Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

"Το χρυσό έλασμα", κριτική της Χρυσούλας Αγκυναροπούλου για το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά "Οι Θεές"

          


                                                                                                     Κεῖσαι δὴ χρυσέαν ὑπό παστάδα τὰν Ἀφροδίτας,
                                                                                                               βότρυ, Διονύσου πληθόμενος σταγόνι,
                                                                                                      οὐδ΄ ἔτι τοι μάτηρ ἐρατόν περὶ κλῆμα βαλοῠσα
                                                                                                             φύσει ὑπέρ κρατός νεκτάρεον πέταλον[1]
                     
                                                                                                                     ΜΟΙΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
1. Νεκτάρεον πέταλον

   Στο πρόσφατο έργο της Ελένης Λαδιάς Οι Θεές[2] η συγκλονιστική πρώτη εικόνα του δημιουργού, ο οποίος ξαπλώνει στο χωράφι για να γεννήσει τη νεκρή μητέρα του, προαναγγέλλει και σηματοδοτεί όλες εκείνες τις αναμενόμενες μεταμοσχεύσεις που επιχειρεί ο νους προκειμένου να διαφυλάξει τον Έρωτα, στις μυστικές περιοχές που αιματώνονται επαρκώς από το πάθος και την ομορφιά. Ακόμη κι αν πλησιάζουν με σφοδρότητα «σαν αποδημητικά πουλιά, σκόρπιες και τεμαχισμένες», η συγγραφέας γνωρίζει, όπως και άλλες προκάτοχοι της, τον μηχανισμό του αισθήματος, σε σημείο να καταγράφει κάθε λεπτή του δόνηση, κάθε κλυδωνισμό, ενίοτε ακάλεστοι -αμφότεροι -στις επιταγές του τυχαίου.
   Σ΄αυτό το πλαίσιο, Οι Θεές, χωρίζονται σ’ ένα τρίπτυχο όπου οι μαρτυρίες, πολυπλάνητες, με τον τρόπο της Αράχνης, υφαίνουν την δική τους αφήγηση, προσυπογράφοντας την επωδό του τέλους. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η ιστορία μιας οικογένειας η οποία φεύγει από την επαρχία για να εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου τα μέλη της θα βιώσουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, η εσωτερική μετανάστευση, οι πόλεμοι και οι αλλαγές στην κυβέρνηση λειτουργούν ως καταπέλτες στην δυσοίωνη ζωή των ανθρώπων που συνοδεύουν την οικογένεια. Ακολουθεί, -το δεύτερο μέρος- η αφήγηση της ‘Ελλης, μετά τον θάνατο της μητέρας της. Εδώ παρακολουθούμε την συγγραφέα να τεντώνει τα νήματα προς δύο κατευθύνσεις, σαν να κλίνει το μάτι στον ανελέητο βασιλιά. Συνεπώς, εκτινάσσει τον βίο της μητέρας της στον ουρανό. Φέρει τους κρότους του στέρνου, την παλινδρόμηση των αναμνήσεων, το βλέμμα του αποχαιρετισμού.
   Στο τρίτο μέρος τα μυθολογικά στοιχεία καθώς και οι πολυποίκιλες αναφορές στην Αρχαιότητα εδραιώνουν ακόμη περισσότερο την αφηγηματικότητα. ‘Εθιμα, παραμύθια, δοξασίες, συνθέτουν την κεντρική άρια της ιστορίας. Όπως ακριβώς το φωνάζει η Τσβετάγιεβα: «για μένα εκεί ψηλά τα πάντα διηγούνται»[3], με φως και μ’ άβυσσο.

2. Τα κτερίσματα

   Τόσο η πλοκή -σε διαρκές κρεσέντο- όσο και ο εξαίσιος, λυγμικός σχεδόν, χρόνος του βιβλίου, ορίζουν εξαρχής τις συντεταγμένες του εγχειρήματος. Περσεφόνη-Άδης-Δήμητρα, Αρετή-Θάνατος-‘Ελλη, Βλέμμα-Μυθιστόρημα-Αποχωρισμός. Η Ελένη Λαδιά, σμιλεύει με την γνωστή της ιδιοτυπία, την μορφή που επιθυμεί να δώσει στο έργο της. Είναι ταυτόχρονα η αισχυλική κόρη με τις χοές επάνω στο μνήμα του αγαπημένου προσώπου, η Αρετή στο Τραγούδι του νεκρού αδελφού, ο αιώνιος γράφων που μπήγει την πένα του στον πάπυρο της απώλειας, αναποδογυρίζοντας με σφοδρότητα το ακριβό του περιεχόμενο. Ένα το κτέρισμα-κρατούμενο.
   «Το έλεγαν οι Μπάμπες». Αυτή η αριστοτεχνική ιδέα (και πραγμάτωση), εντός του μυθιστορήματος, αποτελεί την ύψιστη προσφορά προς το θείο. Γι’ αυτό και η αξία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι αλλάζει πλευρικά τη θέση οπτικής γωνίας από το γεγονός. Η κατά T.S. Eliot[4] παράδοση, ενσκήπτει δικαίως στις προτάσεις της Ε. Λαδιά. Στην ζυγαριά του συγγραφικού της έργου, μία ακριβής αντιπαραβολή εξισώνει τον θάνατο με το κάλλος, τον νάρκισσο με την επάνοδο στον Πάνω Κόσμο, τον σπαραγμό με τον θρίαμβο της αγάπης. Ακολουθώντας τα ίχνη του Σιμωνίδη του Κείου
                                                Τὶς ἂδε; -Βάκχα.- Τὶς δὲ νυν ξέσε; -Σκόπας
                                               -Τὶς δ’ ἐξέμηνε, Βάκχος ἢ Σκόπας; - Σκόπας[5]
εναποθέτει στην κλίνη της Αρετής το χρυσό έλασμα του τίτλου από το άρτι εκδοθέν σύγγραμμα, ως αντίτιμο στον ψυχοπομπό των λέξεων.

3. «Ας την δούνε κοιμισμένη»

   Και φτάνει η ώρα της ανταλλαγής των «ομήρων». Στο κάλεσμα του θεού, η συγγραφέας σπεύδει στα σύνορα του λόγου. Εκεί, αν και θα ήθελε να φορέσει το γοργώνειο και να τον πετρώσει, κρατά από το χέρι τη νεκρή μητέρα της με την μεγαλοπρέπεια του κληροδόχου. Το ανεπιθύμητο κόψιμο του νάρκισσου[6] καθιστά την Περσεφόνη Δήμητρα. Η ηχώ του βότσαλου στην επιφάνεια των συναισθημάτων επιδεικνύει τους κύκλους της. Στο εξής, στον Πάνω Κόσμο, διαμένει η Δήμητρα με το όνειρο, η συγγραφέας με τους αναγνώστες, ενώ στον Κάτω Κόσμο η Περσεφόνη κοιμάται με την ηδεία ανάμνηση της Δήμητρας, η ομορφιά με την αναμονή της νέας συνάντησης. Πού θ’ ανταμώσουν Οι Θεές;  
    Η Ελένη Λαδιά, στα όρια μιας αναπάντεχης κρυπτικότητας, εγείρει ένα εκπληκτικό μνημείο λόγου. Maestius lacrimis Simonideis[7], γράφει ο Κάτουλλος. Ο Λόγος, αν και φαινομενικά αδύναμος ενώπιον του ‘Αδη, σκουπίζοντας τα δάκρυα του αποχωρισμού από τις παρειές, ανταποδίδει το χτύπημα στον Θάνατο. Η πρόποση της Μαρώς «στις Θεές» μας μεταφέρει πάνω από το ποτήρι της Ε. Λ. Έχοντας πιει απ’ την ψυχή της, την ακούμε να ψιθυρίζει λόγια ακατάληπτα, χάδια που μόλις αγγίζουν τα λευκά μαλλιά της Αρετής, εικόνες που λάμνουν εν τη Αχερουσία των ονείρων της. Παρενοχλώνοντας συνεχώς τον σύζυγο της Περσεφόνης, υπό μορφή άτακτου ‘Ερωτα: με το ‘Αρρητο.

Χ. Α.
Περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχος 30, Σεπτέμβριος 2015, σσ. 506-507




[1]      Βρίσκεσαι κάτω από τούτη τη χρυσή στοά
   της Αφροδίτης, σταφύλι γεμάτο απ’ του Διονύσου τον χυμό
            η μάνα σου δεν θα σε αγκαλιάζει πια
   με τις λατρευτές κληματόβεργές της, ούτε θ’ απλώνει
      πάνω απ’ το κεφάλι σου το γλυκό σαν νέκταρ φύλλο.
   Ανθολογία Ελληνική, τρίτος τόμος, Βιβλίον ς΄: Αναθηματικά επιγράμματα, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2003, σ. 165.

[2]    Ελένη Λαδιά, Οι Θεές, εκδ. Εστία, Αθήνα 2015.

[3]    Γιώργος Κοροπούλης, Αισθηματικές ιστορίες, Μαρίνα Τσβετάγιεβα: Το Ποίημα του Βουνού και άλλα ποιήματα, μεταγραφή Άννα Μπακάλη, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2004, σ. 11.
[4] [Κανένας ποιητής, κανένας καλλιτέχνης οποιασδήποτε τέχνης, δεν κατέχει το ολοκληρωτικό νόημα μόνος του. Η σημασία του, η εκτίμησή του είναι η εκτίμηση της σχέσης του με τους νεκρούς ποιητές και καλλιτέχνες. Δεν μπορείς να τον αξιοποιήσεις μόνο του, πρέπει να τον εντάξεις, αντιθετικά και συγκριτικά, μεταξύ του θανάτου], T. S. Eliot, «Tradition and the Individual Talent», Frank Kermode, ed. T. S. Eliot, Selected Poems, Orlando, Florida, Harcourt Brace Jovanovici, 1975, p. 38, first published in the Egoist, September and December, 1919.

[5]  - Ποια είναι αυτή; Η Βάκχη. Ποιος τη σκάλισε;
      - Ο Σκόπας.
      - Η μανία της μορφής της είναι του Bάκχου ή του Σκόπα;
      - Του Σκόπα.
Στο βιβλίο Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί, μτφρ. Κώστας Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1997, σ. 63.

[6]   Ομηρικοί Ύμνοι, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Δ. Π. Παπαδίτσας, Ελένη Λαδιά, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 4η έκδοση, Αθήνα 2006, σ. 13.

[7]  (πιο θλιμμένα κι απ’ τα δάκρυα του Σιμωνίδη) Κάτουλλου 26 ποιήματα, μτφρ. Νίκος Σπάνιας, εκδ. Νικολαΐδη, Θεσσσαλονίκη 1974, σ. 24.