Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Η Ελευσίνα της Ελένης Λαδιά στο Ημερολόγιο 2017 της Εταιρείας Συγγραφέων


Ὁ ὁμηρικός ὕμνος στήν Δήμητρα ἀναφέρει τήν ἁρπαγή τῆς Περσεφόνης ἀπό τόν Ἅδη, τόν πόνο καί τήν ἀναζήτηση τῆς μητέρας, τήν ἐρήμωση τῆς γῆς καί τέλος τήν χαρούμενη ἀντάμωσή τους. Στήν ὁμηρική ἐκδοχή ἡ ἀρπαγή ἔγινε στήν Σικελία, κι ἀπό ἐκεῖ ἡ περιπλανώμενη Δήμητρα ἔφθασε στήν Ἐλευσίνα. (Ἔλευσις, ἐρχομός, ἄφιξη,) ἐνῶ κατά τήν ὀρφική παράδοση συνέβη στήν Ἐλευσίνα.

Ἄνοιξη και φθινόπωρο στήν Ἐλευσίνα: οἱ κοιλότητες τῶν ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν εἶναι γεμάτες ἀπό τά νερά τῆς βροχῆς, ἐνῶ παπαροῦνες καί χορταράκια φυτρώνουν ἤ χάνονται στό ἔδαφος. Ἀρχιτεκτονικά μέλη, σπασμένα καί σκορπισμένα στή γῆ, φωταυγῆ ἀπό τόν ἑλληνικό φωτισμό, πού ἀναδεικνύει τίς ἀνάγλυφες διακοσμήσεις ροδάκων καί στάχεων πάνω στίς μαρμάρινες πλάκες.

Σταματῶ στήν ἀγέλαστη πέτρα, ὅπου εἶχε καθήσει ἡ θλιμμένη καί κατάκοπη ἀπό τίς περιπλανήσεις θεά. Κατόπιν βρίσκομαι στό Παρθένιον φρέαρ. Ἐδῶ ἡ πανύψηλη Δήμητρα μέ τήν ξανθή κόμη, μεταμφιεσμένη σέ πολύχρονη γριά, γνωρίσθηκε μέ τίς κόρες τοῦ βασιλέως Κελεοῦ, κι ἀνέλαβε τήν ἀνατροφή τοῦ μικροῦ Δημοφῶντος. 

Ἀπέναντι μου τό Πλουτώνιο ἄντρο, ὅπου ὁ Πλούτων  ἄρπαξε τήν Κόρη, τήν στιγμή, πού μάζευε στό λιβάδι, μέ τίς θυγατέρες τοῦ Ὠκεανοῦ, ρόδα, κρόκους, σπαθόχορτα, ὄμορφους μενεξέδες, ὑάκινθο καί νάρκισσο.  Νάρκισσο, δόλωμα καί παγίδα πού ἔστησε ἡ Γῆ γιά τό χατήρι τοῦ ἐρωτευμένου Πλούτωνος.’Ἔφτασε μέ τό τετράιππο ἄρμα του, πῆρε τήν ζαλισμένη ἀπό τήν μυρωδιά τοῦ λουλουδιοῦ Κόρη καί τήν νυμφεύτηκε «σέ γάμους φθινοπωρινούς.» 

Στό σημερινό τοπίο τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου τῆς Ἐλευσῖνος σηματοδοτεῖται ὅλη ἡ ἱστορία τῶν δύο θεαινῶν.Πάντα βλέπω στήν σχισμή τοῦ Πλουτώνιου ἄντρου ἀπαρχές τῶν προσφορῶν (στάχια, ρόδια κ.α) πού ἀφήνουν οἱ σύγχρονοι μύστες. 

Ἐπικρατεῖ σιωπή:  Εἶμαι μόνη στόν χῶρο, ἐδῶ, ὅπου εἶχε καταργηθεῖ ὁ Λόγος καί ἔγινε μυστικό, μύηση, μυστήριο, πού σημασία δέν εἶχαν τά λεγόμενα ἀλλά τά δεικνύμενα καί τά δρώμενα. 

Γιά μένα ἡ Ἐλευσίνα συμβολίζει τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς. Καί θεωρῶ πώς εἶναι ἡ ἀρχαία πατρίδα ὅλων μας.


Ἑλένη Λαδιᾶ  
28/2/16


Περισσότερα για το Ημερολόγιο διαβάστε ΕΔΩ



Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Μόλις Κυκλοφόρησε: Ελένης Λαδιά «Η Φερέοικη» -Μυθιστόρημα

Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 
Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2016
Σελ. 88, 13 x 20.5,  
τιμή: 10 ευρώ
ISBN: 978-960-05-1684-5

Ξαναβγήκαμε στο σύθαμπο, όπου υπήρχε ένας μεγάλος τάφος αφιερωμένος στην ομαδική Μητέρα. Πάνω του βρισκόταν καθήμενο το επιτύμβιο άγαλμα μιας μητρικής μορφής χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά.
Περιεργαστήκαμε για λίγο το ταφικό μνημείο και η Φερέοικη με ξανάπιασε από το χέρι, για να με οδηγήσει εκεί όπου ήθελε.
Άρχισε να παίρνει πρωτοβουλίες σαν να ήταν αυτή η δημιουργός, κι εγώ μια άβουλη ηρωίδα μυθιστορήματος, ενώ είχε αδυνατίσει κι άλλο, τόσο πού έγινε διάφανη, τόσο διάφανη, ώστε σε λίγο θα διαγράφονταν τα σωθικά της.
Με απομάκρυνε από τον κοινό τάφο, ενώ συγχρόνως άρχισε να απαγγέλλει στίχους.
«Πρόσεξε», μου είπε, «ὁ τίτλος του ποιήματος λέγεται: “Αυτά είπαν οι νεκροί στα δέντρα.” Είναι του ποιητή πού αγαπώ...»
Άκουγα την φωνή της πού βάθαινε, εκφραστική σαν να ανήκε σε μέτζο σοπράνο, να ηχεί μέσα στο αργυρένιο σούρουπο.

Τι λοιπόν
δέντρο
χρυσαφένια αρχή στη χάση και στη φέξη
κατάδυση ή παιχνίδι αστραπής και κόσμου με το μανιακό σκοτάδι;

Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά αποσυμπλέκονται τα πλέον δύσβατα και τα πλέον καίρια νήματα της ανθρώπινης ύπαρξης:  το νόημα του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, ο κατευνασμός του πένθους. Η Φερέοικη διαβάζεται απνευστί (ή βλέπεται σαν όνειρο). Σε αυτήν πρόσωπα ρεαλιστικά, αλλά και πρόσωπα κατ’ εικόνα της συγγραφέως, σκηνές κοινωνικής ιστορίας και συγγραφικές τεχνικές αποσυμβολοποιούνται και προσφέρονται στον αναγνώστη ως μια απολαυστική σημερινή και ταυτόχρονα αρχαία αφήγηση, όπου οι ήρωες φτάνουν μέχρι τη χώρα της Μνήμης και μέχρι τις πύλες του  Άδη, για να αποδεχθούν τελικά την ανθρώπινη μοίρα.
Γιατί ο άνθρωπος κουβαλά το πεπρωμένο του όπως τα φερέοικα ζώα το όστρακό τους.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης,, Η Χάρις. Έχει τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό βραβείο (1981) για τη συλλογή Χάλκινος ύπνος, με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1999) για την Ωρογραφία και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι.
Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα σλοβενικά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, Η Χάρις,, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι και η Αποσπασματική σχέση στα ρουμανικά.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Ελένης Λαδιά: Άρθρα για την Καβαφική Ποίηση Γ’ έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη



ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ  
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Οι λέξεις «ελληνικά», «Ελλάδα», «ελληνικός» είναι έτσι τοποθετημένες στα ποιήματα ώστε ξεχωρίζουν: λάμπουν σαν χρυσοί σφραγιδόλιθοι. Η Ελλάδα του Καβάφη διακρίνεται
μέσα στους άλλους πολιτισμούς, πού κυοφόρησε η Μακεδονική κατάκτηση. Δεν είναι η ναρκισσευομένη Ελλάδα του έκτου και πέμπτου αιώνα, είναι μέλη της Ελλάδος, ποσότητες αίματος πού μεταγγίζονται στις μεγάλες φλέβες των ασιατικών χωρών. Μια Ελλάδα πού διαρκώς παλεύει και συγκρίνεται, ο σπόρος τελικώς, πού γονιμοποιεί ξένες τέχνες και εμπειρίες. Λερναία ύδρα με πάμπολλα κεφάλια στην Αίγυπτο, Συρία, Ινδίες και Βακτριανή.
Η Ελλάδα του Καβάφη είναι η Ελλάδα του Πλωτίνου και του Ερμή Τρισμέγιστου.

Η  Ελένη Λαδιά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε Αρχαιολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολείται αποκλειστικώς με την λογοτεχνία από την εφηβική της ηλικία μέχρι σήμερα. Έχει γράψειμυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και αρχαιογνωστικά έργα, ενώ άρθρα της δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες.
Έχει τιμηθεί με κρατικό βραβείο το 1981 για τον Χάλκινο ύπνο (διηγήματα), με βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1991 για την Ωρογραφία(διηγήματα), βιβλίο πού ήταν υποψήφιο και για τοευρωπαϊκό βραβείο τού 1993, καθώς και με κρατικό βραβείο το 2006 γιατην Γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι. Διηγήματά της έχουν μεταφρασθείστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά,γεωργιανά και εβραϊκά, τομυθιστόρημά της Χί ὁ Λεοντόμορφος στα σερβικά, ενώ Η Χάρις (μυθιστόρημα), Η Γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι (νουβέλα) και Αποσπασματική σχέση (μυθιστόρημα)στα ρουμάνικα. Κείμενά τηςδημοσιεύονται σε εφημερίδεςκαι περιοδικά της χώρας.

Μαυροκορδάτου 11106 78, Αθήνα
τηλ. 210 3830604fax. 2103819439

Ελένη Λαδιά
Άρθρα για την Καβαφική Ποίηση
Γ’ εκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη
ISBN:978-960-527-978-3
Σελ.96 , τιμή: 10.00€

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αρμός - Ελένης Λαδιά: «Η σημασία του Ξένου»

Το θέμα τού «Ξένου» απασχόλησε και απασχολεί αιωνίως τον άνθρωπο. Ποιος ο ορισμός του Ξένου και ποια η αντιμετώπισή του;

Η συγγραφέας του βιβλίου για να εντοπίσει την σημασία του Ξένου ανατρέχει στον Όμηρο, στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, στον Πλούταρχο, στους Στωικούς, στον Καβάφη, στην Ελληνιστική εποχή, στον Χριστιανισμό, και φτάνει στην σημερινή εποχή με το μεγάλο δίλημμα: Πρέπει να υποδεχόμαστε και να φιλοξενούμε τον Ξένο;

Ή πόσο κίνδυνο διατρέχει μια μικρή πατρίδα, όταν την κατακλύζουν εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες, κυνηγημένοι από τον πόλεμο και τις κακουχίες της δικής τους πατρίδας;
Υπάρχει τελικά απάντηση στο μεγάλο αυτό δίλημμα;


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Σχόλια για τις έννοιες του χώρου και του χρόνου στις ιστορίες της Ελένης Λαδιά, γράφει ο Αλέξης Ζήρας

Είχα αναφέρει άλλοτε ότι τα μυθιστορήματα της Ελένης Λαδιά έχουν ισχνή πλοκή, ότι η κίνηση των προσώπων της στον χώρο είναι περιορισμένη, αν τη συσχετίσουμε με την πολύ εντονότερη εσωτερική κινητικότητά τους, με τον αναστοχαστικό τους χαρακτήρα, όπως αυτός μάς παρουσιάζεται συνήθως από την υπονοούμενη αφηγήτρια. Εκείνη που, συνήθως αθέατη, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, «τυχαίνει» ως επί το πλείστον, όπως δηλαδή τα έχει φροντίσει η ίδια η πεζογράφος Λαδιά, να είναι μια έκδοχη μορφή της, αφού πολλές φορές συμμετέχει παρομοίως ως μισοεπινοημένη-μισοπραγματική μορφή στις ιστορίες της. Και το αναφέρω αυτό, διότι η μυθοπλασία ή αλλιώς η επιδίωξη δημιουργίας ενός κόσμου αποσυνδεδεμένου όσο γίνεται από αυτοβιογραφικά στοιχεία,  όντως μοιάζει σε αρκετά από τα παλαιότερα βιβλία της (λ.χ. στην πρώτη μορφή του μυθιστορήματός της  Αποσπασματική σχέση,1974), να μην είναι στα πρώτα της ζητούμενα. Εν πάση περιπτώσει, μυθιστορηματικά της πρότυπα δεν φαίνεται πως είναι η γοργή ανέλιξη των καταστάσεων, οι πυκνοί σαν ριπές διάλογοι, το κυνήγι του χρόνου που είναι ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά στα αφηγηματικά είδη του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, αλλά οι ενσωματωμένες στον κύριο λόγο, δευτερεύουσες και πλάγιες φωνές, κατά τον τρόπο που παλαιότερα ήταν καμωμένο το ρωσικό φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Με λίγα λόγια, η αφήγηση της Λαδιά αυτό που προπάντων θέλει είναι χώρο για ν΄απλωθεί.  Αν ρωτήσει κάποιος γιατί αυτή η διαφοροποίηση με άλλους συγγραφείς (που ασφαλώς δεν είναι μόνο ίδιόν της), θα απαντούσα: διότι η μυθοπλασία γι΄αυτήν είναι ένα "κατ΄ανάγκην" χρησιμοποιούμενο όχημα που φέρει πάνω του ένα πυκνό (και γιατί όχι, βαρύ) φορτίο ιδεών, σκέψεων και στοχασμών. `Ενα φορτίο που αναμφίβολα ήταν (και συνεχίζει να είναι) το προνομιακό πεδίο αυτής της ιδιότυπης πεζογράφου, η οποία από νωρίς, από τα διηγήματα του Μαύρου Ερμή (1977) και του Χάλκινου ύπνου (1980), έπλεξε και έδεσε στη ροή του αφηγηματικού της λόγου το παραδειγματικό, το ιστορημένο και το ανιστόρητο, το υπερβατικό και το απτό, αλλά με μια αφηγηματική γλώσσα απαλλαγμένη στην εκφορά της από ασάφειες, διφορούμενα, υπόρρητα, παρ΄ότι στα πεζά της έχουν κεντρική σημασία τα σύμβολα, οι υποδηλώσεις, οι αλληγορίες. Συχνότατα μυθολογεί, κατευθυνόμενη προς τη μυστική διττότητα των πραγμάτων, αλλά η διττότητα είναι το ζητούμενο όχι της διαυγούς ομιλίας όσο του βλέμματός της που αναζητά κατ΄αρχάς τη διαύγεια!

Γενικά μιλώντας θα έλεγα ότι αυτή η αδρότητα, η σχεδόν δωρική λιτότητα, η ζυγισμένη ακρίβεια του λόγου στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, ήταν αναγκαία στη Λαδιά για την ευθυβολία του αναστοχασμού της, αν και με την πάροδο των ετών έχασε την αρχική της αυστηρότητα, καθώς η γλώσσα της υπόκειται ή υφοποιείται (όπως θα έλεγε ο Μιχαήλ Μπαχτίν) ολοένα και πιο πολύ από τα συναισθήματα της: έγινε μ΄άλλα λόγια, ηδύτερη, παθητικότερη, ειρωνικότερη, ελεγειακότερη, με περισσότερο χιούμορ. Παλαιότερα, ο «ιθύνων λόγος» έκανε τα πεζά της πιο συμπαγή, πιο λόγια, πιο «φιλοσοφικά», πιο σκληρά , δεδομένου ότι οι ιστορίες της υπήρξαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ιστορίες εσωτερικής ζήτησης. Ο βιωματικός αποθησαυρισμός έτσι κι αλλιώς αλλάζει τη γλώσσα μαζί με την πρόοδο της ηλικίας, την κάνει πιο ευλύγιστη, πιο ανοιχτή ‘ άλλωστε, στην περίπτωσή μας, η αναστοχαστικότητα, ο εσωστρεφής διαλογισμός, η προσδοκία του αφηγηματικού ορίζοντα να δει πέρα από το φαινομενικά ορατό, είναι συστατικά μέρη ενός τρόπου διόρασης της Λαδιά, εγκαθιδρυμένου πλέον στον αναπαραστατικό της νου και στη φαντασία της.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι άλλαξαν τελείως τα πράγματα. Για να είμαστε ακριβείς, στα πεζά της εμφανίζονται, πριν απ΄όλα και όπως πάντα, αναζητήσεις για την αρχετυπική, οντική συμπεριφορά του ανθρώπου, αναζητήσεις που πηγάζουν και αναπτύσσονται από ένα σταθερό ιδεοστοχαστικό κέντρο. `Ετσι, στο σύνολο του έργου της συναντούμε έναν κύκλο συναφών και επαναλαμβανόμενων εσωτερικών συγκρούσεων: η ηρωϊκή ζωή, η ερωτική ζωή, η ασκητική ζωή, τα πάθη, η υποταγή της ύπαρξης σ΄ένα αμάλγαμα φυσικών και υπερβατικών κανόνων που το επιβάλλει μια προλογική νομοτέλεια, το αφ΄εαυτού μοιραίο που δίνεται ως προίκα στην ύπαρξη, ως χάρη ή ως έλλειψη της χάρης. Με τις καταστασιακές αυτές συγκρούσεις «κατοικείται» ένα ιδιότυπο δημιουργικό σύμπαν που- πρέπει να το πούμε- δεν είναι έρμαιο τυχαιοτήτων, συναισθηματικών, υποκειμενικών ή άλλων. Τίποτε δεν είναι αφημένο στην τύχη, όλα έχουν το λόγο τους, πράγμα που συντελεί στο να μάς είναι ευανάγνωστο, μετά από τόσο καιρό, ότι οι ιστορίες της Λαδιά, αφού εκκινούν από το ίδιο κέντρο ανοίγονται προς τον ίδιο ορίζοντα της ενορατικής τους προσδοκίας, παραλλαγμένες μόνο ως προς τον τρόπο ανάβασης προς το ένθεο. Μια βασική λοιπόν παρατήρηση που θα είχα να κάνω είναι ότι η πεζογραφία της Λαδιά, ακόμα και όταν, συχνότατα, εκχωρεί έδαφος στο όνειρο, στο όραμα, στην παραμυθία, δεν αφήνεται στη ρευστότητα και στην απροσδιοριστία: δεν αποσυνδέεται από την αναφορά στο υφάδι μιας λογικής που διέπει τις πλασματικά αντίθετες έννοιες του ρητού και του απόκρυφου ή του άρρητου.  

Η άλλη παρατήρησή μου σχετίζεται με τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας χειρίζεται στο δημιουργικό της πεδίο τον χρόνο και τον χώρο, ως έννοιες αλλά και ως εμπραγματώσεις στην καθημερινότητα της ζωής. Προηγουμένως σημειώσαμε την παρουσία στις ιστορίες της μιας προλογικής αρχής ‘ η αρχή αυτή ως ιδρυτική και εποπτεύουσα είναι μοιραίο ότι αποδυναμώνει την παντοδυναμία του χρόνου, ελαφρώνει το σφίξιμο από τη μέγγενη της αγχώδους στιγμής που βασανίζει τον νεοτερικό άνθρωπο. Αντίθετα λοιπόν προς αυτά, αντίθετα προς τη διαμελιστική και καταστροφική επέμβαση του χρόνου πάνω στη φύση και τον κόσμο, αντίθετα προς τη βουλιμία του χρόνου, ο ίδιος ο χώρος, ακόμα και τα μικροστοιχεία του, οι ιδιομορφίες του, οι αποχρώσεις, η φυτική ή η ορυκτή του εικόνα, αποδίδονται πάντοτε από την Λαδιά μ΄έναν λεπταίσθητο, ρεαλιστικό ανασχηματισμό. Ο χώρος είναι το σπίτι και η πατρίδα της. Αυτή η αντίθεση χρόνου και χώρου, αυτόχρημα ενδιαφέρουσα αλλά και γοητευτική, δημιουργεί στη φαντασία του αναγνώστη των ιστοριών της μια συνθήκη που ίσως τον παραξενεύει αλλά και του υποβάλλει μια κατάσταση ιαματική για την προσαρμοσμένη στην κατάτμηση του χρόνου σύγχρονη ζωή του: συνυφαίνονται  έτσι σ΄αυτή την κατάσταση το άπιαστο και μαγικό της ψυχικής ζωής μα και το άκρως συγκεκριμένο του εμπράγματου περιβάλλοντος. Τέτοια έργα της Λαδιά που μας οδηγούν σ΄ ετούτη την υποβλητική συνθήκη, είναι κατεξοχήν τα οδοιπορικά της, οι Φυσιογνωμίες τόπων (1992) αλλά και τα Εξ Αιγύπτου (1995) όπου η ανθρώπινη παρουσία εγγράφεται ενσωματωμένη στον χώρο, και δεν μπορεί να νοηθεί πέρα από αυτόν. Ο χώρος και η φυσιολογία του, άλλωστε, είναι αυτά που ετοιμάζουν το σκηνικό πεδίο στο οποίο πραγματοποιούνται οι διαχρονικές μυθικές αναγωγές, οι τόσο συχνές στα πεζά της, οι γάμοι της αρχαϊκής παράδοσης με το διηνεκώς παρόν της φύσης, όπου επίσης γεννιέται, φθείρεται και πεθαίνει το ανθρώπινο σώμα-ή, μάλλον, η χρονικότητα του σώματος.

Με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να απομονώσουμε το εξής παράδοξο που διατρέχει ως μόνιμο ζητούμενο τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις ιστορίες της. Ο χώρος, ο τόπος, το περιβάλλον, θα έλεγα ότι εκτοπίζουν ή εξωθούν τον χρόνο, το αγκυροβόλημα και ρίζωμα στη στιγμή της ιστορίας. Και τελικά μάλλον αυτός- η αδιαφορία για τον χρόνο- είναι ο λόγος που αρκετές από τις ιστορίες της Λαδιά κινούνται ελεύθερα, με την υδραργυρική ρευστότητα του ονείρου, πάνω σε δυο διαστάσεις, τη μυθολογική και την πραγματική. Αυτό το διφυές που δεν ξεχωρίζει αλλά συμπλέκεται συνεχώς, έτσι ώστε τα πρόσωπά της να έχουν κι αυτά μια ρευστή αρχετυπική ταυτότητα, καθώς είναι φορείς αρχαϊκών συμβολικών νοημάτων μα και δυνατών σωματικών αισθήσεων. Αποτυπώσεις, όπως σημειώσαμε, του κύκλου γέννησης και θανάτου. Γεύσεις, αφές, οσμές, εικόνες που όχι μόνο κάνουν εντονότερη την νοσταλγία των τόπων αλλά και θεραπεύουν ενίοτε με την επίκλησή τους την οξύτητα ή την σκληρότητα του χρόνου-φθορά, της στιγμής που εντάσσεται στην ιστορία. `Ετσι, η αφηγήτρια/συγγραφέας αλλά και πρόσωπο της οικογενειακής γενεαλογίας των μυθιστορηματικών Θεαινών (2015), που, σημειωτέον, έχουν πολλά κοινά με ένα άλλο, προηγούμενο μυθιστόρημά της, Τα άλση της Περσεφόνης (1997), με το να ανασκευάζει τη ζωή της μητέρας της, οδηγώντας την και πάλι, λογοτεχνικά τη φορά αυτή, από την παραμυθία του ορεινού, μακεδονικού χωριού ως το άξενο του σύγχρονου αττικού τοπίου, με ενδιάμεσες καταστροφές, εμφυλίους, υπερορίες, καταργεί διαρκώς τεράστιους ενδιαμέσους όγκους χρόνου, εποχές και αιώνες, εστιάζοντας στη διαχρονία της φυγής, της αναζήτησης και της περιπλάνησης στον χώρο. Υφαίνει η Λαδιά ένα νήμα που μπορεί να συνδέει  διαρκώς ένα γεγονός τρέχον, ενίοτε απολύτως συμβατικό, με την διαχρονική αλληγορική του εκδοχή, με το χαμένο μέσα στο ανιστόρητο γέννημα της συγγραφικής φαντασίας. `Ετσι, η μητέρα, στην κοριτσίστικη ζωή της, στην οποία ανατρέχει η μυθοπλαστική επινόηση της θυγατέρας της, παίρνει συχνά τη μορφή μιας μικρής υάδας, μιας νύμφης των δασών!

Πρόκειται για ένα κομβικό σημείο αυτού ειδικά του βιβλίου, των Θεαινών. Γιατί η Λαδιά, χρησιμοποιώντας τη μορφή της μητέρας της ως πρόσωπο αφηγηματικό και ταυτόχρονα ως μυθική περσόνα που συνδέει το ελληνικό τοπίο με τη διαχρονία του, επαναλαμβάνει στην ουσία τη παμπάλαιη διαδικασία της θεϊκής μεταμόρφωσης, της γείωσης δηλαδή του υψηλού στα όρια του ανθρώπινου αισθησιασμού, κάτι που ήταν ιδιαίτερα προσφιλές τόσο στον αρχαίο όσο και στον μεσαιωνικό ή στον κόσμο των Παρνασσιακών του τέλους του 19ου αιώνα, από όπου πήγασε (όσο κι αν επιμένουμε να το παρακάμπτουμε) η καλύτερη ποίηση του Βάρναλη! `Αλλωστε, παρεμφερής είναι και ο τρόπος που μυθοποιεί η Λαδιά και άλλα πρόσωπα του οικείου της περιβάλλοντος, όπως τις τρεις συνομήλικές της γυναίκες, τη Μαρώ, την Πόπη και την Αιμιλία, προς το τέλος του μυθιστορήματος Οι Θεές, τις  «ελευσίνιες» όπως τις αποκαλεί, που η ζωή τους έχει γίνει επίσης μέρος μιας χοϊκής/υπερβατικής τελετουργίας με σταθερό επίκεντρο στον χρόνο τον χώρο της Ελευσίνας και τον μύθο της Περσεφόνης. Αλλά παρομοίως μυθοποιεί και τον λυρικό ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα (1922-1987),  ο οποίος εμφανίζεται στην αφήγηση ως η περσόνα του «Ποιητή», αν και όχι τυχαία αφού συνδέεται αναδρομικά εν τοις πράγμασι με τον χώρο, τα πρόσωπα και την ίδια τη συγγραφέα, καθώς στην τελευταία περίοδο της ζωής του είχε επισκεφθεί μαζί της κατ΄επανάληψη την Ελευσίνα και είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μετάφραση των ορφικών ύμνων. Τηρώντας λοιπόν σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος το εναλλάξ πλέξιμο  του αρχαϊκού κοσμογονικού μύθου με τις σύγχρονες συμβολικές του προεκτάσεις, τη διασταύρωση της παραβολικής με την αυτοβιογραφική μυθοπλασία, η Ελένη Λαδιά δημιουργεί ένα μεικτό είδος εξιστόρησης, δοκιμιακού και παραμυθητικού χαρακτήρα, εστιάζοντας, όπως ήδη είπαμε, προπάντων στον χώρο, ο οποίος, ορεινός ή ενάλιος, εγκολπώνεται και ενσωματώνει τον χρόνο, δίνοντας του τη δική του ιδιοσυστασία.

Το μυθιστόρημα Οι Θεές το διατρέχουν σε μια γραμμή διαρκούς εναλλαγής η ζωή και ο θάνατος. Οι πόλεμοι, οι παντοειδείς καταστροφές και η προσπάθεια της ζωής να ανορθωθεί από το κακό. Ο μύθος της Περσεφόνης και της ανά διαστήματα καθόδου της στον `Αδη, έχει κι αυτή την έννοια, της εναλλασσόμενης με τη μορφή των φυσικών φαινομένων πάλης, ανάμεσα στην παρουσία και στην απουσία. Μπορεί η παρουσία και η απουσία να αποτελούν συναφείς έννοιες, προβαλλόμενες στο κανονιστικό σύστημα της φύσης, αλλά εννοείται πως δεν συμβαίνει το ίδιο αν προβληθούν στη χρονικότητα της ζωής: εκεί παίρνουν ένα ηθικό νόημα, γίνονται καλό ή κακό για τη ζωή του ανθρώπου. Ο αρχέγονος μύθος της  Περσεφόνης φτιάχτηκε λοιπόν έτσι ώστε να ταιριάζει η παρουσία και η απουσία της Περσεφόνης με τις εποχές του έτους, αλλά σ΄ό,τι αφορά τις μυθιστορηματικές Θεές έχει επιπλέον και μια απολύτως οργανική σημασία για τις σχέσεις των προσώπων. `Οταν πια,  προς το τέλος του βίου της, η Αρετή, η μητέρα της συγγραφέως συγχέει τα πάντα, επιστρέφοντας στην παιδική ηλικία και αντιστρέφοντας μέσα στο χάος της άνοιας την έλλογη σειρά των πραγμάτων (χωρίς βέβαια να έχει συνείδηση ή συναίσθηση αυτής της αντιστροφής), οι ρόλοι αναποδογυρίζουν. Η μητέρα νιώθει πως είναι το βρέφος, αντιδρά ως βρέφος, ενώ η κόρη της παίρνει τη μορφή της μητέρας! Αυτό το «αναποδογύρισμα», αυτή η «ανατροπή» των ρόλων, δίνει έναυσμα στη Λαδιά να προσαρμόσει στη σχέση που έχει με τη μητέρα της την αρχετυπική σχέση Δήμητρας-Περσεφόνης. Δηλαδή, να είναι αυτή η ίδια Δήμητρα και η μητέρα της Περσεφόνη! `Αλλωστε, είναι μια αντιμετάθεση που την είχε από καιρό στο νου της, καθώς λέει ότι σε χρόνο παρελθόντα «από τότε που πέθανε ο Ποιητής, τον παρακαλούσα να μεσολαβήσει στον `Αδη να μη σε πάρει, να αργήσει να σε πάρει...» (σ.164), εννοώντας τη μητέρα της. Ικετεύει λοιπόν, σ΄αυτό το γεμάτο παραβολές και πολλαπλά νοήματα, εύχαρι όμως, μυθιστόρημα της Λαδιά, η κόρη/Δήμητρα τον ποιητή να ζητήσει από τον `Αδη να αφήσει την μητέρα/Περσεφόνη να ζήσει. Και πράγματι σε όλο το βιβλίο των Θεαινών η μορφή της μητέρας μάς παραδίδεται σαν άλλη Περσεφόνη, σαν εκείνη που όντως κινδυνεύει να την επιθυμήσει ο `Αδης και να την αρπάξει, σύμφωνα πάντα με τον μύθο. 

                                                                                                                                                                                                   ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

                                                                                                                       
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Το Κοράλλι, τχ.9, Απρ.-Ιουν.2016, σ.9-12, στο ειδικό αφιέρωμα στην Ελένη Λαδιά]

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Η λογοτεχνική φυσιογνωμία της Ελένης Λαδιά – γράφει ο Ηλίας Κεφάλας*


Η πεζογραφία και η δοκιμιογραφία της Ελένης Λαδιά αντανακλούν μία από τις πιο σημαντικές δημιουργικές μορφές στη νεότερη λογοτεχνία μας. Τα αφηγηματικά της πλαίσια περικλείουν τα προβλήματα της μοναχικότητας του ανθρώπου, της αναζήτησης του βαθύτερου προσώπου του και της φύσης του Θεού. Πρόκειται για μια λογοτεχνία όχι μόνον παραμυθητική για τον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα αγωνιακή και ερευνητική, αφού η επιστημονική σκέψη, η δοκιμιακή εμπλοκή και η φαντασιακή πλησμονή αλληλοσυμπλέκονται και από κοινού οδηγούν στη σύνθεση της αφήγησης.
Η Ελένη Λαδιά, έχοντας βιώσει τις οντολογικές αναζητήσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψης, συνεχίζει τη δική της πορεία, με το βλέμμα της εστιασμένο στις υπερβατικές καταφυγές του χριστιανισμού και τις πνευματικές διακορυφώσεις της κλασικής επιστήμης και φιλοσοφίας. Ο οντολογικός προσανατολισμός της όμως παραμένει πάντοτε σταθερός και η αντιμετώπιση των όποιων επιδράσεων της φιλοσοφίας και της θρησκευτικής πίστης τελεί υπό αυστηρότατη κριτική και συνεχή αίρεση.

Τα βιβλία της διακονούν ατέρμονα και ποικιλότροπα την εσωτερική μας αγωνία για τη φύση των πραγμάτων και την τοποθέτησή μας μέσα σ’ αυτά. Όλα συμβαίνουν μέσα μας και επομένως η δράση των ηρώων της είναι εσωτερικής φύσεως κατά πρωτεύοντα λόγο και λιγότερο εξωτερική διαπάλη και σύγκρουση με την ορατή πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτόν αποθεώνεται ο λόγος και βιώνεται παραστατικά η πρόσληψη και η μετεξέλιξη των ιδεών.
Από το πρώτο της βιβλίο («Παραστάσεις κρατήρος», διηγήματα,1973) μέχρι και το έκτο της («Ο μαύρος Ερμής», διηγήματα,1977), η Ελένη Λαδιά καταθέτει τη συγκίνησή της για τη σύγκρουση ιερού και ανίερου μέσα στην ανθρώπινη φύση, έχοντας ως έναυσμα και καθοδηγητή της ένα δραστικότατο μεταφυσικό δέος. Βέβαια στην περίοδο αυτή αναφύονται αφετηριακά όλα τα θέματα της πεζογραφίας της, τα οποία θα επανέρχονται συνεχώς στο μέλλον και θα αντιμετωπίζονται επανειλημμένα πάνω στη βάση των διαφορετικών εκδοχών τους, με τις οποίες θα εγείρονται κάθε φορά. Η ροή του χρόνου, ο αναπόδραστος πόνος της μοναχικότητας, η ενοχή που επιζητά τον προσδιορισμό της, η πίστη στον Θεό που δοκιμάζεται κάτω από αιτιώδεις αναφλέξεις, η συγκρότηση του συμβατικού μας προσώπου και η αναζήτηση του υπερβατικού είναι τα πιο ορατά από τα κυρίαρχα θέματα που δεσμεύουν και ποδηγετούν την εργώδη προσπάθεια της συγγραφέως για την απόδοση μιας λογοτεχνίας υψηλών προδιαγραφών.

Η Ελένη Λαδιά αναζητά μέσα στο έργο της και ταυτόχρονα συνθέτει αυτό το αόριστο συμπύκνωμα του διαφορετικού ανθρώπου, που εμφανίζεται συνεχώς μέσα στην ιστορία, επισύροντας μαζί την εκ των προτέρων καταδίκη του. Η διαφορετικότητα αυτή συνιστά το πρόσωπο του εν γένει δημιουργού, του μύστη και του καλλιτέχνη, του οραματιστή και του προφήτη, που θεωρεί χρέος του να καλυτερέψει τον κόσμο μέσα από την ανάδειξη του ταγμένου ρόλου του. Υφίσταται όμως πάντα την καταδικαστική απόρριψη, λόγω της δυσαρμονίας του με την καθεστηκυία τάξη. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, η αποστολή του επιτυγχάνεται και το πέρασμά του καταξιώνεται στις συνειδήσεις ανθρώπων φωτισμένων και μη. 
Από το έβδομο βιβλίο της («Χάλκινος ύπνος», διηγήματα, 1981, β’ κρατικό βραβείο διηγήματος) μέχρι το δέκατο έκτο [«Εξ Αιγύπτου (Άγιοι Κοπτών)», 1995] μεσολαβεί μια μεγάλη περίοδος κατά την οποία η συγγραφέας αναδεικνύει τη συνθετική της σκέψη με δοκίμια, ταξιδιωτικές και ιστορικο-θρησκευτικές αναπτύξεις. Στην πεζογραφία της αναπτύσσει διεξοδικά την επίδραση του χρόνου πάνω στο πρόσωπο του όντος. Τόσο στα αριστουργηματικά διηγήματά της όσο και στα μακρόπνοα μυθιστορήματά της τα καίρια ερωτήματά της θίγουν το δίλημμα αν ο συμβατικός χρόνος θα ορίσει, περιορίζοντας την ιδιαιτερότητά μας μέχρι τον θάνατο ή το ατέρμονο της δημιουργικής αλληλουχίας θα μας εγκολπώσει, ταξιδεύοντάς μας πέρα από τον θάνατο. Εδώ φαίνεται και η αγάπη της για τα μαθηματικά, την επιστήμη που ισορροπεί τις αντιφάσεις της θεωρίας και φιλοσοφεί πάνω σε βεβαιότητες, εκμηδενίζοντας έτσι όλες τις ουτοπίες.

Στην «Ωρογραφία» τονίζεται επίμονα η αγάπη της για την αρχαιοελληνική σκέψη, η οποία αποκρυστάλλωσε τα πάγια οντολογικά προβλήματα του ανθρώπου. Στη «Θητεία» και μέσα από μια διπλή γραφή, ένα δίδυμο μυθιστόρημα, περιγράφεται η νοσταλγία της επιστροφής και, ταυτόχρονα, η αγωνία για το ανεπίστροφο και την οριστική φυγή. Η μνήμη γίνεται μια δεύτερη εκκίνηση ζωής, πυροδοτώντας χιμαιρικές αναστάσεις και αλήθειες που δεν μπορούν να ειπωθούν, όσο κι αν μυστηριακά βιώνονται μέσα στην αχλύ του θάμβους τους. Στα ταξιδιωτικά αναπλάθεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η τοπογραφία της περιοχής με αντιστίξεις από την ενδόμυχη συγκίνηση του αφηγητή και τις εκτιμήσεις του πάνω στις ιστορικές διαστάσεις του χώρου. Οι φαντασιακές μεταμορφώσεις του τοπίου εδράζονται στη διάθεση της συγγραφέως να απελευθερώσει τις δεσμευτικές παρακαταθήκες της μυθολογίας και της θρησκευτικής πίστης που τη συνέχουν και να δημιουργήσει έτσι μια ονειρική ψευδαίσθηση της διαιώνισης και της δικαιολόγησης όλων των προκαταλήψεων και των αφετηριακών πίστεων για τον συγκεκριμένο τόπο.

Από το δέκατο έβδομο βιβλίο της («Τά άλση της Περσεφόνης»,1997) μέχρι το εικοστό («Ποταμίσιοι έρωτες», 2002) η Ελένη Λαδιά κορυφώνει το βεληνεκές του ταλέντου της και προσφέρει στους αναγνώστες της μια συναρπαστική γνώση του ανθρώπινου υποσυνείδητου και των δραματικών αρχών που το διέπουν. Το πρόβλημα ορισμού του τι εστί το όντως ον είναι κι εδώ παρόν. Στα «Άλση της Περσεφόνης» μελετάται το εσώτερο του προσώπου μας πέρα από τις οριστικότητες του εφήμερου και μέσα στις εσχατιές της πνευματικής παραφοράς και της κοσμικής αοριστίας. Στο μυθιστόρημα «Η χάρις» ξεδιπλώνεται ένα ευρηματικότατο αφηγηματικό άλλοθι με προεξάρχουσα την αλληγορία της μυθοπλαστικής ανέλιξης, για να καταδειχθεί η έννοια και το πνεύμα της αλληλοπεριχώρησης, που είναι η ακροτελεύτια πράξη της αγάπης με την οποία ο ένας άνθρωπος εμπεριχωρεί μέσα στον άλλον. Στους «Ποταμίσιους έρωτες» το νερό σβήνει το ισχνό παρόν για να αποκαλύψει τις ενοχές ενός αβυσσαλέου παρελθόντος, συμπαρασύροντας μαζί τις υπαρξιακές ενοχές δημιουργού και δημιουργήματος.

Αξιολόγηση – Συνολική εκτίμηση
Οι ήρωες της Ελένης Λαδιά ανακαλούν μέσα από τον χαρακτήρα τους παλαιά πρόσωπα και σύμβολα της μυθολογίας και της δραστικής ιστορίας και καταβυθίζονται σε αρχετυπικά πλαίσια συμπεριφορών, βοηθώντας έτσι στην κατανόηση της κοινής ανθρώπινης θέσης μέσα στο Σύμπαν. Η αφήγησή της, που καθίσταται μία από τις πιο στέρεες και ολοκληρωμένες γλωσσικές φόρμες της λογοτεχνίας μας, κερδίζει από αυτό το ιδιόμορφο, γεμάτο με διονυσιακές εξάρσεις, αλλά και μοναστικούς εναγκαλισμούς, ύφος της, που το τροφοδοτεί με πληθωρικούς ποιητικούς διαστοχασμούς. Παράλληλα με τις οντολογικές αναζητήσεις διακονεί το πνεύμα της αγάπης, το οποίο στα έργα της υποδεικνύεται ως προϊόν γνήσιας ένωσης, ως επενέργεια που διοχετεύεται στη σκέψη και δημιουργεί πότε την αιχμή της αίρεσης και πότε την ολοσχερή υποταγή στο θείον. Οι συναρπαστικές της ιστορίες και περιγραφές βασίζονται πάνω σε σύγχρονους προβληματισμούς και καταφέρνει να συνδέει την καθημερινότητα με τα αιώνια προβλήματα του ανθρώπου. Η Ιστορία ενώ δεν προβάλλεται στη λογοτεχνία της προβάλλονται όλα τα ηθικά διδάγματά της με αποκορύφωμα την αφοσίωση προς την Πατρίδα και προς όλο το αξιακό σύστημα που τη συνιστά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 
1. «Παραστάσεις κρατήρος» (διηγήματα), 1973.
2. «Άρθρα για την Καβαφική ποίηση», 1974, 1975.
3. «Αποσπασματική σχέση» (μυθιστόρημα), 1974,1979,1983.
4. «Δοκίμια», 1976.
5. «Φάθι Ζαρατούστρα» (ποίηση), 1976.
6. «Ο μαύρος Ερμής» (διηγήματα),1977.
7. «Χάλκινος ύπνος» (διηγήματα), 1981 – Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.
8. «Ο σχιζοφρενικός θεός» (διηγήματα), 1983.
9. «Ποιητές και Αρχαία Ελλάδα (Σικελιανός – Σεφέρης – Παπαδίτσας), μελετήματα 1984.
10. «Ο αγαπημένος του όντος (δοκίμια για την ποίηση του Δ. Π. Παπαδίτσα)», 1984.
11. «Χι ο Λεοντόμορφος» (μυθιστόρημα), 1986.
12. «Ωρογραφία» (διηγήματα), Βραβείο Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών, 1990.
13. «Φρειδερίκος και Ιωάννης» (αφήγημα), 1991, 2003.
14. «Φυσιογνωμίες τόπων» (οδοιπορικό) 1992.
15. «Η θητεία» (μυθιστόρημα), 1994, 1996.
16. «Εξ Αιγύπτου (Άγιοι Κοπτών)», 1995.
17. «Τα άλση της Περσεφόνης» (μυθιστόρημα), 1997.
18. «Ο έτυμος λόγος» (διηγήματα), 1998.
19. «Η Χάρις» (μυθιστόρημα), 2000.
20. «Ποταμίσιοι έρωτες» (μυθιστόρημα) 2002.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
1. «Ορφικοί ύμνοι» (σε συνεργασία με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα) 1983, 1984, 1997, 2002.
2. «Ομηρικοί ύμνοι» (σε συνεργασία με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα) 1985, 1997, 2002.
3. «Η φύση του Χριστού», έργο του Πατριάρχου των Κοπτών Σενούντα του Γ΄ , μετάφραση σε συνεργασία με τον Κόπτη μοναχό Πόλα Άμπα Μπισόι.
4. «Σημειώσεις από το υπόγειο» έργο του Φ. Ντοστογιέβσκι, μετάφραση σε συνεργασία με την Τατιάνα Ντίκο, 2003.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΕΣ
Επιμελήθηκε μαζί με τον Γ. Φέξη τη μνημειώδη έκδοση Graecolatina με αρχαία ελληνικά και λατινικά αρχέτυπα κειμένων του 16ου και 17ου αιώνα.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Ελένη Λαδιά συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Διαβάζω», «Νέα Εστία», «Ευθύνη», «Δώμα», «Νέο Επίπεδο», «Ελίτροχος», «Γραφή», «Εποπτεία», με τις εφημερίδες «Το Βήμα», «Η Καθημερινή», «Ο Επενδυτής», «Ο Ριζοσπάστης» και σε πολλές συλλογικές εκδόσεις, ανθολογίες ή επιμέλειες βιβλίων άλλων συγγραφέων.
Δημοσιεύτηκαν γι’ αυτήν πολλές κριτικές, οι σημαντικότερες των οποίων είναι:
• Από Δ. Θ. Φραγκόπουλο («Καθημερινή», 23-1-1977)
• Από Βασίλη Βασιλικό («Καθημερινή», 1977)
• Από Ι. Μ. Χατζηφώτη ( «Διαβάζω», τ. 83/14-12-83)
• Από Ανδρέα Καραντώνη («Ν. Εστία» τ. 1257/79)
• Από Απόστολο Σαχίνη («Νέα Πορεία», τ.317-320/1981)
• Από Τάκη Μενδράκο («Επίκαιρα» 19/3/1981)
• Από Ηλία Κεφάλα («Διαβάζω» τ.272/1991)
• Από Βαγγέλη Αθανασόπουλο («Σημείο»,1993-4)
• Από Μιχάλη Μερακλή («Η Λέξη», τ.151/1999)
• Από Αλέξη Ζήρα («Διαβάζω», τ.386/1998)
• Από Νατάσα Κεσμέτη («Ευθύνη», τ. 349/2001)
• Από Κωστή Παπαγιώργη («Αθηνόραμα», Αύγουστος 2003) 
• Από την Μαρία Στεφανοπούλου (μεγάλο και εμπεριστατωμένο δοκίμιο, «Νέα Εστία», Φεβρουάριος 2003), και αναρίθμητες άλλες.

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ


*Το κείμενο σταματά το 2002 και αποτελεί μια παλαιότερη, αδημοσίευτη, εργασία του ποιητή Ηλία Κεφάλα για το έργο της Ελένης Λαδιά. Την ανάρτηση κοσμεί νεανική φωτογραφία και χειρόγραφο της συγγραφέως από την συλλογή του ποιητή, καθώς και φωτογραφία του ίδιου. 

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Λογοτεχνικό αφιέρωμα στην Ελένη Λαδιά από το περιοδικό "το κοράλλι"

Με αφιέρωμα σε μια από τις πιο σημαντικές πεζογράφους μας, την Ελένη Λαδιά, κυκλοφορεί το νέο, καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Το Κοράλλι». Συγγραφείς, ποιητές, κριτικοί και φιλόλογοι γράφουν για την συγγραφέα της ελληνικής διάρκειας που συνδυάζοντας εξαιρετικά παράδοση και μοντερνισμό οικοδομεί ένα φωτεινό έργο, ακόμη κι όταν συνδιαλέγεται με το μυστήριο, έργο του μέτρου ακόμη και όταν διαχειρίζεται την υπερβολή και την έξαρση, με την αφηγηματική ασάφεια να υπηρετεί το αίτημα της ελευθερίας και της αποδέσμευσης από στείρα δόγματα. Ένα έργο με όραμα που ενώ πατά γερά στο χώμα και το αίμα του τόπου μας, αναφέρεται στην καθόλου περιπέτεια του ανθρώπου.
Στο αφιέρωμα (που περιλαμβάνει ανέκδοτο διήγημα της συγγραφέως) γράφουν οι Αλέξης Ζήρας, Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Ασημακόπουλος, Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, Πίτσα Γαλάζη, Τιτίνα Δανέλλη, Γιώργος Ζουγανέλης, Παντελής Ζωϊόπουλος, Νίκος Κατσαλίδας, Ηλίας Κεφάλας, Νένα Κοκκινάκη, Ελένα Λάζαρ, Κλάουντιου Σφίρστσι Λάουντατ, Ελένη Λιντζαροπούλου, Βασίλης Μηλίτσης, Μαίρη Πάντου, Χρίστος Παπαγεωργίου, Ιωάννης Πλεξίδας, Τούλα Ρεπαπή και Κώστας Χατζηαντωνίου.
Στο τεύχος αυτό υπάρχει όπως πάντα ξεχωριστή λογοτεχνική ύλη. Ο Τάκης Παπαγγελόπουλος μεταφράζει Seamus Heaney, ο Συμεών Σταμπουλού Gottfried Benn και ο Ανδρέας Ζούλας Hermann Hesse και Joseph Von Eichendorff ενώ δημοσιεύονται νέα ποιήματα του Χρήστου Μπουλώτη, του Βασίλη Ζηλάκου, του Στέλιου Λουκά και της Χαράς Κοσεγιάν. Στο πεδίο της αφήγησης δημοσιεύεται το δεύτερο μέρος της νουβέλας του Γεράσιμου Δενδρινού «Κουρτίνες» και νέα διηγήματα της Εύας Στάμου, του Γιάννη Παπαγιάννη, της Έρσης Λάγκε και του Βασίλη Κατσικονούρη.
Στις σελίδες της κριτικής ο Αλέξης Πανσέληνος και η Ζωή Σαμαρά γράφουν για το «Χαμένο νόμπελ» του Κώστα Αρκουδέα, η Μαγδαληνή Θωμά για τον «Αλίπλοο ουρανό» της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, η Ελένη Καπετανάκη για τον «πατέρα» του αραβικού διηγήματος Γιάχια Χάκι, ο Παναγιώτης Βούζης για το «Κρύβε λόγια» του Χρίστου Παπαγεωργίου, η Άννα Αφεντουλίδου για το «Ιατρικό παράδοξο» του Σπύρου Μπρίκου και η Κατερίνα Κούσουλα για το «Τέλος της περιπλάνησης» του Νίκου Μυλόπουλου.
Την ύλη του τεύχους ολοκληρώνουν τα δοκίμια του Χρήστου Κατρούτσου και του Δημήτρη Κομποχόλη, μια σημαντική συνέντευξη της μεξικανής συγγραφέως Ελένας Πονιατόφσκα Αμόρ στην Ανχέλικα Λόπες Γκάνταρα (μετάφραση Έλενα Σταγκουράκη), η θεατρική στήλη της Κατ. Θεοδωράτου και οι σελίδες για την ιστορία από τον Π. Σμυρναίο.
Το τεύχος αυτό κοσμούν έργα του Πέτρου Ζουμπουλάκη και συνέντευξη του ζωγράφου στην ιστορικό τέχνης Αννίτα Πατσουράκη.


Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ελένης Λαδιά: "Το Ποικιλόγραφο Βιβλίο" - Μόλις επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αρμός



της Ελένης Λιντζαροπούλου

Δεν υπάρχει λόγος ν’ απαριθμήσω τους τίτλους των κειμένων ενός βιβλίου που συγκεντρώνει τις σκέψεις και τις ιδέες της Ελένης Λαδιά σε βάθος 40 χρόνων. Η ίδια η έκδοση έχει φροντίσει γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν γίνεται να μην υπογραμμίσω το εύρος της θεματογραφίας του –από τα φιλοσοφικά και τα αρχαιογνωστικά, τις ποιητικές αναφορές και σημάνσεις, ως τις εντυπώσεις ταξιδιών και τόπων, τα θεολογικά ή θρησκευτικά ζητήματα και τα λογοτεχνικά φανερώματα– όπως δεν γίνεται και να μην επισημάνω την πρωτοτυπία των ιδεών που ξετυλίγονται και «ξεφυλλίζονται» εντός του.
Κι αν κανείς δεν βρίσκει εύκολα την πρωτοτυπία σε ένα θέμα που αφορά, ας πούμε, την προσέγγιση της «ιδιότητας» του οπαδού, είναι βέβαιο πως θα την ανακαλύψει ακολουθώντας τον βηματισμό της συγγραφέως ως την καταληκτική αλήθεια. Διότι πρωτοτυπία έχει πάντοτε η αλήθεια, αφού υπάρχει αλλά συνήθως αδυνατούμε να τη δούμε χωρίς βοήθεια ενός ακονισμένου και αποκαλυπτικού νου.
Την ποικιλία εντός του βιβλίου τη φανερώνει η ίδια η Ελένη Λαδιά με τον τίτλο και το σεμνό, αλλά και τρυφερά ειλικρινές, σημείωμά της.
Ο νους της Ελένης Λαδιά –θα μιλώ γι’ «αυτόν» ως να είναι κάτι ξέχωρο από «κείνην»– αποτυπώνεται τόσο στις ιδέες όσο και στη γραφή του Ποικιλόγραφου βιβλίου. Γραφή ξεχωριστή, γοητευτική και μεγάλη, ξεδιπλωμένη μέσα από μια ανεξάντλητου πλούτου γλώσσα, η αξία της οποίας έχει επισημανθεί από τις πρώτες κριτικές για το έργο της. Ιδέες πρωτότυπες, οι οποίες φωτίζουν και αποκαλύπτουν τόσο τα μη φαινόμενα όσο και την ουσία των φαινομένων.
Αυτό φυσικά δεν γίνεται με τρόπο διδακτικό, αλλά με την αυτονοησία της μοιρασιάς της γνώσης, της κοινωνίας της σκέψης. Εκεί λοιπόν συνίσταται και αυτό που ορίζεται ή προσδιορίζεται εδώ ως «η γενναιοδωρία ενός νου», δηλαδή στην αυτονόητη ανάγκη της συγγραφέως να κοινωνήσει την ιδέα και τη σκέψη της στους ανθρώπους.
Θα μου πείτε: Κάθε γραπτό δεν έχει αυτόν τον στόχο; Όχι! Φαινομενικά ομοιάζουν οι στόχοι των γραπτών και των γραφόντων, αλλά ο τρόπος που μέσα στον χρόνο η Ελένη Λαδιά αποτύπωσε γραπτά τις ιδέες της και τις μοιράστηκε με τους αναγνώστες αναδεικνύει την εξής, κατ’ εμέ, κυριολεκτικώς ειδοποιό, διαφορά. Δηλαδή…
Όσοι γνωρίζουν την Ελένη Λαδιά ξέρουν ότι αδυνατεί να γράψει «κατά παραγγελίαν». Τα δοκίμια, λοιπόν, οι κριτικές και τα άρθρα της έχουν γενεσιουργό αιτία την έμπνευση, τη συγγραφική και ενίοτε ποιητική σύλληψη, και όχι την επαγγελματική ενασχόληση, κι ας μιλάμε για κατ’ επάγγελμα συγγραφέα. Είναι, δηλαδή, ιδέες. Ιδέες που γεννιούνται και, για να εκπληρώσουν τον προορισμό τους, απαιτούν πιεστικά οι ίδιες να ταξιδέψουν από τον νου στο χαρτί για να χαριστούν ως γνώση.
Θα παρομοίαζα τον νου της Ελένης Λαδιά με την αγελάδα. Γαλακτοποιεί από τη φύση της και όχι επειδή επιδιώκει να κερδίσει κάτι. Δεν αναζητά ούτε καν το χάδι, ώστε να μας θρέψει. Μόνος κίνδυνος, θανάσιμη σχεδόν απειλή, το ίδιο της το γάλα, αν δεν αρμεχθεί.
Έτσι και ο νους της συγγραφέως ανήκει σ’ εκείνους που καταθέτουν το γέννημά τους στο ταμείο της σκέψης, αδιάκοπα, από εσωτερική και μόνον ορμή. Αν δεν το καταθέσουν θα μαραθούν, θα σβήσουν.
Δεν αναζητά, ο νους, αγωνιωδώς τον αναγνώστη, δεν τον καλοπιάνει, δεν του λέει μεγαλόστομες ωραιόμορφες κοινοτοπίες. Του καταθέτει απλά την αλήθεια των ιδεών που γεννά η διαρκής μελέτη, ο πνευματικός μόχθος και η αδιάκοπη σκέψη της συγγραφέως, αλλά και η αέναη αφή του όλου της παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς.
Αυτή η γενναιοδωρία του νου καθορίζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κειμένων του Ποικιλόγραφου βιβλίου. Παράλληλα, τα κείμενά του παραμένουν σημερινά και εντυπωσιακά σύγχρονα, ή καλύτερα θα έλεγα διαχρονικά, διατηρώντας τη στόφα και τον χαρακτήρα του κλασικού αλλά και του επιστημονικά ορθού, λόγω της θεματογραφίας τους, διαβαίνοντας τα στενά όρια της προσωπικής άποψης και της συγγραφικής υποκειμενικότητας και αναδεικνυόμενα σε τεκμηριωμένη αλήθεια.
Το βιβλίο αποτελεί τόσο ένα ευχάριστο και εύχρηστο εγχειρίδιο, λόγω της δομής του, όσο και ένα χρήσιμο εργαλείο γνώσης, λόγω της θεματογραφίας του. Κυρίως όμως αποτελεί ένα γλωσσικό στολίδι, ένα πολύτιμο κόσμημα από εκλεκτά κείμενα που τιμούν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική σκέψη.


ΠΗΓΗ: diastixo.gr


*Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί κολάζ της συγγραφέως 



Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι – κριτική από την Τούλα Ρεπαπή


Το ταξίδι της κιβωτού
ή
Η πόλις θα σε ακολουθεί 

Η Αλεξάνδρεια. Μια πόλη του τότε και του τώρα, γεμάτη από Ιστορία, πολέμους, έρωτα, ποίηση, ελληνικότητα, θρησκεία, γλώσσα, οικουμενικότητα, αρώματα, ταξίδια, μυστήριο, κατακτήσεις, ζέστη, ιδρώτα, μπαχαρικά, άμμο και έρημο. Μια έρημο που εξαφανίζει τα πάντα. Σαν το χρόνο. Σαν την παγκοσμιοποίηση. Μια γυναίκα χωρίς όνομα ταξιδεύει μόνη, μ' ένα πλοίο στο κεφάλι, σε διαφορετικές εποχές, με μόνο συνομιλητή της τον έρωτα. Και ένας θεός, χθόνιος και υποχθόνιος, ο Σέρεπις, γεμάτος ελπίδα και μυστικισμό. Και μετά κι άλλοι θεοί κι άλλες θρησκείες και αιρέσεις και διαμάχες και φιλόσοφοι και ποιητές, με πάνω απ' όλους και όλα ο έρωτας.

Και μέσα σ' όλο αυτό το συνονθύλευμα προβάλλει η Ελένη Λαδιά. Με δωρικότητα λόγου το κείμενό της, άλλοτε προσωπικό και άλλοτε οικουμενικό, από το σώμα καταλήγει στην ψυχή για να μπει στο σύμπαν και το χρόνο. Με σύμμαχο τη μυθολογία αναρωτιέται: τι να είναι πέρα από τα φύλα; Τι να είναι πέρα από την ψυχή, άραγε είναι ο Θεός; Είναι ο δημιουργός; Και τι είναι πέρα από αυτόν; Και όλα αυτά στην Αλεξάνδρεια που άλλοτε είναι πόλη και άλλοτε είναι πόλις και δεν ξέρεις πότε μιλά για την πόλη και πότε για την ψυχή. Άλλοτε πάλι οι πόλεις μοιάζουν με γυναίκες που άνδρες τις κατοικούν. Ενώ από το παζάρι της, που μοιάζει τόσο πολύ με τη λαϊκή αγορά της γειτονιάς, προβάλλει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Η καταστροφή της γλώσσας, η κακή κατανομή του πλούτου με την εξαγορά των δειλών και πλεονεκτών. Διαχωρίζει τον διεθνιστή από τον οικουμενιστή, δηλώνοντας παράλληλα πως εμείς οι Έλληνες είμαστε οικουμενιστές διότι σεβόμαστε γλώσσες και θρησκείες, ενώ οι διεθνιστές, ενσπείροντας το φόβο, επιβάλλουν την παγκοσμιοποίηση που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.

Η ποίηση και ο ποιητής μέσα στις σελίδες είναι υπαρκτοί άλλοτε σαν ανάμνηση και άλλοτε σαν επιθυμία. Πότε συγκεκριμένα αναφέρεται στον Καβάφη και άλλοτε το πρόσωπό του παραμένει θόλο. Έτσι που ο αναγνώστης να αναρωτιέται: «Μεγαλέξανδρος; Καβάφης; Εσύ! Και ποιος είσαι Εσύ; Είσαι η Γλώσσα; η Φιλοσοφία; Η Ιστορία; το Έθνος; η Θρησκεία; ο Χρόνος; Ή μήπως είσαι εσύ;»

Ένας έρωτας γεμάτος απώλειες, από στιγμές πού δεν βιώθηκαν ή από το χρόνο που δεν διήρκεσε. Και δεν ξέρεις για ποιο χρόνο μιλά και για ποιον έρωτα, με αποτέλεσμα να μην ξέρεις ποιος πρωταγωνιστεί, ενώ η ίδια με σκηνοθέτη το χρόνο παίζει. Γνώριμη τοποθέτησή της το παιχνίδι μαζί του, ποντάροντας άλλοτε στη ρευστότητά του και άλλοτε στο ακαθόριστο τότε που είναι πάντα παρόν.

Η Ελένη Λαδιά, σε εξήντα εννέα μόνο σελίδες, συμπυκνώνει ένα ταξίδι οικουμενικό με μόνο στόχο να διαφυλάξει την ακεραιότητα και το σεβασμό του ανθρώπου. Τέλος, οι μνήμες προβάλλουν ως η μόνη αντίσταση και παράλληλα ο θησαυρός που ο καθένας οφείλει να διαφυλάξει από το νέο θεριό της αποκάλυψης που λέγεται παγκοσμιοποίηση, κάνοντας το πλοίο στο κεφάλι να αναδεικνύεται ως η κιβωτός εντός της οποίας πρέπει όλα να διασωθούν.

Σαν ανάμνηση; Ίσως.

Εκδοτικός Οίκος: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Συγγραφέας: Ελένη Λαδιά
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN
978-960-05-1269-4
Σελίδες: 69

Κριτική για την Ταραντούλα από την Τούλα Ρεπαπή


Όποιος δεν χορεύει, αγνοεί το γινόμενο

Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: "Χάλκινος ύπνος", "Αποσπασματική σχέση", "Η θητεία", "Τα άλση της Περσεφόνης", "Η Χάρις", "Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι". Έχει τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό βραβείο (1981) για τη συλλογή "Χάλκινος ύπνος" και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την "Ωρογραφία" (1999), όπως επίσης και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα "Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι". Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα σλοβενικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και στα σερβικά.

Στο βιβλίο της με τον τίτλο «Ταραντούλα», ο Ευμένης, συγγραφέας, αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στο χωριό, κουρασμένος από τη συγγραφή και τη ζωή. Μαζί του έχει βιβλία για τις αιρέσεις, το ημερολόγιο της φίλης του Στρατονίκης και στο μυαλό τη σκέψη με αυτό το υλικό να γράψει το τελευταίο του μυθιστόρημα. Όμως το περιβάλλον του χωριού και μερικοί ιδιόρρυθμοι κάτοικοί εισχωρούν και αυτοί στις σελίδες του βιβλίου, αποτυπώνοντας και τη δική τους ζωή.

Η Ελένη Λαδιά το βιβλίο αυτό το χωρίζει εσωτερικά σε δύο παράλληλα βιβλία. Το ένα ονομάζεται «Η Λογική των ανθρώπων» και το άλλο «Ταραντούλα». Στο πρώτο, φέρνει σε αντιδιαστολή τη λογική με την πίστη, παρουσιάζοντας τα διάφορα ρεύματα θεολογικών ερμηνειών, τις αιρέσεις δια μέσου των αιώνων, δηλώνοντας συγχρόνως πως το σύμπαν είναι Πανθεϊστικό και δεν φτιαχτήκαμε από κανένα, αφού πάντα υπήρχε. Στο δεύτερο, με πρωταγωνιστή τον Ευμένη, το βιβλίο της Στρατονίκης και τη ζωή στο χωριό, προβάλλει μέσα από τη ζωή των ηρώων την αιρετικότητα της ίδιας της ζωής. Αφηγητής, η δημιουργός.

Ποια σχέση και παραλληλία μπορεί να έχει το βιβλίο των αιρέσεων «Η Λογική των ανθρώπων» μέσα στο μυθιστόρημα «Ταραντούλα»; Ποιος πλέκει τον ιστό του για να πιάσει τον άλλον, ακόμη και τον αναγνώστη; Και γιατί επέλεξε την Ταραντούλα; Μήπως επειδή αντέχει στο χρόνο; όπως το σύμπαν και όπως η πίστη προς το Θεό;

Η συγγραφέας, μέσα από ένα μείγμα ελληνικής μυθολογίας, φιλοσοφικών ρευμάτων, χριστιανισμού, αιρέσεων και περιστατικών της ζωής καθημερινών ανθρώπων του χωριού και των πόλεων, χτίζει δύο παράλληλα σύμπαντα: το θεολογικό με τις αιρέσεις και το ανθρώπινο. Στο θεολογικό, φέρνει για μια ακόμη φορά τον εαυτό της αντιμέτωπο με την πίστη και τη λογική, στην ύστατη ίσως προσπάθειά της να εισχωρήσει στην πίστη ή να παραμείνει στη λογική. Στο ανθρώπινο, σαν ταραντούλα κεντρίζει τους ήρωες και πλέκει τον ιστό της, αιχμαλωτίζοντας και προδιαγράφοντας όχι μόνο τις κινήσεις αλλά και τις σκέψεις τους. Έτσι οι Ευμένης, Διονύσης και Σταμάτης εκφράζουν τις περί Θεού ιδέες της, διαχωρίζοντας τη θρησκεία από τη θεολογία, ενώ την άποψή της για την ζωή, την εκφράζει η Στρατονίκη που βιώνει την αιρετικότητα του έρωτα, ενώ συγχρόνως ανακαλύπτει την ποιητικότητα της ζωής. Επιβεβαιώνοντας την συγγραφέα η οποία αναφέρει, πως ακόμη και όταν η ζωή σε γελοιοποιεί και σε κατεβάζει στο βάθος της ύπαρξης σου, το κάνει για να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου.

Ωστόσο, ένα φονικό στο χωριό, σαν του Κοεμτζή, από έναν άγιο άνθρωπο, καταγράφει τη συνύπαρξη και σύγκρουση του καλού και του κακού στην ανθρώπινη φύση, που επιφέρει τον θάνατο. Και καταλήγει στο συμπέρασμα, πως όταν ο ανθρώπινος εγκέφαλος, που είναι δημιούργημα της μεγάλης έκρηξης, καταφέρει να ελέγξει το θάνατο, τότε το ανθρώπινο ον θα αγγίξει την αιωνιότητα και την θεοποίησή του.

Ίσως, αυτή είναι η ελπίδα και η πίστη της συγγραφέως: η θεοποίηση του ανθρώπου.
Η Ελένη Λαδιά, με χρήση γλώσσας που φοράει τα καλά της και υπενθυμίζει τον πλούτο της, συγχωνεύει το δοκίμιο με το μυθιστόρημα με τρόπο μοναδικό, διδάσκοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη, ταυτόχρονα. Στο μυθικό αλώνι των σελίδων της, αφήνει ιδέες και ήρωες να στήσουν χορό και η ίδια, όπως κάθε δημιουργός, στέκει από μακριά αφήνοντάς τους ελεύθερους ,να σύρουν τα βήματά τους.

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας 
Συγγραφέας: Ελένη Λαδιά
Κατηγορία Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN
978-960-05-1385-1
Σελίδες
237


Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

"Οι Θεές" της Ελένης Λαδιά, κριτική από την Τούλα Ρεπαπή

Μπορεί εσύ να είσαι αιώνιος

κι ο θάνατος μια φαύλη ιστορία.

«Ο φυσιολογικός άνθρωπος ξεχνά. Ο συγγραφέας και το όνειρο ποτέ». Έτσι ξεκινά το βιβλίο της Ελένης Λαδιά με τον τίτλο Οι θεές, κάνοντας τον αναγνώστη ευθύς αμέσως να ερωτά: και ποιες είναι αυτές οι θεές, που ένας συγγραφέας δεν ξεχνά; Ή, μήπως, όσα θέλει η συγγραφέας να μας διηγηθεί είναι κάτι που στα όνειρά της πλέον συναντά; Και το όνειρο, όταν δεν ξεχνά τι είναι εφιάλτης; Ενώ η ρήση του Γιουνούς Εμρέ, που έχει θέση επικεφαλίδας στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, «…κι ο θάνατος μια φαύλη ιστορία», προετοιμάζει τον αναγνώστη για κάτι το ακαριαίο, αμετάκλητο κι αιώνιο που θα ακολουθήσει, «με τη συμπαντική μνήμη, τη μνήμη του κόσμου ή του Θεού, να γίνεται ο ρυθμιστής της δικαιοσύνης ή, καλύτερα, να γίνεται η ανταπόδοση του καλού και του κακού». Ωστόσο, η ατομική μνήμη παραμένει η πηγή μέσα από την οποία θα αναδυθεί/ξαναγεννηθεί στο έργο Οι θεές, η Αρετή, η μητέρα της Έλλης.

«Έλα, κοριτσάκι μου, καλώς ήρθες στον κόσμο», άκουσε η Έλλη τη φωνή της να καλοδέχεται τη γέννηση της μάνας της. Έτσι αρχίζει η εξιστόρηση της παιδικής ζωής στο χωριό της. Πολύ αργότερα η Έλλη, μεσήλικη πλέον, ξαπλωμένη στη γη, μέσα από τη μνήμη της γεννούσε τη μάνα της νιώθοντας τους ίδιους πόνους τοκετού στο σώμα και το μυαλό της. Πόνους για την απώλειά της. Τον θάνατό της. Κατά τη διάρκεια αυτού του «τοκετού», οι ρόλοι κόρης και μάνας αλλάζουν συνεχώς και, ενώ τα πρόσωπα παραμένουν τα ίδια, έρχονται οι έννοιες και απλώνονται, και μοιάζει σαν να μην είναι στις σελίδες αυτές οι μόνες ηρωίδες, αλλά σαν να είναι ένα ολόκληρο κράτος, ή καλύτερα σαν να είναι το Σύμπαν. Σαν να είναι ο Χρόνος! Άχρονος και αιώνιος.

Το βιβλίο μέσα στις σελίδες του εμπεριέχει κι ένα άλλο βιβλίο. Διαδοχικά, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Γνώριμη συνήθεια της Ελένης Λαδιά –το έχουμε συναντήσει και στην Ταραντούλα– έτσι, έχουμε την εξιστόρηση της Έλλης και ένα συνεχώς εμβόλιμο κεφάλαιο, σαν χορός αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, να ακολουθεί με τον τίτλο «Το έλεγαν οι Μπάμπες», προσθέτοντας συνεχώς, άλλοτε παγανιστικές, άλλοτε μυθολογικές, άλλοτε πάλι ιστορικές ερμηνείες και καταγραφές, επιχρίοντας το κείμενο με τον χρόνο, ο οποίος καταγράφεται μέσα από την εξέλιξη του μύθου και τη ζωή των ηρωίδων. Ένα από τα παιγνίδια της μικρής Αρετής στο χωριό με τις φίλες ήταν ο χορός στο χοιροστάσιο μετατρέποντάς το σε χοροστάσιο. Χόρευαν, σάμπως ρυθμός και βήματα να υπήρχαν από πάντα μέσα τους. Στο DNA τους. Αλλού, πάλι, όπως ακριβώς στην τελετή της Περπερούνας, το κοριτσάκι που ντύνεται με πρασινάδες και αγριόχορτα και χορεύει ραντισμένο με νερό προκαλώντας τη βροχή, είναι και πάλι η μικρή Αρετή.

Με παράλληλες ιστορίες, όπου η μυθολογία διασταυρώνεται με τη λαογραφία, αφήνοντας ταυτόχρονα χώρο για το παραμύθι, την Ιστορία και τη ζωή, η Ελλάδα παρελαύνει. Άνθρωποι απλοί, άγριοι μεταξύ τους και μέσα τους, αγωνίζονται να επιβιώσουν απαρτίζοντας μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με την αφήγηση της συγγραφέως, δεν υπάρχει μόνο το γενεαλογικό δένδρο της Έλλης, αλλά απεικονίζεται ανάγλυφη η Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, από το 1940 μέχρι σήμερα. Τα κεφάλαια, αν και μεταξύ τους διαφορετικά, έχουν συνοχή με συνδετικό κρίκο την αγάπη, τον θάνατο και τη ροή του χρόνου. Ταυτόχρονα, λαογραφικές συνήθειες δίνουν τις χαρακτηριστικές πινελιές εκείνης της εποχής, ενώ η γλώσσα δίνει τη δική της μάχη για ν’ ανταποκρίνεται γλαφυρά στην κοινωνική τάξη των ηρώων. Οι Μπάμπες, σαν σοφές, ήξεραν κάθε γιατροσόφι και κάθε παγανιστικό, όπως επίσης ήξεραν πολύ καλά τη μυθολογία και την Ιστορία. Κι η Ελένη Λαδιά, επίσης!

Η αφήγηση, ιστορικά σωστή και αφοπλιστικά περιγραφική, στοργική, τρυφερή και ανθρώπινη, κάνει το κείμενο να κυλά σαν γάργαρο νερό, που ενώνεται όμως με παραποτάμους από δάκρυα. Ως προς το κείμενο και τη δομή του, αν και διατηρείται η αρχιτεκτονική των πρώτων βιβλίων της Ελένης Λαδιά, με τα γνωστά της θέματα, Ιστορία, φιλοσοφία, μυθολογία, να πρωταγωνιστούν, τώρα, σε αυτό προστίθεται μια πολύ πιο ανθρώπινη χροιά. Μοιάζει, στα χρόνια που κύλησαν η συγγραφέας να εστιάζει στον άνθρωπο –όπως έκανε πάντα, εξάλλου– αλλά με ένα άλλο βλέμμα. Αυτό που αποκτά κανείς όταν έχει βιώσει τον έρωτα και τον θάνατο. Όταν έχει ζήσει τις αγάπες και τους έρωτες που έρχονται και παρέρχονται, όπως και τις απώλειες αγαπημένων ανθρώπων, εν προκειμένω της μάνας. Σε αυτό το βιβλίο μπορώ να πω πως υπερτερούν: το ανθρώπινο στοιχείο και η αγωνία του ανθρώπου για το άγνωστο του θανάτου, δίνοντας ακόμη μια φορά την ευκαιρία στη συγγραφέα να βαδίσει μεταξύ δύο κόσμων και να βρεθεί ταυτόχρονα ανάμεσα σε δύο παράλληλα σύμπαντα.

Η Ελένη Λαδιά, στο πηγάδι της έμπνευσης και του θανάτου, όπως τότε η Δήμητρα στο φρέαρ της Ελευσίνας, θρηνεί σιωπηρά. Της το ’λεγε συχνά η μάνα της: «Αυτός κλαίει με ήσυχα κλάματα, μορφωμένα!». Έτσι σιωπηρά θρηνεί και η συγγραφέας –εμφανώς μόνο σε λίγες αράδες του βιβλίου– ενώ ένας υπόγειος πόνος διατρέχει κάθε σελίδα του. Κι η συγγραφέας προσθέτει: «Όταν είσαι δυστυχής μικραίνεις, συσπειρώνεσαι και μπορείς να ζεις σε τόσο μικρό χώρο, σαν να ζεις σ’ έναν υπέργειο τάφο, αν κι η δυστυχία σου μοιάζει να μην χωρά πουθενά. Ούτε εσύ!». Θυμάται το βλέμμα της μάνας της, τότε που δόθηκε ο αργαλειός της – υπήρχε αυτή η θλίψη, όταν ξέρεις ότι κάτι που αγαπούσες πολύ το χάνεις για πάντα.

 Οι θεές είναι ένα βιβλίο με πολυεπίπεδη γραφή, όπου γνώσεις, αφηγηματική τεχνική και πλοκή συνδυάζονται αριστουργηματικά για να καλύψουν τον πόνο του θανάτου. Εξοικειωμένη δε στα βιβλία της να συνθέτει την πλοκή του μύθου της με στοιχεία Ιστορίας, μυθολογίας, φιλοσοφίας, παγανισμού και ζωής, η Ελένη Λαδιά επιλέγει να γράψει το πιο τρυφερό της βιβλίο, που το απλώνει σαν παραμύθι – θέλοντας, ίσως, να ξανακούσει τα παραμύθια που τότε, παιδάκι, της έλεγε η μαμά της.

Αναδημοσίευση από εδώ: http://www.lesvosnews.net

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Ποταμίσιοι Έρωτες, κριτική της Τούλας Ρεπαπή

Στο ποτάμι του μύθου
ή
«Μοίρα προδιαγεγραμμένη, ένα γνώριμο
πεπρωμένο»
Ελένη Λαδιά 


Η Ελένη Λαδιά στις σελίδες του βιβλίου «Ποταμίσιοι έρωτες» καταγράφει τη ζωή ενός συνόλου ανθρώπων μέσα από ένα μείγμα μυθολογίας, θρησκείας, παγανισμού. Κάτι ανάμεσα στο παράδοξο, το αληθινό και το εξωπραγματικό. Στην αρχή η συγγραφέας προβληματίζεται πώς να αρχίσει την αφήγηση των τεσσάρων γυναικών: της γιαγιάς Φωτεινής και των τριών εγγονών, της Αργυρώς, της Κλειώς και της Λητώς. Τελικά διαλέγει ν' απλώσει παράλληλα τις ιστορίες όλων, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, δίνοντας μια τετραδιάστατη εικόνα στον αναγνώστη.

Κυρίαρχο ρόλο στην πλοκή του έργου παίζει ένας ποταμός. Διατρέχει τη ζωή και τα όνειρα των ηρωίδων διαμορφώνοντάς τα κατά κάποιο τρόπο. Μερικές φορές μετατρέπεται σε καταφύγιο, άλλοτε σε εραστή και τέλος γίνεται αιτία κάθαρσης. Οι ηρωίδες, προεκτάσεις μυθολογικών προσώπων, κι όπως θα ʾλεγε ο Eric Berne χωρίς αυθεντικές σχέσεις, δρουν μέσα στις σελίδες του βιβλίου κουβαλώντας καθεμιά τους το ψυχολογικό βάρος ενός συγκεκριμένου δραματικού τριγώνου, σύμφωνα με το οποίο αναγκάζονται να παίζουν και να εναλλάσσονται στους τρεις ρόλους του Σωτήρα, του Διώκτη και του Θύματος σ' ένα χρόνο αδιαφοροποίητο, όπου δεν είναι ευδιάκριτο το χθες από το τώρα.

Η ζωή τους, εγκλωβισμένη σε αποσπασματικές εικόνες, ξεδιπλώνεται μέσα από θεϊκές, μυθολογικές και παγανιστικές ταυτίσεις. Μοιάζουν να βασανίζονται από τη δυαδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς μέσα στην αλαζονεία τους ξεπερνούν το μέτρο, βλασφημούν, ονομάζουν εαυτούς θεούς, εισπράττοντας την ανάλογη τιμωρία. Η Φωτεινή ταυτίζεται με τη μυθολογική βασιλοπούλα Τυρώ –κόρη αυστηρού πατέρα, σκληρής μητριάς– και ερωτεύεται τον ποταμό με πάθος. Εκεί, τελείως γυμνή, μεταμορφώνεται από κορίτσι σε πανάρχαιο γυναικείο πρότυπο και ενώνεται σωματικά και ψυχικά μαζί του. Το παιδί που γέννησε αυτή η ένωση ξεψύχησε στην κοίτη, μένοντας δίπλα στον πατέρα του, σαν το μυστικό ενός ποταμίσιου έρωτα. Έρωτας που στοιχειώνει τη Φωτεινή, η οποία με τη σειρά της στοιχειώνει το ίδιο της το σπίτι.

Χρόνια μετά, οι εγγονές, συμμετέχοντας όχι μόνο στην κληρονομιά αλλά και στην Ουσία και στα κύτταρα Μνήμης με την προμάμμη τους τη Φωτεινή, το επισκέπτονται κι απορροφούν τους κραδασμούς της που τότε διαπότισε το σπίτι και σκόρπισε στον αέρα του. Εκεί ζωντανεύουν και οι δικοί τους ανεκπλήρωτοι και άτολμοι έρωτες. Οι αναμνήσεις τους μπλέκονται με μυθολογικά συμβάντα, ενώ τα κομματιασμένα τους όνειρα γίνονται εφιάλτες. Θρυμματισμένες οι ζωές τους καθαγιάζονται, βουτηγμένες στα νερά της μνήμης τους. Όλες γίνονται σταγόνες αυτού του αιώνιου ποτάμιου έρωτα που άλλοτε χαίρονται στα νερά του και άλλοτε πνίγονται σε αυτά.

Στις σελίδες του βιβλίου οι ηρωίδες παλεύουν σαν μέγαιρες, επαναστατημένες, τριχοτομημένες ή υποταγμένες στη μοίρα. Μόνες απέναντι στο θεριό που λέγεται άντρας ή ζωή και με κύριο καταφύγιο το νερό, παραμένοντας ως το τέλος ερεβώδεις μορφές του Βυθού και της Τρέλας,. Ταυτόχρονα η μοίρα παίζει σημαντικό ρόλο: «Μοίρα προδιαγεγραμμένη, ένα γνώριμο πεπρωμένο». Μοιάζουν σφραγισμένες, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα, παραδείγματα προς αποφυγήν, λειψές και αταίριαστες, όπου μετριούνται αρνητικά με την τύχη τους, και σαν να επανέρχονται στη ζωή για να παίξουν τους ίδιους ρόλους, για να κάνουν τα ίδια λάθη.

Η Ελένη Λαδιά μας έχει συνηθίσει στη θεοποίηση αρχέτυπων συμβόλων όπως το νερό. Εδώ με τη μορφή ενός μυητικού ποταμού δηλώνεται ο Έρωτας και η Ζωή. Με τη βροχή δηλώνεται ο θάνατος, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί σημείο κάθαρσης, ενώ ο ποταμός, με τη σκοτεινή του όψη, υπενθυμίζει πως το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Η συγγραφέας συμβουλεύει: «Μην μπεις στη σκοτεινή πλευρά κάποιου». Είναι όμως αυτό εφικτό; Ή μήπως αυτό το οποίο μας έλκει περισσότερο είναι η σκοτεινή πλευρά των άλλων και του εαυτού μας;

Ο κόσμος τον οποίο δημιουργεί εμφανίζεται τόσο οικείος που θα ʾλεγε κανείς πως οι ήρωες αποτελούν δικά της κομμάτια. Ωστόσο όλοι διατηρούν τις Μυθικές Ουσίες και καταβολές τους. Η ιστορία τους θα μπορούσε να είχε συμβεί στην αρχαιότητα, στο Μεσαίωνα ή στις αρχές του 20ού αιώνα, μόνο οι παρεμβολές των ειδήσεων σε τοποθετούν στο σήμερα. Στο χρόνο αφήγησης Άνθρωποι, Μνήμες και Νερό, ρευστά και πρόσκαιρα συνυπάρχουν, ενώ τα γεγονότα προϋπάρχουν και θα υπάρχουν αενάως, δηλώνοντας την επαναληπτική ροή της εμφάνισης των πράξεων ή τη θεατρική κυκλικότητα της ζωής. Και ο δυνάστης χρόνος, πρωταγωνιστής, αναπαράγει τα γεγονότα και τα καταχωρεί σαν μνήμες. Χρόνος και νερό ρέουν, εμπλέκουν και καθαγιάζουν τα πάντα χωρίς αρχή και τέλος.

Η Ε. Λαδιά, με λόγο μεστό και απέριττο, ενώ μοιάζει να ωθεί το μυθιστόρημα σ' ένα τέλος, το μεταθέτει στο επόμενο κεφάλαιο συνεχώς κι επανέρχεται για να μπει όλο και πιο μέσα στα γεγονότα, εμβαθύνοντας/ αναλύοντας τις αιτίες και τις ρίζες τους, δημιουργώντας έτσι ένα επαναλαμβανόμενο σαν κύμα Τέλος.

Εκδοτικός Οίκος: ΕΣΤΙΑΣ
Συγγραφέας: Ελένη Λαδιά
Κατηγορία
Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN
978-960-05-1014-0
Σελίδες 216

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Η Τούλα Ρεπαπή γράφει για το "Φρειδερίκος και Ιωάννης" της Ελένης Λαδιά

"Ουράνια Θεωρήματα"
          Ή
  Φιλεπίστροφα πάθη

Η Ελένη Λαδιά, σε μια εποχή «που όλα έχουν χαθεί», πλημμυρισμένη από ενοχές και απώλειες, διωγμένη, αφήνει τα πάντα πίσω της και σ΄ ένα νοικιασμένο, άδειο σπίτι εγκαθίσταται με μόνη συντροφιά τις άγνωστες ακόμη μικρορωγμές των τοίχων. Τις δικές της, τις ήξερε.Μια μέρα, σ’ ένα ράφι φτιαγμένο από πακέτα τσιγάρων, ακουμπά το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Φρειδερίκου Νίτσε. Τον διάλεξε για δύο λόγους.  Αυτός δεν ήθελε μαθητές και της ίδιας της άρεσε να φεύγει. Στις σελίδες του ζητά καταφύγιο και διέξοδο στην σκέψη της μεγάλης απώλειας και όταν ανακαλύπτει πως έχει ήδη ζήσει την πιο μεγάλη στιγμή στη ζωή της, αντικρίζει τα πάντα περιφρονώντας την ασημαντότητα τους.Όλα παίζονται σε μια καθοριστική στιγμή. Αυτό συνειδητοποιούσε και συμφωνούσε με τον Νίτσε, που αναιρούσε όσα της είχε πει, σαν η αντίφαση του να ήταν μια άλλη προσέγγιση για να ολοκληρωθεί το σύνολο. Άλλωστε, όσες περισσότερες φορές ανεβοκατέβεις στον Άδη τόσο πιο πολύ μειώνεις την απόσταση και καταλήγεις πως τα δύο είναι το ένα και το αυτό.Η ηρωίδα βρίσκει την μοναξιά εξίσου επικίνδυνη με την ελευθερία, την πίστη ή την υποταγή και φοβάται μην γίνει πλάνη και την μετατρέψει σε ασκητή. Φόβος που της γεννιέται από τον ίδιο το Νίτσε, που σαν ακροβάτης υπερπήδησε τον εαυτόν του, κινδυνεύοντας η άβυσσος να καταπιεί το Νου του. Όπως και έγινε. Αυτήν την υπέρβαση θέλει και η συγγραφέας. Να τα αναγνωρίσει όλα,  να τα αμφισβητήσει, να αναιρέσει  την βάση και την ουσία τους, κάνοντας  ένα βήμα μπρος και δέκα πίσω. Κάπου φωνάζει και η ίδια πως «ο Θεός πέθανε». Ίσως θέλοντας να τον κατηγορήσει γιατί δεν την προστάτεψε από την μεγάλη απώλεια. Και όταν όλα έχουν χαθεί με ποίον άλλον να συνομιλήσεις εκτός από αυτόν που μίλησε για τον Θεό;Δέχεται το πεπρωμένο. Την ειμαρμένη. Την αιώνια επιστροφή  των  Προσωκρατικών ή την κυκλική κίνηση του Εμπεδοκλή, την ανελέητη διαδοχή, όπως οι κυκλικοί τοίχοι που είναι καμωμένοι από ευθείες, σαν το παράδοξο του Ζήνωνος για το βέλος που παραμένει ακίνητο κατά την διάρκεια της κίνησης του.Όταν πλέον αρχίζει το σώμα της να αντιδρά αναζητώντας τη ζωή, τότε συναντά την ταύτιση του Νίτσε με την συμπαντική  αντίληψη των  Προσωκρατικών. Και  αποχαιρετώντας τον Νίτσε, επιδιώκει την «Αιώνια Επιστροφή» πλημμυρισμένη από χαρά και ευφορία, διότι αξίζει το αποτέλεσμα της  αγάπης στο πεπρωμένο.Και τότε ο Ιωάννης ο Συναίτης της Κλίμακος γίνεται το στήριγμά της για την επιστροφή. Και ερωτά «πως να μείνω στο βουνό με τον Φρειδερίκο, όταν δεν έχω κανέναν σκοπό;» «Πως να μείνω κοντά στον Ιωάννη  ακολουθώντας την κλίμακα που οδηγεί στον Θεό, όταν δεν πιστεύω;» Έτσι φέρνει σε αντιδιαστολή τους δύο. Απορρίπτει και την παρουσία του «Γέροντα» εξομολογητή. Αναιρεί όμως και τον εαυτόν της, βρίσκοντας δικαιολογίες για την επιστροφή της στον κόσμο. Έτσι με μία επίσκεψη στο Ναό της Δήμητρας, συμβιβάζεται αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα των Θεών για μια προσευχή στο Σύμπαν από την ανθρωπότητα, δεν αναγνωρίζει όμως και την ύπαρξη τους.Το πένθος την είχε οδηγήσει στον Φρειδερίκο και τον Ιωάννη. Διάλεξε τον Νίτσε γιατί πρέσβευε πως ο Θεός πέθανε και έψαχνε στα βουνά να βρει τον Υπεράνθωπο, ενώ ο Ιωάννης ο Σιναίτης πίστευε πως ο Θεός υπάρχει και πήγε στα βουνά για να ζήσει μόνο μαζί του. Συνομιλεί μαζί τους, μάχεται τον εαυτόν της χωρίς έλεος και χωρίς να καταλήγει σε κανένα συμπέρασμα. Τελικά, ομολογεί πως όλες οι σκέψεις της ήταν ένα σαθρό αποτέλεσμα μιας ρευστής διάθεσης, κατεβαίνει από τα όρη, τους βάζει στο ράφι, επιστρέφει στην καθημερινότητα και γίνεται ένα κομμάτι της ανθρωπότητας.Ένας υπόγειος πόνος διατρέχει τις σελίδες, που τον έχω συναντήσει σε πολλά βιβλία της Ελένης Λαδιάς και μου είναι πλέον γνωστός. Αυτό το θολό και αιώνιο που βγαίνει μεταφέροντας τον αναγνώστη στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, με αποτέλεσμα να μη  ξέρεις αν συνομιλεί με την «απώλεια», τον Νίτσε, τον Ιωάννη, τον Θεό, ή τον εαυτό της. Με χρήση γλώσσας κεκοσμημένη με σπάνιες λέξεις, τόσο όμορφη και τόσο κομψότατα θλιμμένη σαν επιτάφιος, θρηνεί με αξιοπρέπεια τη μεγάλη απώλεια που δακρύζεις γιατί δεν μπορεί να κλάψει η ίδια. Όταν καταφέρει στο τέλος να ξεσπάσει σε δάκρυα γεννά έναν άλλον εαυτό και δυνατή επιστρέφει  στον κόσμο. Ο,τι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς.

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

De Profundis ή «Το τυχαίο, είναι η φοβερότερη όψη του Θεού», κριτική της Τούλας Ρεπαπή για τον Ονειρόσακκο της Ελένη Λαδιά


Και ένα πρωί ξυπνά και το μικρό της διαμέρισμα δεν χωρά την πληθώρα των ονείρων της. Στα χρόνια που πέρασαν, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τώρα, ταξινομήθηκαν από μόνα τους, αναπαράχθηκαν, άλλα κλαψουρίζουν ακόμη και άλλα την κοιτούν κατάματα, θεωρώντας την υπεύθυνη για το ότι βρίσκονται ακόμη στο ράφι. Στην αναμονή. Άλλα δεν άντεξαν τη δοκιμασία του χρόνου και εξέπνευσαν. Άλλα πάλι, εξόριστα από την πραγματικότητα, έγιναν εφιάλτες. Δέσμια των ονείρων της, το πήρε απόφαση, και ένα πρωί τα έβαλε σε ένα σάκκο, τα έδεσε με σκοινί πολύ σφιχτά και τα πήγε με το αυτοκίνητο να τα πετάξει στον γκρεμό. Στη διαδρομή άκουσε λυγμούς να έρχονται από τον σάκκο. Ήταν και το τραγούδι που έπαιζε. Πόσα όνειρα είχε κάνει τότε, τότε που ήταν το κέντρο του κόσμου! Έφτασε και τα πέταξε όλα στον γκρεμό. Και ξαφνικά ένα όνειρο γεννήθηκε. Να ζει πια χωρίς όνειρα!

Με αυτό το διήγημα ξεκινά η Ελένη Λαδιά την αφήγησή της και ακολουθούν και άλλα δώδεκα. Όλα έχουν συνοχή και εξέλιξη μεταξύ τους, αλλά και μέσα τους. Η επίσκεψή της δε στο πατρικό της σπίτι ζωντανεύει τα παιδικά της χρόνια και σαν να ζει σε δύο σύμπαντα συναντιέται με τα φαντάσματα των προγόνων της. Του πατέρα της ιδιαίτερα.

Η Ελένη Λαδιά πρώτη φορά τραβά την αυλαία και αφαιρώντας όλα τα προσωπεία των ηρώων της που κατά καιρούς φόρεσε και περπάτησε στις σελίδες της, μας υποκλίνεται και αποκαλύπτεται. Μαγική και Θεϊκή με όλους τους πόνους να την κατατρώγουν σαν όνειρα, ενύπνια, εφιάλτες, φαντάσματα, οράματα, θαύματα, οπτασίες, έρωτες, χρησμοί, δαίμονες και δαιμόνια.

Ο εξοικειωμένος με τους ήρωές της αναγνώστης τούς αναγνωρίζει όλους, εκτός μερικών που προτίμησαν να μείνουν κολλημένοι στις σελίδες της. Περισσότερο όμως αναγνωρίζει αυτόν τον βαθύ υπόγειο πόνο που με τόση αξιοπρέπεια και δωρικότητα ξέρει να εκφράζει για την ίδια. Για τον Άνθρωπο. Πολεμά για το αυτεξούσιο της ύπαρξής της/του και για την ορθότητα ή όχι της πίστης προς τον Θεό. Μαγεύεται από τον Νείλο και τη Θάλασσα συμπληρώνοντας πως γίνονται από ανθρώπινα δάκρυα. Και αναφέρεται στον τρόμο, για τον τρόμο του Θανάτου, που βασανίζει τον άνθρωπο. Άνθρωποι ατελή όντα, συμπληρώνει.

Κινείται διάφανη, σαν το φάντασμα του Νικηφόρου, της Αλεξάνδρας, από το Πανδοχείο η Χάρις, της Φωτεινής, από τους ποταμίσιους έρωτες, της γυναίκας με το πλοίο στο κεφάλι, της Ταραντούλας, αποκαλύπτεται και τώρα την αγαπάμε πιο πολύ. Οι ήρωές της αναζητούν τον Θεό ενώ η ίδια ακόμη αμφισβητεί την ύπαρξή του, τη μετά θάνατο ζωή και τον Παράδεισο. Ροκάνιζαν την ψυχή της όσο ήταν εν ζωή και γι’ αυτό έγραφε. Έπλαθε έναν άλλο κόσμο για να αντέχει αυτόν της πραγματικότητας. Και όμως τους βλέπει .Πεθαμένοι από χρόνια. Φαντάσματα πια. Φάντασμα κι αυτή. Στις συναντήσεις της μαζί τους μειώνει την απόσταση κατεβαίνοντας συνεχώς στον Άδη. Μέχρι να γίνουν οι δύο κόσμοι ένα.

Ένα βιβλίο γραμμένο για τους κόσμους των ονείρων, των ενυπνίων και της πραγματικότητας. Για την τυχαία συνάντηση των γραμμών που ενώνουν τους δύο κόσμους. Της αρέσει να βαδίζει ανάμεσά τους. Ή καλύτερα σε έναν κόσμο που μυρίζει κλεισούρα και παρελθόν.

Η Ελένη Λαδιά, μοναδική στη γραφή των διηγημάτων, προσεγγίζει τα προσφιλή της θέματα κάθε φορά από άλλη οπτική γωνία με αποτέλεσμα ο πιστός της αναγνώστης, αν και πατά το ίδιο μονοπάτι –της Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Θρησκείας–, να αλλάζει τον βηματισμό του για να συγχρονιστεί μαζί της και να δει και πάλι τον κόσμο αλλοιώς.

Με γλώσσα που μαγεύει, που θυμίζει τον πλούτο και τις ρίζες των λέξεων, που φορούν τα καλά τους και παρελαύνουν στις προτάσεις της απαστράπτουσες. Ταυτόχρονα, με συμπαγή γραφή και επιλεγμένες λέξεις με βάθος και ευρυχωρία ερμηνειών, τα κείμενά της κοσμούν την ελληνική λογοτεχνία. Λάμπουν στην ταχύτητα και την προχειρότητα της εποχής που ζούμε. Πόσες έννοιες, ιδέες, τοποθετήσεις σε μία πρόταση! Μόνο η Ελένη Λαδιά το καταφέρνει αυτό, χωρίς να κουράζει.

Ένα βιβλίο σπάνιο. Από αυτά που πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία, για την έμπνευση, τις ιδέες, τις γνώσεις, το ήθος και πολύ περισσότερο για τη μαγεία, τον πλούτο, το κάλλος της ελληνικής γλώσσας και την τέχνη της γραφής

Εκδοτικός Οίκος: ΕΣΤΙΑΣ
Συγγραφέας: Ελένη Λαδιά
Κατηγορία
Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN
978-960-05-1552-7
Σελίδες
137


Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Πανδοχείον η Χάρις ή Ένα μυητικό ταξίδι, γράφει η Τούλα Ρεπαπή


Στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά με τον τίτλο «Η Χάρις», η Αλεξάνδρα, η ηρωίδα του βιβλίου, ξεκινά για ένα ασυνήθιστο ταξίδι.
Στη διαδρομή, η βροχή τής εμποδίζει την ορατότητα και ζητά καταφύγιο στο Πανδοχείο «Χάρις» που συναντά τυχαία. Την υποδέχονται η σεβασμία Ουρανία και ο πιστός Ανδροκλής. Της ζητούν τα στοιχεία της, προσθέτοντας παράλληλα πως ταυτότητα και υπογραφή είναι άνευ σημασίας. Της παραχωρούν, όπως συνηθίζουν για κάθε ένοικο, ένα δωμάτιο σαν μήτρα που δεν έχει χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλον πριν και την επομένη ο Ανδροκλής την οδηγεί σε μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, σαν μια αίθουσα διασκεπτηρίου ή μνήμης. Εκεί υπάρχει μόνο ένα τετράδιο όπου οι ένοικοι καταγράφουν το σημαντικότερο γεγονός της ζωής τους. Οι αυστηροί κανόνες του τελετουργικού δεν παραβιάζονται από κανέναν, την ενημερώνει ο Ανδροκλής. Η Αλεξάνδρα αποτυπώνει το αιώνιο ερώτημα.« Ποιος είμαι; Πού πάω; Από πού έρχομαι;» Και έτσι της επιτρέπεται να συναντηθεί με τους υπολοίπους για να επιτευχθεί η επιθυμητή και επιβεβλημένη περιχώρηση, την οποία επιδιώκει ο νόμος του Ξενοδοχείου.
Οι υπόλοιποι ένοικοι, επτά τον αριθμό, ίσοι κι ελεύθεροι, διαμένουν εκεί αποκλεισμένοι από την βροχή και, έχοντας υποστεί το ίδιο τελετουργικό, αισθάνονται την μεταβατικότητα της παραμονής τους. Κουβαλούν αποτυπώματα μνήμης, έχοντας στοιχειώσει μέσα τους όσους έζησαν μαζί τους. Επιστρέφουν στο τότε που τους στιγμάτισε και το κάνουν τώρα. Πλάθουν μύθους, γιατί δεν αντέχουν την αλήθεια. Συντρίμμια του έρωτα, βυθισμένοι στη μοναξιά και την απελπισία, ταλανίζονται από τις προκαταλήψεις, ψευδαισθήσεις και ενοχές τους. Τους ήρωες καθορίζουν οι επιλογές τους, ενώ και στο πιο μεγάλο πάθος δεν ολοκλήρωσαν τίποτα. Ανικανοποίητοι, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γιατί χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσουν τα διότι. Τα γεγονότα μοιάζουν να εξελίσσονται άλλοτε άδικα και άλλοτε απρόβλεπτα. Λες και η ευτυχία δεν συμπεριλαμβάνεται στο θείο σχέδιο. Παρόλο που οι ήρωες διατηρούν το αυτεξούσιο, κανείς δεν τολμά να πιστέψει ή να δράσει, χωρίς να οδηγούνται στο επέκεινα. Προεπιλεγμένη πορεία τούς κυνηγά και τους αποδυναμώνει, μέχρις ότου αυτή εκπληρωθεί.
Η ανεξήγητη δολοφονία μιας μικρής με το όνομα Χάρις και η ανάστασή της είναι ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου, όπου φαίνεται πως οι ήρωες προτιμούν την πλάνη από την πραγματικότητα, το χειροπιαστό από το όραμα.
Τέλος, το ξενοδοχείο πιάνει φωτιά, μεταμορφώνοντας τον Ανδροκλή σε Ιεροκλή, ενώ δραπετεύουν ο Συμεών και η Αλεξάνδρα.
Πολλούς συνειρμούς γεννά το Πανδοχείο, με τη δαιδαλώδη δομή και το διαχωρισμό του σε δύο μέρη από μια έρημο, παρομοιάζοντάς το με Συνείδηση, Εγκέφαλο, Ναό,ο Πάνω και Κάτω Κόσμος, οι υποψιασμένοι και οι ανυποψίαστοι της ζωής.
Η έννοια περιχώρηση, λέξη κλειδί στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά, παραμένει ασαφής ως προς την ερμηνεία της. Όλα τα στοιχεία της φύσεως, νερό, αέρας, γη, φωτιά, χρησιμοποιούνται ωσάν συμβολικές μυητικές περιοδείες, όπου σε κάθε ολοκλήρωσή τους η Ζωή προχωρά ή μεταμορφώνεται. Η συγγραφέας ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει στο στοιχείο του νερού, θέλοντας να τονίσει το άπιστο, το ρευστό, το διαυγές, το θολό, το υπόγειο, που ξεδιψά ή λυτρώνει με δάκρυα. Στην αρχαιότητα ήταν η αρχή των πάντων, εδώ γίνεται η αιτία που η Αλεξάνδρα εισχωρεί στο μυητικό χώρο για να στεγαστεί. Πολλές ιδιότητες του νερού αποδίδονται και στο χρόνο, κάνοντας τους ήρωες να διαπιστώνουν πως είναι ρευστός, άπιαστος, συστέλλεται, διαστέλλεται, παγώνει, διαφεύγει, ενώ γίνεται αιχμηρός, χαράζοντας πρόσωπα και καρδιές, καίτοι άλλοτε υποκειμενικός ή αντικειμενικός αγγίζει το αιώνιο. Ωστόσο, διαθλάται κάτω από το βλέμμα των ηρώων, οι οποίοι συναισθηματικά φορτισμένοι τον τσακίζουν παρεμβαίνοντας στη συμβατική μέτρησή του. Τέλος, παρουσιάζεται σαν υγρό κάτοπτρο, όπου αντανακλάται με ναρκισσισμό ο αιώνιος αντίπαλος του ανθρώπου, ο εαυτός του.
Η συγγραφέας με πολυεπίπεδη γραφή απλώνεται μεταξύ ύλης και πνεύματος, πληρώνοντας τους κόσμους του πραγματικού και του φανταστικού. Ως εκ τούτου απαιτεί πλέον της μιας αναγνώσεις, ενώ ο χρόνος συνωμοτεί μαζί της και ο αναγνώστης γίνεται πιόνι του ενός μέτρου-άμετρου. Δωρική στο λόγο, επιλέγει λέξεις με βάθος νοήματος και ευρυχωρία ερμηνειών, τον απογυμνώνει από καθετί περιττό και το κείμενο αποπνέει θεϊκή πίστη, συμπόνια για τον άνθρωπο, τα διλήμματα και τα αδιέξοδά του.
Μήπως τελικά η «Χάρις» είναι το θείο δώρο της ζωής, να είμαστε αυτεξούσιοι, ίσοι και ελεύθεροι για να περιχωρήσουμε στο σύνολο διατηρώντας την ατομικότητά μας και κατακτώντας την αυτογνωσία;
Μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, αίνιγμα ωστόσο παραμένει η ταυτότητα του συγγραφέα. Πρόκειται για την Αλεξάνδρα; Είναι ο Ανδροκλής; Είναι ο αόρατος ιδιοκτήτης; Είναι η γλώσσα των συμβόλων μέσα από τη μυητική διαδικασία του κειμένου; Ή μήπως είναι οι ήρωες, οι οποίοι γίνονται αυτεξούσιοι μέσα στις σελίδες επειδή τους δίδεται « η Χάρις» της περιχώρησης του ατομικού και συλλογικού πεπρωμένου;
Ίσως όμως συγγραφέας να είναι και κάθε αναγνώστης ο οποίος εισχώρησε μέσα στο «χαριτωμένο» κόσμο των συλλήψεων της Ελένης Λαδιά.