Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Ὁμιλία της Ελένης Λαδιά στην παρουσίαση του Μυθιστορήματός της: Θεοφόροι καί δαιμονοφόροι

Τί πρέπει νά πεῖ ἕνας συγγραφεύς παρουσιάζοντας τό βιβλίο του; πώς εἶναι ὡραῖο, καταπληκτικό, ἀριστούργημα; Ὄχι βεβαίως ἄν ἔχει ἴχνος μετριοφροσύνης. Πώς εἶναι ἄσχημο καί δέν διαβάζεται; τότε δέν θά τό παρουσίαζε. 

Δέν θά χαρακτηρίσω τό βιβλίο μου «Θεοφόροι καί δαιμονοφόροι.» Αὐτό εἶναι ἕνα θέμα, πέρα ἀπό τήν καθαυτή του ἀξία, πού ἔγκειται στήν ματιά τοῦ ἀναγνώστη. 
Θά μιλήσω ὅμως τί ἀπεκάλυψε σέ μένα αὐτό τό βιβλίο καί κατ’ἐπέκταση ἴσως στόν ἀναγνώστη του.
Αὐτό πού μπορῶ νά πῶ εἶναι πώς δέν τοποθέτησα ἐγώ τούς ἥρωες τοῦ βιβλίου στήν κατηγορία τῶν θεοφόρων ἤ δαιμονοφόρων. Πολλές φορές, καί τό ξέρουν αὐτό οἱ συγγραφεῖς, προδίδεται ἡ πρόθεσή τους ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς. Καθοδηγεῖ ἡ ἔμπνευση καί ὄχι ἡ συγγραφική ἐπιθυμία. Ἔτσι ἄφησα ἀναγκαστικῶς  τούς ἥρωές μου στήν τύχη τους, κι ἐκεῖνοι ἀποδεσμευμένοι ἀπό ἐμένα, ἀπεφάσισαν ποῦ θά ἀνήκουν. Στήν μία ἀπό τίς δύο κατηγορίες, καί στίς δύο ἤ σέ καμμία; 
Ἐπειδή δέν μοῦ ἀρέσουν οἱ περιστροφές σέ μιά ὁμιλία πού ἔχω ἀπέναντί μου ἀναγνῶστες, θά τό ἀποκαλύψω ἐξαρχῆς. Αὐτό τό τελευταῖο μου βιβλίο μέ ἔκανε νά συνειδητοποιήσω πλήρως τήν σχέση συγγραφέως καί ἀναγνώστη, πού μέ ἀπασχολεῖ τά τελευταῖα χρόνια. Ὁ συγγραφεύς εἶναι ἕνας πάντοτε καί ὁ ἀναγνώστης πολλοί στήν μορφή τοῦ ἑνός. Ἔτσι ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πώς ἔχει τήν βαρύνουσα σημασία γιά τήν πορεία τοῦ βιβλίου. Τήν ἔχει ὅμως; Ἄν τό βιβλίο δέν εἶχε ἐνδιαφέρον, δέν θά προσείλκυε κανέναν ἀναγνώστη. Ἐδῶ φαίνονται οἱ ὅροι ἰσοδύναμοι.Εἶναι ἄραγε;
Θέλω νά ξαναπάρω τό θέμα ἀπό τήν ἀρχή καί ὁμολογῶ πώς τά συμπεράσματά μου θά εἶναι ὑποκειμενικά, ἐλπίζοντας κρυφίως πώς θά συμπίπτουν καί μέ τά συμπεράσματα ἄλλων συγγραφέων, μιά καί τό συγγραφικό εἶδος,  ἀνήκοντας στήν ἴδια συνομοταξία,  ἔχει πολλά κοινά στοιχεῖα. Γράφω ἀπό μικρή, ἀπό τίς τελευταῖες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, ἔγραφα μικρά διηγήματα καί ποιήματα καί φυσικά δέν σκεφτόμουν καθόλου τόν ἀναγνώστη.Ἤμουν τόσο αὐτάρκης στό μικρούλικο σύμπαν μου, ὅπως τό πριγκηπόπουλο τοῦ Ἐξπερύ. Ἐγώ καί τό λουλούδι μου.Μοῦ ἀρκοῦσε ὅτι αὐτά τά «γραφτούλια» ὅπως τά ἔλεγα, ἔβγαιναν ἀπό ἐντός μου χωρίς νά τὀ καταλαβαίνω. Συνεχίζοντας τήν συγγραφή ὅλα τά ἔτη καί φθάνοντας στό 1973 ὅπου ἐκδόθηκε έπισήμως ἡ πρώτη μου συλλογή διηγημάτων «Παραστάσεις Κρατῆρος» δέν σκέφτόμουν τόν ἀναγνώστη. Ἤμουν ἐλεύθερη νά γράφω ὅ,τι ἤθελα καί πίστευα. Μετά ἔμαθα πώς ὑπῆρχαν κανόνες τῆς ἀγορᾶς γιά τήν προσέλκυση ἀναγνωστῶν. Δέν τό ἔπραξα ποτέ.
Μά τώρα, θά ἀναρωτηθοῦν μερικοί ἀπό τούς ἀκροατές, μᾶς ἤθελες ἐδῶ γιά νἀ μιλήσεις γιά τήν στάση σου ἀπέναντι στόν ἀναγνώστη; Ὁμολογῶ πώς ναί, γιατί ἡ δική μου σχέση μέ τόν ἀναγνώστη πέρασε ἀπό σαράντα κύματα, γιά νά φθάσει μετά ἀπό σαρανταπέντε περίπου χρόνια τῆς θητείας μου στά Γράμματα, στό σημερινό ἀποτέλεσμα. Γιά πολλά χρόνια ὁ ἀναγνώστης μοῦ φαινόταν ξένος, αὐτός ὁ ξένος πού θά μέ ἐπαινοῦσε ἤ θά μέ περιφρονοῦσε. Κι ἀληθινά δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου τί ἀπό τά δύο θά ἔκανε, διότι ἤμουν τυχερή στά ἐκδοτικά. Οἱ ἐκδότες μέ ἤθελαν, μολονότι δέν τούς «ἔφερνα χρήματα,» μέ ἤθελαν ὅμως κι ἔτσι ἡ ἐκτύπωση ἑνός βιβλίου μου, καί τά παρεπόμενα ἦταν ἐξ ἀρχῆς, δεδομένα. Βραβευόμουν ἐπίσης, μολονότι τά βιβλία μου δέν ἦταν ποτέ στά εὐπώλητα.
Γιατί ὅμως ἤθελα νά παρουσιάσω ἐδῶ τό τελευταῖο μου βιβλίο καί τί σχέση ἔχει μέ τόν ἀναγνώστη;
Δέν παρουσίασα ποτέ ἐγώ βιβλίο μου, κι αὐτή εἶναι ἡ παρθενική φορά. Ἴσως ἐπειδή εἶμαι πολλά χρόνια στήν συγγραφή, ἴσως ἐπειδή μπορεῖ νά εἶναι καί τό τελευταῖο τῆς ζωῆς μου, ἴσως γιά ἀνεξήγητους λόγους ἴσως, πάντως τό τολμῶ. Μέχρι  τώρα στίς ὅποιες παρουσιάσεις βιβλίων μου μίλησαν εὐφυεῖς καί ταλαντοῦχοι ἄνθρωποι καί τούς εὐχαριστῶ ξανά κι ἀπό δῶ ξανά. Σκέφτηκα πολύ νά τολμήσω νά μιλήσω μπροστά σας ἔτσι καθώς εἶμαι κοσμοφοβική. Ἀλλά ἐσεῖς δέν εἶσθε σύνολο. Εἶσθε καθένας μιά προσωπικότητα καί σᾶς ὀφείλω αὐτήν τήν παρουσίαση. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τοῦ ἀναγνώστη: ἡ προσωπικότητα ἐντός τοῦ συνόλου καί τό σύνολο ἐντός τῆς προσωπικότητας. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ πρόταση ἔχει θεολογικό ὑπόβαθρο, ὅπως τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἠ μονάς ἐν τῆ Τριάδι καί ἡ Τριάς ἐν τῆ μονάδι.


Ἕνα βράδυ τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος τοῦ 1981 (ἐδῶ ἀρχίζει ἡ ἐξομολόγηση) ἔνιωθα φρικτή μοναξιά καί φόβο, ἀπροσπέλαστη μοναξιά καί ἀόριστο φόβο.Καί τίποτε φρικτότερον ἀπό τόν ἀναίτιο φόβο. Ἐπιχείρησα νά γράψω ἕνα διήγημα, μολονότι πολλές φορές αἰσθάνθηκα τήν ματαιοπονία τῆς συγγραφῆς. Ματαιοπονία καί συγχρόνως ἐπιθυμία γιά κάποια δημιουργία. 
Ἡ ἀρχή τοῦ διηγήματος ἔμοιαζε νά ἀπευθύνεται πρός κάτι ἤ κάποιον, ἤθελα νά ὁμολογήσω τήν ἀγωνία μου σέ κάποιον. Διαβἀζω μικρἀ ἀποσπάσματα: «Μέ δολοφονοῦν ἀπὀψε τό βράδυ: μέ κομποδένουν ἀπόψε τό βράδυ. Μή μέ ρωτᾶτε ποιοί, δέν ξέρω. Ἴσως οἱ Σατανάδες, ἴσως οἱ μεσαιωνικές μάγισσες, ἴσως κάποιος ὕπουλος ἄνθρωπος καρφώνει τό ὁμοίωμά μου στήν σκοτεινή του κάμαρα. Ἔσπασαν οἱ ρίζες πού μέ ὁδηγοῦσαν στόν πυρήνα μου καί δέν ἀναγνωρίζω τίποτα, ὅλα χάρτινα, σημαδεμένα ἀπό μιά ἔλλειψη σκοπιμότητας καί οἱ μέρες βαριές σάν δανεικές μέ κούρασαν.» 
Καί πιό κάτω «Ὤ καλέ μου ἀναγνώστη, μή μαρτυρήσεις ὅσα σοῦ ἐκμηστηρεύομαι ἀπόψε τήν νύχτα, ὥρα τρεῖς καί μισή. Δέν ἔχω ἄλλο φίλο στόν κόσμο ἀπό σένα. Κι ἀπόψε τήν νύχτα κατάλαβα πώς ἐσύ εἶσαι τό σωσίβιο καί δέν βουλιάζω στήν τρέλλα. Τὀ δέσιμό μου μαζί σου δέν ἀφήνει τήν κατάθλιψη νά μέ κυριεύσει. Καί γιά πρώτη φορά δέν θά σοῦ χαρίσω διήγημα. Θά τό γράψουμε μαζί. Μέ τό μυαλό μας καί μέ τό χέρι ΜΑΣ.» Καί στό τέλος τοῦ διηγήματος: «ἕξω ξημέρωσε. Σέ εὐχαριστῶ, φἰλε μου, γιά τό διήγημα πού γιά πρώτη φορά γράψαμε μαζί.Καλή σου μέρα.»
Ἡ ἔννοια τοῦ ἀναγνώστη μοῦ ἀποκαλύφθηκε σιγά σιγά στό μυητικό ταξίδι τῆς συγγραφῆς. Ἀλλά καί ἡ ἔννοια τοῦ συγγραφέως μέ αὐτήν τήν σημαδιακή πρόθεση συν. Συν-γραφεύς λοιπόν, αὐτός πού γράφει μέ... μέ τόν ἄλλον; Καί ἀνα-γνώστης, αὐτός πού ξαναγνωρίζει σύμφωνα μέ τά πλατωνική ἀνάμνηση. 
Τώρα ξέρω πώς ὁ ἀναγνώστης δέν εἶναι ὁ ξένος, εἶναι ὁ φίλος, ὁ συμπλέων, ὁ συμπάσχων,ὁ συναγωνιστής, ὁ συνάνθρωπος. Σέ ἐκείνη τήν φοβερή γιά μένα νύχτα, αὐτόν ἀναζήτησα αὐθορμήτως. Γιατί ὁ ἀναγνώστης μοιάζει μέ τόν συγγραφέα, εἶναι τό alter ego του. Θέλει κι αὐτός νά εἰσχωρήσει καί νά ζήσει στήν φαντασιακή πραγματικότητα τοῦ λογοτεχνήματος. Ἔχει κι αὐτός τήν αἴσθηση  πώς ὑπάρχουν τόσες πραγματικότητες, ὅσες μπορεῖς νά φαντασθεῖς, ὅπως ἔλεγε ὁ Παράκελσος. Ὁ ἀναγνώστης γνωρίζει τούς ἥρωες ἑνός βιβλίου καί αὐτός τούς κάνει ἐνυπόστατους. Αὐτό τό ἐνυπόστατον ὀφείλεται στήν πίστη καί στήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τό ἐννόησα  βαθειά ἀπό ἕνα σονέττο τοῦ Ρίλκε. Σᾶς τό διαβάζω: εἶναι τό 4ο σονέττο ἀπό τό βιβλίο «Τά σονέττα στόν Ὀρφέα» σέ μετάφραση τῶν Κυπρίων λογοτεχνῶν τῆς Πάφου, Δημ. Θ. Γκότση καί Ἀνδρέα Πετρίδη.

"Ὤ αὐτό εἶναι τό ζῶο, πού δέν ὑπάρχει.
Τούς ἦταν ἄγνωστο κι’ὅμως τό ἀγάπησαν,
τήν κίνηση, τή στάση, τό λαιμό του,
ἀκόμη καί τό φῶς στό πρᾶο του βλέμμα.

Βέβαια δέν ὑπῆρξε. Μά ἐπειδή τό ἀγάπησαν,
ἔγινε ζῶο γνήσιο. Χῶρο πάντα τοῦ ἄφηναν.
Καί μές στόν χῶρο-καθαρό καί φυλαγμένο-
τό κεφάλι ἀνασήκωνε, καί μόλις πού εἶχε ἀνάγκη

τήν ὕπαρξή του. Δέν τό ἔθρεψαν ποτέ μέ στάρι,
μά πάντα  μέ τή δυνατότητα:  Νά ὑπάρχει!
Κι’αὐτή τόσο δυνάμωνε τό ζῶο,

πού κέρατο στό μέτωπο ἔβγαλε. Ἔνα μόνο.
Λευκό πέρασε μπροστά ἀπό μιά παρθένα
Καί φάνηκε σέ κάτοπτρο ἀργυρό-κι’ἐντός της."
                             

Στό μυθιστόρημα «Θεοφόροι καί δαιμονοφόροι» κυκλοφορεῖ ἕνα περιπλανώμενο χειρόγραφο, τό ὁποῖον ἐπισκέφτεται ἀξιοθέατα, μυστηριακές λίμνες, θαλασσινές σπηλιές, βιβλιοθῆκες,  καί ὅπου ἀλλοῦ βρεῖ νά καταχωνιασθεῖ. Λόγω ἀκριβῶς τῆς περιπλάνησής του εἶναι φθαρμένο καί σέ μερικά σημεῖα του δυσανάγνωστο. Ἀπό αὐτό τό χειρόγραφο προσπαθοῦν ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια νά ἀποκρυπτογραφήσουν τό μυθιστόρημα.
Ἀναφέρω: 

«Ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια σκέφτηκε τούς ἥρωες τοῦ  μυθιστορήματος, καθώς καί τήν ἐξέλιξή τους. Ποιό θά ἦταν ἄραγε τό τέλος τους; Ὑπάρχουν τυχεροί μυθιστορηματικοί ἥρωες καί ἄτυχοι, ἀκριβῶς, ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Τούς προσδιορίζει ὄχι ἡ μοίρα ἀλλά οἱ συγκυρίες σέ συνδυασμό μέ τό ταλέντο τοῦ συγγραφέως τους. Οἱ τυχεροί ἀπό τήν ἀγάπη τῶν ἀναγνωστῶν γίνονται μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ ἀπό φανταστικοί πραγματικοί.. Ζωντανεύουν στίς ἀνθρώπινες καρδιές, ὅπως ὁ μονόκερως στό τέταρτο σονέττο τοῦ Ρίλκε. Ὁ μονόκερως ἦταν τό ζῶο πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλά ἀγαπώντας το οἱ ἄνθρωποι ἔγινε γνήσιο ζῶο, πού δέν τό ἔτρεφαν ποτέ μέ στάρι ἀλλά πάντα μέ τήν δυνατότητα πού τό δυνάμωσε, κι ἔβγαλε μόνον ἕνα κέρατο στό μέτωπο. «Λευκό πέρασε μπροστά ἀπό μιά παρθένα/καί φάνηκε σέ κάτοπτρο ἀργυρό-κι ἐντός της.» Μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης μας μποροῦμε νά ὑλοποιήσουμε ὅλες τίς φανταστικές καί φαντασιακές μορφές, σκέφτηκε ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἡ ἀναγνώστρια.» Σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο θά ἐπανέλθω. 
Ὁ συγγραφεύς προσφέρει τά πρόσωπα τοῦ βιβλίου καί ὁ ἀναγνώστης τά κάνει ἐνυπόστατα. Ὅμως συνεισφέρουν, συνεργάζονται. Εἴπαμε πώς γιά τήν δημιουργία τοῦ ἐνυποστάτου χρειάζεται πίστη καί ἀγάπη. Αὐτή ἡ μαγεύτρα ποίηση χτυπᾶ φλέβες χρυσοῦ!  Ἡ ποίηση πού εἶναι παράγωγον τοῦ δημιουργικοῦ θεϊκοῦ ἐποίησεν. Τό σονέττο τοῦ Ρίλκε μᾶς γνωστοποιεῖ τό ἐνυπόστατον καί τί χρειάζεται γιά τήν ἐμφάνισή του, περισσότερο ἀπό μιά θεολογική μελέτη για τό  ἴδιο θέμα. Μέ δυό λόγια, τό ζῶο πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλά τό ἀγάπησαν οἱ ἄνθρωπο, ἔγινε γνήσιο.  
Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τούς τυχερούς ἥρωες τῶν μυθιστορημάτων,ὅπως εἶναι ὁ Μπάρμπα Γκοριό, ὁ Ἄμλετ, ὁ Ρασκόλνικωφ καί πολλοί ἄλλοι. Ἔγιναν τόσο πραγματικοί, λές καί πλάστηκαν ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἕνωση. Μπορεῖ ὁ Ρασκόλνικφ λόγου χάρη νά εἶχε πρότυπό του κάποιον φοιτητή ἀλλά μέσα στήν ἀλχημεία τῆς γραφῆς μεταποιήθηκε, μεταπλάστηκε καί μέ τά δοσμένα ἀπό τόν συγγραφέα χαρακτηριστικά καί ἰδιότητες ἔγινε ἕνας ἄλλος. Ὀ Ρασκόλνικωφ τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι τόσο πραγματικός μέσα στήν πραγματικότητά μας, ὅπως ὁ μονόκερως.
Συγγραφεύς καί ἀναγνώστης: Ὀ συγγραφεύς πεθαίνει βιολογικῶς ἀλλά ποτέ ὁ ἀναγνώστης, διότι εἶναι μία προσωπικότητα τοῦ συνόλου. Ἀλληλοδιαδέχεται ὁ ἔνας τόν ἄλλο, μέ ἄλλη μορφή, μέ ἄλλο χαρακτήρα, μέ διαφορετική ἄποψη,  σέ ἄλλη ἡλικία καί ἐποχή, ἀλλά στό βάθος μένει ὁ πυρήνας του, τό ἀρχέτυπο, ἄς ποῦμε, τοῦ ἀναγνώστη.Καθένας εἶναι ἀπό τούς πολλους ἑαυτούς τοῦ συγγραφέως. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἴσως πώς συλλαμβάνει θέματα στίς πιό μύχιες πτυχές καί βάθη, πού ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεύς δέν ὑποψιάστηκε ποτέ.Καἰ ξαφνιασμένος ἀναφωνεῖ μπροστά στόν ἀναγνώστη του. «Αὐτό δέν μοῦ πέρασε ποτέ ἀπό τό μυαλό!»

                                    

Στήν ἀρχή ξεκαθάρισα πώς δέν ἀπασχολοῦσε ποτέ ὁ ἀναγνώστης, ὅταν ἔγραφα. Ἦταν γιά μένα ἄγνωστος, ὅπως ἄγνωστα μοῦ ἦταν καί τά τερτίππια, πού χρησιμοποιοῦνται γιά νά θηρεύσουν ἕναν ἀναγνώστη. Ἐγώ μπορεῖ ἀρχικῶς νά τόν ἀγνοοῦσα ἀλλά ποτέ δέν χρησιμοποίησα ἀνέντιμα μέσα ἀπέναντί του. Ἀργότερα τόν αἰσθανόμουν σάν ἕνα ξένο, μακρινό μου, πού ἤθελε νά μέ κρίνει, νά μέ κατακρίνει ἤ νά μέ ἐπαινέσει. Δέν εἶχα ἀνάγκη ἀπό τίποτα.  Ἤμουν τόσο αὐτιστική καί ξεροκέφαλη. Καί ξαφνικά, ἄχ αὐτό τό ξαφνικά, τό ἐξαίφνης τοῦ Πλάτωνος, ἡ Στιγμή τοῦ Κίρκεργκωρ, τό νιτσεϊκό δευτερόλεπτο τοῦ ξαφνικοῦ, τότε λοιπόν «ξαφνικά» ἐκείνη τήν νύχτα τῆς ἀγωνίας καί τοῦ φόβου, σκέφτηκα αὐθορμήτως πώς ὁ ἀναγνώστης εἶναι φίλος μου. Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς τόν ἐπικαλέσθηκα ἀρκετές φορές στά γραπτά μου .
Σήμερα παρουσιάζω τό τελευταῖο μου βιβλίο γιά δύο κυρίως λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι πώς ἡ ἀντίληψή μου γιά τήν συνεισφορά τοῦ ἀναγνώστη εἶναι πλέον εὐρεία καί ἰσοδύναμη, γι’αὐτό καί χρησιμοποιῶ σέ κάθε «θήρα τοῦ μυθιστορήματος», ὅπως ὀνομάζω τα ἐμβόλιμα κείμενα τοῦ βιβλίου, πάντα τήν φράση: ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια. 
Ἀρχίζοντας μέ τό ἀπόσπασμα: «Κυνηγώντας τό μυθιστόρημα πού βρισκόταν καλυμμένο κάτω ἀπό ἔνα σκληρό φιλοσοφικό διάβασμα καί μιά ἐπίπονη μεταφραστική προσπάθεια, ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια ταλαιπωρήθηκε πολύ.» 
Πιό κάτω: «Ἡ ἀφηγήτρια ἤ καλύτερα ἀναγνώστρια, σέ κάποια σύλληψη τοῦ μυθιστορήματος, ἄνοιξε τίς κιτρινισμένες σελίδες του.»
 Κι ἀλλοῦ: «Ὁ χρόνος ἔχει ἀκτῖνες, ὅπως ὁ ἥλιος, σκέφτηκε ἡ ἀφηγήτρια ἤ άναγνώστρια καθισμένη στήν ἐρημική παραλία.»
Καί σέ ἄλλο ἀπόσπασμα: «Τώρα τό περιπλανώμενο  χειρόγραφο παρουσίαζε κενά. Οἱ σελίδες, μισές καί κατεστραμένες, ἐμπόδιζαν τήν ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια νά συνεχίσει. Στήν ἀρχή σκέφτηκε νά τίς συμπηρώσει μέ φανταστικά «μπαλώματα» ἀλλά δέν τό τόλμησε. Θά ἄλλαζαν ἀσφαλῶς τό ὕφος καί τήν ἀφήγηση.
Καί παρακάτω: «Ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια κουρασμένη ἀπό τήν ἐπίπονη, τήν δύσκολη σάν δημηγορία τοῦ Θουκυδίδου μετάφραση αὐτοῦ τοῦ φιλοσοφικοῦ-θεολογικοῦ κειμένου, ἄφησε τό μυθιστόρημα, γιατί δέν μποροῦσε νά ἀντεπεξέλθει καί στά δύο εἴδη. Ὅμως συνέβη κάτι ἐξωφρενικό: τώρα θήραμα ἔγινε ἡ ἴδια, ἀφοῦ τό μυθιστόρημα τήν κυνηγοῦσε νυχθημερόν. ...Ὅχι, λάθος πώς τήν κυνηγοῦσε μόνον τό μυθιστόρημα. Αὐτό τήν ἐρέθιζε ἐξαναγκάζοντάς την καί νά τό κυνηγήσει.»
Στό νέο μου βιβλίο παρατήρησα πώς ἀπό ἑτεροπρόσωποι ὁ συγγραφεύς καί ὁ ἀναγνώστης ἔγιναν στήν συνείδησή μου ταυτοπρόσωποι. Νά μιά περίπτωση, ψυχολογικῆς, αὐτήν τήν φορά, ταυτοπροσωπίας. Αὐθορμήτως ἔγραψα ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια (ταυτοπροσωπία) καί ὄχι ἡ ἀφηγήτρια καί ἡ ἀναγνώστρια (ἑτεροπροσωπία.) Ἔτσι συμπεραίνεται πώς συγγραφεύς καί ἀναγνώστης εἶναι πλευρές τοῦ ἰδίου ἀνθρώπου· τοῦ ἰδίου φυράματος πού ἀναζητᾶ στήν ζωή του τό ὄνειρο καί τήν φεγγαρόσκονη. Στό τέλος τοῦ βιβλίου, στήν τελευταία θήρα τοῦ μυθιστορήματος γράφω: «Τό χειρόγραφο ἀπέμεινε κατασπαραγμένο ἀπό τήν βακχική-συγγραφική μανία τῆς ἀφηγήτριας ἤ ἀναγνώστριας, πού ἤθελαν νά βροῦν στούς ἥρωές του κάτι τό μεγαλειῶδες, τό ἐξαιρετικό ἤ τό ἡρωικό. Ὅμως βρῆκαν μόνον βίους ἁπλῶν καί καθημερινῶν ἀνθρώπων.»
Ἐγώ ὅμως ἀναρωτιέμαι πόσο νά ἀπέχει τό καθημερινό ἀπό τό ἡρωικό.Τί τό καθημερινό καί τί τό ἡρωικό;
Ὁ δεύτερος λόγος τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου εἶναι πώς ἐδῶ μέ ἀφορμή τό σονέττο τοῦ Ρίλκε, ἔγινε ἀπολύτως καταληπτή ἡ ἔννοια τοῦ ἐνυπόστατου. 
Ὅμως θά σᾶς ἀποκαλύψω κι ἕναν τρίτο λόγο: τώρα μέ τά σαρανταπέντε χρόνια τῆς θητείας μου καί τήν «ἐνηλικίωσή μου» ἐντός εἰσαγωγικῶν, μπορῶ νά σταθῶ ἀπέναντί σας, νά σᾶς ἐξηγήσω καί νά σᾶς πῶ: Εἶμαι στήν διάθεσή σας. Ρωτεῖστε με,ὅ,τι θέλετε. Σᾶς εὐχαριστῶ.


* Στις φωτογραφίες από την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει, η Ελένη Λαδιά με τον σολίστα Άγγελο Αγκυρανόπουλο

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ ΟΔΥΝΗΣ» ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΛΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΙΟΣΗ

Καλησπέρα σας,

Πρώτα απ’ όλα να σας συστηθώ. Λέγομαι Βαγγέλης Κάλιοσης και βρίσκομαι εδώ σήμερα, γιατί είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με τον αξέχαστο δάσκαλο και φίλο Γιώργο Ζουγανέλη, όταν το 2014 ανέλαβα τη διεύθυνση του νεοσύστατου τότε ΙΕΚ των Φυλακών Κορυδαλλού, που ερχόταν να προσθέσει μία ακόμη ψηφίδα στο θαυμαστό ψηφιδωτό εκπαίδευσης που ο Γιώργος φιλοτεχνούσε από χρόνια εκεί μέσα με την υπομονή και τη μαεστρία ενός αγιορίτη αγιογράφου.

Εκεί συναντήθηκα για πρώτη φορά και με τη συγγραφέα, για την οποία άκουγα συχνά τους κρατούμενους μαθητές της να μιλάνε με μεγάλο σεβασμό. Κι εκείνη με την έκδοση αυτού εδώ του βιβλίου αισθάνομαι πως τους τον ανταποδίδει. Έφτιαξε 14 αναθηματικά λογοτεχνικά ανάγλυφα για να μνημειώσει εκείνο το μικρό εκπαιδευτικό θαύμα που συντελέστηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού στα έντεκα χρόνια της λειτουργίας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας υπό τη διεύθυνση και την εμπνευσμένη καθοδήγηση του τιμώμενου της σημερινής εκδήλωσης. Κι είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενος που μια καταξιωμένη συγγραφέας με τη δική της οξυδερκή ματιά βρέθηκε σε εκείνο τον χώρο, τον έζησε από μέσα, τον παρατήρησε και είχε την ευγένεια να καταγράψει πυκνωτικά και με θαυμαστή λιτότητα και μέτρο κάτι - ίσως την πεμπτουσία - από ό, τι συντελέστηκε εκεί μέσα. Θα ήταν στα αλήθεια πολύ κρίμα να μη συμβεί αυτό. Κάτι θα ήξερε ο διορατικός και απίστευτα διαισθητικός Γιώργος τότε, όταν την καλούσε να συνδράμει το εκπαιδευτικό του έργο.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων, όπως μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι διφυής. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει διηγήματα μυθοπλασίας και το δεύτερο εστιάζει στην πραγματικότητα της εντός των τειχών εκπαίδευσης. Προσωπικά, τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας, ρέπω στη μυθοπλασία. Αλλά αυτό το βιβλίο το διάβασα ανάποδα. Ξεκίνησα από την πραγματικότητα, παρακινημένος ίσως από μια εγωιστική παρόρμηση, καθότι κατά κάποιο τρόπο είχα κι εγώ αποτελέσει μέρος της, αλλά και γιατί με έτρωγε η περιέργεια να δω πώς ένας λογοτέχνης γίνεται να χωρέσει μέσα σε λίγες σχετικά λέξεις  τόσα συναισθήματα, εκατοντάδες ιστορίες, ακόμη περισσότερες προσδοκίες παραβατικών ανθρώπων και μια πληθωρική προσωπικότητα όπως εκείνη του πνευματικού τους δαμαστή - ή ίσως θα ήταν πιο δίκαιο και ταιριαστό καλύτερα να πω λυτρωτή - του Γιώργου του Ζουγανέλη. Ε ναι, λοιπόν, διαπίστωσα διαβάζοντάς τα απνευστί ότι γίνεται.


Εδώ πάντως, ενώπιόν σας, θα αποκαταστήσω την τάξη και θα ακολουθήσω τη σειρά που η συγγραφέας έχει επιλέξει και που και με τη δική μου ιδιοσυγκρασία ταιριάζει. Θα μιλήσω πρώτα για τη μυθοπλασία. Ξεκινώντας να διαβάζω ένα ένα τα διηγήματα αυτής της ενότητας γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ερχόμουν αντιμέτωπος με μια λογοτεχνία που είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Φέρει πάνω της την πατίνα του χρόνου, σαν καλοβαλμένη γηραιά κυρία, αλλά την ίδια στιγμή σου χαμογελά με τη φρεσκάδα δεκαεξάχρονης κορασίδας. Έχει το βάρος των κλασικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια σύγχρονη ελαφράδα με τον τρόπο που υπέδειξε ο Πολ Βαλερύ καλώντας «να είναι κανείς ελαφρύς όχι σαν το φτερό αλλά σαν το πουλί». Κάτω από τις ιστορίες που μας αφηγείται η συγγραφέας αισθάνεσαι αβίαστα, εντελώς φυσικά, να ρέουν τρία μεγάλα ρεύματα που προσδίδουν μουσικότητα στην ανάγνωση και μεστότητα σε ό,τι αυτή σου αφήνει. Το ένα ρεύμα είναι η φιλοσοφία από τους Προσωκρατικούς, τους Πυθαγόρειους και τον Πλάτωνα μέχρι τον Σπινόζα, τον Κίργκεγκωρ και τον μεγάλο υπαρξιστή Νίτσε. Το δεύτερο είναι το πλατύ ποτάμι της χριστιανικής παράδοσης. Και το τρίτο είναι αυτό που διατρέχει όλους τους μεγάλους μύθους, από την κλασική μυθολογία και τους αρχαίους τραγικούς μέχρι τους μεγάλους μυθοπλάστες της ρωσικής λογοτεχνίας προεξάρχοντος του Ντοστογιέφσκι. Η ακρίβεια με την οποία είναι επιλεγμένες οι λέξεις, οι φράσεις και οι προτάσεις και η αδρότητα των ηρώων, πραγματικών και φανταστικών, δεν σου αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα διηγήματα κατοίκησαν για πολύ καιρό στο μυαλό της δημιουργού τους και γεννήθηκαν στην ώρα τους με φυσικό τοκετό. Γι’ αυτό διαθέτουν την πληρότητα και την προοπτική ενός ζώντος οργανισμού. Σε μια εποχή που οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν κατά συρροή φθηνά ρομάντζα και ευτελή πορνογραφία βαφτίζοντάς τα λογοτεχνία, ενώ τα ράφια των βιβλιοπωλείων ξεχειλίζουν από ογκώδη ιστορικά μυθιστορήματα, στα οποία η ιστορία κατακρεουργείται για να γίνει το συναρπαστικό φόντο κάποιας κατά τα άλλα κοινότοπης και εν πολλοίς βαρετής ιστορίας, τα διηγήματα ετούτης εδώ της συλλογής γίνονται βάλσαμο για όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη τους και πρόκληση για το μυαλό του.

Θα μου επιτρέψετε να σταθώ ιδιαίτερα σε ένα από αυτά, που προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας το ταξινόμησε πρώτο και τον τίτλο του τον συμπεριέλαβε στον γενικό τίτλο της συλλογής. Δεν σας κρύβω ότι άρχισα να το διαβάζω με κάποια επιφύλαξη – θα μπορούσες να την πεις και προκατάληψη – εξαιτίας του επιθετικού προσδιορισμού «Το άγιο». Θα πρέπει εδώ να σας εξομολογηθώ ότι είμαι θιασώτης μιας φιλοσοφικής και ιδεολογικής παράδοσης διάφορης από εκείνη της συγγραφέως που ξεκινάει από τον Δημόκριτο και τον Αριστοτέλη και περνώντας από τους Επικούρειους φτάνει στο Ρουσσό και από εκεί στον Πόππερ και τον Καστοριάδη, ενώ με τις θρησκείες, παρότι υπήρξα για ένα έτος φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, η σχέση μου είναι εντελώς ακαδημαϊκή και για την οικονομία της κουβέντας μας θα με προσδιόριζα ως αγνωστικιστή. Όμως, όταν τελείωσα την ανάγνωση παραδόξως αισθάνθηκα αμέσως την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω. Και αφού το διάβασα και τρίτη φορά συνειδητοποίησα ότι το ένθεο «άγιο περιστέρι» είναι ίσως το καλύτερο διήγημα που έχω διαβάσει. Θα σας παρακαλέσω να δεχτείτε ότι αυτό δεν είναι μια απλή φιλοφρόνηση, αλλά μια ειλικρινής δήλωση προερχόμενη από ένα πολέμιο κάθε μεταφυσικής. Πώς συνέβη αυτό; Πολύ απλά! Η συγγραφέας καταφέρνει να προσεγγίσει με θεολοσοφικούς όρους την πιο γήινη και πιο κοσμική ανάγκη του ανθρώπου, την ανάγκη να αντικρύσει την αλήθεια, να δει το όλον πλέον και όχι το μέρος. Μέσα σε μόλις οκτώ σελίδες ο αέναος ήρωάς της, ο Αριστοκλής ο Πνευματοφόρος, προστατευόμενος  και καθοδηγούμενος από το άγιο περιστέρι διατρέχει όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, δοκιμάζεται σκληρά ανάμεσα στο «κτιστόν» και στο «άκτιστον», για να φτάσει δια της αποκάλυψης του ανθρώπινου εγκεφάλου στη θέωση, που στη δική μου αποδεκτή ορολογία θα ονομαζόταν ολοκλήρωση. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι η συγγραφέας μού αποκάλυψε τόσο ρηξικέλευθα ότι στο ίδιο επιθυμητό αποτέλεσμα μπορούμε να φτάσουμε από πολλούς διαφορετικούς δρόμους. Κι αυτό εκτός από γοητευτικό είναι και απέραντα ελπιδοφόρο.

Η κυρία Λαδιά σε όλα της τα διηγήματα επιβεβαιώνει με ενάργεια την καταπληκτική της ικανότητα να καθολικοποιεί το ατομικό και να εξατομικεύει το καθολικό, να προσδίδει μεταφυσικές διαστάσεις στην πιο πεζή εμπειρία και να καθιστά εντελώς φυσική την πλέον φαντασιακή αναζήτηση, να περιγράφει βιώματα της προσωπικής της διαδρομής σαν να είναι περιπέτειες πλασμάτων βγαλμένων από αρχέγονους μύθους. Γι’ αυτό προφανώς όταν κλήθηκε από τη συνείδησή της να περιγράψει την πραγματικότητα της εκπαίδευσης εντός των Φυλακών του Κορυδαλλού, το έκανε με έναν τρόπο ολιστικό που επιτρέπει και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη να συλλάβει την ατμόσφαιρα, την ποιότητα αλλά και την αξία του πράγματος. Ο Άγγελος με τα σπασμένα δόντια, ο Μάριος με το λύκο της Αλβανίας, ο Νίκος ο καλύτερος κτίστης της Ευρυτανίας, ο Αλβανός Μπραντ Πητ, ο Βαγγέλης ο γιος του Ποσειδώνα, ο Δημήτρης με την έφεση στα μαθηματικά, ο Αριάν, ο Άνι και τόσοι άλλοι μοιάζουν στα αφηγήματά της με ήρωες του Ντοστογιέφσκι, καταραμένα πλάσματα που υπό το φως της εκπαίδευσης  και της τέχνης αποκαλύπτουν εκτός από τις αδυναμίες τους και κάποιες από τις σπάνιες αρετές τους.

  Σε ένα από τα αφηγήματα αυτής της ενότητας  η συγγραφέας μας δίνει μια εικόνα που την έζησα για δύο χρόνια ακριβώς όπως την περιγράφει. «Οι κρατούμενοι περνούσαν, όπως και οι καθηγητές τους, τη στενή λωρίδα δρόμου για να ανέβουν την κλίμακα προς το φως. Γιατί φως ήταν το σχολείο των φυλακών Κορυδαλλού». Ο Γιώργος ο Ζουγανέλης είχε δημιουργήσει πέραν εκείνου του στενού διαδρόμου ένα αυτόφωτο εκπαιδευτικό σύμπαν. Πήρε στα χέρια του την έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα δομή του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας και μέσα στο δυσμενές περιβάλλον της φυλακής προϊόντος του χρόνου την εξέλιξε σε ένα μοντέλο εκπαίδευσης που κατά την ταπεινή μου άποψη, θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για τον εκσυγχρονισμό του σύνολου αναχρονιστικού εκπαιδευτικού συστήματος. Έφτιαξε ένα σχολείο δημοκρατικό όπου ο μαθητής προσερχόταν με τη θέλησή του, συμμετείχε σε όλες του τις δράσεις συμπεριλαβανομένων των εργασιών καθαριότητας και συντήρησης του χώρου σαν να ήταν το σπίτι του, συνδιαμόρφωνε με τους καθηγητές του το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του, δοκίμαζε τις κλήσεις του και αντιπάλευε τις έξεις του. Η τέχνη στο σχολείο του Γιώργου είχε την τιμητική της. Το δικό της φως διείσδυε στα πιο σκοτεινά κρησφύγετα του μυαλού και της ψυχής των κρατουμένων  για να διαλύσει και τις τελευταίες τους αντιστάσεις και να μετατρέψει τη ζωή τους στο σχολείο σε κάτι σαν όαση μέσα στην έρημο της φυλακής. Οι συναναστροφή τους για λίγες ώρες με δασκάλους, εθελοντές, διανοούμενους, ειδικούς και καλλιτέχνες αποκαθιστούσε τρόπον τινά τη σχέση τους με την κοινωνία, με τον έξω κόσμο. Άκουσα πάμπολλες φορές κρατούμενους να δηλώνουν ότι το σχολείο ήταν γι’ αυτούς μια ανάσα.


Ο Γιώργος ο Ζουγανέλης ήταν απολύτως συνταιριασμένος, με το επάγγελμα – λειτούργημά του, σημειώνει στο διήγημα «ο Δάσκαλος» η συγγραφέας. Παρατηρώντας τον ανακάλυπτε στην μορφή του εκφράσεις των φυλακισμένων και αντιστοίχως στα πρόσωπα εκείνων πολλές δικές του. Κι ήταν πράγματι έτσι. Ήταν ένας από εκείνους κι εκείνοι τον αποκαλούσαν «δάσκαλο» με την ίδια τρυφερότητα που θα πρόφεραν τη λέξη «πατέρα» ή την κλητική προσφώνηση «αδερφέ». Είχε μια εκπληκτική ικανότητα ο Γιώργος να εμπλέκει τους πάντες σε ότι σχεδίαζε στο μυαλό του ως πιθανή δράση με τέτοιο τρόπο που τους έκανε να αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε κάτι πολύ σημαντικό, για το οποίο ένιωθαν ήδη πριν καν ξεκινήσει περήφανοι. Τι να λέμε τώρα; Είχε πετύχει μέχρι και το να φέρει στο σχολείο υψηλόβαθμο δικαστή για να διδάξει λογοτεχνία σε κρατούμενους. Κάποτε συνέλαβα και τον εαυτό μου να έχει ομοιοτρόπως εμπλακεί χωρίς να το έχει καταλάβει σε ένα τέτοιο σχέδιο. Τον πείραξα λέγοντάς του «καλά βρε μπαγάσα, χώνεις όλους τους άλλους χώνεις κι εμένα;». Με κοίταξε με εκείνο το χαρακτηριστικό παρατεταμένο πλατύ του χαμόγελο χωρίς να πει τίποτα κι εγώ ένιωθα ήδη πολύ ικανοποιημένος που με είχε εμπλέξει. Μετά το θάνατό του συζητούσα αυτή του την ικανότητα με την Ελένη και ενώ την περιέγραφα δεν μπορούσα να βρω το κατάλληλο επίθετο για να την προσδιορίσω συμπυκνωμένα και με ακρίβεια.


Εκείνη γνωρίζοντας τον φυσικά πολύ περισσότερο από εμένα με έβγαλε από τη δύσκολη θέση λέγοντας μου πως ο τρόπος του είναι ο «καλογερίστικος». Το προηγούμενο καλοκαίρι επισκέφτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου το Άγιο Όρος. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα με ξεναγούσε εκείνος, αλλά δεν πρόλαβε. Ζώντας για τέσσερις μέρες από κοντά την κοινοβιακή ζωή διαπίστωσα έκπληκτος ότι η ικανότητα του Γιώργου είχε σμιλευτεί σε εκείνο το περιβάλλον, όπου για τέσσερις μέρες κανείς δεν μας υποχρέωσε να κάνουμε οτιδήποτε, αλλά συμμετείχαμε σχεδόν σε όλα. Αυτή η δημοκρατική κουλτούρα της γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης είχε προετοιμάσει τον φιλελεύθερο, αδογμάτιστο και αντιδογματικό δάσκαλο Ζουγανέλη. Παρότι θεολόγος ποτέ μου δεν τον άκουσα να κατηχεί κανέναν και στις ιδιωτικές μας φιλοσοφικού ή πολιτικού περιεχομένου συζητήσεις ήταν πάντα ανοιχτόμυαλος, ανεκτικός και  διαλλακτικός. Όπως παρατηρεί σε ένα άλλο σημείο η συγγραφέας προτιμούσε να «παίζει με τους κρατούμενους και μέσα από το παιχνίδι και το παράδειγμα να τους εμφυσά αρχές ηθικού βίου».

Η τελευταία μου εικόνα από τον Γιώργο είναι δύο απογεύματα πριν πεθάνει να παίζουμε για δυόμισι ώρες πινγκ πονγκ εκείνος, ένας κρατούμενος, ένας φύλακας κι εγώ. Πάνω από ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ διαλέγονταν τρεις διαφορετικοί κόσμοι της φυλακής παίζοντας. Μπορείτε να φανταστείτε κάτι πιο δημοκρατικό, κάτι πιο φωτεινό!            


*Το κείμενο εκφωνήθηκε στις 29/4/2018 στον Κορυδαλλό στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου, αφιερωμένη στην μνήμη του Γιώργου Ζουγανέλη.