Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Αδημοσίευτο κείμενο του Ηλία Κεφάλα για τα Άλση της Περσεφόνης της Ελένης Λαδιά


Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας 

**** **** ****

Τὰ ἄλση τῆς Περσεφόνης»
(ἤ ἡ κάθοδος τοῦ συγγραφέα
στὰ πρωτεϊκὰ ἀρχέτυπα τῶν μύθων)


      Κάθε φορὰ ποὺ πληροφοροῦμαι τὴν ἔκδοση ἑνὸς καινούριου ἔργου τῆς Ἐλένης Λαδιᾶ, πρὶν ἀκόμα τὸ διαβάσω, ἔρχεται στὸν νοῦ μου ἡ ἔννοια τοῦ ὀρφικοῦ λόγου. Μὲ τὸν ἐπιθετικὸ αὐτὸν προσδιορισμὸ εἶχα χαρακτηρίσει τὴν ἀφηγηματικὴ τεχνική της, ὅταν παρουσίασα κριτικὰ τὴ συλλογὴ διηγημάτων της "Ὡρογραφία" στὸ περιοδικὸ "Διαβάζω". Καὶ τώρα, ποὺ τὰ "Ἄλση τῆς Περσεφόνης" ἦρθαν στὰ χέρια μου, ἡ ἔννοια τοῦ ὀρφικοῦ λόγου ἐπανῆλθε συνειρμικὰ στὸ μυαλό μου γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ στὴ συνέχεια μὲ τὴν ἐνδελεχή ἀνάγνωση.
            Τι ἐννοῶ, ὅμως, ὅταν καθορίζω ὡς ὀρφικό τόν τρόπο ἀνάπτυξης τῶν πεζογραφημάτων τῆς Ἑλένης Λαδιᾶ; Ὡς ὀρφικό, λοιπόν, ὁρίζω τόν λόγο πού στηρίζεται στό ἐπαναληπτικό πισωγύρισμα, στή σκοτεινή κάθοδο πρός τίς ἀπαρχές τῶν μύθων καί τῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Ὀρφική προσέγγιση τοῦ θεματικοῦ πυρήνα ἑνός βιβλίου εἶναι ἡ κάτω ἀπό τίς Πρωτεϊκές ἐπικαλύψεις ἀναζήτηση τοῦ ἀρχετυπικοῦ λόγου, ἐκεῖ ὅπου μακρινή καί ἀλώβητη παραμένει καί περιμένει ἡ ἀλήθεια τῆς κάθε αἰτίας.
            Ἀπό τό σταθερό καί ὁριακό αὐτό σημεῖο, τό σημεῖο μηδέν, ἀντλεῖται ἡ δύναμη τῶν πεπρωμένων καί ξετυλίγεται τό νῆμα πρός τόν λαβύρινθο τοῦ μέλλοντος. Στά "Ἄλση τῆς Περσεφόνης" συναντᾶμε ἀπό τίς πρῶτες σελίδες τήν ἐπισήμανση τῆς ὀρφικῆς καθόδου. Ἡ μαύρη σπηλιά, πού σημαδεύει τήν παιδική ἡλικία μέ τίς τρομώδεις φαντασιώσεις, μᾶς μαγνητίζει μέσα ἀπό τά ἀνεξερεύνητα βάθη της. Ἡ ἡρωίδα τοῦ βιβλίου, ἡ Δήμητρα, ἀλλάζει τό ὄνομά της σέ Περσεφόνη, ἀντιστρέφοντας ταυτοχρόνως καί τήν ἐσωτερική της ταυτότητα. Ἔτσι, ὅμως, παραπαίει μέσα σ' ἕνα διπολικό σύστημα ἀναφορᾶς, ὅπου τό ἰσοδύναμο τοῦ σκοτεινοῦ ἄλλου ἀντικατοπτρίζει καί στηρίζει τίς ἰδιότητες τοῦ ταυτοῦ, οἱ ὁποῖες, φυσικά, δέν ἀναγνωρίζονται καί δέν ξεχωρίζονται ὅλες τίς φορές μέσα στο Ἐγώ.
            Τό "ἐγώ" καί τό "ἄλλο" συμπυκνώνονται μέσα σ' ἕνα ἐκτοπλασματικό "ταυτό" μέ θολές καί ἀξεδιάλυτες μνῆμες, ἀλλά, κάποιες φορές, ἔχουν τή δυνα-τότητα τοῦ διαχωρισμοῦ τους, γιά νά μπορεῖ τό ἕνα νά διαβάζει τό ἄλλο καί νά ἀναγνωρίζει τήν προέλευσή του.
            Ὅλα αὐτά ἀναπτύσσονται μέσα στό βιβλίο μέ μιά Πυθιακή καί δίβουλη γλώσσα, γιατί τό ἴδιο δίβουλη καί διπλή εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ζωή, αὐτή δηλαδή πού φαίνεται ἐξωτερικά καί αὐτή πού μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ἀνέλιξη τοῦ ἐσώτερου ἑαυτοῦ μας.
            Γιά νά ἐπιτύχουμε, ὅμως, τόν μυστικιστικό αὐτόν διαχωρισμό, θά πρέπει νά γυρίσουμε πίσω στό μαῦρο σύνορο, στό μακρινό λίκνο τῶν Ἡσιόδειων μουσῶν, ἐκεῖ ὅπου μέ θεϊκή μαστοριά ἐμβολιάζεται ἡ ἀλήθεια μέ τό ψέμα. Κυρίως θά πρέπει νά ἐνεργοῦμε μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε νά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὡριμότητά μας. Νά ἀδιαφοροῦμε, δηλαδή, γιά ὅλα, ὅταν ὁ καιρός δέν εἶναι ὁ κατάλληλος, γιά νά τά νιώσουμε ὁλοσχερῶς ὅταν ἐπέλθει ἡ σωστὴ ὥρα. Νά ἔχουμε τήν ὑπομονή νά ἀναμένουμε καί νά ἐμμένουμε μόνο στά σωματικά σημάδια πού προμηνύουν τό μέλλον, γιατί ἐκεῖ θά ἐγκατασταθοῦν οἱ ἀγκυρώσεις τῆς μνήμης, ἐκεῖ θά λαξευτοῦν τά μυστικά σκαλιά γιά τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
            Τά "Ἄλση τῆς Περσεφόνης" εἶναι ἕνα ἐπάλληλο, τετραπλό βιβλίο. Στή σπονδυλωτή ἀνάπτυξη τῶν τεσσάρων ἱστοριῶν του, οἱ ὁποῖες στό τέλος συγχωνεύονται καί ταυτίζονται σέ μία, νιώθουμε τήν προσπάθεια τῆς συγγραφέως νά συναρμολογήσει τό σωματικό καί θυμικό της πρόσωπο, νά συνθέσει τόν ἱστό τῆς ζωῆς της, ὁ ὁποῖος, συνυφασμένος στήν ἀρχή μέ τά συμβατικά γεγονότα τῆς καθημερινότητας, διαρρηγνύεται, στή συνέχεια, σέ ἀπροσδόκητα σημεῖα ἀπό μιά σειρά ἀφανέρωτων ἐσωτερικῶν ἐκρήξεων.
            Τά πρόσωπα πού παρελαύνουν στίς τέσσερις ἱστορίες συνθέτουν παρα-πληρωματικά τήν ἐνιαία πρισματική φυσιογνωμία τῆς κεντρικῆς ἡρωίδας, καθώς τή φωτίζουν ἀπό κάθε πλευρά. Ὅλα μιλοῦν μέ τόν εἰδικό τρόπο πού χρειάζεται στή δεδομένη στιγμή, ὄχι μόνο γιά νά φαίνεται φυσική ἡ παράθεση τῶν συμβαινομένων, ἀλλά καί γιά νά ἀναλύεται καταδεικτικά καί νά αἰτιολογεῖται τό συναισθηματικό βάρος στήν  ὑπαρξιακή βάση τῆς προβληματικῆς τους.
            Οἱ ὁμόλογοι πόλοι, πού κατευθύνουν τήν πυρετώδη συλλογιστική τῆς Ἑλένης Λαδιᾶ πρός τήν ἐσωτερική της ὁλοκλήρωση, πρός τή συγκρότηση δηλαδή ἑνός ἀκεραίου προσώπου, εἶναι ὁ ἔρωτας, ὡς κατάφαση τῆς ζωῆς, καί ὁ θάνατος, ὡς ἡ ὁλοσχερής της ἄρνηση. Οἱ δύο αὐτοί πόλοι ἐκλαμβάνονται πολλές φορές στίς πιό ἀκραῖες τους ἐκδοχές, προκειμένου νά ἀναδυθεῖ τό τραγικό βάθος τῆς συνύπαρξής τους. Γιατί, ὅμως, ὁ ἔρωτας καί ὁ θάνατος νά συνιστοῦν ὁμόλογα στοιχεῖα τῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ  ἐκ διαμέτρου ἀντιθετικότητά τους, πού φτάνει στήν παντελή ἀκύρωση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλον, δέν ἐπιδέχεται καμία ἄμβλυνση; Μα, γιά τόν ἁπλό λόγο, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅλοι μας, πού ἡ μία πλευρά προβάλλεται ὡς τό σκοτεινό ἰσοδύναμο τῆς ἄλλης, ὅπως, μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στή δυσπιστία καί τό παράλογο στήν πίστη.
            Ἡ Ἑλένη Λαδιᾶ ἰσορροπεῖ πάνω στίς ἀκρωτηριασμένες ἐμπειρίες τόσο τοῦ ἔρωτα, ὅσο καί τοῦ θανάτου, σ' αὐτά τά ἐπώδυνα μεταίχμια τῶν κόσμων, ὅπου ὁ ἕνας σέ ἀποδιώχνει καί ὁ ἄλλος δέν σέ ἀποδέχεται, στήν τρομώδη βίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί τό προσωπεῖο.
            Ἔτσι αὐτά τά ἀκρωτηριασμένα βιώματα ὁδηγοῦν σέ μιά διαρκή θλίψη, σέ μιά μοναξιασμένη ἀπελπισία, οἱ δέ ἐπενεργούμενες φαντασιώσεις, πού εἶναι μηχανισμοί ἀποφυγῆς τῶν φόβων, σέ φέρνουν, μέσα ἀπό τά ὀνειρικά τους ξεχειλίσματα, ὅλο καί πιό συχνά, στά ὁμιχλιασμένα ἄλση τῆς Περσεφόνης. Αὐτό τό μυθικό γεωγραφικό στίγμα τῆς Ὀδύσσειας, ἡ ἀκτή μέ τίς ψηλές λεῦκες καί τίς κοντοῦλες ἰτιές, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τό μουχλιασμένο ἀνάκτορο τοῦ Ἅδη καί πραγματοποιεῖται ἡ ἑξάμηνη παραμονή τῆς Περσεφόνης, ἔρχεται καί παρέρχεται μέσα στό μυθιστόρημα αὐτό, τόσο σάν μιά προκαταβολική ἐμπειρία τοῦ θανάτου, ὅσο καί σάν ἀνεξιχνίαστη μνήμη ἀπό ἐπαναλαμβανόμενες καθόδους.
            Γι' αὐτό καί ἡ ἀναπλασμένη πραγματικότητα διαθλᾶται συχνά. Ἀνοίγονται παράθυρα, ἀπό τά ὁποῖα εἰσέρχονται τά πρότερα καί τά πιθανά μιᾶς ἄλλης, παράπλευρης διαδρομῆς, ἐνῶ, παράλληλα, ἐμφανίζονται οἱ χρυσοί δρόμοι, πάνω στούς ὁποίους πορεύονται οἱ ἐπικαλούμενοι νεκροί. Οἱ ζωντανοί, μυημένοι σ'  αὐτόν τόν πόνο τῆς μεταφυσικῆς ἐπαφῆς, καταξιώνονται σέ ἀνατάσεις ὑψηλές, μακριά ἀπό τόν λαβύρινθο τῶν χθαμαλῶν ἐπιγείων.
            Κάθε φυσική ἤ ἀφύσικη φαινομενολογία, ὅμως, ἔχει καί τό κόστος της γιά ὅποιον τήν ὑφίσταται. Γιατί δέν ὑπάρχει μόνο ἡ κεντρική ἀνησυχία, πού προκαλεῖται στήν ψυχή, ἀλλά καί τά ἐπακόλουθα ἐρωτήματα, κυρίως οἱ δευτερεύουσες ἐρωτηματικές παραφυάδες, πού πολλαπλασιάζουν τήν ἀγωνία, ἀποσχιζόμενες πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.
            Ἡ Ἑλένη Λαδιᾶ γιά νά ξορκίσει τό κακό, γιά νά γλυκάνει τούς ψυχαλγεῖς ἀνέμους τῆς μνήμης καί νά ἐξασφαλίσει τήν προστασία τῶν φίλιων πνευμάτων, καταφεύγει στίς χοές. Χοές, ὅμως, μέ μελάνη. Μέ τό μοναδικό καί τελεσφόρο ὅπλο τοῦ συγγραφέα.
            Καθηλώνει τούς φόβους καί τίς ἀπελπισίες, τή μοναξιά καί τήν ἐλπίδα στό ὑπήνεμο χαρτί. Μετατρέπει τή ζωή της σέ ἕνα θεωρητικό πρόβλημα, περιβεβλημένο μέ τή μυστική μαγγανεία τῶν μαθηματικῶν. Τά σύμβολα παίρνουν διαστάσεις πού εἰσχωροῦν μέσα στό ἀόρατο. Καμία γνώση καί καμία ἐμπειρία δέν εἶναι σέ θέση νά ὑποδείξουν μιά ἐμφανή ἀρχή γιά τή λύση τοῦ προβλήματος. Ἡ μέθοδος ὅμως ἐξευρίσκεται μέ τήν ἀποδοχή καί χρήση τῆς ἀρχαίας γεωμετρικῆς λέξης "ἔστω". Καί τό βιβλίο ἀρχίζει νά συνθέτεται μέσα ἀπό τήν ἀνάλυση ἑνός ὁλόκληρου κόσμου παραμορφωτικῆς σημασίας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τήν ἀνεπούλωτη πραγματικότητα.
            Σαφής εἶνια ἡ ἐπιλογή τῶν ἀρχαιοπρπῶν ὀνομάτων μέ τά ὁποῖα βαπτίζει τά πρόσωπα τοῦ μυθιστορήματος: Δήμητρα, Περσεφόνη, Παυσανίας, Ἀντιγόνη, Ἀριστείδης, Φίλιππος κλπ. Τό κουβάρι ξετυλίγεται καί ἡ πρόθεση νά ὁδηγηθεῖ ὁ μύθος πολύ μακρύτερα ἀπό τά στατικά γεγονότα στέφεται πάντα μέ ἐπιτυχία.  Οἱ ἀδρές περιγραφές τῶν διαφορετικῶν τρόπων ζωής καί ἔκφρασης τῶν ἡρώων τροφοδοτοῦν σκέψεις πού τείνουν νά γίνουν ἀποδεκτά συστήματα ζωῆς, ἀλλά ἐν τέλει ναυαγοῦν ἐν τῆ γενέσει τους, ἀφοῦ ἡ ἀναιρετική φιλοσοφία καί ἡ διάχυτη ἐντροπία τῆς συμπαντικῆς σκέψης εἶναι παντοῦ παροῦσες.
            Ὡστόσο ὑπάρχει ἡ κατανόηση τῶν ἀντιθετικῶν πραγμάτων τοῦ βίου, ἡ ὁποία ἠρεμεῖ ὅλες τίς καταστάσεις, προβάλλοντας τήν ἀβίαστη ἐκδοχή πώς ὅλοι εἴμαστε ἕρμαια τρομερῶν ψυχολογικῶν λαθῶν καί κρίσεων. Ἀναφαίνεται ἔτσι ἡ πεποίθηση ὅτι τίποτε τό μοναδικό καί ἀναντικατάστατο ὑπάρχει, οὔτε ὑπέρτατα πρόσωπα, οὔτε ἀσφαλεῖς ἰδέες γιά νά στηριχτοῦμε πάνω τους. Ὑπάρχουν μόνο αἰσθήματα καί ὅσο αὐτά ἀνθίζουν κάι καρποφοροῦν, τόσο γίνονται τό σημεῖο στήριξης καί τῆς ἐν γένει ἀναφορᾶς μας.
            Ἡ ζωή ὑπεισέρχεται σέ μιά ἀργόσυρτη καί ἐπαναληπτική μαθητεία μόνωσης μέσα στήν ὁποία προβάλλεται τό ἄλαστον (ἀλησμόνητον) πένθος τῆς ὕπαρξης. Στό "γιατί" τοῦ πένθους οἱ ἀπαντήσεις ἐπικεντρώνονται πάνω στό ἀτέρμονο τῆς γέννησης τῶν ἐρωτημάτων καί μάλιστα ἀναπάντητων καί στή μή εὐόδωση τῶν κρυφῶν ἐπιθυμιῶν, πού συνήθως δέν γίνονται ποτέ ἀντιληπτές. Ἐπακόλουθο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι τό διαπότισμα τῆς ὕπαρξης ἀπό μιά ἀνεξήγητη μελαγχολία καί μιά ἀπροσδιόριστη νοσταλγία γιά τό ἄγνωστο ἤ τό πουθενά. Ὁ τυχόν καρπός τῆς μόνωσης ἐνέχει πάντα τόν κίνδυνο τῆς νοσηρότητας καί παραμένει κρυφός. Κι ὁ συγγραφέας φανερώνει μέ πάθος καί δημιουργική πνοή τίς ἐμμονές του πάνω στό ἀπραγματοποίητο, γιά νά βρεῖ στό τέλος τό ἐξισορροπητικό του ἀντιστάθμισμα.
            Τά πράγματα ὠθοῦνται συχνά στήν ἔννοια τῆς κυκλικῆς ἐπαναφορᾶς, τῆς ἀέναης, δηλαδή, καί ἀπαράλλακτης ἐπανάληψης. Πρόκειται γιά τό ἀδιέξοδο τῆς καθημερινότητας, τό ὁποῖο ἐπέρχεται ὅταν οἱ προσωπικές μας ἐπι-λογές καί οἱ θεσμικές καταστάσεις δέν μᾶς ὁδηγοῦν σέ καμιά ἐπιθυμητή λύση. Ἡ Ἑλένη Λαδιᾶ, γνώστης τῶν ἀρχαίων πληροφοριῶν, ἀναζητάει γιά τούς ἥρωές της τήν ὀρφική μεταφυσική ὑπέρβαση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μόνο "πετώντας φεύγει κανείς ἔξω ἀπ' τήν κυκλική τροχιά".
            Αὐτό, ὅμως, μπορεῖ νά σημαίνει ὑπέρβαση τῆς φύσης, σπάσιμο τοῦ γενετικοῦ κώδικα, μιά γενική ἴσως ἀπελευθέρωση τῆς ἐντροπίας. Ὑποθέσεις, ἀμφιβολίες, ἀγωνίες, μονομέρειες καί, ὕστερα, τά δειλά πιστεύω πρός κατευθύνσεις πού περνοῦν μέσα ἀπό τά ὑπόγεια τοῦ σώματος. Ἡ συγγραφέας μέσα σ' αὐτό τό ἐξαίσιο αὐτοβιογραφικό καί αὐτοψυχαναλυτικό μυθιστόρημά της ἀφήνει νά φανοῦν οἱ ἀκίδες τῆς προβληματικῆς της, πού τόσο εὔστοχα τήν πληγώνουν. Φιλοσοφική σκέψη, πραγματολογικές τεκμηριώσεις, στοχασμοί πού ἐντάσσονται στήν ποιητική ἐνατένιση καί τόν ὁραματισμό, νύξεις κοινωνιολογίας, ἀλλά κυρίως κοσμολογίας καί θεολογίας, δημιουργοῦν τό σταθερό ὑπόστρωμα τοῦ βιβλίου, κάτω ἀπό μιά ἀνάλαφρη ἀφηγηματική ροή.
            Δραματικός εἶναι ὁ ἔν γένει χαρακτήρας τοῦ βιβλίου. Ἡ γνώση τῆς ἐφημερότητας καί τῶν πεπερασμένων δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου ἀποδίδεται ἐπιμελῶς. Ἡ γνώση αὐτή πρέπει νά γίνει συνείδηση στούς ἥρωες τοῦ βιβλίου, γιά τήν ἀποφυγή τῶν καθημερινῶν νευρώσεων. Οἱ ἀγκιλώσεις τῶν νεύρων καταπιέζουν μ' ἕναν τρόπο πού προκαλοῦν συχνά τό ἀπαρηγόρητο καί τό ἀνικανοποίητο, γι' αὐτό, κατά τήν Ἑλένη Λαδιᾶ, εὐτυχής εἶναι ἐκεῖνος πού δέν βαρύνεται ἀπό καθοριστικές ἀμφιβολίες.
            Τά "Ἄλση τῆς Περσεφόνης", αὐτό τό θαυμαστό σύστημα αὐτοαναφορᾶς τῆς Ἑλένης Λαδιᾶ, ἀνατέμνει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις πού ἐπιφορτίζονται μέ σωρεία δεσμεύσεων, ἀναζητάει λύσεις ἀπεμπλοκῆς ἀπό τίς δεσμεύσεις αὐτές, σταματώντας μπροστά στήν πιό μεγάλη δέσμευση, τόν θάνατο. Ἡ γραφή της ξεδιπλώνεται ἀντιστικτική πρός τίς καθιερωμένες συμβάσεις τοῦ βίου, ἀλλά καί ἀνατρεπτική πρός ἀναρίθμητες ἄλλες πεποιθήσεις καί ἀξιώματα φιλοσοφίας. Παρακολουθοῦμε εὐκρινῶς τή σκέψη τῆς Δήμητρας, δίπλα ἀπό τή σκέψη τῆς Περσεφόνης, τή σκέψη τοῦ ἑνός δίπλα ἀπό τή σκέψη τοῦ ἄλλου, τό κρυφό μπροστά στό φανερό, τό προσιτό μπροστά στό ἀπρόσιτο, παίρνοντας τήν εἰκόνα δύο ἀνθρώπων πού ξεκινοῦν νά πλησιάσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀλλά, ἄς τρέχουν ὁλοταχῶς, τό σμίξιμο δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ.
            Ὁ χρόνος, ἡ σκέψη, ἡ πράξη, ἡ ἐπιθυμία καί μαζί τό ὄνειρο γίνονται ὅλα μιά διαρκής μετάβαση, μιά σκοτεινή προετοιμασία γιά κάτι ἀορίστως προσδοκώμενο, πού δεν εἶναι, ἐν τέλει, παρά τό ὁριστικό γήινο τέλος.  Τότε πού δέν θά ὑπάρχει δυνατότητα ἐπιστροφῆς ἀπό τίς φθινόκαρπες ἰτιές τῶν ἄλσεων τῆς Περσεφόνης.


                                                                                     Τρίκαλα 13 Μαΐου 1997
                                                                                           Ηλίας Κεφάλας

      
Το κείμενο διαβάστηκε από τον ποιητή το 1997 όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το βιβλίο, 

 στο Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν. 

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Ο Ορέστης Αλεξάκης γράφει για «Τα άλση της Περσεφόνης», το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά, Αρμός 1997 το οποίο επανεκδόθηκε το 2014

Ανέκαθεν διακατεχόμουν από την διαίσθηση – μια διαίσθηση που την ένοιωθα περίπου σαν απόηχο μιας χαμένης μνήμης – πως το κρυμμένο μυστικό της Ελευσίνας, το ιερό κλειδί που η θεά εμπιστευόταν στους αξιωμένους να κατέλθουν στο Πλουτώνιο Άντρο – να δουν εκεί αειθαλή και λάμποντα, τον εν σιωπή (δηλαδή εν θανάτω) τεθερισμένο στάχυ – ήταν η γνώση, η μυστική κι απαραβίαστη, ότι η Δήμητρα δεν γέννησε απ’ τα σπλάχνα της την Περσεφόνη, αλλά η ίδια μεταπλάστηκε σ’ αυτήν, και πως εκούσια και μ’ επίγνωση ακολούθησε τον Πλούτωνα στον Άδη, γνωρίζοντας πως για να συνεχίσει το έργο της γονιμότητας στη ζωή, ως μητέρα, πρέπει να αναβαπτίζεται συνεχώς ως κόρη, στην εξαγνιστική κι αναγεννητική πηγή του θανάτου, στα σκοτεινά δηλ. νερά της Αχερουσίας… Και να που τώρα ανακαλύπτω, ότι στο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά, το κεντρικό πρόσωπο,  δηλ. η αφηγήτρια, είναι ταυτόχρονα και Δήμητρα και Περσεφόνη – υποτίθεται ότι το πρώτο είναι όνομα ενώ το δεύτερο φιλολογικό ψευδώνυμο -  άρα κινείται στον άξονα της μυστικής γνώσης, είναι δηλ. ένα πρόσωπο με πλήρη συνείδηση, πολύ περισσότερο, που σε κάποιο σημείο της ζωής της – σύμφωνα με δοσμένες προφητείες – αξιώθηκε την κάθοδο στον Άδη, απ’ όπου και πάλι αναδύθηκε. Βέβαια, η διαδρομή από την έξοδο – στο φώς – μέχρι την είσοδο – στο σκότος – είναι κυκλική και καλύπτει την μισή περιφέρεια του κύκλου. Το άλλο μισό είναι το υποχθόνιο, το σκοτεινό δηλ. τμήμα της. Κανείς δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτό, επειδή οι ψυχές που το διασχίζουν, πορευόμενες προς την έξοδο, πίνουν μοιραία «της Άρνας το νερό» και χάνουν τη μνήμη τους. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, μερικές χαρισματικές ψυχές, μπορούν να συγκρατούν κάποια ασαφή βιώματα, κάποια θαμπά και απροσδιόριστα πρόσωπα, όπως τα τέσσερα που συνάντησε στον Άδη η αφηγήτρια του βιβλίου μας. Τέσσερα πρόσωπα, πανομοιότυπα μιας και ήταν κρυμμένα κάτω από γύψινες μάσκες, που ζητούσαν επάνοδο, που ζητούσαν ζωή. Όμως στο επάνω τμήμα της διαδρομής, στο φωτεινό δηλ. ημικύκλιο, διαδραματίζονται τέσσερις ιστορίες, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, τέσσερις ιστορίες παρούσες και συνάμα παρελθούσες, ταυτόχρονες και συνάμα διαδοχικές, έτσι όπως  ακριβώς συμβαίνει, στη μια και μόνη πραγματικότητα που είναι πίσω και πέρα από την δική μας, πίσω και πέρα δηλ. από την πλάνη μας. Ποια όμως είναι η αρχή του κύκλου; Από ποιο σημείο της περιφέρειας μπορεί και πρέπει να αρχίσει η πορεία; Ας ξεκινήσουμε από την κλασσική τυπική υπόθεση μιας γεωμετρικής άσκησης. Έστω ότι… Και η αφήγηση αρχινά. Για να ξεδιπλώσει μπροστά μας, τέσσερις φανταστικές και ταυτόχρονα πραγματικές ιστορίες, που συμβαίνουν, επίσης ταυτόχρονα, στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον – έτσι δηλ. όπως είναι κι όπως συμβαίνουν ακριβώς, όλες οι καθημερινές ιστορίες που ζούμε. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει ατυχώς να σταθούμε περισσότερο σ’ αυτές, αν και πολλά θα είχαμε να πούμε. Παρατηρούμε μόνο, πως ο κεντρικός θεματολογικός άξονας, που συνδέει τις τέσσερις αυτές, εντελώς άσχετες μεταξύ τους, κατά το φαινόμενο, ιστορίες, - εκτός από το γεγονός ότι και στις τέσσερις ταυτίζεται το πρόσωπο της ηρωίδας – είναι η σύγκλιση, ερωτική κι ανταγωνιστική, των δύο φύλων. (Όπου όμως, το λεγόμενο ισχυρό – με εξαίρεση την τέταρτη ιστορία – δεν βρίσκει την ευτυχέστερη εκπροσώπησή του. Ας ελπίσουμε, ότι το γεγονός οφείλεται σε σύμπτωση και όχι σε θεωρητική τοποθέτηση). Πάντως η αφηγηματική δεινότητα της Λαδιά, μας παρασύρει σε τέτοιο βαθμό, ώστε παρακολουθώντας αυτές τις ιστορίες, ν’ αποξεχνιόμαστε μέσα τους, ακριβώς όπως και μέσα στην καθημερινότητά μας. Βγαίνομε και πάλι απ’ αυτές, όπως μέσα από ένα όνειρο. Στο τέλος του οποίου κρατάμε τη θαμπή εικόνα ενός δάσους, όπου οι τέσσερις μασκοφόροι συμποσιάζονται. Πρόκειται για μια «εισαγωγή στην Εορτή», κατά την οποία συντελείται η απόρριψη των προσωπίδων και η αποκάλυψη των προσώπων. Μια εισαγωγή που ανοίγει το δρόμο για την κυρίων Εορτή. Η οποία όμως συνεχίζεται προφανώς, έξω από τα όρια του βιβλίου, δηλ. πέραν του τέλους. Όπου, εκτός από τις προσωπίδες, αποβάλλονται τελικώς και τα πρόσωπα. Για ν’ αποκαλυφθεί στα μάτια των εκλεκτών, το υπέρτατο Μυστικό.
    
Αναφέρθηκα πιο πάνω στην αφηγηματική δεινότητα της Λαδιά. Όμως θα πρέπει να διευκρινίσω, ότι και κύριο και χαρακτηριστικό προτέρημα του βιβλίου της, είναι η πνευματικότητα, δηλ. η μεταφυσική του διάσταση. Η διαίσθηση ότι τα ιστορήματα αυτά, ξεδιπλώνονται μέσα στο αθέατο φως μιας θεότητας, που τα περιβάλλει και τα διαποτίζει, η διαίσθηση ότι όλα τελούνται κάτω απ’ το μάτι του Θεού, και ότι για όλους υπάρχει κάπου ένας τόπος δικαίωσης, είναι αυτό που μεταγγίζει στον αναγνώστη – ακόμη και τον πιο σκεπτικό όπως ο υπογράφων – ένα γοητευτικό συναίσθημα παρηγοριάς και παραμυθίας. Η Λαδιά, αποτελεί ασφαλώς, μα ξεχωριστή μα και εξέχουσα περίπτωση, στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.


                                                                                           Ορέστης ΑΛΕΞΑΚΗΣ 
                                                                               Περ. Ευθύνη τ. 316 – Απρίλιος 1998