Σε είδα σ' έναν πολυσύχναστο δρόμο του Καΐρου, το
καταμεσήμερο. Ο ήλιος ζεμάταγε, ζέστη αφόρητη, θόρυβοι, αυτοκίνητα που
κυκλοφορούσαν με την πρωτοβουλία των οδηγών, οι οποίοι παραγκώνιζαν τους
αμήχανους τροχονόμους, κορναρίσματα, άνθρωποι συνωστίζονταν κι οι φωνές τους
πνίγονταν από το βουητό, ενώ κατά μήκος της πόλης απλωνόταν ο Νείλος, ποτάμιος
θεός, νωχελικός, μεγαλόπρεπος και πλατύς.
Τον παρατηρούσα μέσα από το αυτοκίνητο που πήγαινε σημειωτόν
κι αισθανόμουν χελώνα φορτωμένη το όστρακό της, κοιτούσα και θαύμαζα τον ποταμό
με φιλοσοφική απορία. Κυλούσε παραπλεύρως, μόνος και αυτάρκης, μακριά από το
πολύβουο και παρδαλόχρωμο πλήθος, το αφημένο στην παντοδυναμία της μοίρας. Το
νερό του δρόσιζε την όραση, αλλά δεν άγγιζε το σώμα, το καταϊδρωμένο από την
πνιγηρή ζέστη. Σε κάποιο φανάρι του δρόμου το αυτοκίνητο καθυστέρησε αρκετά κι
εγώ κοιτούσα μια το Νείλο και μια το πλήθος, ώσπου σε είδα. Πρώτα τρόμαξα και
μετά κυριολεκτικά σχίστηκε η καρδιά μου. Καθόσουν, ή μάλλον κάποιοι σε απίθωσαν
εκεί σαν παρατημένη, σπασμένη στάμνα, γιατί το σώμα σου ήταν λειψό, δεν υπήρχε
από τη μέση και κάτω. Είδα μισό κορμί, το μελαχρινό πρόσωπο ενός μεσήλικα και
δυο χέρια να υψώνονται στον ουρανό κι αμέσως να απλώνονται προς τους
περαστικούς σε στάση επαιτείας. Φώναζες ή παρακαλούσες στην ακαταλαβίστικη για
μένα γλώσσα σου.
Ο Νείλος πίσω σου κυλούσε αργά, αδιάφορος για την ύπαρξή
σου. Ομολογώ πως δεν ήθελα να σε βλέπω, το θέαμα με γέμιζε τρόμο ή πόνο, όμως
φοβάμαι πως ήταν το πρώτο. Ωστόσο σε κοιτούσα συνεχώς, μέχρι που το αυτοκίνητο
έφυγε με το πράσινο φανάρι. Απομακρύνθηκα μεταφέροντάς σε στη μνήμη μου. Η
εικόνα σου καρφώθηκε στο μυαλό μου, σκεφτόμουν πως, μολονότι είχες μείνει
μισός, θα είχες τους καημούς και τις επιθυμίες όλων των ανθρώπων, απαράλλακτα
τις ίδιες κι ίσως πιο έντονες. Ποιος σε απίθωσε εκεί, καταμεσής του
πολυσύχναστου και βρώμικου δρόμου, πεταμένου σαν σκουπίδι, πώς θα έφευγες αν σε
έκαιγε ο ήλιος, αν σ' έπιανε κάποια βιολογική σου ανάγκη; Όχι, δεν έκανα τις
γνωστές σκέψεις, γιατί να βρει το δυστύχημα εσένα, γιατί δεν έχεις μια
περίθαλψη στην τρομερή σου κατάντια, γιατί αυτή η ατράνταχτη απόδειξη του κακού
στον ομφαλό του δρόμου, γιατί, γιατί... ούτε επικαλέστηκα λύσεις φιλοσοφικές ή
εξηγήσεις θρησκευμάτων. Η αλήθεια δε χωρούσε σοφιστείες. Ήσουν εκεί, έρμαιο των
φυσικών στοιχείων, ανάπηρος, απολειφάδι ανθρώπου, με πρόσωπο σκουρόχρωμο, μάτια
βαθιά και μουστάκι. Ναι, είχες και μουστάκι. Ένα ερώτημα όμως με ταλανίζει:
γιατί πρώτα φοβήθηκα; γιατί ήθελα να κλείσω τα μάτια στο θέαμά σου, άσχετα αν
δεν τον έκανα;
Ο Νείλος, πολύχρονος και σοφός, αδιαφορούσε προνοώντας για
τα πάντα. Τρέφει κι εσένα για να στέκεις, στάμνα αφημένη, και να ζητιανεύεις.
Σε έσερνα στη μνήμη μου, στις συζητήσεις με τους ανθρώπους,
μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στη Σακάρα με τους μασταμπάδες, ήσουν κοντά
μου όταν στεκόμουν μικρή κι ασήμαντη μπροστά στη Σφίγγα. Ήρθες μαζί μου στην
ελληνοαιγυπτιακή συντροφιά, και σ' αναζήτησα στο ίδιο μέρος τα μεσάνυχτα, όταν
το Κάιρο ήταν άδειο, απλόχωρο, ξεδιπλωμένο στη φωτισμένη του αρχοντιά, κι ο
Νείλος στο πλάι του σκοτεινός, υδάτινη νύχτα, αλλά δε σε βρήκα, θα σε είχαν
πάρει από εκεί για να σε ξαναπάνε την επόμενη ημέρα, σήμα και πρόκληση για τα
αισθήματα και την ελεημοσύνη.
Σιγά - σιγά δε φοβόμουν το θέαμα, η μνήμη μου συνήθισε. Ο
τρόμος υποχωρούσε μπροστά στον πόνο που άνοιγε τα μονοπάτια της αναγνώρισης. Ήσουν
ο πατέρας μου, λειψός σαν να ήταν το μισό σου κορμί χωμένο στη γη, υπέφερες και
ήσουν το αίμα μου, φορτωμένος με μια αναπηρία που επαναλαμβανόταν σαν
«ζωνταυγή», πληγή ανοιχτή για εκατομμύρια χρόνια. Μας σφιχτόδενε η συγγένεια
αλλά γιατί, Πατέρα, φοβήθηκα την κατάντια σου, έλεγα και ξανάλεγα μέσα στη
νύχτα, δάκρυζα, κι ο ποταμός δίπλα μου δεν απαντούσε. Σε γύρευα στο Κάιρο νύχτα
και μέρα, γιατί ήσουν ο αδελφός μου, γεννημένος από την ίδια μ' εμένα κοιλιά.
Αδερφέ μου, ρωτούσα και η απορία επέστρεφε, ποια μοίρα σε άφησε σε μια ζωή που
δίνεται μονάχα μια φορά; Όχι δε σε λησμόνησα, κι ούτε πρόκειται αυτό να συμβεί.
Έφυγα από τη χώρα του ποταμού βαθιά λαβωμένη, γιατί σε είδα πεταμένο, σαν
άχρηστη στάμνα, καταμεσής του πολυσύχναστου δρόμου.
Βρέθηκα στις Κυκλάδες, πουλιά κατάλευκα που ράμφιζαν το
πυκνό γαλάζιο. Η λευκότητα της ατμόσφαιρας θάμπωνε την όραση, αλλά όχι τη
μνήμη. Το θέαμα με κύκλωνε, αναδυόταν η λειψή σου φιγούρα, καθρεφτιζόταν στη
γαλάζια υδάτινη ομορφιά, φαίνονταν όλοι οι αρμοί σου στην καθαριότητα, αδερφέ
μου.
Στο πλοιάριο για τη Δήλο, τη στιγμή που ταρακουνηθήκαμε από
τη μικροφουρτούνα, μια κοπέλα βούλιαξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Τότε σε
ξαναείδα παρατημένο στο έδαφος, αδύναμο ακόμη και να συρθείς σαν ερπετό. Ήσουν
καταδικασμένος να στέκεις ακίνητος και μονάχα να κουνάς τα χέρια. Χέρια που
αιφνιδίως έγιναν μεγάλες φτερούγες, γύψινες, όμως, αφού δεν μπορούσαν να
αυτονομηθούν από το άρρωστο κορμί. Ναι, ήμουν σίγουρη ότι σε αναγνώρισα. Ήσουν
ο αγαπημένος μου, παλικάρι κάποτε με υγεία, κολυμπούσες και, όπως αναδυόσουν
από τη θάλασσα, μελαψός και στιλπνός σαν χάλκινο άγαλμα, εγώ σε χειροκροτούσα
από την ακτή. Ύστερα φαγώθηκε το μισό σου κορμί, παρέμειναν όμως τα ίδια μάτια
και το μουστάκι. Δε θα σε ξεχάσω, όσες μεταμορφώσεις κι αν υποστείς, ακόμη κι
αν εξαφανιστείς από το πρόσωπο της Γης και μπεις βαθιά στα σπλάχνα της.
Η θάλασσα γύρω μου απέραντη, λευκά τα κύματά της και
κατάλευκες οι Κυκλάδες, στη μέση του χορού η ιερή Δήλος, περπατούσα στα αρχαία
ερείπια, με φυσούσε αύρα θαλασσινή και θυμόμουν το ερειπωμένο σου σώμα.
Στο φως του νησιού, που στο αρχαίο του παρελθόν έγινε
χρυσαφένιο, η μορφή σου γιγαντώθηκε, δέσποζε του Νείλου και των Κυκλάδων. Κι
όμως ο ποταμός μένει βουβός στο μαρτύριό σου, αλλά σε τρέφει, σε ποτίζει, σε
καθαίρει και σε ζωογονεί, όπως και η θάλασσα, παιδί μου.
Δε σε ξαναβρήκα, αγόρι μου, ούτε στον ποταμό ούτε στη
θάλασσα, δε σε ξαναείδα κι ας έγινες γίγαντας, θρεμμένος εκατομμύρια χρόνια με
πόνο και αναπηρία. Τώρα δε φοβάμαι τον τρόμο μου, το ήξερα πως δεν τρομάζει ο
θάνατος. Τρομάζει ο τρόπος του θανάτου και τρόμος είναι ο τρόπος του θανάτου,
γιε μου.
Παίρνω τη φιγούρα σου από το πεζοδρόμιο του Καΐρου, ένα
κεφάλι μεσήλικα, μαύρα βαθιά μάτια και μουστάκι, κι εκείνα τα χέρια σου, αχ,
πώς σηκώνονταν στον ουρανό και πώς απλώνονταν στους περαστικούς, φτωχέ μου
επαίτη, άρρωστο τέκνο της γης και τους αστέρινου ουρανού*.
Σου μιλώ και σε μεταφέρω στη μνήμη μου, πάντα μαζί μου είσαι
από εκείνο το ζεστό αιγυπτιακό μεσημέρι. Το παρελθόν, παρόν και μέλλον μου
γέμισαν από σένα, ήμουν αμέριμνη προτού σε δω, όχι δε φανταζόμουν πως θα
υπήρχες έτσι, με μισό σώμα, ακουμπισμένο στο βρώμικο έδαφος και γύρω σου φωνές,
θόρυβοι και ζέστη αφόρητη. Ζούσες όμως, αγωνιούσες και ήλπιζες. Άπλωνες τα
χέρια για να τραφείς.
Φοβάται το θάνατο, γλυκέ μου φίλε, φοβόμαστε όλοι και
πολλαπλασιαζόμαστε, φιγούρες χωρίς πόδια και χέρια, χωρίς λαλιά και ακοή, και
παρακεί τα ποτάμια κι οι θάλασσες, υδάτινες αγκαλιές, υδάτινες ζωές και νερό,
άφθονο νερό για την έρημο. Θα ήθελα να σε ξαναβρώ, να σε ρωτήσω, ίσως σοφός και
ανάπηρος να ξέρεις: είναι αλήθεια πως οι ποταμοί κι οι θάλασσες έγιναν από τα
δάκρυα των ανθρώπων;
* Πρόκειται για τον ορφικό στίχο «Γης παις ειμί και Ουρανού
αστερεύοντος».