Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΛΑΔΙΑ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


Ἀμαρυλλίς

Φαίνεται πώς εἶναι ἕνα ἐπινοημένο πρόσωπο, πού πρῶτος χρησιμοποίησε ὁ Θεόκριτος καί κατόπιν ὁ μιμητής του Βιργίλιος στό ἔργο Βουκολικά.
Στό τρίτο εἰδύλλιο τοῦ Θεοκρίτου μέ τόν τιτλο «Κῶμος (Αἰπόλος ἤ Ἀμαρυλλίς)1 ἕνας αἰγοβοσκός τραγουδᾶ ἐρωτικά ἄσματα γιά τήν Ἀμαρυλλίδα, ἀφήνοντας τήν βοσκή τῶν αἰγῶν του στόν Τίτυρο. Τόν συμβουλεύει νά τραβήξει πρός τήν πηγή τῆς ρεματιᾶς προσέχοντας κυρίως τόν Λιβυκό τράγο μέ τούς μεγάλους ὄρχεις, μήπως καί τόν κουτουλήσει. Ὕστερα ἀρχίζει τό λυπημένο ἐρωτικό του τραγούδι προσφωνώντας τήν Ἀμαρυλλίδα χαρίεσσα. Ἐκείνη ὅμως δέν τόν καλεῖ πλέον στήν σπηλιά της. Μήπως καί δέν τόν ἐπιθυμεῖ πιά, γιατί τῆς φαίνεται πώς ἔχει φαρδειά μύτη καί πολλά γένεια; Αὐτό θά τόν ἔκανε νά κρεμασθεῖ. Ὕστερα, ὅπως ὁ Κύκλωψ στήν Γαλάτεια, τῆς τάζει εὔγευστα φαγώσιμα, δέκα μῆλα καί μεθαύριο ἄλλα δέκα. Ἡ Ἀμαρυλλίς παραμένει σκληρή καί δέν τοῦ ρίχνει οὔτε μιά ματιά, ἐνῶ ἐκεῖνος εὔχεται νά γίνει μέλισσα καί νά τρυπώσει στήν σπηλιά της. Ὁ αἰγοβοσκός τώρα κατάλαβε πώς ὁ ἔρως εἶναι ἕνας σκληρός θεός, λές καί θήλασε γάλα λέαινας καί ἀνατράφηκε ἀπό τήν μάνα του μές στούς δρυμούς. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν σιγοψήνει μέχρι τό κόκκαλο.
Ἔλα λοιπόν, μαυροφρύδα νύμφη, τῆς λέει, ἀγκάλιασέ με γιά νά σέ φιλήσω. Θά μέ ἀναγκάσεις νά κομματιάσω τό στεφάνι πού σοῦ ἔπλεξα ἀπό κισσό, κάλυκες ἀνθέων καί εὔοσμα σέλινα. Ὠιμέ μου τί θά ἀπογίνω ὁ δυστυχισμένος; Ἀκοῦς; Θά πετάξω τήν κάπα καί θά γκρεμισθῶ στήν θάλασσα, ἐκεῖ ὅπου ὁ ψαράς Ὄλπις παραμονεύει γιά μεγάλα ψάρια. Ἐκεῖ θά πεθάνω γιά νά χαρεῖς.
Ἀκόμη καί ἡ τηλέφιλος παπαρούνα ἀπάντησε πώς δέν τόν ἀγαπᾶ, ἀφοῦ ἔσκασε ἀπό τήν χούφτα του χωρίς πλατάγημα. Ἀκόμη καί ἡ κοσκινομάντισσα προφήτευσε πώς ὁ αἰγοβοσκὀς χανόταν γιά κάποια πού δέν τόν νοιαζόταν. Κι ὅμως αὐτός τῆς φύλαγε γιά νά τῆς προσφέρει μιά διδυμότοκη λευκή αἶγα. Ὕστερα πῆγε κοντά στό πεῦκο, ἀπό ὅπου ἐκείνη ἴσως θά τόν ἔβλεπε. Τῆς τραγούδησε τό περιστατικό τοῦ Ἱππομένους, ὁ ὁποῖος μέ τά μῆλα ξετρέλανε ἀπό ἔρωτα τήν Ἀταλάντη, γιά τόν περίφημο μάντη Μελάμποδα πού ὁδήγησε τό κοπάδι τῶν βοδιῶν ἀπό τή Ὄθρυν στήν Πύλο, γιά τήν χαριτωμένη μάνα τῆς σοφῆς Ἀλφεσιβοίας, πού κοιμήθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ Βίαντος, γιά τήν Κυθέρεια πού ξετρελάθηκε ἀπό τόν Ἄδωνιν τόν αἰγοβοσκό τόσο, ὥστε καί νεκρό τόν ἔβαλε στά στήθη της νά μήν τόν χάσει. Ἔτσι καί αὐτός ὁ αἰπόλος ἀπό τήν μιά ζήλευε τόν ἄκαμπτο ὕπνο τοῦ Ἐνδυμίωνος, κι ἀπό τήν ἄλλη ὅσα ὁ Ἰάσων ἐπέτυχε, πού ἐσεῖς δέν θά μάθετε, βέβηλοι.
Στό τέλος τῆς εἶπε πώς θά σταματήσει τό τραγούδι, θά ξαπλώσειἀκίνητος καταγῆς, μέχρι νά τόν φᾶνε οἱ λύκοι, γιά νά τῆς γίνει ὁ θάνατός τουγλυκό μέλι στόν λαιμό της.
Στό εἰδύλλιο IV μέ τόν ὑπότιτλο «Νομεῖς» (Βάττος καί Κορύδων) ὁ Θεόκριτος δέν ἔχει ὡς κυρία μορφή τήν Ἀμαρυλλίδα· αὐτή ἁπλῶς ἀναφέρεται. Τό εἰδύλλιο εἶναι ἔνας διάλογος μεταξύ δύο βοσκῶν, τοῦ φιλήσυχου Κορύδωνος καί τοῦ φιλόνεικου Βάττου. Ὁ Κορύδων στό μέσον τοῦ διαλόγου ἀναφέρει γιά τόν Αἴγωνα τόν πυγμάχο, πού ἔφαγε μόνος του ὀγδόντα πίτες, ἔβαλε τόν ταῦρο στόν ὦμο του καί τόν ἔφερε μπροστά στήν Ἀμαρυλλίδα. Οἱ γυναῖκες κραύγασαν καί ὁ βουκόλος γέλασε.
Τότε ὀ Βάττος εἶπε: «Ὤ χαριτωμένη μου Ἀμαρυλλίς δέν σέ ξεχνῶ κι ἄς πέθανες. Ὅση χαρά μοῦ δίνουν οἱ αἶγες μου, τόση θλίψη ὁ χαμός σου. Ἄχ τί μοῖρα σκληρή μοῦ ἔτυχε.»
Στἀ Ποιμενικά τοῦ Λόγγου3 «Δάφνις καί Χλόη» ὑπάρχει τό γνώριμο, βουκολικό σκηνικό μέ δάση, ρεματιές, νεραϊδοσπηλιές, θυσίες στόν Πᾶνα καί στόν Διόνυσο, ὅπου βρίσκονται ἀπό χωριστούς θετούς γονιούς, τά δὐο ἐγκαταλελειμένα παιδιά πλουσίων οἰκογενειῶν. Τά ὀνόματά πού τούς δίνονται εἶναι ἐπίσης ποιμενικά: ὁ Δἀφνις καί ἡ Χλόη. Ὅταν φθάνουν στήν ἥβη ἀλληλοέλκονται καί ἐρωτεύονται, δίχως νά ξέρουν πῶς νά ὀνοματίσουν αὐτό πού τούς συμβαίνει. Τότε ἐμφανίζεται ἔνας γέρος, ντυμένος μέ προβιές, ὑποδήματα ἀπό τομάρι καί κρατώντας στό ὦμο του ἕνα παμπάλαιο ταγάρι, τούς αὐτοστήνεται λέγοντας πώς ἦρθε νά τούς ἐξιστορήσει, ὅσα εἶδε καί ἄκουσε. Εἶναι ὁ βοϊδολάτης Φιλητᾶς, ὁ ὁποῖος τραγούδησε πολλές φορές γιά τίς Νεράιδες, ἔπαιξε φλογέρα γιά τόν Πάνα καί μόνον μέ τόν μουσικό σκοπό ὁδήγησε μεγάλα κοπάδια γιά βοσκή. Τούς εἶπε πώς ἔχει ἕνα περιβόλι, φτιαγμένο μέ τά χέρια του ἀπό τότε πού σταμάτησε τήν βοσκή. Τό περιβόλι ἔχει πανέμορφα δένδρα καί ἄνθη, καθώς καί πουλιά πού τραγουδοῦν. Τούς εἶπε ἀκόμη πώς σήμερα πού τό ἐπισκέφτηκε, εἶδε ἕνα ἀγόρι λευκό σάν τό γάλα καί ξανθό σάν τήν φωτιά, πού ἔτρεχε μέ εὐκινησία, ἄπιαστο καί παιχνιδιάρικο. Φοβούμενος ὀ Φιλητᾶς μήπως τοῦ σπάσει τίς ροδιές καί τίς μυρσίνες, τοῦ ὑποσχέθηκε πώς θά τοῦ δώσει ὁτιδήποτε θελήσει, ἄν δέν ἔτρεχε. Τό ἀγόρι ξεκαρδίστηκε καί ἀποκάλυψε στόν γέροντα πώς εἶναι πιό γέρος ἀπό τόν Κρόνο καί τούς αἰῶνες, κι ἄς φαίνεται παιδί. Κι ἐσένα, Φιλητᾶ σέ γνώρισα παλικάρι, τοῦ εἶπε, τότε πού ἔβοσκες στό βουνό ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπό βόδια, καί σοῦ παραστεκόμουν ὅταν ἔπαιζες τήν φλογέρα κοντά στίς βαλανιδιές, τότε πού ἀγαποῦσες τήν Ἀμαρυλλίδα. Ἐσύ δέν μέ ἔβλεπες κι ἄς στεκόμουν κοντά στήν κοπέλα. Ἐγώ τήν ἔκανα δική σου, κι ἔχεις τώρα παιδιά πού εἶναι καλοί βοϊδολάτες καί γεωργοί. «Καί σέ οἶδα νέμοντα πρωθήβην ἐν ἐκείνω τῶ ὄρει τό πλατύ βουκόλιον καί παρήμην σοι συρίττοντι πρός ταῖς φηγαῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας Ἀναρυλλίδος· ἀλλά με οὐχ ἐώρας καίτοι πλησίον μάλα τῆ κόρη παρεστῶτα. Σοί μέν οὖν ἐκείνην ἔδωκα· καί ἤδη σοι παῖδες, ἀγαθοί βουκόλοι καί γεωργοί.» ( Β, 5.3 )
Βεβαίως τό ξανθό ἀγόρι ἦταν ὁ ἔρως, τούς ἐξήγησε, κι ἀνέφερε τά συμπτώματά του.
Ἔτσι κι ἐγώ ὅταν ἤμουν νέος ἀγάπησα τήν Ἀμαρυλλίδα, καί δέν ἤθελα ὕπνο, φαγητό καί ποτό. Μόνον πονοῦσε ἡ ψυχή μου, παλλόταν ἡ καρδιά μου, ἀνατρίχιαζα, ξεφώνιζα λές καί μέ ἔδερναν, σιωποῦσα σάν νεκρός κι ἔπεφτα στά ποτάμια γιατί καιγόμουν. Καλοῦσα τόν Πάνα νά μέ βοηθήσει, γιατί κι αὐτός ἐρωτεύθηκε τήν Πεύκη, κι εὐχαριστοῦσα τήν ἠχώ πού ξαναφώναζε τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος· ἔσπαγα τίς φλογέρες πού ἔτερπαν τά βόδια, ἀλλά δέν μοῦ ἔφερναν τήν Ἀμαρυλλίδα. Κανένα βάλσαμο γιά τόν ἔρωτα. Τά μόνα γιατρικά εἶναι τό φιλί, τό ἀγκάλιασμα καί τό πλάγιασμα μέ γυμνά σώματα.
«Αὐτός μέν γάρ ἤμην νέος καί ἠράσθην Ἀμαρυλλίδος· καί οὔτε τροφῆς ἐμεμνήμην οὔτε ποτόν προσεφερόμην οὔτε ὕπνον ἡρούμην. Ἤλγουν τήν ψυχήν, τήν καρδίαν ἐπαλλόμην, τό δέ σῶμα ἐψυχόμην· ἐβόων ὡς παιόμενος, ἐσιώπων ὡς νεκρούμενος, εἰς ποταμούς ἐνέβαινον ὡς καιόμενος. Ἐκάλουν τόν Πᾶνα βοηθόν, ὡς καί αὐτόν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα· ἐπήνουν τήν Ἠχώ τό Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ'ἐμέ καλοῦσαν· κατέκλων τάς σύριγγας, ὅτι μοι τάς μέν βοῦς ἔθελγον, Ἀμαρυλλίδα δέ οὐκ ἦγον. Β,7,4-7).
Καί στό βιβλίο τοῦ Λόγγου ἡ Ἀμαρυλλίς εἶναι ἡ ποθητή ἀγαπημένη. Δυό φορές ἀναφέρεται ἀπό τόν Φιλητᾶ. Ἦταν ἡ ἀγαπημένη του καί ἡ σύζυγός του.
Κατά τά ἄλλα τό βιβλίο ἔχει αἴσιο τέλος. Οἱ νέοι παντρεύονται, γνωρίζουν τούς βιολογικούς τους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τούς πάρουν στήν πόλη. Ἐκεῖνοι ὅμως ξαναγυρίζουν στά δάση τους κι ὅταν ἀποκτοῦν παιδιά, ἔνα ἀγόρι καί ἔνα κορίτσι τούς δίνουν ποιμενικά ὀνόματα: εἶναι ὁ Φιλοποίμην καί ἠ Ἀγέλη.
Ὁ Βιργίλιος στά Βουκολικά του4 (ἐκλογή Α) ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος. Ὁ ὑπότιτλος τῆς πρώτης ἐκλογῆς εἶναι Τίτυρος (Μελίβοιος καί Τίτυρος.)
Ὁ Μελίβοιος ἀναχωρεῖ γιά τήν ἐξορία. Στό δρόμο βλέπει τόν συνάδελφό του ποιμένα Τίτυρο, ὁ ὁποῖος κάθεται κάτω ἀπό τήν σκιά μιᾶς ὀξιᾶς καί ἄδει μέ τόν λεπτό ποιμενικό του αὐλό ἕνα βουκολικό ἆσμα, πού ὑμνεῖ τήν ὡραία Ἀμαρυλλίδα. Ὁ Τίτυρος εἶναι εὐτυχής, διότι ὑπῆρξε δοῦλος καί ἀπελευθερώθηκε στήν Ρώμη. Άντιθέτως ὁ Μελίβοιος εἶναι δυστυχής, διότι χάνει τίς γαῖες του καί τόν πάτριο τόπο. Συναντώντας λοιπόν τόν Τίτυρο τοῦ λέγει: καί σύ Τίτυρε διδάσκεις τά δάση νά ἐπαναλαμβάνουν μέ τήν ἠχώ τους τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος.
Ἡ Ἁμαρυλλίς εἶναι ἀποῦσα· ἀπλῶς ἀναφέρεται. Ὁ Τίτυρος λέγει πώς συμβίωσε πρῶτα μέ τήν Γαλάτεια καί μετά μέ τήν Ἀμαρυλλίδα, κι ὁμολογεῖ πώς σπαταλώντας τίς οἰκονομίες του γιά τίς ἰδιοτροπίες τῆς Γαλάτειας, παρέμεινε δοῦλος μέχρι τό γῆρας του. Ὁ Μελίβοιος θέλει νά μάθει γιά τήν θλίψη τῆς Ἀμαρυλλίδος πού ἐκδηλώθηκε μέ ἐπικλήσεις στούς θεούς καί μέ τήν ἀμέλειά της νά συλλέξει τούς ὥριμους καρπούς τῶν δένδρων, καθώς καί νά διακοσμήσει τίς κρῆνες. Μία ἐξήγηση ὑπῆρχε αὐτῆς τῆς θλίψης: ἡ άπουσία τοῦ Τιτύρου στήν Ρώμη γιά ἀρκετές ἡμέρες. Ἡ ἀφοσίωση τῆς κοπέλας ἦταν μεγάλη, μολονότι ὁ Τίτυρος παρά τόν ἔρωτά της φεύγει, γιά νά ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του ὑποβάλλοντας τήν φίλη του σέ θλίψη καί μόχθους. Στό τέλος τῆς ἐκλογῆς ὁ Τίτυρος συναισθανόμενος τήν στεναχώρια τοῦ Μελίβοιου, τόν καλεῖ νά διανυκτερεύσει στήν οἰκία του, καί νά τοῦ προσφέρει ἔνα βουκολικό δεῖπνο.
Σέ ὅλα τά ἔργα διαπιστώνεται ἡ ἀπουσία τῆς Ἀμαρυλλίδος στό παρόν· ἡ ὕπαρξή της διαφαίνεται μόνον ἀπό τά αἰσθήματα καί τίς διηγήσεις τῶν ἄλλων.

Από την προδημοσίευση στο diastixo.gr 

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Οι νεκροί ζωντανεύουν με μελάνι - κριτική της Ελένης Σαραντίτη για τα Άλση της Περσεφόνης

 
 «Πάρε μας μαζί σου στον κόσμο των ζωντανών», εκλιπαρούσαν οι τέσσερις άνδρες που είχαν εμφανιστεί στ’ όνειρο της γυναίκας και της έγνεφαν από την απέναντι όχθη, από τον άλλο κόσμο, τον τρομερό, τρομεροί και οι ίδιοι με τα χωρίς χαρακτηριστικά πρόσωπά τους καλυμμένα με γύψο, πανόμοιοι με τους Τιτάνες όταν επιτέθηκαν στο παιδί-Διόνυσο. «Πάρε μας μαζί σου…», αλλά η νεαρή συγγραφέας που βρισκόταν στην ανάρρωση έπειτα από σοβαρότατη ασθένεια, ακόμη και στο όνειο αισθανόταν αδύναμη, η φωνή της δεν έβγαινε να τους ρωτήσει πως τάχα θα μπορούσε να τους αναστήσει, να τους επαναφέρει στο εκτυφλωτικό φως, στην πολυποίκιλη ζωή, κι εκείνοι, μαντεύοντας δισταγμούς και ανημπόρια, «Θα μας ζωντανέψεις με χοές» της υπέδειξαν. Και έτσι έγινε.

     Μόνο που οι χοές δεν είναι μέλι και γάλα και γλυκό κρασί, εκείνο που πρόσφερε σαν ξύπνησε, λουσμένη στον ιδρώτα της ταραχής, η γυναίκα –Δήμητρα τα βαφτιστικό της, το Περσεφόνη προσπάθησε κι επέβαλε- είναι το μελάνι. Καθαρό, παχύρευστο, στιλπνό, αξόδευτο, καινούργιο μα χρόνια στην υπηρεσία της, προέκταση της ψυχής της όταν το καθοδηγεί. Το μοναδικό, πολύτιμο και κατάδικό της όργανο, τη γραφίδα, που όχι μόνο δεν της εναντιώθηκε ποτέ, αλλά και δεν σταμάτησε να εκφράζει τη στόχασή της και να αθροίζει αναμονές και παραιτήσεις.

     Λοιπόν οι τέσσερις απρόσωποι άνδρες που βασανίζονταν στο έρεβος και την παγωνιά και την ικέτευαν για να αναφανούν, μεταμορφώθηκαν σε τέσσερις ιστορίες ή χρονικές εποχές ενός σύγχρονου και σύνθετου μυθιστορήματος, το οποίο, παρά τις αλλεπάλληλες συλλήψεις, επαναφορές και μεταθέσεις, τις φαινομενικά ανόμοιες θέσεις, διατηρεί ακέραιη την έννοιά του, πού είναι αυτή του ανθρώπου εμπρός στο χρόνο. Όπως ακριβώς η ανυπότακτη και μοναχική πορεία της ηρωίδας, γύρω από την οποία συνωθούνται πλήθος πρόσωπα, καθένα με τη δική του εσωτερική ή εξωτερική ζωή, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, τους ερωτικούς καημούς που δε σώνονται, τη σχέση του με το θείο και το υπερβατικό που συχνά δεν εξαντλείται κι ας θεωρείται τελειωμένη κάποτε εξαιτίας των ανεπαρκών αισθήσεών του ή της ασάλευτης μοναξιάς, όπως λ.χ. αυτής του Ιωάννη, ενός ασκητή των καιρών μας που ζητούσε απεγνωσμένα μια συνάντηση, έστω και στιγμιαία με τον Θεό και δεν την αξιώθηκε. Αντ’ αυτού αντάμωσε τον Πειρασμό, ο οποίος «τώρα θα σε ρωτήσω αυτό που σε ρωτούσα χρόνα τώρα και στα όνειρα. Γιατί έγινες μοναχός;». Θέλησε να μάθει, κι ο Ιωάννης: «Για να γίνω θεόπτης», απάντησε αλλά ο επισκέπτης του τον κάρφωσε με το εωσφορικό του βλέμμα αλαζονικά, καθώς διαβάζουμε σ’ ένα από τα τιτλοφορούμενα «Ανίερα Διηγήματα» τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα στις τέσσερις ιστορίες και είναι στ’ αλήθεια υποβλητικά.

   
Προσθήκη λεζάντας
Από τα έργα της Ελένης Λαδιά ετούτο είναι το πιο εύτρωτο, ανήσυχο και συγκινημένο: Η επίσκεψη μας στον τόπο καταγωγής της ηρωίδας, η γνωριμία με μερικά πρόσωπα από αυτά που με στοργή έθρεψε το διαυγές ελληνικό τοπίο, και με την ίδια στοργή πλην με παράπονο έπειτα τα ξεπροβόδισε στην ξενιτειά, η παράφορη σχέση της μικρής Δήμητρας με το δέντρο της αυλής τους, η ωραία φιλία της με τη γειτονοπούλα Μαρίτσα, ο έρωτάς της κατόπιν, η απόφασή της να ζήσει με τον μάλλον ολιγόκαρδο άνδρα που επέλεξε – κόντρα στη θέληση των γονιών της, η φθορά της σχέσης τους, η ακριβή αγάπη της παλιάς της φίλης με έναν ιερομόναχο, μια αγάπη που φλογιζόταν και ποτέ δεν καταλάγιασε, έρωτας ανέγγιχτος και γι αυτό τραγικός, το διαζύγιο κι η γέννηση ενός καινούργιου πολύ πικρού έρωτα, η υπομονή και η γλύκα της Σάμιας από την Αίγυπτο που σαν παγωμένο πουλί ζήτησε ν’ απαγγιάσει στη χώρα μας, κι άλλοι κι άλλα, ένα μωσαϊκό ανθρώπινο και μια πατρίδα που συνεχώς αλλάζει αγάπες, εκφρασμένα δε με γλώσσα ασυνήθιστη και εντελώς προσωπική η οποία – αναλόγως του περιεχομένου της ιστορίας – ποικίλλει: άλλοτε είναι μάλλον καθημερινή κι άλλοτε θυμίζει πατερικά κείμενα ή χρονικογράφους του Βυζαντίου, ανώνυμους κυρίως. Άλλωστε ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι συχνά διαφαίνεται μια αναγωγή τόσο σε προσωκρατικούς φιλοσόφους, όσο και αγιολογικές πηγές.

     Ωστόσο παρά τις τυχόν αναφορές ή και επιρροές, η συγγραφέας κατορθώνει και αξιοποιεί τις πηγές αυτές, τις παγιωμένες πεποιθήσεις της και τις πολυετείς σπουδές της, για να δώσει τελικώς, και χάρη κυρίως στη μυθοπλαστική της ικανότητα, ένα μυθιστόρημα που το διακρίνει η αυτοτέλεια, η πρωτοτυπία και ο φιλοσοφικός προσανατολισμός, δίνοντας τη δικής της θεώρηση και τοποθέτηση πάνω σε προαιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αξίζει να πούμε ότι παρά τη θλίψη και τα αδιέξοδα που περιζώνουν τους ήρωες, στα «Άλση της Περσεφόνης» υπάρχει ένα ισχυρό αίσθημα σεβασμού προς τη ζωή, μια αγάπη που τους χαρίζεται απλόχερα και τους φωτίζει.

     Και είναι ολοφάνερο ότι η Ελέη Λαδιά, δεν έδωσε ανάγνωσμα εύπεπτο, εύκολο, ευχάριστο, που να χαϊδεύει τον αναγνώστη – όπως δυστυχώς, συχνά συμβαίνει τον τελευταίο καιρό στη λογοτεχνία μας… Η συγγραφέας βασανίστηκε με έρωτες που ανθούν σε σκότη ψυχής και σε ερημίες, με μνήμες που σπαράσσουν, με παλαιές αμαρτίες που ζητούν άφεση δακρυσμένες, και με άλλες που δεν συγχωρέθηκαν. Και παιδεύτηκε με τη μορφή κειμένων της. Γι’ αυτό έχουμε τη βεβαιότητα ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα συγκλονισμού και δοκιμασιών: Των ηρώων αλλά και της συγγραφέως.  

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 17/9/1997

ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ

Η Τιτίνα Δανέλλη γράφει για τα Άλση της Περσεφόνης

     
Ο αναγνώστης που θα περιδιαβεί «Τα άλση της Περσεφόνης», θα νοιώσει ότι πέφτει «θύμα» μιας ακατανίκητης γοητείας. Πρόκειται για το νέο βιβλίο της Ελένης Λαδιά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε καλαίσθητη έκδοση. Είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με ορμητικό ποταμό. Έναν ποταμό κρυστάλλινο και διαυγή, που τα νερά του, καθαρά, γαλήνια, αλλά πολλές φορές και ταραγμένα, διασχίζουν τέσσερις κυκλικές «περιοχές». Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Δήμητρα ή Περσεφόνη, μετά από μια μεγάλη ασθένεια θυμάται και χωρίζει τη ζωή της σε τέσσερις εποχές. Ανακαλεί στη μνήμη της τα παιδικά της χρόνια, χωρίς να είναι σίγουρο αν τα νοσταλγεί. Με την απίστευτη δύναμη της παιδικής ανάμνησης, η ηρωίδα κάνει μια ανάκληση και αναπλάθει με τρόπο αποσπασματικό σημαντικές στιγμές. Στιγμές έντονες και καθοριστικές, που άλλοτε είναι μαγικές και άλλοτε την τρομάζουν, την πικραίνουν, τη μαγεύουν, την απογοητεύουν. Ο ψυχολογικός χρόνος καταργεί τον πραγματικό.
     Τα ορμητικά νερά του μυθιστορηματικού «ποταμού» παρασύρουν τον αναγνώστη στην «όχθη» της ψυχής κάθε «ήρωα» που συναντά στη ζωή της. Ο Πατέρας. Η Σύζυγος, ο Αγαπημένος και ο Φίλος την «επισκέπτονται» τη στιγμή που εκείνη αρχίζει κάπως να συνέρχεται από μια ασθένεια, τη στιγμή που μόλις της έχει δοθεί «αναστολή», που ακόμη βρίσκεται στα όρια της ζωής. Ο θάνατος χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πέρασε μέσα. Το ανέβαλλε. Εκείνη καλωσορίζει τους «επισκέπτες» με τη συναισθηματική ευγένεια που τη διακρίνει. Τα αναλύει, τα κατανοεί, τα αποδέχεται, τα απορρίπτει και όταν χρειαστεί, τα συγχωρεί. Και ολομόναχη, συνεχίζει να οδοιπορεί, χωρίς να απορεί. Θα πει: «Έστω πως έγιναν όλα, όπως δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουν διαφορετικά». 
Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά μας ξαφνιάζει. Δε μοιάζει με κανένα από τα προηγούμενα έργα της. Δε στοχεύει στη διάνοια του αναγνώστη, αλλά κατευθείαν στην καρδιά του. Και, ομολογουμένως πετυχαίνει το στόχο της, αφού πάρουν τα σκάγια και τη σκέψη του. Η πένα της Ε.Λ. γίνεται ένα προσεκτικό και αισθαντικό «νυστέρι», που εισχωρεί βαθιά, όσο πιο βαθιά γίνεται, στην ανθρώπινη ψυχή. Όχι για να ξύσει πληγές, κάθε άλλο. Εισχωρεί για να φέρει στην επιφάνεια τις ενδόμυχες επιθυμίες και τις κρυφές σκέψεις εκείνων που την περιέβαλλαν και με το «φως» της κατανόησης να τις θεραπεύσει. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που θα μαγέψει, θα συναρπάσει και θα ενθουσιάσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη (εκδόσεις «Αρμός»). 


Ριζοσπάστης 19/6/1997

Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ

Ο Αλέξης Ζήρας, γράφει για τα Άλση της Περσεφόνης

Το πάθος για το απόλυτο, ως κατάστασης οντολογικής, κατατρύχει τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων της Ελένης Λαδιά. Όπως και το «Χ ο λεοντόμορφος» (1986) ή στη «Θητεία» (1994), οι αφηγηματικοί χαρακτήρες στα Άλση της Περσεφόνης κατέχονται από μια δύναμη που σε σημαντικό βαθμό την αγνοούν, έως τη στιγμή που αυτή τους αποκαλύπτεται μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό, φωτίζοντας την αθέατη πλευρά τους – την πιο αυθεντική, ενδεχομένως. Ωστόσο, κι εδώ βρίσκεται ένα από τους λόγους που οι ιστορίες της γοητεύουν και μας υποβάλλουν, η διαδικασία αυτή δεν έχει να κάνει με την κατανόηση και την εκλογίκευση, οσοδήποτε και αν πρόκειται υποψιασμένα ως προς τα όρια και τις δυνατότητες του λόγου της ύπαρξης και του λόγου των πραγμάτων. Κινητήρια δύναμη για τη βούλησή τους να ξεπεράσουν τα όρια, όντας διαθέσιμα για την προσέγγιση του άλλου – προσώπου ή κατάστασης – είναι η αίσθηση του κόσμου και η αίσθηση των απλούστερων μορφών συναισθήματος που πάντοτε μέσα τους καθρεφτίζεται – συμβολικά ή αλληγορικά – το απεριόριστο. Τι νοσταλγούμε μέσα από την ερωτική ένταση και έκσταση; Μήπως το πάθος, με όλη τη σωματική και διανοητική του φθοροποιό ισχύ, είναι ο πιο ασφαλής δίαυλος για τη γνώση της ουσιώδους πλευράς μας;
     Συνήθως το μυθιστορηματικό σύμπαν της Λαδιά είναι θεμελιωμένο πάνω σ’ αυτές τις καίριες αμφιλογίες. Δεν υπάρχει τίποτε χωρίς το άλλο του. Ας πούμε, δεν υπάρχει ιστορία που συγκροτεί αυτό το σύμπαν και δεν λέγεται με δύο τουλάχιστον τρόπους: από τη μια πλευρά παρακολουθούμε ένα παιχνίδι ευτυχίας, δυστυχίας, χαράς και μελαγχολίας στο οποίο εμπλέκονται τα πρόσωπα ως στοιχεία ζωτικά ∙ από την άλλη, υπάρχει εξακολουθητικά και σ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης ένα επίπεδο στοχαστικής κατόπτευσης που χρησιμοποιεί ο αθέατος αφηγητής, εναλλακτικά ή συνδυαστικά, θυμίζοντας στον αναγνώστη ότι η χαριτωμένη όψη των πραγμάτων μπορεί κάλλιστα να είναι το άνοιγμα προς τη μυστηριώδη ουσία τους.
Με μια γραφή σχολαστική, ιδιαζόντως αναλυτική, που το παραμυθητικό στοιχείο τής δίνει εντούτοις μια δροσιά και συνάμα ένα νεύρο, το μυθιστόρημα Τα άλση της Περσεφόνης είναι ένα βιβλίο αναγωγής στις πηγές. Και μ’ αυτό εννοώ κυρίως ότι η αρχαιογνωσία του μας αποκαλύπτει τη διαχρονική ισχύ των μύθων, στο βαθμό που η ζωή – μυθιστορηματική ή όχι – επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, παρά τις παροδικές φαινομενικότητες, την ίδια διαδρομή: το «δρόμο προς την Ελευσίνα», όπως αναφέρεται προ το τέλος του. 

Περιοδικό Διαβάζω τεύχος 386 Ιούνιος 1998

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ