Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Τάσος Ρούσσος - Στο λαβύρινθο των διλημμάτων, κριτική για το βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Η Χάρις»

     
Με το μυθιστόρημά της «Η Χάρις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη», η Ελένη Λαδιά επικυρώνει την έως τώρα συγγραφική της πορεία. Με θαυμαστή άνεση, κινείται σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και είναι προικισμένη με την ικανότητα να μας πείθει. Τα πρόσωπα του βιβλίου της ταλανίζονται από συνειδησιακούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς, που έχουν σημαδέψει και εξακολουθούν να σημαδεύουν τη ζωή τους. Αυτό συμβαίνει και στην κεντρική ηρωίδα, έως τη στιγμή που, μέσα σε κατακλυσμιαία βροχή βρίσκει καταφύγιο σε κάποιο οίκημα. Το ρεαλιστικό αυτό οικοδόμημα έχει το ασυνήθιστο όνομα «Η Χάρις». Όπως μαθαίνει λίγο αργότερα, «Η Χάρις» περιθάλπει όσους καταφεύγουν σε αυτήν, ταλαιπωρημένοι από κακοκαιρίες ή καταιγίδες. Το κτίριο είναι ρεαλιστικό όπως είπα, πραγματικό. Δεν έχει τίποτα τα παράξενο, εκτός ίσως από το όνομά του. Παρουσιάζει, ωστόσο κάποιες ιδιότητες, που τις αντιλαμβάνεται σιγά σιγά η ηρωίδα. Ο χώρος του, παρά το συνηθισμένο του μέγεθος, είναι ανεξερεύνητος, λαβυρινθώδης και απρόσβατος στο σύνολό του για τους λιγοστούς φιλοξενούμενους. Ο χρόνος του μερικές φορές μοιάζει αόριστος, τα όρια του σαν να αυξομειώνονται, χωρίς να παύει να ρέει κανονικά σε εικοσιτετράωρα καθημερινότητας.
     Ανεπαίσθητα ο αναγνώστης οδηγείται σε υπερβατικούς συνειρμούς που ξεκινούν από το όνομα «Χάρις». Αυτό το οίκημα τι είναι στην ουσία του; Ένα είδος πανσιόν, που παρέχει γαλήνη στους περιπλανημένους και ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες μιας άγριας νύχτας; Είναι ένα ησυχαστήριο συνειδήσεων, όπου κάθε ένοικος προσπαθεί μόνος και απερίσπαστος να δώσει ικανοποιητική απάντηση στα αγωνιώδη ερωτηματικά του και να δραπετεύσει οριστικά από τα βασανιστικά του διλλήματα; Είναι μήπως ένα αναρρωτήριο ταραγμένων ψυχών, όπου μέσα στη γαλήνη θα βρουν το αληθινό νόημα της ύπαρξης; Είναι ίσως το κοσμικό μοντέλο ενός παραδείσιου προθαλάμου; Ένα μοντέρνο ξενοδοχείο κάποιου αγνώστου, εκκεντρικού ιδιοκτήτη; Ή, μήπως, η σύγχρονη εκδοχή ενός πνευματικού πρωτοχριστιανικού κοινοβίου, μια σημερινή μετεξέλιξή του. Σε αυτό τηρείται μια αυστηρή «δεοντολογία», μια σειρά κανονισμών, η οποία που παραπέμπει; Οι δύο υπάλληλοί του, η Ουρανία κι ο Ανδροκλής, το διευθύνουν και τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες του. Ορίζουν κατά έμμεσο τρόπο τη ζωή των ενοίκων. Ο αόρατος και σοφός ιδιοκτήτης του οικοδομήματος, σε συνδυασμό με την ονομασία του «Η Χάρις», μας οδηγούν σε σκέψεις που σχετίζονται με τη μεταφυσική, με το επέκεινα. Η αίσθησή μας, ωστόσο, και η βεβαιότητα παραμένουν ακλόνητες, ότι πρόκειται για ένα πραγματικό, χειροπιαστό κτίριο.

     Οι ήρωες του βιβλίου δοκιμάζονται και μέσα από τη δοκιμασία τους διανοίγεται οδός προς τα άνω. Ήδη, καθώς προχωρούμε στην ανάγνωσή του, παίρνει ολοένα και περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Παράλληλα, δεν παύει μια καθ’ όλα ρεαλιστική πραγματικότητα. Αυτό είναι, νομίζω, το μεγάλο προσόν του. Κυμαίνεται μεταξύ ουρανού και γης, χωρίς να υπάρχει πουθενά ο παραμικρός σχετικός υπαινιγμός, αν και υφίστανται διάσπαρτα κάποια σημεία, τα οποία βάζουν σε σκέψεις. Ο Ανδροκλής, λόγου χάρη, το πρόσωπο που εξυπηρετεί χωρίς καμία παράλειψη τις ανάγκες των ενοίκων της «Χάριτος», αποδεικνύεται πιστός και ανιδιοτελής. Είναι πάντα χαμογελαστός και γεμάτος κατανόηση για όλους και για τα προβλήματά τους. Έχει πάντα μια σοφή κι εύστοχη απάντηση για κάθε ερώτηση κι έναν μοναδικό τρόπο να γαληνεύει την ταραχή και την αγωνία. Είναι σχεδόν μια αγγελική προσωποποίηση. Κατέχει το χρόνο και το χώρο του οικήματος. Δείχνει με καλόβολη διάθεση ότι γνωρίζει τα πάντα για τον καθένα και τα κατανοεί.
     Από την αρχή δηλώνεται ότι όσα θα συμβούν στην Αλεξάνδρα, την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, είναι η έμπνευση του συγγραφέα, που αναρωτιέται όμως αν η βούλησή του κατευθύνει την αφήγηση ή αν η έμπνευση διαμορφώνει τα πράγματα. Η δήλωση αυτή ξεχνιέται γρήγορα, καθώς μας αποσπά την προσοχή η εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος.
     Μετά την ζωντανή εμφάνιση ενός αναίτια δολοφονημένου μικρού κοριτσιού, όλοι αντιδρούν κατ’ αρχάς θετικά, αποδέχονται το γεγονός ως θαύμα. Το κοριτσάκι έχει μια αγγελική εμφάνιση. Σκέφτεται κανείς ότι προσωποποιεί την αθωότητα στην πιο καθαρή της μορφή. Ονομάζεται «Χάρις». Το όνομα αυτό, βέβαια, δεν είναι τυχαίο. Σχεδόν αυτόματα παίρνει μέσα μας τη θέση του συμβούλου. Είναι η αθωότητα που χάνουμε και που κατά καιρούς ξανακερδίζουμε στη ζωή, και τότε, έστω και για λίγο, ξαναβαφτιζόμαστε στην αλήθεια και την ομορφιά. Είναι κάτι σαν την θεία χάρη, που ευδοκεί μερικές φορές να μας επισκεφθεί, και η ύπαρξή μας τότε αυτοπροσδιορίζεται ξανά, γνωρίζει και πάλι τον εαυτό της, τον αληθινό της σκοπό. Αυτή η επίσκεψη της χάριτος είναι τόσο λεπτή, τόσο αδιόρατη, που αμέσως μετά αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε αν υπήρξε πραγματικά. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι του οικήματος αμφιβάλλουν αν το κοριτσάκι αναστήθηκε.
     Το κτίριο της «Χάριτος» πιάνει φωτιά και υφίσταται μεγάλες ζημιές. Τότε, η Αλεξάνδρα αποφασίζει να φύγει. Τα τελευταία της λόγια με τον Ανδροκλή δείχνεις ότι τον υποψιάζεται ως συγγραφέα της ιστορίας. Αυτός το αρνείται, αν και θα επιθυμούσα ως αναγνώστης να ήταν αυτός. Συλλογίζομαι ότι η άρνηση του είναι ίσως πλαστή. Η ηρωίδα τονίζει ότι η θητεία της εκεί έχει τελειώσει, ότι τώρα θα προσπαθήσει να βρει τον πραγματικό εαυτό της, το σκοπό της στη ζωή με πιο καθαρό βλέμμα.
     Η παρουσία του συγγραφέα στην αρχή και ιδιαίτερα στο τέλος της αφήγησης αποτελεί ένα τέχνασμα ίσως της Ελένης Λαδιά. Θέλει να υποδηλώσει με αυτό πως όλη η ιστορία της «Χάριτος», παρ’ όλα τα ρεαλιστικά της στοιχεία που την καθιστούν εντελώς αληθοφανή για τον αναγνώστη, είναι τελικά ή μπορεί να είναι μια περιπέτεια ιδεών. Ένα πρόσχημα, δηλαδή, ένα όχημα για να μας μεταφέρει στην καρδιά της υπαρξιακής προβληματικής της. Η χρήση, εξάλλου, του πρώτου προσώπου στην όλη διήγηση, που την προικίζει με εξομολογητικούς τόνους αυξημένης ειλικρίνειας, αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη πειθώ, ότι τα εξιστορούμενα είναι αληθινά. Περιγράφουν βιώματα.
     «Η Χάρις», σε όλο το μήκος της, διαπνέεται από ένα μυστικό άρωμα ευλάβειας, από έναν αέρα θεολογικής πίστης, που λειτουργού εντελώς υπαινικτικά, αλλά και γι’ αυτό ίσως πολύ πιο δραστικά.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 2000

Η εικόνα είναι κολάζ της συγγραφέως

Ελένης Λαδιά «Η Χάρις», μυθιστόρημα – κριτική από την Νατάσα Κεσμέτη

Ανάμεσα στα πολλά, ενδιαφέροντα και σοβαρά ερωτήματα που στις πυκνές διακόσιες σελίδες του θέτει το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά «Η Χάρις» σημαντική θέση κατέχει το ακόλουθο: Ποιος είναι ο συγγραφέας του κειμένου, του μυθιστορήματος εν προκειμένω; Ή για να το πω με τα λόγια της κεντρικής ηρωίδας: Ποιος άραγε από τους δυο τους να ήταν ο δημιουργός; Αυτή, η ηρωίδα της παράφορης έμπνευσης του, ή εκείνος, το άλλοθι της επιθυμίας της;
     Ξεκινώντας έτσι την προσέγγισή μου θέλω ευθύς εξαρχής να τονίσω το εξής: Σε μια εποχή κυρίαρχης πεζογραφικής υποθήκευσης της γραφής στο λεγόμενο «στόρυ», παρά την ευφυή δράση του τελευταίου εντός των ορίων μιας δουλεμένης αρχιτεκτονικής, «η Χάρις» της Λαδιά τολμά να στοχάζεται ρωμαλέα. Για την ακρίβεια ξαναπιάνει το νήμα και συνεχίζει παλαιές συζητήσεις, ανεξάντλητες ως φαίνεται, πάνω στα πρώτα και ουσιώδη πράγματα της τέχνης της συγγραφής και ταυτόχρονα της ζωής όπως διαπλέκεται μέσα από τις ανθρώπινες ιστορίες και τις ποικίλες γλώσσες με τις οποίες εκφέρονται και εκπληρώνονται (ή δεν εκπληρώνονται) οι ιστορίες αυτές. Ο όρος «αλληλοπεριχώρηση», λέξη-κλειδί για την σύνολη μυθιστορηματική σύλληψη της «Χάριτος» και συγκεκριμένη, βεβαίως, τριαδολογική έννοια, κυριαρχεί στις ποικίλες θεολογικές και εκκλησιολογικές αναφορές της Ε. Λαδιά σε δύο από τις οποίες θα σταθώ.
     Η μία αφορά στο όνομα του οικήματος (όπου συστεγάζονται οι επτά μοιραίες ιστορίες μαζί με το θίασο των εννέα ηρώων), το οποίο και προικοδοτεί το βιβλίο με τον τίτλο του. Το οίκημα αυτό, μυστηριώδες, δαιδαλώδες και φιλόσοφον, ξενοδοχεί ανάμεσα στους άλλους ενοίκους του κι ένα δολοφονημένο παιδί. Όχι ένα οποιοδήποτε παιδί αλλά ένα αληθινό Puer Mirabilis, η παρουσία ή πιο σωστά απουσία του οποίου στοιχειώνει μαζί με το όνομα του – Χάρις – τον χώρο, ωσότου, μετά  από μια καθαρτήρια φωτιά που πυρπολεί το οίκημα, εμφανίζεται και το ίδιο, τουλάχιστον σ’ όσους μπορούν να το αγαπούν ή να το πιστεύουν. Η άλλη αναφορά σχετίζεται με την αμοιβαία και δημόσια εξομολόγηση των παθών και των εγκλημάτων των ηρώων, που θυμίζει το πάθος και την ένταση των Ρώσων της εποχής του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης. Αλλά με τούτα δεν θα πρέπει να παραπλανηθεί ο αναγνώστης. Η Λαδιά πατάει επίσης γερά στην Ελληνική Σκέψη και Γραμματεία. Δεν την γνωρίζει μόνο καλά, είναι φανερό πως μεθάει μ’ αυτήν όπως και οι περισσότεροι ήρωές της. Αυτά τα πλάσματα που (παρά την πλούσια τυπολογία τους) παραμένουν περισσότερο εκδιπλώσεις ψυχικών οντοτήτων και λιγότερο συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Άλλωστε και η κεντρική ηρωίδα αυτό ακριβώς κάποια στιγμή αναρωτιέται, μήπως δηλαδή ζει και η ίδια σε μια ιστορία αρχετύπων. Οφείλω πάντως να προσθέσω πως όσο αυτονομημένα κι αν εμφανίζονται τα πρόσωπα, κατά βάση αντικρίζονται μέσα από εκείνην, την εξαιρετικά ευέλικτη διανοητική λειτουργία, την ταχεία και ικανή ως προς την διατύπωση απόψεων, επιχειρημάτων, κατηγοριοποιήσεων και διαφωνιών. Κι είναι μόνο στην οξεία κλιμάκωση του δράματος, δηλαδή στις τελευταίες εικοσιπέντε σελίδες, όταν στο προσκήνιο της «Χάριτος» επιτέλους φθάνει ο έβδομος ένοικος, που οι υπόλοιποι ζωντανεύουν όσο ποτέ πριν, βγαίνοντας από τον εγκλωβισμό τους στο άχρονο μιας τοιχογραφίας και αποκτώντας για τον αναγνώστη τη ζεστασιά και την αμεσότητα των φυσικών προσώπων. Αξίζει επιπλέον να μνημονευθούν τα πολλαπλά ζεύγη αντιθέτων που σχηματίζουν οι επτά ήρωες μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των φασματικών συντρόφων της μνήμης και της ψυχής τους, αλληλοσπαραζόμενοι και αλληλοχρησιμοποιούμενοι. Νομίζω πως πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσά τους αυτός που όχι απλά βασανίζεται με το πρόβλημα του κακού, αλλά κυριολεκτικά πειράσκεται και ενδίδει είναι ο Χάρτινος Άνθρωπος όπως τον αποκαλεί το κείμενο, ο άνθρωπος προφανώς της διανόησης στον εικοστό αιώνα. Η άντληση εδώ από Ντοστογιεβσκικές δαιμονισμένες παρακαταθήκες είναι σαφής. Και τούτο ακριβώς μας φέρνει στην διαπίστωση πως οι ήρωες προβάλλονται έντονα στην πνευματική τους διάσταση. Ακόμα και η ιερόδουλη του θιάσου έχει μια ιδιαίτερη γλώσσα, αφού ορίζει τον εαυτό της όχι ως πόρνη αλλά ως πολύανδρη. Η συνέπεια είναι το δράμα, ως σύγχρονη αλληγορία της δράσης της Θείας Χάριτος στον πυρήνα της ύπαρξής μας, να παίζεται ουσιαστικά πέρα κι από το ψυχολογικό επίπεδο: στη σφαίρα του πνευματικού αγώνα. Εκεί όπου οι άνθρωποι εντέλει είτε συνεργούν με τη Χάρη του Θεού είτε αδιαφορούν και την αποποιούνται. Στο πανδοχείο της Λαδιά πάντως εξέχουσα θέση κατέχει η Ηρακλείτια αντίληψη ενός κόσμου που νομοτελειακά βαίνει προς την εκπύρωσή του. Ωστόσο ίσως θα χρειαζόταν ένα είδος επιμυθίου, όπου πιθανόν θα λυνόταν ένα θεολογικό αλλά και γλωσσικό πρόβλημα ή αίνιγμα της «Χάριτος». Εννοώ πως είναι αδύνατο να αλληλοπεριχωρήσει κανείς (όπως λέει μια από τις ηρωίδες και όπως αποδίδεται ο όρος στον διάλογο του Λουκιανού), αλλά μόνο να αλληλοπεριχωρηθεί. Γιατί αφ’ εαυτής η αλληλοπεριχώρηση είναι μια υπόθεση διαστολής, δηλαδή πληθυντικού αριθμού και παθητικής φωνής.


ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ Περιοδικό Ευθύνη, τ. 349, Ιανουάριος 2001

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Ο ποταμός και η θάλασσα, ο Νείλος κι οι Κυκλάδες


Σε είδα σ' έναν πολυσύχναστο δρόμο του Καΐρου, το καταμεσήμερο. Ο ήλιος ζεμάταγε, ζέστη αφόρητη, θόρυβοι, αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν με την πρωτοβουλία των οδηγών, οι οποίοι παραγκώνιζαν τους αμήχανους τροχονόμους, κορναρίσματα, άνθρωποι συνωστίζονταν κι οι φωνές τους πνίγονταν από το βουητό, ενώ κατά μήκος της πόλης απλωνόταν ο Νείλος, ποτάμιος θεός, νωχελικός, μεγαλόπρεπος και πλατύς.

Τον παρατηρούσα μέσα από το αυτοκίνητο που πήγαινε σημειωτόν κι αισθανόμουν χελώνα φορτωμένη το όστρακό της, κοιτούσα και θαύμαζα τον ποταμό με φιλοσοφική απορία. Κυλούσε παραπλεύρως, μόνος και αυτάρκης, μακριά από το πολύβουο και παρδαλόχρωμο πλήθος, το αφημένο στην παντοδυναμία της μοίρας. Το νερό του δρόσιζε την όραση, αλλά δεν άγγιζε το σώμα, το καταϊδρωμένο από την πνιγηρή ζέστη. Σε κάποιο φανάρι του δρόμου το αυτοκίνητο καθυστέρησε αρκετά κι εγώ κοιτούσα μια το Νείλο και μια το πλήθος, ώσπου σε είδα. Πρώτα τρόμαξα και μετά κυριολεκτικά σχίστηκε η καρδιά μου. Καθόσουν, ή μάλλον κάποιοι σε απίθωσαν εκεί σαν παρατημένη, σπασμένη στάμνα, γιατί το σώμα σου ήταν λειψό, δεν υπήρχε από τη μέση και κάτω. Είδα μισό κορμί, το μελαχρινό πρόσωπο ενός μεσήλικα και δυο χέρια να υψώνονται στον ουρανό κι αμέσως να απλώνονται προς τους περαστικούς σε στάση επαιτείας. Φώναζες ή παρακαλούσες στην ακαταλαβίστικη για μένα γλώσσα σου.

Ο Νείλος πίσω σου κυλούσε αργά, αδιάφορος για την ύπαρξή σου. Ομολογώ πως δεν ήθελα να σε βλέπω, το θέαμα με γέμιζε τρόμο ή πόνο, όμως φοβάμαι πως ήταν το πρώτο. Ωστόσο σε κοιτούσα συνεχώς, μέχρι που το αυτοκίνητο έφυγε με το πράσινο φανάρι. Απομακρύνθηκα μεταφέροντάς σε στη μνήμη μου. Η εικόνα σου καρφώθηκε στο μυαλό μου, σκεφτόμουν πως, μολονότι είχες μείνει μισός, θα είχες τους καημούς και τις επιθυμίες όλων των ανθρώπων, απαράλλακτα τις ίδιες κι ίσως πιο έντονες. Ποιος σε απίθωσε εκεί, καταμεσής του πολυσύχναστου και βρώμικου δρόμου, πεταμένου σαν σκουπίδι, πώς θα έφευγες αν σε έκαιγε ο ήλιος, αν σ' έπιανε κάποια βιολογική σου ανάγκη; Όχι, δεν έκανα τις γνωστές σκέψεις, γιατί να βρει το δυστύχημα εσένα, γιατί δεν έχεις μια περίθαλψη στην τρομερή σου κατάντια, γιατί αυτή η ατράνταχτη απόδειξη του κακού στον ομφαλό του δρόμου, γιατί, γιατί... ούτε επικαλέστηκα λύσεις φιλοσοφικές ή εξηγήσεις θρησκευμάτων. Η αλήθεια δε χωρούσε σοφιστείες. Ήσουν εκεί, έρμαιο των φυσικών στοιχείων, ανάπηρος, απολειφάδι ανθρώπου, με πρόσωπο σκουρόχρωμο, μάτια βαθιά και μουστάκι. Ναι, είχες και μουστάκι. Ένα ερώτημα όμως με ταλανίζει: γιατί πρώτα φοβήθηκα; γιατί ήθελα να κλείσω τα μάτια στο θέαμά σου, άσχετα αν δεν τον έκανα;

Ο Νείλος, πολύχρονος και σοφός, αδιαφορούσε προνοώντας για τα πάντα. Τρέφει κι εσένα για να στέκεις, στάμνα αφημένη, και να ζητιανεύεις.
Σε έσερνα στη μνήμη μου, στις συζητήσεις με τους ανθρώπους, μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στη Σακάρα με τους μασταμπάδες, ήσουν κοντά μου όταν στεκόμουν μικρή κι ασήμαντη μπροστά στη Σφίγγα. Ήρθες μαζί μου στην ελληνοαιγυπτιακή συντροφιά, και σ' αναζήτησα στο ίδιο μέρος τα μεσάνυχτα, όταν το Κάιρο ήταν άδειο, απλόχωρο, ξεδιπλωμένο στη φωτισμένη του αρχοντιά, κι ο Νείλος στο πλάι του σκοτεινός, υδάτινη νύχτα, αλλά δε σε βρήκα, θα σε είχαν πάρει από εκεί για να σε ξαναπάνε την επόμενη ημέρα, σήμα και πρόκληση για τα αισθήματα και την ελεημοσύνη.
Σιγά - σιγά δε φοβόμουν το θέαμα, η μνήμη μου συνήθισε. Ο τρόμος υποχωρούσε μπροστά στον πόνο που άνοιγε τα μονοπάτια της αναγνώρισης. Ήσουν ο πατέρας μου, λειψός σαν να ήταν το μισό σου κορμί χωμένο στη γη, υπέφερες και ήσουν το αίμα μου, φορτωμένος με μια αναπηρία που επαναλαμβανόταν σαν «ζωνταυγή», πληγή ανοιχτή για εκατομμύρια χρόνια. Μας σφιχτόδενε η συγγένεια αλλά γιατί, Πατέρα, φοβήθηκα την κατάντια σου, έλεγα και ξανάλεγα μέσα στη νύχτα, δάκρυζα, κι ο ποταμός δίπλα μου δεν απαντούσε. Σε γύρευα στο Κάιρο νύχτα και μέρα, γιατί ήσουν ο αδελφός μου, γεννημένος από την ίδια μ' εμένα κοιλιά. Αδερφέ μου, ρωτούσα και η απορία επέστρεφε, ποια μοίρα σε άφησε σε μια ζωή που δίνεται μονάχα μια φορά; Όχι δε σε λησμόνησα, κι ούτε πρόκειται αυτό να συμβεί. Έφυγα από τη χώρα του ποταμού βαθιά λαβωμένη, γιατί σε είδα πεταμένο, σαν άχρηστη στάμνα, καταμεσής του πολυσύχναστου δρόμου.

Βρέθηκα στις Κυκλάδες, πουλιά κατάλευκα που ράμφιζαν το πυκνό γαλάζιο. Η λευκότητα της ατμόσφαιρας θάμπωνε την όραση, αλλά όχι τη μνήμη. Το θέαμα με κύκλωνε, αναδυόταν η λειψή σου φιγούρα, καθρεφτιζόταν στη γαλάζια υδάτινη ομορφιά, φαίνονταν όλοι οι αρμοί σου στην καθαριότητα, αδερφέ μου.
Στο πλοιάριο για τη Δήλο, τη στιγμή που ταρακουνηθήκαμε από τη μικροφουρτούνα, μια κοπέλα βούλιαξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Τότε σε ξαναείδα παρατημένο στο έδαφος, αδύναμο ακόμη και να συρθείς σαν ερπετό. Ήσουν καταδικασμένος να στέκεις ακίνητος και μονάχα να κουνάς τα χέρια. Χέρια που αιφνιδίως έγιναν μεγάλες φτερούγες, γύψινες, όμως, αφού δεν μπορούσαν να αυτονομηθούν από το άρρωστο κορμί. Ναι, ήμουν σίγουρη ότι σε αναγνώρισα. Ήσουν ο αγαπημένος μου, παλικάρι κάποτε με υγεία, κολυμπούσες και, όπως αναδυόσουν από τη θάλασσα, μελαψός και στιλπνός σαν χάλκινο άγαλμα, εγώ σε χειροκροτούσα από την ακτή. Ύστερα φαγώθηκε το μισό σου κορμί, παρέμειναν όμως τα ίδια μάτια και το μουστάκι. Δε θα σε ξεχάσω, όσες μεταμορφώσεις κι αν υποστείς, ακόμη κι αν εξαφανιστείς από το πρόσωπο της Γης και μπεις βαθιά στα σπλάχνα της.
Η θάλασσα γύρω μου απέραντη, λευκά τα κύματά της και κατάλευκες οι Κυκλάδες, στη μέση του χορού η ιερή Δήλος, περπατούσα στα αρχαία ερείπια, με φυσούσε αύρα θαλασσινή και θυμόμουν το ερειπωμένο σου σώμα.

Στο φως του νησιού, που στο αρχαίο του παρελθόν έγινε χρυσαφένιο, η μορφή σου γιγαντώθηκε, δέσποζε του Νείλου και των Κυκλάδων. Κι όμως ο ποταμός μένει βουβός στο μαρτύριό σου, αλλά σε τρέφει, σε ποτίζει, σε καθαίρει και σε ζωογονεί, όπως και η θάλασσα, παιδί μου.
Δε σε ξαναβρήκα, αγόρι μου, ούτε στον ποταμό ούτε στη θάλασσα, δε σε ξαναείδα κι ας έγινες γίγαντας, θρεμμένος εκατομμύρια χρόνια με πόνο και αναπηρία. Τώρα δε φοβάμαι τον τρόμο μου, το ήξερα πως δεν τρομάζει ο θάνατος. Τρομάζει ο τρόπος του θανάτου και τρόμος είναι ο τρόπος του θανάτου, γιε μου.

Παίρνω τη φιγούρα σου από το πεζοδρόμιο του Καΐρου, ένα κεφάλι μεσήλικα, μαύρα βαθιά μάτια και μουστάκι, κι εκείνα τα χέρια σου, αχ, πώς σηκώνονταν στον ουρανό και πώς απλώνονταν στους περαστικούς, φτωχέ μου επαίτη, άρρωστο τέκνο της γης και τους αστέρινου ουρανού*.
Σου μιλώ και σε μεταφέρω στη μνήμη μου, πάντα μαζί μου είσαι από εκείνο το ζεστό αιγυπτιακό μεσημέρι. Το παρελθόν, παρόν και μέλλον μου γέμισαν από σένα, ήμουν αμέριμνη προτού σε δω, όχι δε φανταζόμουν πως θα υπήρχες έτσι, με μισό σώμα, ακουμπισμένο στο βρώμικο έδαφος και γύρω σου φωνές, θόρυβοι και ζέστη αφόρητη. Ζούσες όμως, αγωνιούσες και ήλπιζες. Άπλωνες τα χέρια για να τραφείς.

Φοβάται το θάνατο, γλυκέ μου φίλε, φοβόμαστε όλοι και πολλαπλασιαζόμαστε, φιγούρες χωρίς πόδια και χέρια, χωρίς λαλιά και ακοή, και παρακεί τα ποτάμια κι οι θάλασσες, υδάτινες αγκαλιές, υδάτινες ζωές και νερό, άφθονο νερό για την έρημο. Θα ήθελα να σε ξαναβρώ, να σε ρωτήσω, ίσως σοφός και ανάπηρος να ξέρεις: είναι αλήθεια πως οι ποταμοί κι οι θάλασσες έγιναν από τα δάκρυα των ανθρώπων;


* Πρόκειται για τον ορφικό στίχο «Γης παις ειμί και Ουρανού αστερεύοντος».