Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

«Με αφορμή τον “Έτυμο λόγο” της Ελένης Λαδιά» της Τούλας Ρεπαπή

Η άποψη ενός κριτικού λογοτεχνίας διαμορφώνεται/εξελίσσεται συνεχώς, αλλάζοντας και την προσέγγισή του, από τα ίδια τα βιβλία με τα οποία ασχολείται. Αυτά του δείχνουν τις τάσεις και τις διαφοροποιήσεις της λογοτεχνίας και γενικότερα του γραπτού, που «τρέχει» για να εκφράσει το τώρα που θα γεννήσει το αύριο της γλώσσας και της γραπτής έκφρασής της. Ωστόσο, κάποια βιβλία της παγκόσμιας και ελληνικής λογοτεχνίας παραμένουν οι βάσεις και οι πυλώνες έκφρασης για όλους εμάς οι οποίοι ξεκινώντας από αυτά κάνουμε τα βήματά μας γράφοντας ή κρίνοντας.

Ένας από τους δικούς μου πυλώνες είναι τα βιβλία της Ελένης Λαδιά, μιας εκ των πλέον σημαντικών σύγχρονων Ελληνίδων πεζογράφων. Κάθε φορά που βρίσκομαι στις σελίδες των βιβλίων της, κάθε φορά λέω: «Εδώ είναι ο χώρος μου. Εδώ ανήκω!» Τώρα, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθίζω, θα ασχοληθώ με κάθε διήγημα ξεχωριστά για να σας καταθέσω την άποψή μου για το βιβλίο της Ο έτυμος λόγος (Εκδόσεις Αρμός). Έντιμος ή καθαρός λόγος, είναι ένα βιβλίο το οποίο γράφτηκε το 1993, επτά χρόνια πριν αρχίσω να διαβάζω βιβλία της, πριν αρχίσω να έχω άποψη για το έργο της.

Διαβάζοντάς το, οι διαπιστώσεις και αξιολογήσεις μου πάνω στα κείμενά της παραμένουν οι ίδιες, ενώ ταυτόχρονα με το βιβλίο αυτό νιώθω σαν να πιάνω το νήμα της συγγραφικής της πορείας από τα αρχικά του στάδια. Τότε, που η εσωτερική της διαμάχη γινόταν ακόμη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου –σαν αρχαία ελληνική τραγωδία ή σαν θέατρο Νο– προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ύπαρξη ή όχι του Θεού και τη σχέση του ανθρώπου μαζί του, όπως επίσης, τη θέση του ατόμου μέσα στη δημιουργία. Μέσα στη ρευστότητα του χρόνου. Μέσα στο Σύμπαν.

Λέξεις που πάλλουν, εμπνέουν και βασανίζουν τη συγγραφέα, όπως οι αριθμοί τον μαθηματικό, οι νότες τον μουσικό και οι αποχρώσεις των χρωμάτων τον ζωγράφο.
Η μαγεία της γλώσσας, μέσα από την αρχοντιά των λέξεων, προβάλλει την καθαρότητα, προέλευση/ρίζα της, ενθυμίζοντας και όλους τους γραμματικούς κανόνες οι οποίοι τη διέπουν. Με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ταυτόχρονα ο πλούτος, η ευφυΐα και το κάλλος της ελληνικής γλώσσας. Η μαγεία αυτή γίνεται το χαλί πάνω στο οποίο «στρώνει» η Ελένη Λαδιά –για τον αναγνώστη της– όλες τις θεωρίες οι οποίες θα χρωματίσουν την καθημερινότητα των ηρώων της: θεωρίες περί θρησκείας, αιρέσεων, ιστορίας, μυθολογίας και φιλοσοφίας, για να «εγχαράξει» πάνω σε αυτές, όπως θα διάλεγε και η ίδια να εκφραστεί, όλες τις ανησυχίες, αμφισβητήσεις και βεβαιώσεις, οι οποίες τους/την κατατρώγουν. Ο Άνθρωπος πάντα το κέντρο των αφηγήσεών της. Γι’ αυτόν γράφει!

Ο έτυμος λόγος είναι ένα σύνολο δέκα διηγημάτων. Η συγγραφέας εναλλάσσεται μέσα σε αυτά πρωταγωνιστώντας και στα δύο φύλα, μιλώντας με την ίδια άνεση, σαν να είχε κάποτε βιώσει και τα δύο.

Το πρώτο διήγημα τιτλοφορείται «Μικρό ενύπνιο ή το όνομα του Θεού». Ο ήρωας χωρίς όνομα –τυχαία τον λένε Πέντε– δηλώνει πως οι λέξεις και τα ονόματα δεν έχουν νόημα, διότι η ανωνυμία είναι πηγή χάριτος και ελευθερίας. Ταυτόχρονα αναρωτιέται: Τ’ όνομα του Θεού, άραγε, ποιο είναι; Κι αν το όνομα δηλώνει την ουσία, τότε ίσως ο Θεός δεν μας γνωστοποιεί το όνομά του για να μη γίνει γνωστή η ουσία του. Κι όμως, στο όνειρό του μια φωνή τον πρόσταζε: «Διάβασε το όνομα του Θεού».

Στο διήγημα «Η αγάπη του πλησίον», ένας άλλος ήρωάς της περιγράφει τον δεσμό του με την αγαπημένη του. Την αγάπησε ως εαυτόν. Είχε σκεφθεί γι’ αυτήν τα πάντα. Ακόμη και πόσα βήματα έπρεπε να κάνει δεξιά και πόσα αριστερά, για να κάτσει στη μόνη πολυθρόνα που προοριζόταν γι’ αυτήν. Την έβλεπε συγκεκριμένη μέρα, ώρα και διάρκεια, σαν να ήταν γιατρός, και επειδή σκεφτόταν από πριν τα πάντα γι’ αυτήν, όταν αυτή αντιδρούσε, πρότεινε/απειλούσε: «Ή μένεις ή φεύγεις». Ένα κείμενο με θέμα του την αγάπη, την ελευθερία, την κτητικότητα και το ανύπαρκτο όραμα ενός ζευγαριού για το «η ζωή, μαζί».

Λίγο πιο κάτω, στο διήγημα «Αφαία αφανέρωτη», ένας άλλος έρωτας γνώσεων: αρχαιολογίας, μυθολογίας και Ιστορίας επιστρατεύεται από τη συγγραφέα στην αφήγησή της, για να υφάνει τον καμβά του θαυμασμού της προς τη θεά Αθηνά. Ενώ η Μελάνια στο διήγημα «Εφήμερη άμπελος» μιλά για έναν χορό ερωτικό γεμάτο από επιθυμίες, εικόνες, συγκινήσεις και οσμές, χορός, ο οποίος μπορεί ταυτόχρονα να ζωντανεύει και να αναγεννά το σώμα, αν και εφήμερος.

Στο διήγημα «Ιάλμενος» –επιλέγει τον Ιάλμενο, τον πιο άσημο ήρωα της Ιλιάδας– και καταπιάνεται με το γεγονός του Τρωικού πολέμου για να μιλήσει για τους άσημους και διάσημους ήρωες όχι μόνο του πολέμου, αλλά γενικότερα της ζωής. Ορθώνει έναν κορμό μυθολογίας και γνώσεων στο διήγημα αυτό, με το μόνο καταλυτικό στοιχείο για την ένωσή τους το θέλημα του θεού. Αυτήν την επικαλούμενη ανώτερη εξουσία, στο όνομα της οποίας το ρηθέν κατηγοριοποιείται σε «θέσφατο». Ωστόσο, στην αναμέτρηση αυτή θεών και ανθρώπων, ο θάνατος, το αίμα, η φρίκη του πολέμου, ο Ιάλμενος, καθώς και όλοι οι άλλοι διάσημοι ήρωες του Τρωικού πολέμου, κερδίζουν μόνο λίγο χώρο στην Ιστορία και την αιωνιότητα. Αυτήν που τους χάρισε η ματαιοδοξία τους και ο Όμηρος σε στίχους και ραψωδίες.

Στον «Έτυμο λόγο», διήγημα το οποίο δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο, η απόκτηση μιας κόπιας ενός βιβλίου –η μετάφραση των Αργοναυτών του Απολλωνίου του Ροδίου του 1935, όταν η ίδια δεν είχε ακόμη γεννηθεί– παρατείνει την παραμονή της σ’ ένα νησί. Οι λέξεις μέσα σε αυτό την έλκουν. Λέξεις που πάλλουν, εμπνέουν και βασανίζουν τη συγγραφέα, όπως οι αριθμοί τον μαθηματικό, οι νότες τον μουσικό και οι αποχρώσεις των χρωμάτων τον ζωγράφο. Ανακαλύπτει και αποκαλύπτει αυτόν τον έρωτά της για τις λέξεις –χωρίς να γίνεται λεξιλάγνος–, τις πλάθει και πλάθεται από αυτές αναδεικνύοντας διαρκώς τον πλούτο και το κάλλος τους. Με αποτέλεσμα, οι λέξεις στην πένα της μετατρέπονται σε κοσμήματα με τα οποία συνθέτει το ψηφιδωτό της ζωής των ηρώων της.

Στο διήγημα «Τα ηλιοτρόπια», η ηρωίδα αφηγείται ταξίδια του νου και των τόπων. Θυμάται τότε που γλιστρούσαν με μια φελούκα στα νερά του Νείλου. Μια φωτογραφία μιας στιγμής του τότε, η οποία έχει τη δύναμη χρόνια μετά να φωτίζει τον νου, να ζωντανεύει την τότε έλξη και πόθο που εκδηλώνεται στο σώμα, το οποίο αγνοεί το διαχωριστικό που θέτουν δόγματα και θρησκείες.

Διαχέει τις γνώσεις και την αύρα της στους ήρωές της και υπερίπταται των κειμένων της δίνοντάς τους ζωή από τη ζωή της, χαρίζοντάς τους ταυτόχρονα το αυτεξούσιο της ύπαρξής τους, για να μπορέσουν μέσα από τον χρόνο να πάρουν τις απαντήσεις.
Παρακάτω, στο «Διπλό πνεύμα», οι Σήθος και Μήνης παρουσιάζονται σαν δύο διαφορετικοί ήρωες να είναι ένας. Σαν δύο δοχεία που έχουν το ίδιο υγρό, δίνουν τη μάχη του καλού και του κακού. Με φιλοσοφικές και χριστιανικές προσεγγίσεις, η συγγραφέας μέσα από τους ήρωές της μιλά για τη δημιουργία και με τις αμφιβολίες να βαθαίνουν τις ρωγμές στην εδραίωση της πίστης, ενώ ο χρόνος ενέχει θέση μάγου. Μέσα του ίσως να κρύβει/εμπεριέχει το μυστικό όνομα του Θεού. «Πώς το λένε, αλήθεια;» ρωτά και ο αναγνώστης μαζί της. Ωστόσο, ο εξοικειωμένος με τα βιβλία της αναγνώστης θα μπορούσε να πει πως το κείμενο αυτό είναι ο σπόρος που καρποφόρησε το βιβλίο της Θεοφόροι και δαιμονοφόροι 25 χρόνια αργότερα.

Και, τέλος, «Ο δαίμων της λύπης» έρχεται να παραπέμψει στο απόσπασμα του Ευάγριου του Μοναχού: «Πάντες οι δαίμονες φιλήδονον διδάσκουσι την ψυχήν, μόνος δε ο της λύπης δαίμων τούτου πράττειν ου καταδέχεται». Ήρωάς της ο Τιμόθεος – αν και γεμάτος από αμφιβολίες για την αξία της ζωής και των περιεχομένων της, ζούσε φυσιολογικά. Είχε ενδιαφέροντα, αγάπησε, ερωτεύτηκε… ωστόσο, ο κόσμος φάνταζε μηδαμινός, χάρτινος στα μάτια του, κλέβοντας σιγά σιγά τη χαρά και το χαμόγελο από τα χείλη του. Μια θλίψη τον κατέλαβε, μέχρι που ο Σωφρόνιος ήρθε να του αφαιρέσει τη ζωή, αφού κατά τη γνώμη του Τιμόθεου δεν είχε καμία αξία και καμία χαρά να του δώσει…

Η Ελένη Λαδιά στο βιβλίο της αυτό στέκει αγέρωχη απέναντι σε όλες τις θεωρίες, γεμάτη από αντιρρήσεις και αμφιβολίες για την ύπαρξη του Θεού, της δικαιοσύνης, του Σύμπαντος και της δημιουργίας. Η αρχιτεκτονική κάθε διηγήματός της έχει την αρτιότητα ενός τέλειου συγγραφικού εγχειρήματος, με την ευφυΐα της σύλληψης, της ανάπτυξης του θέματος, αλλά και την ποικιλία των θεμάτων τα οποία κάθε φορά διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα η γραφή της να κατατάσσεται στα μοναδικά διηγήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαχέει τις γνώσεις και την αύρα της στους ήρωές της και υπερίπταται των κειμένων της δίνοντάς τους ζωή από τη ζωή της, χαρίζοντάς τους ταυτόχρονα το αυτεξούσιο της ύπαρξής τους, για να μπορέσουν μέσα από τον χρόνο να πάρουν τις απαντήσεις. Είναι και ο χρόνος ένας σημαντικός πρωταγωνιστής των βιβλίων της.

Κατά τη γραφή αυτού του βιβλίου, ούσα ακόμη πλήρης ανθρώπων γύρω της που αγαπά και την αγαπούν, ο πόνος της απώλειας δεν έχει λαξεύσει τη γραφή και την ψυχή της. Πόνος τόσο έκδηλος στο έργο της τελευταία, ο οποίος την κάνει να είναι ταυτόχρονα αγέρωχη και ευάλωτη, αλλά και τόσο εξαιρετικά ποιητική.

Το έχω αναφέρει πολλάκις στα κείμενά μου και δεν θα πάψω να το επαναλαμβάνω συνεχώς, πως για όλα τα ανωτέρω συγγραφικά χαρίσματα, το κάλλος της γλώσσας, τις εμβόλιμες θεωρίες, οι οποίες μετεωρίζουν τα κείμενά της μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, καθώς και το ήθος το οποίο αναβλύζει μέσα από αυτά, τα βιβλία της πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία.

ΠΗΓΗ: diastixo.gr 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Ελένη Λαδιά: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα στο περιοδικό diastixo.gr


Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις. Έχει τιμηθεί με το Β’ Κρατικό Βραβείο (1981) για τη συλλογή Χάλκινος ύπνος, με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1999) για την Ωρογραφία και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα σλοβενικά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, Η Χάρις, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι και η Αποσπασματική σχέση στα ρουμανικά. Το πρόσφατο μυθιστόρημά της, με τίτλο Θεοφόροι και δαιμονοφόροι, είναι η αφορμή της συζήτησής μας.

 Θεοφόροι και δαιμονοφόροι, το τελευταίο μυθιστόρημά σας (Εκδόσεις Αρμός, 2018). Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;

Αρχικώς, ο τίτλος υποκρύπτει κάποια ειρωνεία. Αναφέρεται ξεκάθαρα σε δύο κατηγορίες, συνδεόμενες με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο και. Δηλαδή δύο τύποι: θεοφόροι και δαιμονοφόροι. Ξέρουμε όμως πως δεν είναι έτσι. Και οι δύο κατηγορίες βρίσκονται στον ίδιο άνθρωπο. Διαβάζοντας το βιβλίο ανακαλύπτουμε πως και τα δύο στοιχεία υπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο στην ουσία (φύσει) θα λέγαμε ταυτοχρόνως, αλλά στην εφαρμογή (θέσει) σε διάφορες στιγμές της ζωής του.

Σε κάθε κεφάλαιο «παρεμβάλλεται» η σκέψη του συγγραφέα. Θέλατε να θέσετε στον αναγνώστη μέσω αυτής της τεχνικής την αγωνία και τις δυσκολίες του συγγραφέα;

Όχι, τα ενδιάμεσα κεφάλαια με τον υπότιτλο «η θήρα του μυθιστορήματος» δεν φανερώνουν τις δυσκολίες του συγγραφέως. Αντιθέτως, η τεχνική προηγείται. Όλα μου τα βιβλία έχουν τεχνικές στην αρχιτεκτονική τους. Η παρεμβολή μιας τεχνικής πιστεύω πως διπλασιάζει ή τριπλασιάζει τη συγγραφική όραση, μεγεθύνει την προοπτική της.

 Προσωπικώς δεν συνάντησα ποτέ την λεγόμενη «κοινή λογική», ούτε τον ονομαζόμενο «φυσιολογικό άνθρωπο».
Πόσο αμφίδρομη είναι η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και στον αναγνώστη του μυθιστορήματος;

Στο συγκεκριμένο βιβλίο, το διαζευκτικό ή δειχνει την στενή συγγένεια συγγραφέως και αναγνώστη. Αναφέρεται η συγγραφεύς ή η αναγνώστρια, δηλαδή δύο υποστάσεις της ίδιας ουσίας.

Ο αφηγητής με τον αναγνώστη θεωρείτε ότι έχουν πολλά κοινά στοιχεία ή μπορεί να τους χωρίζει και άβυσσος;

Όχι μόνον έχουν κοινά σημεία, αλλά καταπληκτική ομοιότητα. Δεν εννοώ φυσικά τον κάθε συγγραφέα και αναγνώστη. Τονίζω με αυτήν την διάζευξη τον συγκεκριμένο συγγραφέα και τον αντίστοιχό του αναγνώστη. Δεν είναι τυχαία η προτίμηση ενός αναγνώστη στον συγκεκριμένο συγγραφέα. Είναι και οι δύο της ίδιας ουσίας. Μόνο που ο συγγραφεύς είναι φύσει και ο αναγνώστης θέσει.

Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι οι ήρωες του μυθιστορήματός σας, οι οποίοι ωστόσο βαρύνονται από απώλειες και ανομολόγητα πάθη. Τελικά, όλες οι οικογένειες έχουν τα δικά τους πάθη;

Αλήθεια, τι σημαίνει μέσος άνθρωπος, αφού όταν αλλάζουν τα μέτρα σύγκρισης γινόμαστε πότε ανώτεροι και πότε κατώτεροι; Τι να σημαίνει κι ένας καθημερινός άνθρωπος, όταν όλοι μας είμαστε καθημερινοί μέχρι την στιγμή (την στιγμή του Κίρκεγκορ που κυοφορεί την αιωνιότητα) που ξεχωρίζουμε, γινόμαστε ήρωες, σπουδαίοι ή δολοφόνοι; Κι εδώ στην λέξη «καθημερινοί» υπάρχει μια ειρωνεία. Κανείς από τους ήρωες του βιβλίου δεν είναι ουσιαστικώς καθημερινός. Μόνον που η συγγραφεύς ή η αφηγήτρια, κατά την θήρα του χειρογράφου, άρα του μυθιστορήματος, ήλπιζαν πως θα βρουν κάποιον έτοιμο και τελειωμένο ήρωα, ένα ιστορικό πρόσωπο λόγου χάρη ή κάτι εξαιρετικό. Ναι, πιστεύω πως κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του σταυρό και κάθε οικογένεια τα δικά της πάθη. Προσωπικώς δεν συνάντησα ποτέ την λεγόμενη «κοινή λογική», ούτε τον ονομαζόμενο «φυσιολογικό άνθρωπο». Το βεβαιώνω αυτό μετά την τετραετή εμπειρία μου στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου έδινα εθελοντικά μαθήματα στην λογοτεχνία και την φιλοσοφία στους άρρενες κρατούμενους του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας.

Είναι μια από τις αγωνίες του συγγραφέα ο τρόπος που θα διαχειριστεί τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν στην πορεία της συγγραφής;

Σωστά το είπατε. Μια από τις αγωνίες του συγγραφέως, διότι ο τελευταίος διαρκώς αγωνιά κατά την πορεία της συγγραφής του. Το βιβλίο πολλές φορές μοιάζει με κλυδωνιζόμενο σκάφος, κι ο συγγραφεύς με έναν τρομαγμένο αλλά πεισματάρη καπετάνιο.

Σας αφορά το να είναι αγαπητοί οι αντιήρωές σας και να τους δίνετε ελαφρυντικά ή στόχος σας είναι να φτιάχνετε το ψυχολογικό τους προφίλ και να αφήνετε τον αναγνώστη να πάρει τη δική του θέση;

Το δεύτερο, να μπορέσω να αποδώσω τον ψυχολογικό τους τύπο. Όχι, δεν τους δίνω ελαφρυντικά εγώ, αλλά τους τα δίνει η ίδια η ζωή. Γιατί η ζωή, η ζωή του καθενός προσφέρει όλα τα επίκτητα χαρακτηριστικά, που σε κάποιον βαθμό μάς διαμορφώνουν.

Πόσο το κακό και το καλό συνυπάρχουν μέσα μας;

Και τα δυο υπάρχουν μέσα μας και σε ορισμένες καταστάσεις αφυπνίζονται, πότε το ένα και πότε το άλλο. Κι ας μην ξεχνούμε πως αδρανές έμενε το κακόν εν τω παραδείσω, μέχρι που έφτασε η στιγμή του όφεως.

Διαβάζοντας το βιβλίο ανακαλύπτουμε πως και τα δύο στοιχεία υπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο στην ουσία (φύσει) θα λέγαμε ταυτοχρόνως, αλλά στην εφαρμογή (θέσει) σε διάφορες στιγμές της ζωής του.
Είναι γενετικοί οι παράγοντες για την υπερίσχυση του καλού ή του κακού μέσα μας ή τελικά αυτό το καθορίζουν οι συνθήκες της ζωής μας;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που επιδέχεται καταφατικώς και τις δύο απαντήσεις. Εγώ ανήκω στην πλευρά αυτών που πιστεύουν περισσότερο στον γενετικό παράγοντα.

Τα βιβλία σας έχουν βραβευτεί και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Αγαπάτε κάποιο βιβλίο σας λίγο περισσότερο;

Θα έλεγα την κοινοτοπία πως είναι όλα τους παιδιά μου αλλά όχι, αγαπώ το βιβλίο μου Φρειδερίκος και Ιωάννης, γιατί είναι ένα ψυχολογικό βιβλίο με δικά μου εσωτερικά και μη βιώματα. Ακόμη, το αγαπώ γιατί βρίσκει ένα δυνατό κοινό σημείο σε δύο αντιθετικές προσωπικότητες που αγάπησα: τον Φρειδερίκο Νίτσε και τον Ιωάννη της Κλίμακος. Και οι δύο προτρέπουν, «επί τα όρη», «φύγε, αδέλφιδέ μου, επί τα όρη των αρωμάτων».

Θα θέλατε, ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, να μας πείτε ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;

Την δικαιοσύνη! Είναι μάλιστα και θεότητα των ορφικών μυστών, που την επικαλούνται με θαυμάσια κοσμητικά επίθετα και με μία φράση που πραγματικά τσακίζει κόκαλα: «Άθραυστος το συνειδός» (η άθραυστη εσύ συνείδηση).

Θεοφόροι και δαιμονοφόροι
Ελένη Λαδιά
Αρμός
282 σελ.
ISBN 978-960-615-110-1
Τιμή €15,00

ΠΗΓΗ: https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/10856-ladia-synenteuksh-malissova


Μούσες και Δαιμόνια, κριτική από την Βασιλική Χρίστη στο περιοδικό diavasame.gr

Συνάδελφος για πολλά χρόνια στο diavasame.gr, η οποία τώρα συνεχίζει να γράφει κριτικά κείμενα για άλλα λογοτεχνικά (ηλεκτρονικά και έντυπα) περιοδικά, η Τούλα Ρεπαπή ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την πεζογραφία της Ελένης Λαδιά το 2000. Από τότε και μέχρι σήμερα παρακολουθεί και εμβαθύνει στο έργο της. Αποτέλεσμα αυτής της δημιουργικής ενασχόλησης με τα βιβλία της σύγχρονης Ελληνίδας πεζογράφου είναι τα κείμενα που δημοσιεύονται στην καλαίσθητη έκδοση του «Αρμού» με τίτλο «Μούσες & Δαιμόνια». Παρουσιάζονται τα βιβλία (σε παρένθεση ο τίτλος του αντίστοιχου κεφαλαίου): «Η Χάρις» (Πανδοχείον «Η Χάρις»), «Ποταμίσιοι έρωτες» (Στο ποτάμι του μύθου), «Ταραντούλα» («Όποιος δεν χορεύει, αγνοεί το γινόμενο»), «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» (Το ταξίδι της κιβωτού), «Φρειδερίκος και Ιωάννης» (Ουράνια θεωρήματα), «Ονειρόσακκος» (De Profundis), «Οι θεές» («Μπορεί εσύ να είσαι αιώνιος…»), «Η σημασία του ξένου» (Η σημασία του ξένου), «Η Φερέοικη» («Φορώντας σαν σπίτι την ζωή μας»), «Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης» (Το άγιο περιστέρι και ο κορυδαλλός οδύνης). Παρεμβάλλονται μια συνέντευξη της Ελένης Λαδιά στη συγγραφέα, στον ιστότοπο diavasame.gr, με την ευκαιρία της βράβευσης της Ελ. Λαδιά με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2008) και ένα κείμενο για το αφιέρωμα του περιοδικού «Το Κοράλλι» (Απρίλιος-Ιούνιος 2016).

Πράγματι, από το πρώτο «μυητικό ταξίδι» μέχρι το τελευταίο κείμενο, γραμμένο μόλις τον Ιανουάριο του 2018 (το βιβλίο κυκλοφόρησε δύο μήνες αργότερα), η Τ. Ρεπαπή μάς ξεναγεί στον λογοτεχνικό κόσμο της πεζογράφου, στα θέματα που την απασχολούν και, βέβαια, στους ήρωες και στις ηρωίδες της. Με σπουδές αρχαιολογίας και θεολογίας, η Λαδιά διαποτίζει τα κείμενά της με φιλοσοφικές, ιστορικές, μυθολογικές κ. ά. αναφορές, επενδύοντάς τες με μεστό και πλούσιο μυθοπλαστικό λόγο, όπως αντιλαμβανόμαστε από αυτά τα κείμενα που η Ρεπαπή αναλαμβάνει πρόθυμα να «αποκωδικοποιήσει», να συνδέσει και να αναγάγει στη σφαίρα μιας συνολικής κατά το δυνατόν, αποτίμησης του έργου της.

«Το πένθος την είχε οδηγήσει στον Φρειδερίκο και τον Ιωάννη. Διάλεξε τον Νίτσε γιατί πρέσβευε πως ο Θεός πέθανε και έψαχνε στα βουνά να βρει τον Υπεράνθρωπο, ενώ ο Ιωάννης ο Σιναΐτης πίστευε πως ο Θεός υπάρχει και πήγε στα βουνά για να ζήσει μόνο μαζί του… Τελικά, ομολογεί πως όλες οι σκέψεις της ήταν ένα σαθρό αποτέλεσμα μιας ρευστής διάθεσης, κατεβαίνει από τα όρη, τους βάζει στο ράφι, επιστρέφει στην καθημερινότητα και γίνεται ένα κομμάτι της ανθρωπότητας» (σελ. 41).

Η περιγραφή της υπόθεσης και της πλοκής κάθε βιβλίου δεν παρατίθεται ούτε μονοκόμματα ούτε σχολαστικά∙ εισάγοντάς μας σε αυτές η συγγραφέας θα τις συμπλέξει με τα χαρακτηριστικά της γραφής της πεζογράφου, για να επανέλθει και να τις συμπληρώσει ενίοτε στη συνέχεια, ενώ συχνά πορεύεται μαζί της, παρακολουθώντας τις σκέψεις της αλλά και το πώς δημιουργεί και συνδιαλέγεται με τους ήρωές της. Για παράδειγμα, η Φερέοικη, «όσο προχωρούσε τόσο εξατμιζόταν. Έχανε την υπόστασή της, την ενέργειά της, σαν ένας ατμός που παρασύρεται από τον άνεμο που σκορπίζεται και χάνεται». Και παρακάτω: «Ποιος γράφει το βιβλίο τελικά; Ο συγγραφέας; Η ηρωίδα; ή το ζωντάνεμα της ιστορίας που σαν ζωή οδηγεί κείμενο και ήρωες αλλού; Ωστόσο, η συγγραφέας πάλευε μέσα από το κείμενο να μην αφήσει την ηρωίδα να γίνει συγγραφέας» (σελ.84-85).

Θα σημειώσουμε κι εμείς τον «Ονειρόσακκο», που είναι το αγαπημένο της συγγραφέως όπως γράφει, αλλά θα κάνουμε και μια αναφορά στην εμπειρία της Λαδιά από τη διδασκαλία στις φυλακές που της ενέπνευσε το δεύτερο μέρος της «διφυούς», όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια η πεζογράφος, συλλογής διηγημάτων «Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης», για να παραθέσουμε μέσα από το κείμενο της Ρεπαπή τον λόγο της πεζογράφου: «Στη γραφή της, ποιητική όσο ποτέ άλλοτε, κάνει τις αφηγήσεις της να μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής: ‛Γεννήθηκα με ένα δένδρο μέσα μου…’, ‛Φόρεσα τα σκούρα μπλε φτερά μου, που λίγο απείχαν από το μαύρο χρώμα, και πέταξα για να σε βρω…’, ‛Το στοιχειωμένο διήγημα διαβιώνει σε μία αραχνιασμένη σοφίτα, στα φύκια των θαλασσινών σπηλαίων, φωλιάζει στην ακαθόριστη μνήμη…’. Ωστόσο, η διάθεσή της αυτή δεν την απομακρύνει από τα θέματα που τόσα χρόνια ορίζουν τα κείμενά της, αλλά υπάρχουν και κοσμούν την αφήγηση ενός απολογισμού ζωής» (σελ.99).

Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Το Κοράλλι» η Τούλα Ρεπαπή «εξηγεί» γιατί, κατά τη γνώμη της, το έργο της Ελένης Λαδιά πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, που είναι, θα λέγαμε, και ο λόγος (πέρα από τη χρηστική αξία για τους φοιτητές-ερευνητές του έργου της) που την ώθησε να δημοσιεύσει αυτά τα κείμενα: «Διότι, πέρα από τον πλούτο των φιλοσοφικών, ιστορικών, θρησκευτικών, αιρετικών, μυθολογικών, παγανιστικών αναφορών της, υπάρχει το μαγικό στοιχείο της πρόσμιξής τους: χωρίς να χάνουν το βάρος και το βάθος των εννοιών τους, μπορούν και χωρούν χωρίς να κουράζουν ή να ‛αποστειρώνουν’ την αφήγηση. Ως εκ τούτου, ενώ ήρωες και αναγνώστες πατούν στον ρεαλισμό της πραγματικότητας, στο κατά βάση ανθρώπινο πεζογραφικό έργο της Ελένης Λαδιά, η σκέψη τους πετά σε ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο, αυτό των ιδεών, ιδεωδών, εννοιών, αξιών, με αποτέλεσμα να κατακλύζεται η καθημερινότητά τους από έμπνευση» (σελ. 74-75).

ΠΗΓΗ: https://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1387_3041