τέχνης της συγγραφής και ταυτόχρονα της ζωής όπως διαπλέκεται μέσα από τις ανθρώπινες ιστορίες και τις ποικίλες γλώσσες με τις οποίες εκφέρονται και εκπληρώνονται (ή δεν εκπληρώνονται) οι ιστορίες αυτές. Ο όρος «αλληλοπεριχώρηση», λέξη-κλειδί για την σύνολη μυθιστορηματική σύλληψη της «Χάριτος» και συγκεκριμένη, βεβαίως, τριαδολογική έννοια, κυριαρχεί στις ποικίλες θεολογικές και εκκλησιολογικές αναφορές της Ε. Λαδιά σε δύο από τις οποίες θα σταθώ.
     Η μία αφορά στο όνομα του οικήματος (όπου συστεγάζονται οι επτά μοιραίες ιστορίες μαζί με το θίασο των εννέα ηρώων), το οποίο και προικοδοτεί το βιβλίο με τον τίτλο του. Το οίκημα αυτό, μυστηριώδες, δαιδαλώδες και φιλόσοφον, ξενοδοχεί ανάμεσα στους άλλους ενοίκους του κι ένα δολοφονημένο παιδί. Όχι ένα οποιοδήποτε παιδί αλλά ένα αληθινό Puer Mirabilis, η παρουσία ή πιο σωστά απουσία του οποίου στοιχειώνει μαζί με το όνομα του – Χάρις – τον χώρο, ωσότου, μετά  από μια καθαρτήρια φωτιά που πυρπολεί το οίκημα, εμφανίζεται και το ίδιο, τουλάχιστον σ’ όσους μπορούν να το αγαπούν ή να το πιστεύουν. Η άλλη αναφορά σχετίζεται με την αμοιβαία και δημόσια εξομολόγηση των παθών και των εγκλημάτων των ηρώων, που θυμίζει το πάθος και την ένταση των Ρώσων της εποχής του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης. Αλλά με τούτα δεν θα πρέπει να παραπλανηθεί ο αναγνώστης. Η Λαδιά πατάει επίσης γερά στην Ελληνική Σκέψη και Γραμματεία. Δεν την γνωρίζει μόνο καλά, είναι φανερό πως μεθάει μ’ αυτήν όπως και οι περισσότεροι ήρωές της. Αυτά τα πλάσματα που (παρά την πλούσια τυπολογία τους) παραμένουν περισσότερο εκδιπλώσεις ψυχικών οντοτήτων και λιγότερο συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Άλλωστε και η κεντρική ηρωίδα αυτό ακριβώς κάποια στιγμή αναρωτιέται, μήπως δηλαδή ζει και η ίδια σε μια ιστορία αρχετύπων. Οφείλω πάντως να προσθέσω πως όσο αυτονομημένα κι αν εμφανίζονται τα πρόσωπα, κατά βάση αντικρίζονται μέσα από εκείνην, την εξαιρετικά ευέλικτη διανοητική λειτουργία, την ταχεία και ικανή ως προς την διατύπωση απόψεων, επιχειρημάτων, κατηγοριοποιήσεων και διαφωνιών. Κι είναι μόνο στην οξεία κλιμάκωση του δράματος, δηλαδή στις τελευταίες εικοσιπέντε σελίδες, όταν στο προσκήνιο της «Χάριτος» επιτέλους φθάνει ο έβδομος ένοικος, που οι υπόλοιποι ζωντανεύουν όσο ποτέ πριν, βγαίνοντας από τον εγκλωβισμό τους στο άχρονο μιας τοιχογραφίας και αποκτώντας για τον αναγνώστη τη ζεστασιά και την αμεσότητα των φυσικών προσώπων. Αξίζει επιπλέον να μνημονευθούν τα πολλαπλά ζεύγη αντιθέτων που σχηματίζουν οι επτά ήρωες μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των φασματικών συντρόφων της μνήμης και της ψυχής τους, αλληλοσπαραζόμενοι και αλληλοχρησιμοποιούμενοι. Νομίζω πως πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσά τους αυτός που όχι απλά βασανίζεται με το πρόβλημα του κακού, αλλά κυριολεκτικά πειράσκεται και ενδίδει είναι ο Χάρτινος Άνθρωπος όπως τον αποκαλεί το κείμενο, ο άνθρωπος προφανώς της διανόησης στον εικοστό αιώνα. Η άντληση εδώ από Ντοστογιεβσκικές δαιμονισμένες παρακαταθήκες είναι σαφής. Και τούτο ακριβώς μας φέρνει στην διαπίστωση πως οι ήρωες προβάλλονται έντονα στην πνευματική τους διάσταση. Ακόμα και η ιερόδουλη του θιάσου έχει μια ιδιαίτερη γλώσσα, αφού ορίζει τον εαυτό της όχι ως πόρνη αλλά ως πολύανδρη. Η συνέπεια είναι το δράμα, ως σύγχρονη αλληγορία της δράσης της Θείας Χάριτος στον πυρήνα της ύπαρξής μας, να παίζεται ουσιαστικά πέρα κι από το ψυχολογικό επίπεδο: στη σφαίρα του πνευματικού αγώνα. Εκεί όπου οι άνθρωποι εντέλει είτε συνεργούν με τη Χάρη του Θεού είτε αδιαφορούν και την αποποιούνται. Στο πανδοχείο της Λαδιά πάντως εξέχουσα θέση κατέχει η Ηρακλείτια αντίληψη ενός κόσμου που νομοτελειακά βαίνει προς την εκπύρωσή του. Ωστόσο ίσως θα χρειαζόταν ένα είδος επιμυθίου, όπου πιθανόν θα λυνόταν ένα θεολογικό αλλά και γλωσσικό πρόβλημα ή αίνιγμα της «Χάριτος». Εννοώ πως είναι αδύνατο να αλληλοπεριχωρήσει κανείς (όπως λέει μια από τις ηρωίδες και όπως αποδίδεται ο όρος στον διάλογο του Λουκιανού), αλλά μόνο να αλληλοπεριχωρηθεί. Γιατί αφ’ εαυτής η αλληλοπεριχώρηση είναι μια υπόθεση διαστολής, δηλαδή πληθυντικού αριθμού και παθητικής φωνής.


ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ Περιοδικό Ευθύνη, τ. 349, Ιανουάριος 2001

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Ο ποταμός και η θάλασσα, ο Νείλος κι οι Κυκλάδες


Σε είδα σ' έναν πολυσύχναστο δρόμο του Καΐρου, το καταμεσήμερο. Ο ήλιος ζεμάταγε, ζέστη αφόρητη, θόρυβοι, αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν με την πρωτοβουλία των οδηγών, οι οποίοι παραγκώνιζαν τους αμήχανους τροχονόμους, κορναρίσματα, άνθρωποι συνωστίζονταν κι οι φωνές τους πνίγονταν από το βουητό, ενώ κατά μήκος της πόλης απλωνόταν ο Νείλος, ποτάμιος θεός, νωχελικός, μεγαλόπρεπος και πλατύς.

Τον παρατηρούσα μέσα από το αυτοκίνητο που πήγαινε σημειωτόν κι αισθανόμουν χελώνα φορτωμένη το όστρακό της, κοιτούσα και θαύμαζα τον ποταμό με φιλοσοφική απορία. Κυλούσε παραπλεύρως, μόνος και αυτάρκης, μακριά από το πολύβουο και παρδαλόχρωμο πλήθος, το αφημένο στην παντοδυναμία της μοίρας. Το νερό του δρόσιζε την όραση, αλλά δεν άγγιζε το σώμα, το καταϊδρωμένο από την πνιγηρή ζέστη. Σε κάποιο φανάρι του δρόμου το αυτοκίνητο καθυστέρησε αρκετά κι εγώ κοιτούσα μια το Νείλο και μια το πλήθος, ώσπου σε είδα. Πρώτα τρόμαξα και μετά κυριολεκτικά σχίστηκε η καρδιά μου. Καθόσουν, ή μάλλον κάποιοι σε απίθωσαν εκεί σαν παρατημένη, σπασμένη στάμνα, γιατί το σώμα σου ήταν λειψό, δεν υπήρχε από τη μέση και κάτω. Είδα μισό κορμί, το μελαχρινό πρόσωπο ενός μεσήλικα και δυο χέρια να υψώνονται στον ουρανό κι αμέσως να απλώνονται προς τους περαστικούς σε στάση επαιτείας. Φώναζες ή παρακαλούσες στην ακαταλαβίστικη για μένα γλώσσα σου.

Ο Νείλος πίσω σου κυλούσε αργά, αδιάφορος για την ύπαρξή σου. Ομολογώ πως δεν ήθελα να σε βλέπω, το θέαμα με γέμιζε τρόμο ή πόνο, όμως φοβάμαι πως ήταν το πρώτο. Ωστόσο σε κοιτούσα συνεχώς, μέχρι που το αυτοκίνητο έφυγε με το πράσινο φανάρι. Απομακρύνθηκα μεταφέροντάς σε στη μνήμη μου. Η εικόνα σου καρφώθηκε στο μυαλό μου, σκεφτόμουν πως, μολονότι είχες μείνει μισός, θα είχες τους καημούς και τις επιθυμίες όλων των ανθρώπων, απαράλλακτα τις ίδιες κι ίσως πιο έντονες. Ποιος σε απίθωσε εκεί, καταμεσής του πολυσύχναστου και βρώμικου δρόμου, πεταμένου σαν σκουπίδι, πώς θα έφευγες αν σε έκαιγε ο ήλιος, αν σ' έπιανε κάποια βιολογική σου ανάγκη; Όχι, δεν έκανα τις γνωστές σκέψεις, γιατί να βρει το δυστύχημα εσένα, γιατί δεν έχεις μια περίθαλψη στην τρομερή σου κατάντια, γιατί αυτή η ατράνταχτη απόδειξη του κακού στον ομφαλό του δρόμου, γιατί, γιατί... ούτε επικαλέστηκα λύσεις φιλοσοφικές ή εξηγήσεις θρησκευμάτων. Η αλήθεια δε χωρούσε σοφιστείες. Ήσουν εκεί, έρμαιο των φυσικών στοιχείων, ανάπηρος, απολειφάδι ανθρώπου, με πρόσωπο σκουρόχρωμο, μάτια βαθιά και μουστάκι. Ναι, είχες και μουστάκι. Ένα ερώτημα όμως με ταλανίζει: γιατί πρώτα φοβήθηκα; γιατί ήθελα να κλείσω τα μάτια στο θέαμά σου, άσχετα αν δεν τον έκανα;

Ο Νείλος, πολύχρονος και σοφός, αδιαφορούσε προνοώντας για τα πάντα. Τρέφει κι εσένα για να στέκεις, στάμνα αφημένη, και να ζητιανεύεις.
Σε έσερνα στη μνήμη μου, στις συζητήσεις με τους ανθρώπους, μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στη Σακάρα με τους μασταμπάδες, ήσουν κοντά μου όταν στεκόμουν μικρή κι ασήμαντη μπροστά στη Σφίγγα. Ήρθες μαζί μου στην ελληνοαιγυπτιακή συντροφιά, και σ' αναζήτησα στο ίδιο μέρος τα μεσάνυχτα, όταν το Κάιρο ήταν άδειο, απλόχωρο, ξεδιπλωμένο στη φωτισμένη του αρχοντιά, κι ο Νείλος στο πλάι του σκοτεινός, υδάτινη νύχτα, αλλά δε σε βρήκα, θα σε είχαν πάρει από εκεί για να σε ξαναπάνε την επόμενη ημέρα, σήμα και πρόκληση για τα αισθήματα και την ελεημοσύνη.
Σιγά - σιγά δε φοβόμουν το θέαμα, η μνήμη μου συνήθισε. Ο τρόμος υποχωρούσε μπροστά στον πόνο που άνοιγε τα μονοπάτια της αναγνώρισης. Ήσουν ο πατέρας μου, λειψός σαν να ήταν το μισό σου κορμί χωμένο στη γη, υπέφερες και ήσουν το αίμα μου, φορτωμένος με μια αναπηρία που επαναλαμβανόταν σαν «ζωνταυγή», πληγή ανοιχτή για εκατομμύρια χρόνια. Μας σφιχτόδενε η συγγένεια αλλά γιατί, Πατέρα, φοβήθηκα την κατάντια σου, έλεγα και ξανάλεγα μέσα στη νύχτα, δάκρυζα, κι ο ποταμός δίπλα μου δεν απαντούσε. Σε γύρευα στο Κάιρο νύχτα και μέρα, γιατί ήσουν ο αδελφός μου, γεννημένος από την ίδια μ' εμένα κοιλιά. Αδερφέ μου, ρωτούσα και η απορία επέστρεφε, ποια μοίρα σε άφησε σε μια ζωή που δίνεται μονάχα μια φορά; Όχι δε σε λησμόνησα, κι ούτε πρόκειται αυτό να συμβεί. Έφυγα από τη χώρα του ποταμού βαθιά λαβωμένη, γιατί σε είδα πεταμένο, σαν άχρηστη στάμνα, καταμεσής του πολυσύχναστου δρόμου.

Βρέθηκα στις Κυκλάδες, πουλιά κατάλευκα που ράμφιζαν το πυκνό γαλάζιο. Η λευκότητα της ατμόσφαιρας θάμπωνε την όραση, αλλά όχι τη μνήμη. Το θέαμα με κύκλωνε, αναδυόταν η λειψή σου φιγούρα, καθρεφτιζόταν στη γαλάζια υδάτινη ομορφιά, φαίνονταν όλοι οι αρμοί σου στην καθαριότητα, αδερφέ μου.
Στο πλοιάριο για τη Δήλο, τη στιγμή που ταρακουνηθήκαμε από τη μικροφουρτούνα, μια κοπέλα βούλιαξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Τότε σε ξαναείδα παρατημένο στο έδαφος, αδύναμο ακόμη και να συρθείς σαν ερπετό. Ήσουν καταδικασμένος να στέκεις ακίνητος και μονάχα να κουνάς τα χέρια. Χέρια που αιφνιδίως έγιναν μεγάλες φτερούγες, γύψινες, όμως, αφού δεν μπορούσαν να αυτονομηθούν από το άρρωστο κορμί. Ναι, ήμουν σίγουρη ότι σε αναγνώρισα. Ήσουν ο αγαπημένος μου, παλικάρι κάποτε με υγεία, κολυμπούσες και, όπως αναδυόσουν από τη θάλασσα, μελαψός και στιλπνός σαν χάλκινο άγαλμα, εγώ σε χειροκροτούσα από την ακτή. Ύστερα φαγώθηκε το μισό σου κορμί, παρέμειναν όμως τα ίδια μάτια και το μουστάκι. Δε θα σε ξεχάσω, όσες μεταμορφώσεις κι αν υποστείς, ακόμη κι αν εξαφανιστείς από το πρόσωπο της Γης και μπεις βαθιά στα σπλάχνα της.
Η θάλασσα γύρω μου απέραντη, λευκά τα κύματά της και κατάλευκες οι Κυκλάδες, στη μέση του χορού η ιερή Δήλος, περπατούσα στα αρχαία ερείπια, με φυσούσε αύρα θαλασσινή και θυμόμουν το ερειπωμένο σου σώμα.

Στο φως του νησιού, που στο αρχαίο του παρελθόν έγινε χρυσαφένιο, η μορφή σου γιγαντώθηκε, δέσποζε του Νείλου και των Κυκλάδων. Κι όμως ο ποταμός μένει βουβός στο μαρτύριό σου, αλλά σε τρέφει, σε ποτίζει, σε καθαίρει και σε ζωογονεί, όπως και η θάλασσα, παιδί μου.
Δε σε ξαναβρήκα, αγόρι μου, ούτε στον ποταμό ούτε στη θάλασσα, δε σε ξαναείδα κι ας έγινες γίγαντας, θρεμμένος εκατομμύρια χρόνια με πόνο και αναπηρία. Τώρα δε φοβάμαι τον τρόμο μου, το ήξερα πως δεν τρομάζει ο θάνατος. Τρομάζει ο τρόπος του θανάτου και τρόμος είναι ο τρόπος του θανάτου, γιε μου.

Παίρνω τη φιγούρα σου από το πεζοδρόμιο του Καΐρου, ένα κεφάλι μεσήλικα, μαύρα βαθιά μάτια και μουστάκι, κι εκείνα τα χέρια σου, αχ, πώς σηκώνονταν στον ουρανό και πώς απλώνονταν στους περαστικούς, φτωχέ μου επαίτη, άρρωστο τέκνο της γης και τους αστέρινου ουρανού*.
Σου μιλώ και σε μεταφέρω στη μνήμη μου, πάντα μαζί μου είσαι από εκείνο το ζεστό αιγυπτιακό μεσημέρι. Το παρελθόν, παρόν και μέλλον μου γέμισαν από σένα, ήμουν αμέριμνη προτού σε δω, όχι δε φανταζόμουν πως θα υπήρχες έτσι, με μισό σώμα, ακουμπισμένο στο βρώμικο έδαφος και γύρω σου φωνές, θόρυβοι και ζέστη αφόρητη. Ζούσες όμως, αγωνιούσες και ήλπιζες. Άπλωνες τα χέρια για να τραφείς.

Φοβάται το θάνατο, γλυκέ μου φίλε, φοβόμαστε όλοι και πολλαπλασιαζόμαστε, φιγούρες χωρίς πόδια και χέρια, χωρίς λαλιά και ακοή, και παρακεί τα ποτάμια κι οι θάλασσες, υδάτινες αγκαλιές, υδάτινες ζωές και νερό, άφθονο νερό για την έρημο. Θα ήθελα να σε ξαναβρώ, να σε ρωτήσω, ίσως σοφός και ανάπηρος να ξέρεις: είναι αλήθεια πως οι ποταμοί κι οι θάλασσες έγιναν από τα δάκρυα των ανθρώπων;


* Πρόκειται για τον ορφικό στίχο «Γης παις ειμί και Ουρανού αστερεύοντος».


Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

"Το χρυσό έλασμα", κριτική της Χρυσούλας Αγκυναροπούλου για το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά "Οι Θεές"

          


                                                                                                     Κεῖσαι δὴ χρυσέαν ὑπό παστάδα τὰν Ἀφροδίτας,
                                                                                                               βότρυ, Διονύσου πληθόμενος σταγόνι,
                                                                                                      οὐδ΄ ἔτι τοι μάτηρ ἐρατόν περὶ κλῆμα βαλοῠσα
                                                                                                             φύσει ὑπέρ κρατός νεκτάρεον πέταλον[1]
                     
                                                                                                                     ΜΟΙΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
1. Νεκτάρεον πέταλον

   Στο πρόσφατο έργο της Ελένης Λαδιάς Οι Θεές[2] η συγκλονιστική πρώτη εικόνα του δημιουργού, ο οποίος ξαπλώνει στο χωράφι για να γεννήσει τη νεκρή μητέρα του, προαναγγέλλει και σηματοδοτεί όλες εκείνες τις αναμενόμενες μεταμοσχεύσεις που επιχειρεί ο νους προκειμένου να διαφυλάξει τον Έρωτα, στις μυστικές περιοχές που αιματώνονται επαρκώς από το πάθος και την ομορφιά. Ακόμη κι αν πλησιάζουν με σφοδρότητα «σαν αποδημητικά πουλιά, σκόρπιες και τεμαχισμένες», η συγγραφέας γνωρίζει, όπως και άλλες προκάτοχοι της, τον μηχανισμό του αισθήματος, σε σημείο να καταγράφει κάθε λεπτή του δόνηση, κάθε κλυδωνισμό, ενίοτε ακάλεστοι -αμφότεροι -στις επιταγές του τυχαίου.
   Σ΄αυτό το πλαίσιο, Οι Θεές, χωρίζονται σ’ ένα τρίπτυχο όπου οι μαρτυρίες, πολυπλάνητες, με τον τρόπο της Αράχνης, υφαίνουν την δική τους αφήγηση, προσυπογράφοντας την επωδό του τέλους. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η ιστορία μιας οικογένειας η οποία φεύγει από την επαρχία για να εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου τα μέλη της θα βιώσουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, η εσωτερική μετανάστευση, οι πόλεμοι και οι αλλαγές στην κυβέρνηση λειτουργούν ως καταπέλτες στην δυσοίωνη ζωή των ανθρώπων που συνοδεύουν την οικογένεια. Ακολουθεί, -το δεύτερο μέρος- η αφήγηση της ‘Ελλης, μετά τον θάνατο της μητέρας της. Εδώ παρακολουθούμε την συγγραφέα να τεντώνει τα νήματα προς δύο κατευθύνσεις, σαν να κλίνει το μάτι στον ανελέητο βασιλιά. Συνεπώς, εκτινάσσει τον βίο της μητέρας της στον ουρανό. Φέρει τους κρότους του στέρνου, την παλινδρόμηση των αναμνήσεων, το βλέμμα του αποχαιρετισμού.
   Στο τρίτο μέρος τα μυθολογικά στοιχεία καθώς και οι πολυποίκιλες αναφορές στην Αρχαιότητα εδραιώνουν ακόμη περισσότερο την αφηγηματικότητα. ‘Εθιμα, παραμύθια, δοξασίες, συνθέτουν την κεντρική άρια της ιστορίας. Όπως ακριβώς το φωνάζει η Τσβετάγιεβα: «για μένα εκεί ψηλά τα πάντα διηγούνται»[3], με φως και μ’ άβυσσο.

2. Τα κτερίσματα

   Τόσο η πλοκή -σε διαρκές κρεσέντο- όσο και ο εξαίσιος, λυγμικός σχεδόν, χρόνος του βιβλίου, ορίζουν εξαρχής τις συντεταγμένες του εγχειρήματος. Περσεφόνη-Άδης-Δήμητρα, Αρετή-Θάνατος-‘Ελλη, Βλέμμα-Μυθιστόρημα-Αποχωρισμός. Η Ελένη Λαδιά, σμιλεύει με την γνωστή της ιδιοτυπία, την μορφή που επιθυμεί να δώσει στο έργο της. Είναι ταυτόχρονα η αισχυλική κόρη με τις χοές επάνω στο μνήμα του αγαπημένου προσώπου, η Αρετή στο Τραγούδι του νεκρού αδελφού, ο αιώνιος γράφων που μπήγει την πένα του στον πάπυρο της απώλειας, αναποδογυρίζοντας με σφοδρότητα το ακριβό του περιεχόμενο. Ένα το κτέρισμα-κρατούμενο.
   «Το έλεγαν οι Μπάμπες». Αυτή η αριστοτεχνική ιδέα (και πραγμάτωση), εντός του μυθιστορήματος, αποτελεί την ύψιστη προσφορά προς το θείο. Γι’ αυτό και η αξία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι αλλάζει πλευρικά τη θέση οπτικής γωνίας από το γεγονός. Η κατά T.S. Eliot[4] παράδοση, ενσκήπτει δικαίως στις προτάσεις της Ε. Λαδιά. Στην ζυγαριά του συγγραφικού της έργου, μία ακριβής αντιπαραβολή εξισώνει τον θάνατο με το κάλλος, τον νάρκισσο με την επάνοδο στον Πάνω Κόσμο, τον σπαραγμό με τον θρίαμβο της αγάπης. Ακολουθώντας τα ίχνη του Σιμωνίδη του Κείου
                                                Τὶς ἂδε; -Βάκχα.- Τὶς δὲ νυν ξέσε; -Σκόπας
                                               -Τὶς δ’ ἐξέμηνε, Βάκχος ἢ Σκόπας; - Σκόπας[5]
εναποθέτει στην κλίνη της Αρετής το χρυσό έλασμα του τίτλου από το άρτι εκδοθέν σύγγραμμα, ως αντίτιμο στον ψυχοπομπό των λέξεων.

3. «Ας την δούνε κοιμισμένη»

   Και φτάνει η ώρα της ανταλλαγής των «ομήρων». Στο κάλεσμα του θεού, η συγγραφέας σπεύδει στα σύνορα του λόγου. Εκεί, αν και θα ήθελε να φορέσει το γοργώνειο και να τον πετρώσει, κρατά από το χέρι τη νεκρή μητέρα της με την μεγαλοπρέπεια του κληροδόχου. Το ανεπιθύμητο κόψιμο του νάρκισσου[6] καθιστά την Περσεφόνη Δήμητρα. Η ηχώ του βότσαλου στην επιφάνεια των συναισθημάτων επιδεικνύει τους κύκλους της. Στο εξής, στον Πάνω Κόσμο, διαμένει η Δήμητρα με το όνειρο, η συγγραφέας με τους αναγνώστες, ενώ στον Κάτω Κόσμο η Περσεφόνη κοιμάται με την ηδεία ανάμνηση της Δήμητρας, η ομορφιά με την αναμονή της νέας συνάντησης. Πού θ’ ανταμώσουν Οι Θεές;  
    Η Ελένη Λαδιά, στα όρια μιας αναπάντεχης κρυπτικότητας, εγείρει ένα εκπληκτικό μνημείο λόγου. Maestius lacrimis Simonideis[7], γράφει ο Κάτουλλος. Ο Λόγος, αν και φαινομενικά αδύναμος ενώπιον του ‘Αδη, σκουπίζοντας τα δάκρυα του αποχωρισμού από τις παρειές, ανταποδίδει το χτύπημα στον Θάνατο. Η πρόποση της Μαρώς «στις Θεές» μας μεταφέρει πάνω από το ποτήρι της Ε. Λ. Έχοντας πιει απ’ την ψυχή της, την ακούμε να ψιθυρίζει λόγια ακατάληπτα, χάδια που μόλις αγγίζουν τα λευκά μαλλιά της Αρετής, εικόνες που λάμνουν εν τη Αχερουσία των ονείρων της. Παρενοχλώνοντας συνεχώς τον σύζυγο της Περσεφόνης, υπό μορφή άτακτου ‘Ερωτα: με το ‘Αρρητο.

Χ. Α.
Περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχος 30, Σεπτέμβριος 2015, σσ. 506-507




[1]      Βρίσκεσαι κάτω από τούτη τη χρυσή στοά
   της Αφροδίτης, σταφύλι γεμάτο απ’ του Διονύσου τον χυμό
            η μάνα σου δεν θα σε αγκαλιάζει πια
   με τις λατρευτές κληματόβεργές της, ούτε θ’ απλώνει
      πάνω απ’ το κεφάλι σου το γλυκό σαν νέκταρ φύλλο.
   Ανθολογία Ελληνική, τρίτος τόμος, Βιβλίον ς΄: Αναθηματικά επιγράμματα, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2003, σ. 165.

[2]    Ελένη Λαδιά, Οι Θεές, εκδ. Εστία, Αθήνα 2015.

[3]    Γιώργος Κοροπούλης, Αισθηματικές ιστορίες, Μαρίνα Τσβετάγιεβα: Το Ποίημα του Βουνού και άλλα ποιήματα, μεταγραφή Άννα Μπακάλη, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2004, σ. 11.
[4] [Κανένας ποιητής, κανένας καλλιτέχνης οποιασδήποτε τέχνης, δεν κατέχει το ολοκληρωτικό νόημα μόνος του. Η σημασία του, η εκτίμησή του είναι η εκτίμηση της σχέσης του με τους νεκρούς ποιητές και καλλιτέχνες. Δεν μπορείς να τον αξιοποιήσεις μόνο του, πρέπει να τον εντάξεις, αντιθετικά και συγκριτικά, μεταξύ του θανάτου], T. S. Eliot, «Tradition and the Individual Talent», Frank Kermode, ed. T. S. Eliot, Selected Poems, Orlando, Florida, Harcourt Brace Jovanovici, 1975, p. 38, first published in the Egoist, September and December, 1919.

[5]  - Ποια είναι αυτή; Η Βάκχη. Ποιος τη σκάλισε;
      - Ο Σκόπας.
      - Η μανία της μορφής της είναι του Bάκχου ή του Σκόπα;
      - Του Σκόπα.
Στο βιβλίο Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί, μτφρ. Κώστας Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1997, σ. 63.

[6]   Ομηρικοί Ύμνοι, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Δ. Π. Παπαδίτσας, Ελένη Λαδιά, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 4η έκδοση, Αθήνα 2006, σ. 13.

[7]  (πιο θλιμμένα κι απ’ τα δάκρυα του Σιμωνίδη) Κάτουλλου 26 ποιήματα, μτφρ. Νίκος Σπάνιας, εκδ. Νικολαΐδη, Θεσσσαλονίκη 1974, σ. 24.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Μόλις κυκλοφόρησε το νέο Μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά "Οι Θεές" από τις Εκδόσεις της Εστίας


Ελένη Λαδιά
Οι θεές
Μυθιστόρημα

Σειρά: Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία
Σελίδες: 176, 13x20.5, τιμή: 12 ευρώ
ISBN: 978-960-05-1639-5


Mια ευφάνταστη κόρη συμβιώνει με την υπερήλικη και πολύ πιο γήινη μητέρα της. Η μυθιστορία ανατρέχει συχνά στο παρελθόν τους, το οποίο συμπίπτει με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της ρημαγμένης χώρας μας. Φτώχεια, αγροτική και βουκολική παραμεθόρια Ελλάδα, οικογενειακή μετανάστευση στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Αλλά και νεραϊδοϊστορίες, ξωτικά και παραδόσεις τραγουδισμένες, που φτάνουν μέχρις εμάς ως απόηχος μιας απώτατης εποχής, καθώς οι ηρωίδες του σύγχρονου μυθιστορήματος  μετατρέπονται σε γήινα αποτυπώματα των αρχαίων θεαινών.

Ζωή και θάνατος διαπλέκονται σε μια αρμονική και διόλου τρομώδη συνέχεια. Εμφύλιος σπαραγμός και καθημερινότητα συνθέτουν έναν μοναδικό καμβά σε αυτό το νέο, το πλέον ευρύ και βαθύ μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά, με τη μοναδικότητα της σχέσης μητέρας-κόρης στο επίκεντρό του. Η Λαδιά μεταφέρει ως κόρην οφθαλμού τα αποτυπώματα χιλιάδων χρόνων ελληνικής τοπογραφίας, με τη μοναδική εκείνη συγγραφική άνεση που μπορεί να συναναστρέφεται τον Όμηρο και τον σημερινό μετανάστη στην ίδια φράση.

Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις. Έχει τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό βραβείο (1981) για τη συλλογή Χάλκινος ύπνος, με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1999) για την Ωρογραφία και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα σλοβένικα, τα γαλλικά και τα αγγλικά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, Η Χάρις και Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι στα ρουμανικά.

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Ελένη Λαδιά: «Σημερινές Ελληνίδες με πανάρχαια ονόματα» κριτική της Ελένης Λιντζαροπούλου

Εβδομήντα τέσσερις απαράμιλλα γοητευτικές κυρίες σμιλεύει με την πένα της η Ελένη Λαδιά στο καινούργιο της βιβλίο, το οποίο έρχεται να καλύψει ένα κενό τόσο στον χώρο της αρχαιογνωσίας, όσο και της μυθολογίας, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένα τα «στοιχεία ταυτότητας» των γυναικείων ονομάτων που χρησιμοποιούνται ως τις μέρες μας και η προέλευση των περισσοτέρων χάνεται στις ρίζες του μυθολογικού χρόνου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελένη Λαδιά καταπιάνεται με μυθολογικές, γυναικείες και ανδρικές, μορφές. Στο βιβλίο της Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα (Gema, 2010), ξεδιπλώνει τις πολύ τρυφερές ιστορίες των θεών και των ηρώων όταν ήσαν παιδιά. Στα Μυθολογικά παράδοξα (Gema, 2007) μας οδηγεί βήμα βήμα σε άγνωστες πτυχές της μυθολογίας. Στην Δαιμονολογία (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012) μας συστήνει τους αγαθούς και τους πονηρούς δαίμονες και τις ιστορίες τους. Στα Ψυχομαντεία (Gema, 2005) καταδυόμαστε μαζί της στον υποχθόνιο κόσμο των Ελλήνων.
Με εφόδιο τις σπουδές της στην Αρχαιολογία και την Θεολογία και με την συνέπεια του βαθύτατου γνώστη και άοκνου μελετητή της αρχαιότητας, η Ελένη Λαδιά, λογοτέχνις υψηλού ταλέντου και πολυετούς μόχθου στην σπουδή των αρχαίων κειμένων, μας χαρίζει έργα ανεξίτηλα και πολύτιμα, ταξιδεύοντάς μας στο απέραντο τοπίο της ελληνικής μυθολογίας, το οποίο για την συγγραφέα είναι τόπος οικείος, αφού από εδώ αντλεί πλούτο και για την πεζογραφία και για τα μελετήματά της. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια μαζί με τον ποιητή Δ.Π. Παπαδίτσα μάς έχουν προικίσει με τις εξαιρετικές μεταφράσεις τους των Ορφικών και Ομηρικών Ύμνων, καθώς και της Ραψωδίας λ' της Οδύσσειας, έργα σπάνιου γλωσσικού κάλλους, τα οποία αποτελούν σπονδές στις λέξεις και στην αρχετυπική ακρίβεια της απόδοσής τους.
Οι Σημερινές Ελληνίδες δεν είναι ένα επιστημονικό μελέτημα που απευθύνεται μόνον σε ειδικούς. Στις 439 σελίδες του και στις 664 βιβλιογραφικές παραπομπές του, η πολυβραβευμένη λογοτέχνις με λόγο γλαφυρό, πυκνό και χαριτωμένο οδηγεί, μυημένους και αμύητους, από τα ορεινά κρησφύγετα των νυμφών στα τερτίπια και τα παιχνιδίσματα των θεών και των θεαινών. Αφηγείται άγνωστα περιστατικά από τις «ζωές» τους δίνοντάς τους πραγματική υπόσταση και πνοή, ενώ μας γνωρίζει τις συνήθειες, τις εορτές, τις τελετές και τα μυστήρια, οδηγώντας μας, ίσως, σε μεγαλύτερο βάθος από αυτό που καταφέρνει να μας οδηγήσει η ιστορική μελέτη του βίου των προγόνων μας. Έρωτες, μίση, κακοδαιμονίες, ανταγωνισμοί, αρχαία «τραγούδια», σύγχρονα ποιήματα αλλά και ετυμολογικές εκδοχές των ονομάτων τα κάνουν ακόμη πιο οικεία και θελκτικά, παρακινώντας μας πράγματι –και όπως το θέλει η συγγραφέας– να δώσουμε στις κόρες μας αυτά τα ωραιότατα μουσικά «βαφτιστικά». Μάλιστα, οι ετυμολογικές αναφορές επιχειρούν να φανερώσουν την κρυμμένη αρχική σημασία αυτών των λέξεων που, πριν γίνουν απλώς ονόματα, έφεραν ιδιότητες ξεχασμένες πια στην σύγχρονη γλώσσα και συνείδηση. Η αναφορά τους, αλφαβητική όπως στο βιβλίο, αποτελεί ένα θεσπέσιο ποίημα: η γλαυκομάτα Αθηνά, κόρη του Διός ή του Ποσειδώνος και θεά της σοφίας αλλά και Εργάνη, η Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα σπαρτιατική θεότητα και Τρωαδίτισσα μάντις, η ωραία Πελιάδα Άλκηστις, η Αλκμήνη που για χάρη του έρωτά της μάκρυνε ο Δίας την νύχτα, η Αλκυόνη που χάθηκε από την αλαζονεία της μαζί με τον σύζυγό της, η Νηρηίδα Γαλάτεια που την ερωτεύθηκε ο Πολύφημος, η θεά Δήμητρα, η μητέρα της Αφροδίτης Διώνη, η Ειρήνη από τις Ώρες, θυγατέρα της Θέμιδος και του Διός, η Ελένη η γεννημένη από το θεϊκό αυγό, η Έλλη η λαμπερή που ακόμη ονομάζει με τον θάνατό της τον Ελλήσποντο, η Ευρυδίκη, σύζυγος του Ορφέως, η Ήρα, σύζυγος νόμιμη του Διός, η Κίρκη, η θυγατέρα του Ήλιου, η Κόριννα, η γλυκόγλωσση ποιήτρια, η Λήδα, μητέρα της Ελένης, η Νύμφη ή Ωκεανίδα Μελία, η Νεφέλη, μητέρα του Φρίξου και της Έλλης, η μέγιστη ποιήτρια Σαπφώ, η Τιτανίδα Φοίβη, οι μαγευτικές Χάριτες και τόσες άλλες που μας περιμένουν, αγέραστες, να τις γνωρίσουμε. Πλείστες από αυτές, μάλιστα, τιμώνται και εορτάζονται και από την χριστιανική θρησκεία διαιωνίζοντας και επιβεβαιώνοντας την αδιατάρακτη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης.[ ]
Φυσικά, τα ονόματα αποτελούν μόνο την αφορμή γι' αυτό το σπουδαίο βιβλίο, που στις σελίδες του παρελαύνουν μεγάλες μυθολογικές μορφές, διηγήσεις και ιστορίες, πόλεμοι και εκστρατείες, σημαντικά αποσπάσματα από αρχαία κείμενα, ένας ανεξάντλητος πλούτος γνώσεων και ένας κόσμος στον οποίον η Ελένη Λαδιά μάς οδηγεί γοητευμένη και η ίδια. Για του λόγου το αληθές, από το σημείωμά της στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αντιγράφουμε: «Οι Αρχαιοέλληνες συγγραφείς, οι πηγές μου, με δίδαξαν πάμπολλα πράγματα με την σοφία τους. Κάθε όνομα ήταν και μία συναρπαστική ιστορία. Μαζεύτηκαν πολλές μαγευτικές ιστορίες, που τις άκουγα με την προσήλωση της νυμφόληπτης ή αλαφροΐσκιωτης. Το ταξίδι, όμως, όσο κι αν ήταν ωραίο, ήταν μεγάλο και στο τέλος κουραστικό. Γι' αυτό συνιστώ: Οι χαλκέντεροι ας διαβάσουν μονομιάς το βιβλίο, οι ονειροπόλοι αποσπασματικώς».

Σημερινές Ελληνίδες με πανάρχαια ονόματα
Ελένη Λαδιά
Αρμός
439 σελ.

Τιμή € 20,00




Κυριακή 3 Μαΐου 2015

«Ο κάμνων έρως» διήγημα της Ελένης Λαδιά


Ήταν χρόνια ακινητοποιημένος σαν άγαλμα· ίσως από ασθένεια, ίσως από πλησμονή. Το τελευταίο γεγονός ήταν η κούραση, μια διαβρωτική, χρόνια κόπωση, που έγινε υπερκόπωση και τελικώς εξάντληση.
Όμως ακόμη υπήρχαν ομορφιές στο κάμνον σώμα του, όπως το βλέμμα, πάντοτε βαθύ και γλυκό, το ωραίο σχήμα του κεφαλιού και η αρχαιοελληνική μύτη. Τα δάκτυλα των ποδιών επίσης παρέμεναν θαυμαστά στον σχηματισμό τους, τόσο που όταν τα έβλεπα στην ακρογιαλιά, έλεγα την αρχαία ρήση που χρησιμοποιούσαν για τον Αλκιβιάδη «αβρός ο όνυξ επεκάθητο τω δακτύλω» ή παρομοίαζα τις γάμπες του με του παγκρατιαστή Αγία από το Μουσείο των Δελφών.
Όμως τώρα είναι κάμνων ο παλιός μου έρως, και για έτη τίποτε δεν τον ώθησε να κινηθεί... όταν ένα τραγούδι ξεπήδησε αιφνιδίως μέσα από τον χρόνο, ένα τραγούδι με παράξενα ελληνικά αλλά ωστόσο ελληνικά, ζυμωμένα με την φυλή μας, με λέξεις λαμπερές και μερικές αρχαιοπρεπείς, που τις φυλούσαν οι άνθρωποι εκεί σαν ψήγματα χρυσού. Ήταν ένα τραγούδι σε γλώσσα Γκρίκο που το λέγαμε κι εμείς, ο ζωντανός έρως μου κι εγώ μαζί με τους ελληνόφωνους.
«Τι εν γλυτσέα τούση νύφτα τι εν ωρια...»
Πραγματικά γλυκιά ήταν αυτή η νύχτα, τι ωραία...
Μόνον που δεν είναι αυτή η νύχτα γλυκιά, αφού είναι άρρωστος ο κάμνων έρως μου. Τον θυμάμαι τότε, ζωηρό και συγκινημένο να αγκαλιάζεται με τον ελληνόφωνο Σαλβατόρε της Καλημέρας, όταν εκείνος τον προσφώνησε πνιγμένος στα δάκρυα, «αδελφέ μου». Τότε ο ζωοποιός έρως μου έγινε αδελφός του, κι εγώ συγκινημένη έβλεπα δυο ανθρώπους που τους χώριζαν αιώνες Ιστορίας να τους δένει σαν ομφάλιος λώρος μία ελληνική λέξη. Αδελφός, από το αθροιστικό α και το δελφύς που είναι η μήτρα, η κοιλιά. Από την ίδια κοιλιά, λοιπόν, από την ίδια θαυμασία ελληνική μήτρα.
«Εβώ πάντα σ' εσένα πενσέω
Γιατί σένα φσυχή μου γαπώ
Τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σένα βαστώ...»
Τα λόγια του τραγουδιού που τώρα άκουγα, γερασμένη και κουρασμένη ομοίως, μου ξύπνησαν ένα όμορφο, ελληνικό κομμάτι του παρελθόντος μου. Ναι, τότε σκεφτόμουν τον δυνατό έρωτά μου, αυτόν αγαπούσα, όπου πήγαινα, όπου στεκόμουν, αυτόν βαστούσα στην καρδιά μου, μ' αυτόν ταξίδεψα σε μέρη όπου υπήρχε Ελλάδα, με αυτόν έκλαψα πάνω στα αρχαία μνημεία και τις μισογκρεμισμένες ορθόδοξες εκκλησιές, με αυτόν θα με ενώνει παντοτινά η Ελλάδα.
«Καληνύφτα σε φήνω τσαι πάω
πλάια σου τι βω πίρτα πρικό
τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σενα βαστώ...»
Στις 28 Ιουλίου, η πόλη της Καλημέρας εόρταζε τον άγιό της. Φωτοβολίδες, φωταγωγημένοι δρόμοι, ευθυμία παντού, κι ο Σαλβατόρε σημείωνε στον κατάλογο των οικογενειαρχών της Καλημέρας την εθελοντική τους προσφορά. Τότε είδα τον πατριώτη έρωτά μου να πλησιάζει και να δίνει κι αυτός ένα ποσό. «Κι εσύ;» τον ρώτησαν οι γύρω μας απορημένοι, ενώ ο χαρίεις έρως μου απάντησε με την φράση που ήταν χαραγμένη στην στήλη της Καλημέρας: «Τσένος εν είμε ιβό ετού στη Καλημέρα». Δεν είμαι ξένος εγώ στην Καλημέρα.
Την επομένη φύγαμε κι ήμασταν λυπημένοι εγώ, ο έρως μου και οι φίλοι μας. Στο αυτοκίνητο του Σαλβατόρε «κανταλίσαμε» όλοι μαζί. Μόνον που εγώ πρότεινα στην θέση της λέξης Καληνύφτα να μπει η Καλημέρα, που ήταν και το όνομα της πόλης.
Καλημέρα σε αφήνω και φεύγω, φεύγω θλιμμένος, αλλά όπου βρεθώ και σταθώ, θα σε βαστώ πάντα στην καρδιά μου.
Το τραγούδι τελείωσε κι εγώ βουτηγμένη στα δάκρυα έφυγα από την αίθουσα. Έξω ήταν νύχτα, όχι καλή, έκανε κρύο και έβρεχε. Όμως η Καλημέρα, ακόμη κι αν δεν την ξαναδώ, είναι μέσα στην καρδιά μου, όπως και ο κάμνων έρως μου, που κατά την διάρκεια της ανάμνησής μου έτρεξε, περπάτησε, ακόμη και χόρεψε.
Τώρα ο κάμνων έρως μου μένει ακίνητος, κι εγώ είμαι αδύναμη να τον αναστήσω...

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

"Για το βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Σημερινές Ελληνίδες με πανάρχαια ονόματα» (εκδ. Αρμός, 2015)" - Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Εξ ιδίων τα αλλότρια, λέει μια παλαιά παροιμία και βρίσκει την εφαρμογή της στην συγγραφέα Ελένη Λαδιά, η οποία, προσπαθώντας να πείσει τις μητέρες να δίνουν αρχαία ονόματα στα κορίτσια τους, έκανε το γύρο του αρχαίου κόσμου , βάδισε σε μυθικά βουνά, συνομίλησε με θεούς και θεές, βασιλιάδες και βασίλισσες, μπήκε στα σπήλαια των νυμφών, άκουσε αυλούς ποιμένων,  έγινε μάρτυς αναλήψεων ηρώων στους ουρανούς, είδε μεταμορφώσεις. Και από τα ψηλά βουνά βούτηξε στη θάλασσα, είδε Τρίτωνες  και Νηρηίδες και σαν θηλυκός Οδυσσέας, αφού περιπλανήθηκε σε πελάγη βιβλίων και στάθμευσε σε μαγικές σελίδες, είδε ωραίες γυναίκες και τέρατα, άκουσε πρωτάκουστα ονόματα, θαύμασε και κουράστηκε και είπε, επιτέλους, εγώ η «νυμφόληπτη» και «αλαφροΐσκιωτη», καιρός να κάτσω να γράψω τα απομνημονεύματα ενός τέτοιου ταξιδιού. Κι ο αναγνώστης τι πρέπει να κάνει; Ρώτησαν κάποτε το Σεφέρη, θεωρώντας την ποίησή του δύσκολη.  Ε! κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός απάντησε ο βλοσυρός ποιητής. Η Λαδιά όμως δεν είναι βλοσυρή γι’ αυτό μας δίνει μια συμβουλή. «Οι χαλκέντεροι ας διαβάσουν μονομιάς το βιβλίο· οι ονειροπόλοι αποσπασματικώς». Εγώ το διάβασα και με τους δύο τρόπους. Και μάλιστα άρχισα από το τέλος. Άρχισα πρώτα πρώτα από τις σημειώσεις της. Κι εκεί βρήκα ότι τα πελάγη που περιβάλλουν την Ελλάδα δεν είναι δυο-τρία- τέσσερα ή πέντε, αλλά τόσα ων ουκ έστι αριθμός. Δηλαδή έστιν αριθμός κατά τι μεγαλύτερος του εβδομήκοντα, σημαδιακός αριθμός,  αλλά για κάθε ένα από αυτά τα ονόματα εισίν  άπειρες, συχνά, αναφορές. Έτσι για δείγμα, οι αναφορές στην Αθηνά  είναι είκοισεφτά. Στην  Ήρα είκοσι οχτώ. Στην Ελένη είκοσι εννέα. Στην  Άρτεμι τριάντα έξι. Για όλες τις υπόλοιπες  υπερεβδομήκοντα οι αναφορές είναι πολλές και  για τη Ναυσικά μόνο μία. 

Και αρχίζουμε το ταξίδι. 
Αθηνά. Πρώτη τη τάξει. Γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Στον πλατωνικό διάλογο Κρατύλος ή περί της ορθότητος των ονομάτων, ο Ερμογένης ζητά από τον Σωκράτη να ετυμολογήσει το όνομα της Αθηνάς. Είναι λοιπόν η Αθηνά Παλλάς, από τον ένοπλο χορό, και Αθηνά την έφτιαξε ο Όμηρος ως νου και διάνοια. Ο Ησίοδος λέει πως ο Δίας κατάπιε τη έγκυο στην Αθηνά σύζυγό του, την Μήτιν, για να μη γεννήσει διάδοχο και του πάρει το θρόνο σύμφωνα με το μύθο… Κι έτσι ο Δίας χώνεψε  μεν την Μήτιν,  γέννησε δε από το κεφάλι του την κόρη που ονόμασαν Αθηνά. Ο ορφικός ύμνος 32 διασώζει δύο προσωνύμια της θεάς: Γοργορόνα και Τριτογένεια. Μερικοί πιστεύουν πως η Γοργόνα ή Μέδουσα είναι η Αθηνά από τον καιρό που θεωρούνταν χθονία θεότητα, συνδεόταν με τη γη, δηλαδή. Αργότερα, όμως,  έγινε ολυμπία και έχασε τα σκληρά χαρακτηριστικά της. Αλλά ως Γοργόνα συνδέθηκε με ειδική τελετή το Γοργόνειο. Ο Παυσανίας πάλι λέει πως ως Τριτογένεια ήταν κόρη του Ποσειδώνα, επειδή τα μάτια της ήταν γαλανά. Γλαυκώπις είναι το επίθετο με το οποίο μας είναι γνωστή από τον Όμηρο. «Τον δ’ αύτε προσέειπε Παλλάς γλαυκώπις Αθήνη» ή «η μεν αρ’ ως ειπούσ’ απέβη γλαυκώπις Αθήνη». Το Γοργόνειο ήταν όπλο της θεάς και η γοργόνα στόλιζε την ασπίδα των οπλιτών. Θυμίζω πρόχειρα την ερώτηση του στρατηγού Λάμαχου στους Αχαρνής του Αριστοφάνη: «Τις Γοργόν’ εξήγειρεν εκ του σάγματος; Ήτοι, τη γοργόνα ποιος την ξύπνησε απ’ την ασπίδα;» και άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. 

Για το όνομα λοιπόν της Αθηνάς η συγγραφέας  έχει ελέγξει είκοσι επτά μελέτες, πηγές αρχαίες και σοβαρές νεότερες Οι διακλαδώσεις του μύθου, οι διασταυρώσεις των υποθέσεων, οι αντιφατικές συχνά απόψεις, όλα με τον τρόπο τους υφαίνουν το πλέγμα που θα καταλήξει σ’ ένα πρόσωπο, στην Αθηνά, που και αυτή ήταν υφάντρα και γι’ αυτό και Εργάνη ονομαζόταν. Η Αθηνά δίνει το όνομά της και στην πόλη, Αθήνα, των οποίων οι εορτές, και της Αθήνας και της Αθηνάς, είναι και αυτές πάμπολλες. Αλλά δεν λατρευόταν μόνο στην Αθήνα. Η Ιτωνία Αθηνά είχε ιερό και στη Βοιωτία, στολισμένο με έργα του γλύπτη Αγορακρίτου, αγαπημένου μαθητή και συνεργάτη του Φειδία.  
Δεύτερο δείγμα, τιμής ένεκεν, θα είναι η Ελένη την οποία προανήγγειλα   με εκείνο το «εξ ιδίων τα αλλότρια». Ελένη,  η συγγραφεύς και Ελένη η μοιραία εκείνη γυναίκα, που ξεσήκωσε όλη την Ελλάδα, προξένησε δεκαετή πόλεμο με την Τροία και ξεκλήρησε όλη τη χώρα και τους ανθρώπους της (Ελένη, εκ του ελείν= καταστρέφω, κατά παρετυμολογία του ονόματός της). Αλλά και οι νικητές δεν πέρασαν καλύτερα. Οι σπουδαιότεροι έπεσαν στο πεδίο της μάχης και όσοι επέστρεψαν ήταν γέροι και καταπονημένοι. Ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του και ο πολυμήχανος Οδυσσέας που έφτιαξε τον Δούρειο Ίππο ταλαιπωρήθηκε άλλα δέκα χρόνια στην θάλασσα, παλεύοντας με τέρατα και θηρία μέχρι να φτάσει μόνος στην Ιθάκη, όπου χρειάστηκε να πολεμήσει και πάλι για να επανακτήσει το θρόνο του.   


Η Ελένη γεννήθηκε και αυτή από τον Δία ή από το κοσμικό αυγό. Κόρη της Νεμέσεως ή της Λήδας. Μάλλον της Λήδας. Αλλά λόγω της γέννησής της από το αυγό είναι πλάσμα εξόχως ερωτικό και συνδέεται και με την Ορφική θεολογία. Ο Ισοκράτης και ο Γοργίας πλέκουν το εγκώμιό της. Η συγγραφέας παρακολουθεί την Ελένη στο ομηρικό κείμενο από ραψωδία σε ραψωδία, δίνοντάς μας όλα τα χαρακτηριστικά της ωραίας και ευγενικής γυναίκας που συναισθάνεται το βάρος της ευθύνης της. Όλες τις αντιφάσεις και όλες τις ερμηνείες γύρω από το πρόσωπό της. Η Ελένη ήταν διπλή. Ήταν ωραία γυναίκα και θεά. Ήταν πραγματικότητα και είδωλο. Ήταν πιστή και άπιστη. Με τη μορφή της ήταν στην Τροία και με το σώμα της στην Αίγυπτο. Ο Ηρόδοτος και ο Ευριπίδης λένε ότι δεν πήγε ποτέ στην Τροία αλλά όλα  τα χρόνια του πολέμου ήταν στην Αίγυπτο. «Η Ελένη των ποιητών»,  λέει η Λαδιά, «φορά στεφάνι καμωμένο από εγκώμια και ψόγους». 

Υπολείπονται άλλες εβδομήντα και βάλε, παρουσίες της μυθολογίας αλλά και της ιστορίας, των οποίων τη ζωή και τη συμπεριφορά εκτενώς διηγείται η συγγραφέας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η Λαδιά έχει σπουδάσει και Αρχαιολογία και Θεολογία και έτσι, με διπλό οπλισμό,  πατώντας γερά στις πηγές, διεξάγει την έρευνά της. Ελέγχει τα κείμενα, παραθέτει τις βιβλιογραφικές αναφορές της και δεν αφήνει καμιά  πηγή αναξιοποίητη. Δεν είναι εύκολη η σύνθεση ενός τέτοιου εγχειρήματος και κατ’ αναλογίαν δεν είναι εύκολη ούτε η απλή περιδιάβαση ούτε η μελέτη του  βιβλίου. Απαιτεί γερή αρματωσιά, θέλει φιλολογικό οπλισμό, εξοικείωση με τα κλασικά κείμενα, προϊδεασμό, αγάπη για το αντικείμενο και, προπάντων, προσήλωση. Όμως, οποιοσδήποτε το ανοίξει θα γοητευθεί από τις πληροφορίες που του προσφέρει η συνεργασία της μυθολογίας, της Ιστορίας, της Αρχαιολογίας και η γοητεία της  Ποίησης.  Γιατί, παρά το ότι το βιβλίο είναι γραμμένο με την υπευθυνότητα της επιστήμονος, η απρόσκοπτη και ρέουσα αφήγηση κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη.  

Πηγή: http://www.parathemata.com/2015/04/2015.html



Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΛΑΔΙΑ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


Ἀμαρυλλίς

Φαίνεται πώς εἶναι ἕνα ἐπινοημένο πρόσωπο, πού πρῶτος χρησιμοποίησε ὁ Θεόκριτος καί κατόπιν ὁ μιμητής του Βιργίλιος στό ἔργο Βουκολικά.
Στό τρίτο εἰδύλλιο τοῦ Θεοκρίτου μέ τόν τιτλο «Κῶμος (Αἰπόλος ἤ Ἀμαρυλλίς)1 ἕνας αἰγοβοσκός τραγουδᾶ ἐρωτικά ἄσματα γιά τήν Ἀμαρυλλίδα, ἀφήνοντας τήν βοσκή τῶν αἰγῶν του στόν Τίτυρο. Τόν συμβουλεύει νά τραβήξει πρός τήν πηγή τῆς ρεματιᾶς προσέχοντας κυρίως τόν Λιβυκό τράγο μέ τούς μεγάλους ὄρχεις, μήπως καί τόν κουτουλήσει. Ὕστερα ἀρχίζει τό λυπημένο ἐρωτικό του τραγούδι προσφωνώντας τήν Ἀμαρυλλίδα χαρίεσσα. Ἐκείνη ὅμως δέν τόν καλεῖ πλέον στήν σπηλιά της. Μήπως καί δέν τόν ἐπιθυμεῖ πιά, γιατί τῆς φαίνεται πώς ἔχει φαρδειά μύτη καί πολλά γένεια; Αὐτό θά τόν ἔκανε νά κρεμασθεῖ. Ὕστερα, ὅπως ὁ Κύκλωψ στήν Γαλάτεια, τῆς τάζει εὔγευστα φαγώσιμα, δέκα μῆλα καί μεθαύριο ἄλλα δέκα. Ἡ Ἀμαρυλλίς παραμένει σκληρή καί δέν τοῦ ρίχνει οὔτε μιά ματιά, ἐνῶ ἐκεῖνος εὔχεται νά γίνει μέλισσα καί νά τρυπώσει στήν σπηλιά της. Ὁ αἰγοβοσκός τώρα κατάλαβε πώς ὁ ἔρως εἶναι ἕνας σκληρός θεός, λές καί θήλασε γάλα λέαινας καί ἀνατράφηκε ἀπό τήν μάνα του μές στούς δρυμούς. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν σιγοψήνει μέχρι τό κόκκαλο.
Ἔλα λοιπόν, μαυροφρύδα νύμφη, τῆς λέει, ἀγκάλιασέ με γιά νά σέ φιλήσω. Θά μέ ἀναγκάσεις νά κομματιάσω τό στεφάνι πού σοῦ ἔπλεξα ἀπό κισσό, κάλυκες ἀνθέων καί εὔοσμα σέλινα. Ὠιμέ μου τί θά ἀπογίνω ὁ δυστυχισμένος; Ἀκοῦς; Θά πετάξω τήν κάπα καί θά γκρεμισθῶ στήν θάλασσα, ἐκεῖ ὅπου ὁ ψαράς Ὄλπις παραμονεύει γιά μεγάλα ψάρια. Ἐκεῖ θά πεθάνω γιά νά χαρεῖς.
Ἀκόμη καί ἡ τηλέφιλος παπαρούνα ἀπάντησε πώς δέν τόν ἀγαπᾶ, ἀφοῦ ἔσκασε ἀπό τήν χούφτα του χωρίς πλατάγημα. Ἀκόμη καί ἡ κοσκινομάντισσα προφήτευσε πώς ὁ αἰγοβοσκὀς χανόταν γιά κάποια πού δέν τόν νοιαζόταν. Κι ὅμως αὐτός τῆς φύλαγε γιά νά τῆς προσφέρει μιά διδυμότοκη λευκή αἶγα. Ὕστερα πῆγε κοντά στό πεῦκο, ἀπό ὅπου ἐκείνη ἴσως θά τόν ἔβλεπε. Τῆς τραγούδησε τό περιστατικό τοῦ Ἱππομένους, ὁ ὁποῖος μέ τά μῆλα ξετρέλανε ἀπό ἔρωτα τήν Ἀταλάντη, γιά τόν περίφημο μάντη Μελάμποδα πού ὁδήγησε τό κοπάδι τῶν βοδιῶν ἀπό τή Ὄθρυν στήν Πύλο, γιά τήν χαριτωμένη μάνα τῆς σοφῆς Ἀλφεσιβοίας, πού κοιμήθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ Βίαντος, γιά τήν Κυθέρεια πού ξετρελάθηκε ἀπό τόν Ἄδωνιν τόν αἰγοβοσκό τόσο, ὥστε καί νεκρό τόν ἔβαλε στά στήθη της νά μήν τόν χάσει. Ἔτσι καί αὐτός ὁ αἰπόλος ἀπό τήν μιά ζήλευε τόν ἄκαμπτο ὕπνο τοῦ Ἐνδυμίωνος, κι ἀπό τήν ἄλλη ὅσα ὁ Ἰάσων ἐπέτυχε, πού ἐσεῖς δέν θά μάθετε, βέβηλοι.
Στό τέλος τῆς εἶπε πώς θά σταματήσει τό τραγούδι, θά ξαπλώσειἀκίνητος καταγῆς, μέχρι νά τόν φᾶνε οἱ λύκοι, γιά νά τῆς γίνει ὁ θάνατός τουγλυκό μέλι στόν λαιμό της.
Στό εἰδύλλιο IV μέ τόν ὑπότιτλο «Νομεῖς» (Βάττος καί Κορύδων) ὁ Θεόκριτος δέν ἔχει ὡς κυρία μορφή τήν Ἀμαρυλλίδα· αὐτή ἁπλῶς ἀναφέρεται. Τό εἰδύλλιο εἶναι ἔνας διάλογος μεταξύ δύο βοσκῶν, τοῦ φιλήσυχου Κορύδωνος καί τοῦ φιλόνεικου Βάττου. Ὁ Κορύδων στό μέσον τοῦ διαλόγου ἀναφέρει γιά τόν Αἴγωνα τόν πυγμάχο, πού ἔφαγε μόνος του ὀγδόντα πίτες, ἔβαλε τόν ταῦρο στόν ὦμο του καί τόν ἔφερε μπροστά στήν Ἀμαρυλλίδα. Οἱ γυναῖκες κραύγασαν καί ὁ βουκόλος γέλασε.
Τότε ὀ Βάττος εἶπε: «Ὤ χαριτωμένη μου Ἀμαρυλλίς δέν σέ ξεχνῶ κι ἄς πέθανες. Ὅση χαρά μοῦ δίνουν οἱ αἶγες μου, τόση θλίψη ὁ χαμός σου. Ἄχ τί μοῖρα σκληρή μοῦ ἔτυχε.»
Στἀ Ποιμενικά τοῦ Λόγγου3 «Δάφνις καί Χλόη» ὑπάρχει τό γνώριμο, βουκολικό σκηνικό μέ δάση, ρεματιές, νεραϊδοσπηλιές, θυσίες στόν Πᾶνα καί στόν Διόνυσο, ὅπου βρίσκονται ἀπό χωριστούς θετούς γονιούς, τά δὐο ἐγκαταλελειμένα παιδιά πλουσίων οἰκογενειῶν. Τά ὀνόματά πού τούς δίνονται εἶναι ἐπίσης ποιμενικά: ὁ Δἀφνις καί ἡ Χλόη. Ὅταν φθάνουν στήν ἥβη ἀλληλοέλκονται καί ἐρωτεύονται, δίχως νά ξέρουν πῶς νά ὀνοματίσουν αὐτό πού τούς συμβαίνει. Τότε ἐμφανίζεται ἔνας γέρος, ντυμένος μέ προβιές, ὑποδήματα ἀπό τομάρι καί κρατώντας στό ὦμο του ἕνα παμπάλαιο ταγάρι, τούς αὐτοστήνεται λέγοντας πώς ἦρθε νά τούς ἐξιστορήσει, ὅσα εἶδε καί ἄκουσε. Εἶναι ὁ βοϊδολάτης Φιλητᾶς, ὁ ὁποῖος τραγούδησε πολλές φορές γιά τίς Νεράιδες, ἔπαιξε φλογέρα γιά τόν Πάνα καί μόνον μέ τόν μουσικό σκοπό ὁδήγησε μεγάλα κοπάδια γιά βοσκή. Τούς εἶπε πώς ἔχει ἕνα περιβόλι, φτιαγμένο μέ τά χέρια του ἀπό τότε πού σταμάτησε τήν βοσκή. Τό περιβόλι ἔχει πανέμορφα δένδρα καί ἄνθη, καθώς καί πουλιά πού τραγουδοῦν. Τούς εἶπε ἀκόμη πώς σήμερα πού τό ἐπισκέφτηκε, εἶδε ἕνα ἀγόρι λευκό σάν τό γάλα καί ξανθό σάν τήν φωτιά, πού ἔτρεχε μέ εὐκινησία, ἄπιαστο καί παιχνιδιάρικο. Φοβούμενος ὀ Φιλητᾶς μήπως τοῦ σπάσει τίς ροδιές καί τίς μυρσίνες, τοῦ ὑποσχέθηκε πώς θά τοῦ δώσει ὁτιδήποτε θελήσει, ἄν δέν ἔτρεχε. Τό ἀγόρι ξεκαρδίστηκε καί ἀποκάλυψε στόν γέροντα πώς εἶναι πιό γέρος ἀπό τόν Κρόνο καί τούς αἰῶνες, κι ἄς φαίνεται παιδί. Κι ἐσένα, Φιλητᾶ σέ γνώρισα παλικάρι, τοῦ εἶπε, τότε πού ἔβοσκες στό βουνό ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπό βόδια, καί σοῦ παραστεκόμουν ὅταν ἔπαιζες τήν φλογέρα κοντά στίς βαλανιδιές, τότε πού ἀγαποῦσες τήν Ἀμαρυλλίδα. Ἐσύ δέν μέ ἔβλεπες κι ἄς στεκόμουν κοντά στήν κοπέλα. Ἐγώ τήν ἔκανα δική σου, κι ἔχεις τώρα παιδιά πού εἶναι καλοί βοϊδολάτες καί γεωργοί. «Καί σέ οἶδα νέμοντα πρωθήβην ἐν ἐκείνω τῶ ὄρει τό πλατύ βουκόλιον καί παρήμην σοι συρίττοντι πρός ταῖς φηγαῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας Ἀναρυλλίδος· ἀλλά με οὐχ ἐώρας καίτοι πλησίον μάλα τῆ κόρη παρεστῶτα. Σοί μέν οὖν ἐκείνην ἔδωκα· καί ἤδη σοι παῖδες, ἀγαθοί βουκόλοι καί γεωργοί.» ( Β, 5.3 )
Βεβαίως τό ξανθό ἀγόρι ἦταν ὁ ἔρως, τούς ἐξήγησε, κι ἀνέφερε τά συμπτώματά του.
Ἔτσι κι ἐγώ ὅταν ἤμουν νέος ἀγάπησα τήν Ἀμαρυλλίδα, καί δέν ἤθελα ὕπνο, φαγητό καί ποτό. Μόνον πονοῦσε ἡ ψυχή μου, παλλόταν ἡ καρδιά μου, ἀνατρίχιαζα, ξεφώνιζα λές καί μέ ἔδερναν, σιωποῦσα σάν νεκρός κι ἔπεφτα στά ποτάμια γιατί καιγόμουν. Καλοῦσα τόν Πάνα νά μέ βοηθήσει, γιατί κι αὐτός ἐρωτεύθηκε τήν Πεύκη, κι εὐχαριστοῦσα τήν ἠχώ πού ξαναφώναζε τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος· ἔσπαγα τίς φλογέρες πού ἔτερπαν τά βόδια, ἀλλά δέν μοῦ ἔφερναν τήν Ἀμαρυλλίδα. Κανένα βάλσαμο γιά τόν ἔρωτα. Τά μόνα γιατρικά εἶναι τό φιλί, τό ἀγκάλιασμα καί τό πλάγιασμα μέ γυμνά σώματα.
«Αὐτός μέν γάρ ἤμην νέος καί ἠράσθην Ἀμαρυλλίδος· καί οὔτε τροφῆς ἐμεμνήμην οὔτε ποτόν προσεφερόμην οὔτε ὕπνον ἡρούμην. Ἤλγουν τήν ψυχήν, τήν καρδίαν ἐπαλλόμην, τό δέ σῶμα ἐψυχόμην· ἐβόων ὡς παιόμενος, ἐσιώπων ὡς νεκρούμενος, εἰς ποταμούς ἐνέβαινον ὡς καιόμενος. Ἐκάλουν τόν Πᾶνα βοηθόν, ὡς καί αὐτόν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα· ἐπήνουν τήν Ἠχώ τό Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ'ἐμέ καλοῦσαν· κατέκλων τάς σύριγγας, ὅτι μοι τάς μέν βοῦς ἔθελγον, Ἀμαρυλλίδα δέ οὐκ ἦγον. Β,7,4-7).
Καί στό βιβλίο τοῦ Λόγγου ἡ Ἀμαρυλλίς εἶναι ἡ ποθητή ἀγαπημένη. Δυό φορές ἀναφέρεται ἀπό τόν Φιλητᾶ. Ἦταν ἡ ἀγαπημένη του καί ἡ σύζυγός του.
Κατά τά ἄλλα τό βιβλίο ἔχει αἴσιο τέλος. Οἱ νέοι παντρεύονται, γνωρίζουν τούς βιολογικούς τους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τούς πάρουν στήν πόλη. Ἐκεῖνοι ὅμως ξαναγυρίζουν στά δάση τους κι ὅταν ἀποκτοῦν παιδιά, ἔνα ἀγόρι καί ἔνα κορίτσι τούς δίνουν ποιμενικά ὀνόματα: εἶναι ὁ Φιλοποίμην καί ἠ Ἀγέλη.
Ὁ Βιργίλιος στά Βουκολικά του4 (ἐκλογή Α) ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος. Ὁ ὑπότιτλος τῆς πρώτης ἐκλογῆς εἶναι Τίτυρος (Μελίβοιος καί Τίτυρος.)
Ὁ Μελίβοιος ἀναχωρεῖ γιά τήν ἐξορία. Στό δρόμο βλέπει τόν συνάδελφό του ποιμένα Τίτυρο, ὁ ὁποῖος κάθεται κάτω ἀπό τήν σκιά μιᾶς ὀξιᾶς καί ἄδει μέ τόν λεπτό ποιμενικό του αὐλό ἕνα βουκολικό ἆσμα, πού ὑμνεῖ τήν ὡραία Ἀμαρυλλίδα. Ὁ Τίτυρος εἶναι εὐτυχής, διότι ὑπῆρξε δοῦλος καί ἀπελευθερώθηκε στήν Ρώμη. Άντιθέτως ὁ Μελίβοιος εἶναι δυστυχής, διότι χάνει τίς γαῖες του καί τόν πάτριο τόπο. Συναντώντας λοιπόν τόν Τίτυρο τοῦ λέγει: καί σύ Τίτυρε διδάσκεις τά δάση νά ἐπαναλαμβάνουν μέ τήν ἠχώ τους τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος.
Ἡ Ἁμαρυλλίς εἶναι ἀποῦσα· ἀπλῶς ἀναφέρεται. Ὁ Τίτυρος λέγει πώς συμβίωσε πρῶτα μέ τήν Γαλάτεια καί μετά μέ τήν Ἀμαρυλλίδα, κι ὁμολογεῖ πώς σπαταλώντας τίς οἰκονομίες του γιά τίς ἰδιοτροπίες τῆς Γαλάτειας, παρέμεινε δοῦλος μέχρι τό γῆρας του. Ὁ Μελίβοιος θέλει νά μάθει γιά τήν θλίψη τῆς Ἀμαρυλλίδος πού ἐκδηλώθηκε μέ ἐπικλήσεις στούς θεούς καί μέ τήν ἀμέλειά της νά συλλέξει τούς ὥριμους καρπούς τῶν δένδρων, καθώς καί νά διακοσμήσει τίς κρῆνες. Μία ἐξήγηση ὑπῆρχε αὐτῆς τῆς θλίψης: ἡ άπουσία τοῦ Τιτύρου στήν Ρώμη γιά ἀρκετές ἡμέρες. Ἡ ἀφοσίωση τῆς κοπέλας ἦταν μεγάλη, μολονότι ὁ Τίτυρος παρά τόν ἔρωτά της φεύγει, γιά νά ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του ὑποβάλλοντας τήν φίλη του σέ θλίψη καί μόχθους. Στό τέλος τῆς ἐκλογῆς ὁ Τίτυρος συναισθανόμενος τήν στεναχώρια τοῦ Μελίβοιου, τόν καλεῖ νά διανυκτερεύσει στήν οἰκία του, καί νά τοῦ προσφέρει ἔνα βουκολικό δεῖπνο.
Σέ ὅλα τά ἔργα διαπιστώνεται ἡ ἀπουσία τῆς Ἀμαρυλλίδος στό παρόν· ἡ ὕπαρξή της διαφαίνεται μόνον ἀπό τά αἰσθήματα καί τίς διηγήσεις τῶν ἄλλων.

Από την προδημοσίευση στο diastixo.gr 

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Οι νεκροί ζωντανεύουν με μελάνι - κριτική της Ελένης Σαραντίτη για τα Άλση της Περσεφόνης

 
 «Πάρε μας μαζί σου στον κόσμο των ζωντανών», εκλιπαρούσαν οι τέσσερις άνδρες που είχαν εμφανιστεί στ’ όνειρο της γυναίκας και της έγνεφαν από την απέναντι όχθη, από τον άλλο κόσμο, τον τρομερό, τρομεροί και οι ίδιοι με τα χωρίς χαρακτηριστικά πρόσωπά τους καλυμμένα με γύψο, πανόμοιοι με τους Τιτάνες όταν επιτέθηκαν στο παιδί-Διόνυσο. «Πάρε μας μαζί σου…», αλλά η νεαρή συγγραφέας που βρισκόταν στην ανάρρωση έπειτα από σοβαρότατη ασθένεια, ακόμη και στο όνειο αισθανόταν αδύναμη, η φωνή της δεν έβγαινε να τους ρωτήσει πως τάχα θα μπορούσε να τους αναστήσει, να τους επαναφέρει στο εκτυφλωτικό φως, στην πολυποίκιλη ζωή, κι εκείνοι, μαντεύοντας δισταγμούς και ανημπόρια, «Θα μας ζωντανέψεις με χοές» της υπέδειξαν. Και έτσι έγινε.

     Μόνο που οι χοές δεν είναι μέλι και γάλα και γλυκό κρασί, εκείνο που πρόσφερε σαν ξύπνησε, λουσμένη στον ιδρώτα της ταραχής, η γυναίκα –Δήμητρα τα βαφτιστικό της, το Περσεφόνη προσπάθησε κι επέβαλε- είναι το μελάνι. Καθαρό, παχύρευστο, στιλπνό, αξόδευτο, καινούργιο μα χρόνια στην υπηρεσία της, προέκταση της ψυχής της όταν το καθοδηγεί. Το μοναδικό, πολύτιμο και κατάδικό της όργανο, τη γραφίδα, που όχι μόνο δεν της εναντιώθηκε ποτέ, αλλά και δεν σταμάτησε να εκφράζει τη στόχασή της και να αθροίζει αναμονές και παραιτήσεις.

     Λοιπόν οι τέσσερις απρόσωποι άνδρες που βασανίζονταν στο έρεβος και την παγωνιά και την ικέτευαν για να αναφανούν, μεταμορφώθηκαν σε τέσσερις ιστορίες ή χρονικές εποχές ενός σύγχρονου και σύνθετου μυθιστορήματος, το οποίο, παρά τις αλλεπάλληλες συλλήψεις, επαναφορές και μεταθέσεις, τις φαινομενικά ανόμοιες θέσεις, διατηρεί ακέραιη την έννοιά του, πού είναι αυτή του ανθρώπου εμπρός στο χρόνο. Όπως ακριβώς η ανυπότακτη και μοναχική πορεία της ηρωίδας, γύρω από την οποία συνωθούνται πλήθος πρόσωπα, καθένα με τη δική του εσωτερική ή εξωτερική ζωή, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, τους ερωτικούς καημούς που δε σώνονται, τη σχέση του με το θείο και το υπερβατικό που συχνά δεν εξαντλείται κι ας θεωρείται τελειωμένη κάποτε εξαιτίας των ανεπαρκών αισθήσεών του ή της ασάλευτης μοναξιάς, όπως λ.χ. αυτής του Ιωάννη, ενός ασκητή των καιρών μας που ζητούσε απεγνωσμένα μια συνάντηση, έστω και στιγμιαία με τον Θεό και δεν την αξιώθηκε. Αντ’ αυτού αντάμωσε τον Πειρασμό, ο οποίος «τώρα θα σε ρωτήσω αυτό που σε ρωτούσα χρόνα τώρα και στα όνειρα. Γιατί έγινες μοναχός;». Θέλησε να μάθει, κι ο Ιωάννης: «Για να γίνω θεόπτης», απάντησε αλλά ο επισκέπτης του τον κάρφωσε με το εωσφορικό του βλέμμα αλαζονικά, καθώς διαβάζουμε σ’ ένα από τα τιτλοφορούμενα «Ανίερα Διηγήματα» τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα στις τέσσερις ιστορίες και είναι στ’ αλήθεια υποβλητικά.

   
Προσθήκη λεζάντας
Από τα έργα της Ελένης Λαδιά ετούτο είναι το πιο εύτρωτο, ανήσυχο και συγκινημένο: Η επίσκεψη μας στον τόπο καταγωγής της ηρωίδας, η γνωριμία με μερικά πρόσωπα από αυτά που με στοργή έθρεψε το διαυγές ελληνικό τοπίο, και με την ίδια στοργή πλην με παράπονο έπειτα τα ξεπροβόδισε στην ξενιτειά, η παράφορη σχέση της μικρής Δήμητρας με το δέντρο της αυλής τους, η ωραία φιλία της με τη γειτονοπούλα Μαρίτσα, ο έρωτάς της κατόπιν, η απόφασή της να ζήσει με τον μάλλον ολιγόκαρδο άνδρα που επέλεξε – κόντρα στη θέληση των γονιών της, η φθορά της σχέσης τους, η ακριβή αγάπη της παλιάς της φίλης με έναν ιερομόναχο, μια αγάπη που φλογιζόταν και ποτέ δεν καταλάγιασε, έρωτας ανέγγιχτος και γι αυτό τραγικός, το διαζύγιο κι η γέννηση ενός καινούργιου πολύ πικρού έρωτα, η υπομονή και η γλύκα της Σάμιας από την Αίγυπτο που σαν παγωμένο πουλί ζήτησε ν’ απαγγιάσει στη χώρα μας, κι άλλοι κι άλλα, ένα μωσαϊκό ανθρώπινο και μια πατρίδα που συνεχώς αλλάζει αγάπες, εκφρασμένα δε με γλώσσα ασυνήθιστη και εντελώς προσωπική η οποία – αναλόγως του περιεχομένου της ιστορίας – ποικίλλει: άλλοτε είναι μάλλον καθημερινή κι άλλοτε θυμίζει πατερικά κείμενα ή χρονικογράφους του Βυζαντίου, ανώνυμους κυρίως. Άλλωστε ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι συχνά διαφαίνεται μια αναγωγή τόσο σε προσωκρατικούς φιλοσόφους, όσο και αγιολογικές πηγές.

     Ωστόσο παρά τις τυχόν αναφορές ή και επιρροές, η συγγραφέας κατορθώνει και αξιοποιεί τις πηγές αυτές, τις παγιωμένες πεποιθήσεις της και τις πολυετείς σπουδές της, για να δώσει τελικώς, και χάρη κυρίως στη μυθοπλαστική της ικανότητα, ένα μυθιστόρημα που το διακρίνει η αυτοτέλεια, η πρωτοτυπία και ο φιλοσοφικός προσανατολισμός, δίνοντας τη δικής της θεώρηση και τοποθέτηση πάνω σε προαιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αξίζει να πούμε ότι παρά τη θλίψη και τα αδιέξοδα που περιζώνουν τους ήρωες, στα «Άλση της Περσεφόνης» υπάρχει ένα ισχυρό αίσθημα σεβασμού προς τη ζωή, μια αγάπη που τους χαρίζεται απλόχερα και τους φωτίζει.

     Και είναι ολοφάνερο ότι η Ελέη Λαδιά, δεν έδωσε ανάγνωσμα εύπεπτο, εύκολο, ευχάριστο, που να χαϊδεύει τον αναγνώστη – όπως δυστυχώς, συχνά συμβαίνει τον τελευταίο καιρό στη λογοτεχνία μας… Η συγγραφέας βασανίστηκε με έρωτες που ανθούν σε σκότη ψυχής και σε ερημίες, με μνήμες που σπαράσσουν, με παλαιές αμαρτίες που ζητούν άφεση δακρυσμένες, και με άλλες που δεν συγχωρέθηκαν. Και παιδεύτηκε με τη μορφή κειμένων της. Γι’ αυτό έχουμε τη βεβαιότητα ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα συγκλονισμού και δοκιμασιών: Των ηρώων αλλά και της συγγραφέως.  

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 17/9/1997

ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ