Ήταν χρόνια ακινητοποιημένος σαν άγαλμα· ίσως από ασθένεια, ίσως από πλησμονή. Το τελευταίο γεγονός ήταν η κούραση, μια διαβρωτική, χρόνια κόπωση, που έγινε υπερκόπωση και τελικώς εξάντληση.
Όμως ακόμη υπήρχαν ομορφιές στο κάμνον σώμα του, όπως το βλέμμα, πάντοτε βαθύ και γλυκό, το ωραίο σχήμα του κεφαλιού και η αρχαιοελληνική μύτη. Τα δάκτυλα των ποδιών επίσης παρέμεναν θαυμαστά στον σχηματισμό τους, τόσο που όταν τα έβλεπα στην ακρογιαλιά, έλεγα την αρχαία ρήση που χρησιμοποιούσαν για τον Αλκιβιάδη «αβρός ο όνυξ επεκάθητο τω δακτύλω» ή παρομοίαζα τις γάμπες του με του παγκρατιαστή Αγία από το Μουσείο των Δελφών.
Όμως τώρα είναι κάμνων ο παλιός μου έρως, και για έτη τίποτε δεν τον ώθησε να κινηθεί... όταν ένα τραγούδι ξεπήδησε αιφνιδίως μέσα από τον χρόνο, ένα τραγούδι με παράξενα ελληνικά αλλά ωστόσο ελληνικά, ζυμωμένα με την φυλή μας, με λέξεις λαμπερές και μερικές αρχαιοπρεπείς, που τις φυλούσαν οι άνθρωποι εκεί σαν ψήγματα χρυσού. Ήταν ένα τραγούδι σε γλώσσα Γκρίκο που το λέγαμε κι εμείς, ο ζωντανός έρως μου κι εγώ μαζί με τους ελληνόφωνους.
«Τι εν γλυτσέα τούση νύφτα τι εν ωρια...»
Πραγματικά γλυκιά ήταν αυτή η νύχτα, τι ωραία...
Πραγματικά γλυκιά ήταν αυτή η νύχτα, τι ωραία...
Μόνον που δεν είναι αυτή η νύχτα γλυκιά, αφού είναι άρρωστος ο κάμνων έρως μου. Τον θυμάμαι τότε, ζωηρό και συγκινημένο να αγκαλιάζεται με τον ελληνόφωνο Σαλβατόρε της Καλημέρας, όταν εκείνος τον προσφώνησε πνιγμένος στα δάκρυα, «αδελφέ μου». Τότε ο ζωοποιός έρως μου έγινε αδελφός του, κι εγώ συγκινημένη έβλεπα δυο ανθρώπους που τους χώριζαν αιώνες Ιστορίας να τους δένει σαν ομφάλιος λώρος μία ελληνική λέξη. Αδελφός, από το αθροιστικό α και το δελφύς που είναι η μήτρα, η κοιλιά. Από την ίδια κοιλιά, λοιπόν, από την ίδια θαυμασία ελληνική μήτρα.
«Εβώ πάντα σ' εσένα πενσέω
Γιατί σένα φσυχή μου γαπώ
Τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σένα βαστώ...»
Γιατί σένα φσυχή μου γαπώ
Τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σένα βαστώ...»
Τα λόγια του τραγουδιού που τώρα άκουγα, γερασμένη και κουρασμένη ομοίως, μου ξύπνησαν ένα όμορφο, ελληνικό κομμάτι του παρελθόντος μου. Ναι, τότε σκεφτόμουν τον δυνατό έρωτά μου, αυτόν αγαπούσα, όπου πήγαινα, όπου στεκόμουν, αυτόν βαστούσα στην καρδιά μου, μ' αυτόν ταξίδεψα σε μέρη όπου υπήρχε Ελλάδα, με αυτόν έκλαψα πάνω στα αρχαία μνημεία και τις μισογκρεμισμένες ορθόδοξες εκκλησιές, με αυτόν θα με ενώνει παντοτινά η Ελλάδα.
«Καληνύφτα σε φήνω τσαι πάω
πλάια σου τι βω πίρτα πρικό
τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σενα βαστώ...»
πλάια σου τι βω πίρτα πρικό
τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σενα βαστώ...»
Στις 28 Ιουλίου, η πόλη της Καλημέρας εόρταζε τον άγιό της. Φωτοβολίδες, φωταγωγημένοι δρόμοι, ευθυμία παντού, κι ο Σαλβατόρε σημείωνε στον κατάλογο των οικογενειαρχών της Καλημέρας την εθελοντική τους προσφορά. Τότε είδα τον πατριώτη έρωτά μου να πλησιάζει και να δίνει κι αυτός ένα ποσό. «Κι εσύ;» τον ρώτησαν οι γύρω μας απορημένοι, ενώ ο χαρίεις έρως μου απάντησε με την φράση που ήταν χαραγμένη στην στήλη της Καλημέρας: «Τσένος εν είμε ιβό ετού στη Καλημέρα». Δεν είμαι ξένος εγώ στην Καλημέρα.
Την επομένη φύγαμε κι ήμασταν λυπημένοι εγώ, ο έρως μου και οι φίλοι μας. Στο αυτοκίνητο του Σαλβατόρε «κανταλίσαμε» όλοι μαζί. Μόνον που εγώ πρότεινα στην θέση της λέξης Καληνύφτα να μπει η Καλημέρα, που ήταν και το όνομα της πόλης.
Καλημέρα σε αφήνω και φεύγω, φεύγω θλιμμένος, αλλά όπου βρεθώ και σταθώ, θα σε βαστώ πάντα στην καρδιά μου.
Το τραγούδι τελείωσε κι εγώ βουτηγμένη στα δάκρυα έφυγα από την αίθουσα. Έξω ήταν νύχτα, όχι καλή, έκανε κρύο και έβρεχε. Όμως η Καλημέρα, ακόμη κι αν δεν την ξαναδώ, είναι μέσα στην καρδιά μου, όπως και ο κάμνων έρως μου, που κατά την διάρκεια της ανάμνησής μου έτρεξε, περπάτησε, ακόμη και χόρεψε.
Τώρα ο κάμνων έρως μου μένει ακίνητος, κι εγώ είμαι αδύναμη να τον αναστήσω...