Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

«Με αφορμή τον “Έτυμο λόγο” της Ελένης Λαδιά» της Τούλας Ρεπαπή

Η άποψη ενός κριτικού λογοτεχνίας διαμορφώνεται/εξελίσσεται συνεχώς, αλλάζοντας και την προσέγγισή του, από τα ίδια τα βιβλία με τα οποία ασχολείται. Αυτά του δείχνουν τις τάσεις και τις διαφοροποιήσεις της λογοτεχνίας και γενικότερα του γραπτού, που «τρέχει» για να εκφράσει το τώρα που θα γεννήσει το αύριο της γλώσσας και της γραπτής έκφρασής της. Ωστόσο, κάποια βιβλία της παγκόσμιας και ελληνικής λογοτεχνίας παραμένουν οι βάσεις και οι πυλώνες έκφρασης για όλους εμάς οι οποίοι ξεκινώντας από αυτά κάνουμε τα βήματά μας γράφοντας ή κρίνοντας.

Ένας από τους δικούς μου πυλώνες είναι τα βιβλία της Ελένης Λαδιά, μιας εκ των πλέον σημαντικών σύγχρονων Ελληνίδων πεζογράφων. Κάθε φορά που βρίσκομαι στις σελίδες των βιβλίων της, κάθε φορά λέω: «Εδώ είναι ο χώρος μου. Εδώ ανήκω!» Τώρα, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθίζω, θα ασχοληθώ με κάθε διήγημα ξεχωριστά για να σας καταθέσω την άποψή μου για το βιβλίο της Ο έτυμος λόγος (Εκδόσεις Αρμός). Έντιμος ή καθαρός λόγος, είναι ένα βιβλίο το οποίο γράφτηκε το 1993, επτά χρόνια πριν αρχίσω να διαβάζω βιβλία της, πριν αρχίσω να έχω άποψη για το έργο της.

Διαβάζοντάς το, οι διαπιστώσεις και αξιολογήσεις μου πάνω στα κείμενά της παραμένουν οι ίδιες, ενώ ταυτόχρονα με το βιβλίο αυτό νιώθω σαν να πιάνω το νήμα της συγγραφικής της πορείας από τα αρχικά του στάδια. Τότε, που η εσωτερική της διαμάχη γινόταν ακόμη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου –σαν αρχαία ελληνική τραγωδία ή σαν θέατρο Νο– προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ύπαρξη ή όχι του Θεού και τη σχέση του ανθρώπου μαζί του, όπως επίσης, τη θέση του ατόμου μέσα στη δημιουργία. Μέσα στη ρευστότητα του χρόνου. Μέσα στο Σύμπαν.

Λέξεις που πάλλουν, εμπνέουν και βασανίζουν τη συγγραφέα, όπως οι αριθμοί τον μαθηματικό, οι νότες τον μουσικό και οι αποχρώσεις των χρωμάτων τον ζωγράφο.
Η μαγεία της γλώσσας, μέσα από την αρχοντιά των λέξεων, προβάλλει την καθαρότητα, προέλευση/ρίζα της, ενθυμίζοντας και όλους τους γραμματικούς κανόνες οι οποίοι τη διέπουν. Με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ταυτόχρονα ο πλούτος, η ευφυΐα και το κάλλος της ελληνικής γλώσσας. Η μαγεία αυτή γίνεται το χαλί πάνω στο οποίο «στρώνει» η Ελένη Λαδιά –για τον αναγνώστη της– όλες τις θεωρίες οι οποίες θα χρωματίσουν την καθημερινότητα των ηρώων της: θεωρίες περί θρησκείας, αιρέσεων, ιστορίας, μυθολογίας και φιλοσοφίας, για να «εγχαράξει» πάνω σε αυτές, όπως θα διάλεγε και η ίδια να εκφραστεί, όλες τις ανησυχίες, αμφισβητήσεις και βεβαιώσεις, οι οποίες τους/την κατατρώγουν. Ο Άνθρωπος πάντα το κέντρο των αφηγήσεών της. Γι’ αυτόν γράφει!

Ο έτυμος λόγος είναι ένα σύνολο δέκα διηγημάτων. Η συγγραφέας εναλλάσσεται μέσα σε αυτά πρωταγωνιστώντας και στα δύο φύλα, μιλώντας με την ίδια άνεση, σαν να είχε κάποτε βιώσει και τα δύο.

Το πρώτο διήγημα τιτλοφορείται «Μικρό ενύπνιο ή το όνομα του Θεού». Ο ήρωας χωρίς όνομα –τυχαία τον λένε Πέντε– δηλώνει πως οι λέξεις και τα ονόματα δεν έχουν νόημα, διότι η ανωνυμία είναι πηγή χάριτος και ελευθερίας. Ταυτόχρονα αναρωτιέται: Τ’ όνομα του Θεού, άραγε, ποιο είναι; Κι αν το όνομα δηλώνει την ουσία, τότε ίσως ο Θεός δεν μας γνωστοποιεί το όνομά του για να μη γίνει γνωστή η ουσία του. Κι όμως, στο όνειρό του μια φωνή τον πρόσταζε: «Διάβασε το όνομα του Θεού».

Στο διήγημα «Η αγάπη του πλησίον», ένας άλλος ήρωάς της περιγράφει τον δεσμό του με την αγαπημένη του. Την αγάπησε ως εαυτόν. Είχε σκεφθεί γι’ αυτήν τα πάντα. Ακόμη και πόσα βήματα έπρεπε να κάνει δεξιά και πόσα αριστερά, για να κάτσει στη μόνη πολυθρόνα που προοριζόταν γι’ αυτήν. Την έβλεπε συγκεκριμένη μέρα, ώρα και διάρκεια, σαν να ήταν γιατρός, και επειδή σκεφτόταν από πριν τα πάντα γι’ αυτήν, όταν αυτή αντιδρούσε, πρότεινε/απειλούσε: «Ή μένεις ή φεύγεις». Ένα κείμενο με θέμα του την αγάπη, την ελευθερία, την κτητικότητα και το ανύπαρκτο όραμα ενός ζευγαριού για το «η ζωή, μαζί».

Λίγο πιο κάτω, στο διήγημα «Αφαία αφανέρωτη», ένας άλλος έρωτας γνώσεων: αρχαιολογίας, μυθολογίας και Ιστορίας επιστρατεύεται από τη συγγραφέα στην αφήγησή της, για να υφάνει τον καμβά του θαυμασμού της προς τη θεά Αθηνά. Ενώ η Μελάνια στο διήγημα «Εφήμερη άμπελος» μιλά για έναν χορό ερωτικό γεμάτο από επιθυμίες, εικόνες, συγκινήσεις και οσμές, χορός, ο οποίος μπορεί ταυτόχρονα να ζωντανεύει και να αναγεννά το σώμα, αν και εφήμερος.

Στο διήγημα «Ιάλμενος» –επιλέγει τον Ιάλμενο, τον πιο άσημο ήρωα της Ιλιάδας– και καταπιάνεται με το γεγονός του Τρωικού πολέμου για να μιλήσει για τους άσημους και διάσημους ήρωες όχι μόνο του πολέμου, αλλά γενικότερα της ζωής. Ορθώνει έναν κορμό μυθολογίας και γνώσεων στο διήγημα αυτό, με το μόνο καταλυτικό στοιχείο για την ένωσή τους το θέλημα του θεού. Αυτήν την επικαλούμενη ανώτερη εξουσία, στο όνομα της οποίας το ρηθέν κατηγοριοποιείται σε «θέσφατο». Ωστόσο, στην αναμέτρηση αυτή θεών και ανθρώπων, ο θάνατος, το αίμα, η φρίκη του πολέμου, ο Ιάλμενος, καθώς και όλοι οι άλλοι διάσημοι ήρωες του Τρωικού πολέμου, κερδίζουν μόνο λίγο χώρο στην Ιστορία και την αιωνιότητα. Αυτήν που τους χάρισε η ματαιοδοξία τους και ο Όμηρος σε στίχους και ραψωδίες.

Στον «Έτυμο λόγο», διήγημα το οποίο δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο, η απόκτηση μιας κόπιας ενός βιβλίου –η μετάφραση των Αργοναυτών του Απολλωνίου του Ροδίου του 1935, όταν η ίδια δεν είχε ακόμη γεννηθεί– παρατείνει την παραμονή της σ’ ένα νησί. Οι λέξεις μέσα σε αυτό την έλκουν. Λέξεις που πάλλουν, εμπνέουν και βασανίζουν τη συγγραφέα, όπως οι αριθμοί τον μαθηματικό, οι νότες τον μουσικό και οι αποχρώσεις των χρωμάτων τον ζωγράφο. Ανακαλύπτει και αποκαλύπτει αυτόν τον έρωτά της για τις λέξεις –χωρίς να γίνεται λεξιλάγνος–, τις πλάθει και πλάθεται από αυτές αναδεικνύοντας διαρκώς τον πλούτο και το κάλλος τους. Με αποτέλεσμα, οι λέξεις στην πένα της μετατρέπονται σε κοσμήματα με τα οποία συνθέτει το ψηφιδωτό της ζωής των ηρώων της.

Στο διήγημα «Τα ηλιοτρόπια», η ηρωίδα αφηγείται ταξίδια του νου και των τόπων. Θυμάται τότε που γλιστρούσαν με μια φελούκα στα νερά του Νείλου. Μια φωτογραφία μιας στιγμής του τότε, η οποία έχει τη δύναμη χρόνια μετά να φωτίζει τον νου, να ζωντανεύει την τότε έλξη και πόθο που εκδηλώνεται στο σώμα, το οποίο αγνοεί το διαχωριστικό που θέτουν δόγματα και θρησκείες.

Διαχέει τις γνώσεις και την αύρα της στους ήρωές της και υπερίπταται των κειμένων της δίνοντάς τους ζωή από τη ζωή της, χαρίζοντάς τους ταυτόχρονα το αυτεξούσιο της ύπαρξής τους, για να μπορέσουν μέσα από τον χρόνο να πάρουν τις απαντήσεις.
Παρακάτω, στο «Διπλό πνεύμα», οι Σήθος και Μήνης παρουσιάζονται σαν δύο διαφορετικοί ήρωες να είναι ένας. Σαν δύο δοχεία που έχουν το ίδιο υγρό, δίνουν τη μάχη του καλού και του κακού. Με φιλοσοφικές και χριστιανικές προσεγγίσεις, η συγγραφέας μέσα από τους ήρωές της μιλά για τη δημιουργία και με τις αμφιβολίες να βαθαίνουν τις ρωγμές στην εδραίωση της πίστης, ενώ ο χρόνος ενέχει θέση μάγου. Μέσα του ίσως να κρύβει/εμπεριέχει το μυστικό όνομα του Θεού. «Πώς το λένε, αλήθεια;» ρωτά και ο αναγνώστης μαζί της. Ωστόσο, ο εξοικειωμένος με τα βιβλία της αναγνώστης θα μπορούσε να πει πως το κείμενο αυτό είναι ο σπόρος που καρποφόρησε το βιβλίο της Θεοφόροι και δαιμονοφόροι 25 χρόνια αργότερα.

Και, τέλος, «Ο δαίμων της λύπης» έρχεται να παραπέμψει στο απόσπασμα του Ευάγριου του Μοναχού: «Πάντες οι δαίμονες φιλήδονον διδάσκουσι την ψυχήν, μόνος δε ο της λύπης δαίμων τούτου πράττειν ου καταδέχεται». Ήρωάς της ο Τιμόθεος – αν και γεμάτος από αμφιβολίες για την αξία της ζωής και των περιεχομένων της, ζούσε φυσιολογικά. Είχε ενδιαφέροντα, αγάπησε, ερωτεύτηκε… ωστόσο, ο κόσμος φάνταζε μηδαμινός, χάρτινος στα μάτια του, κλέβοντας σιγά σιγά τη χαρά και το χαμόγελο από τα χείλη του. Μια θλίψη τον κατέλαβε, μέχρι που ο Σωφρόνιος ήρθε να του αφαιρέσει τη ζωή, αφού κατά τη γνώμη του Τιμόθεου δεν είχε καμία αξία και καμία χαρά να του δώσει…

Η Ελένη Λαδιά στο βιβλίο της αυτό στέκει αγέρωχη απέναντι σε όλες τις θεωρίες, γεμάτη από αντιρρήσεις και αμφιβολίες για την ύπαρξη του Θεού, της δικαιοσύνης, του Σύμπαντος και της δημιουργίας. Η αρχιτεκτονική κάθε διηγήματός της έχει την αρτιότητα ενός τέλειου συγγραφικού εγχειρήματος, με την ευφυΐα της σύλληψης, της ανάπτυξης του θέματος, αλλά και την ποικιλία των θεμάτων τα οποία κάθε φορά διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα η γραφή της να κατατάσσεται στα μοναδικά διηγήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαχέει τις γνώσεις και την αύρα της στους ήρωές της και υπερίπταται των κειμένων της δίνοντάς τους ζωή από τη ζωή της, χαρίζοντάς τους ταυτόχρονα το αυτεξούσιο της ύπαρξής τους, για να μπορέσουν μέσα από τον χρόνο να πάρουν τις απαντήσεις. Είναι και ο χρόνος ένας σημαντικός πρωταγωνιστής των βιβλίων της.

Κατά τη γραφή αυτού του βιβλίου, ούσα ακόμη πλήρης ανθρώπων γύρω της που αγαπά και την αγαπούν, ο πόνος της απώλειας δεν έχει λαξεύσει τη γραφή και την ψυχή της. Πόνος τόσο έκδηλος στο έργο της τελευταία, ο οποίος την κάνει να είναι ταυτόχρονα αγέρωχη και ευάλωτη, αλλά και τόσο εξαιρετικά ποιητική.

Το έχω αναφέρει πολλάκις στα κείμενά μου και δεν θα πάψω να το επαναλαμβάνω συνεχώς, πως για όλα τα ανωτέρω συγγραφικά χαρίσματα, το κάλλος της γλώσσας, τις εμβόλιμες θεωρίες, οι οποίες μετεωρίζουν τα κείμενά της μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, καθώς και το ήθος το οποίο αναβλύζει μέσα από αυτά, τα βιβλία της πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία.

ΠΗΓΗ: diastixo.gr 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Ελένη Λαδιά: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα στο περιοδικό diastixo.gr


Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις. Έχει τιμηθεί με το Β’ Κρατικό Βραβείο (1981) για τη συλλογή Χάλκινος ύπνος, με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1999) για την Ωρογραφία και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα σλοβενικά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, Η Χάρις, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι και η Αποσπασματική σχέση στα ρουμανικά. Το πρόσφατο μυθιστόρημά της, με τίτλο Θεοφόροι και δαιμονοφόροι, είναι η αφορμή της συζήτησής μας.

 Θεοφόροι και δαιμονοφόροι, το τελευταίο μυθιστόρημά σας (Εκδόσεις Αρμός, 2018). Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;

Αρχικώς, ο τίτλος υποκρύπτει κάποια ειρωνεία. Αναφέρεται ξεκάθαρα σε δύο κατηγορίες, συνδεόμενες με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο και. Δηλαδή δύο τύποι: θεοφόροι και δαιμονοφόροι. Ξέρουμε όμως πως δεν είναι έτσι. Και οι δύο κατηγορίες βρίσκονται στον ίδιο άνθρωπο. Διαβάζοντας το βιβλίο ανακαλύπτουμε πως και τα δύο στοιχεία υπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο στην ουσία (φύσει) θα λέγαμε ταυτοχρόνως, αλλά στην εφαρμογή (θέσει) σε διάφορες στιγμές της ζωής του.

Σε κάθε κεφάλαιο «παρεμβάλλεται» η σκέψη του συγγραφέα. Θέλατε να θέσετε στον αναγνώστη μέσω αυτής της τεχνικής την αγωνία και τις δυσκολίες του συγγραφέα;

Όχι, τα ενδιάμεσα κεφάλαια με τον υπότιτλο «η θήρα του μυθιστορήματος» δεν φανερώνουν τις δυσκολίες του συγγραφέως. Αντιθέτως, η τεχνική προηγείται. Όλα μου τα βιβλία έχουν τεχνικές στην αρχιτεκτονική τους. Η παρεμβολή μιας τεχνικής πιστεύω πως διπλασιάζει ή τριπλασιάζει τη συγγραφική όραση, μεγεθύνει την προοπτική της.

 Προσωπικώς δεν συνάντησα ποτέ την λεγόμενη «κοινή λογική», ούτε τον ονομαζόμενο «φυσιολογικό άνθρωπο».
Πόσο αμφίδρομη είναι η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και στον αναγνώστη του μυθιστορήματος;

Στο συγκεκριμένο βιβλίο, το διαζευκτικό ή δειχνει την στενή συγγένεια συγγραφέως και αναγνώστη. Αναφέρεται η συγγραφεύς ή η αναγνώστρια, δηλαδή δύο υποστάσεις της ίδιας ουσίας.

Ο αφηγητής με τον αναγνώστη θεωρείτε ότι έχουν πολλά κοινά στοιχεία ή μπορεί να τους χωρίζει και άβυσσος;

Όχι μόνον έχουν κοινά σημεία, αλλά καταπληκτική ομοιότητα. Δεν εννοώ φυσικά τον κάθε συγγραφέα και αναγνώστη. Τονίζω με αυτήν την διάζευξη τον συγκεκριμένο συγγραφέα και τον αντίστοιχό του αναγνώστη. Δεν είναι τυχαία η προτίμηση ενός αναγνώστη στον συγκεκριμένο συγγραφέα. Είναι και οι δύο της ίδιας ουσίας. Μόνο που ο συγγραφεύς είναι φύσει και ο αναγνώστης θέσει.

Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι οι ήρωες του μυθιστορήματός σας, οι οποίοι ωστόσο βαρύνονται από απώλειες και ανομολόγητα πάθη. Τελικά, όλες οι οικογένειες έχουν τα δικά τους πάθη;

Αλήθεια, τι σημαίνει μέσος άνθρωπος, αφού όταν αλλάζουν τα μέτρα σύγκρισης γινόμαστε πότε ανώτεροι και πότε κατώτεροι; Τι να σημαίνει κι ένας καθημερινός άνθρωπος, όταν όλοι μας είμαστε καθημερινοί μέχρι την στιγμή (την στιγμή του Κίρκεγκορ που κυοφορεί την αιωνιότητα) που ξεχωρίζουμε, γινόμαστε ήρωες, σπουδαίοι ή δολοφόνοι; Κι εδώ στην λέξη «καθημερινοί» υπάρχει μια ειρωνεία. Κανείς από τους ήρωες του βιβλίου δεν είναι ουσιαστικώς καθημερινός. Μόνον που η συγγραφεύς ή η αφηγήτρια, κατά την θήρα του χειρογράφου, άρα του μυθιστορήματος, ήλπιζαν πως θα βρουν κάποιον έτοιμο και τελειωμένο ήρωα, ένα ιστορικό πρόσωπο λόγου χάρη ή κάτι εξαιρετικό. Ναι, πιστεύω πως κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του σταυρό και κάθε οικογένεια τα δικά της πάθη. Προσωπικώς δεν συνάντησα ποτέ την λεγόμενη «κοινή λογική», ούτε τον ονομαζόμενο «φυσιολογικό άνθρωπο». Το βεβαιώνω αυτό μετά την τετραετή εμπειρία μου στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου έδινα εθελοντικά μαθήματα στην λογοτεχνία και την φιλοσοφία στους άρρενες κρατούμενους του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας.

Είναι μια από τις αγωνίες του συγγραφέα ο τρόπος που θα διαχειριστεί τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν στην πορεία της συγγραφής;

Σωστά το είπατε. Μια από τις αγωνίες του συγγραφέως, διότι ο τελευταίος διαρκώς αγωνιά κατά την πορεία της συγγραφής του. Το βιβλίο πολλές φορές μοιάζει με κλυδωνιζόμενο σκάφος, κι ο συγγραφεύς με έναν τρομαγμένο αλλά πεισματάρη καπετάνιο.

Σας αφορά το να είναι αγαπητοί οι αντιήρωές σας και να τους δίνετε ελαφρυντικά ή στόχος σας είναι να φτιάχνετε το ψυχολογικό τους προφίλ και να αφήνετε τον αναγνώστη να πάρει τη δική του θέση;

Το δεύτερο, να μπορέσω να αποδώσω τον ψυχολογικό τους τύπο. Όχι, δεν τους δίνω ελαφρυντικά εγώ, αλλά τους τα δίνει η ίδια η ζωή. Γιατί η ζωή, η ζωή του καθενός προσφέρει όλα τα επίκτητα χαρακτηριστικά, που σε κάποιον βαθμό μάς διαμορφώνουν.

Πόσο το κακό και το καλό συνυπάρχουν μέσα μας;

Και τα δυο υπάρχουν μέσα μας και σε ορισμένες καταστάσεις αφυπνίζονται, πότε το ένα και πότε το άλλο. Κι ας μην ξεχνούμε πως αδρανές έμενε το κακόν εν τω παραδείσω, μέχρι που έφτασε η στιγμή του όφεως.

Διαβάζοντας το βιβλίο ανακαλύπτουμε πως και τα δύο στοιχεία υπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο στην ουσία (φύσει) θα λέγαμε ταυτοχρόνως, αλλά στην εφαρμογή (θέσει) σε διάφορες στιγμές της ζωής του.
Είναι γενετικοί οι παράγοντες για την υπερίσχυση του καλού ή του κακού μέσα μας ή τελικά αυτό το καθορίζουν οι συνθήκες της ζωής μας;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που επιδέχεται καταφατικώς και τις δύο απαντήσεις. Εγώ ανήκω στην πλευρά αυτών που πιστεύουν περισσότερο στον γενετικό παράγοντα.

Τα βιβλία σας έχουν βραβευτεί και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Αγαπάτε κάποιο βιβλίο σας λίγο περισσότερο;

Θα έλεγα την κοινοτοπία πως είναι όλα τους παιδιά μου αλλά όχι, αγαπώ το βιβλίο μου Φρειδερίκος και Ιωάννης, γιατί είναι ένα ψυχολογικό βιβλίο με δικά μου εσωτερικά και μη βιώματα. Ακόμη, το αγαπώ γιατί βρίσκει ένα δυνατό κοινό σημείο σε δύο αντιθετικές προσωπικότητες που αγάπησα: τον Φρειδερίκο Νίτσε και τον Ιωάννη της Κλίμακος. Και οι δύο προτρέπουν, «επί τα όρη», «φύγε, αδέλφιδέ μου, επί τα όρη των αρωμάτων».

Θα θέλατε, ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, να μας πείτε ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;

Την δικαιοσύνη! Είναι μάλιστα και θεότητα των ορφικών μυστών, που την επικαλούνται με θαυμάσια κοσμητικά επίθετα και με μία φράση που πραγματικά τσακίζει κόκαλα: «Άθραυστος το συνειδός» (η άθραυστη εσύ συνείδηση).

Θεοφόροι και δαιμονοφόροι
Ελένη Λαδιά
Αρμός
282 σελ.
ISBN 978-960-615-110-1
Τιμή €15,00

ΠΗΓΗ: https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/10856-ladia-synenteuksh-malissova


Μούσες και Δαιμόνια, κριτική από την Βασιλική Χρίστη στο περιοδικό diavasame.gr

Συνάδελφος για πολλά χρόνια στο diavasame.gr, η οποία τώρα συνεχίζει να γράφει κριτικά κείμενα για άλλα λογοτεχνικά (ηλεκτρονικά και έντυπα) περιοδικά, η Τούλα Ρεπαπή ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την πεζογραφία της Ελένης Λαδιά το 2000. Από τότε και μέχρι σήμερα παρακολουθεί και εμβαθύνει στο έργο της. Αποτέλεσμα αυτής της δημιουργικής ενασχόλησης με τα βιβλία της σύγχρονης Ελληνίδας πεζογράφου είναι τα κείμενα που δημοσιεύονται στην καλαίσθητη έκδοση του «Αρμού» με τίτλο «Μούσες & Δαιμόνια». Παρουσιάζονται τα βιβλία (σε παρένθεση ο τίτλος του αντίστοιχου κεφαλαίου): «Η Χάρις» (Πανδοχείον «Η Χάρις»), «Ποταμίσιοι έρωτες» (Στο ποτάμι του μύθου), «Ταραντούλα» («Όποιος δεν χορεύει, αγνοεί το γινόμενο»), «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» (Το ταξίδι της κιβωτού), «Φρειδερίκος και Ιωάννης» (Ουράνια θεωρήματα), «Ονειρόσακκος» (De Profundis), «Οι θεές» («Μπορεί εσύ να είσαι αιώνιος…»), «Η σημασία του ξένου» (Η σημασία του ξένου), «Η Φερέοικη» («Φορώντας σαν σπίτι την ζωή μας»), «Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης» (Το άγιο περιστέρι και ο κορυδαλλός οδύνης). Παρεμβάλλονται μια συνέντευξη της Ελένης Λαδιά στη συγγραφέα, στον ιστότοπο diavasame.gr, με την ευκαιρία της βράβευσης της Ελ. Λαδιά με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2008) και ένα κείμενο για το αφιέρωμα του περιοδικού «Το Κοράλλι» (Απρίλιος-Ιούνιος 2016).

Πράγματι, από το πρώτο «μυητικό ταξίδι» μέχρι το τελευταίο κείμενο, γραμμένο μόλις τον Ιανουάριο του 2018 (το βιβλίο κυκλοφόρησε δύο μήνες αργότερα), η Τ. Ρεπαπή μάς ξεναγεί στον λογοτεχνικό κόσμο της πεζογράφου, στα θέματα που την απασχολούν και, βέβαια, στους ήρωες και στις ηρωίδες της. Με σπουδές αρχαιολογίας και θεολογίας, η Λαδιά διαποτίζει τα κείμενά της με φιλοσοφικές, ιστορικές, μυθολογικές κ. ά. αναφορές, επενδύοντάς τες με μεστό και πλούσιο μυθοπλαστικό λόγο, όπως αντιλαμβανόμαστε από αυτά τα κείμενα που η Ρεπαπή αναλαμβάνει πρόθυμα να «αποκωδικοποιήσει», να συνδέσει και να αναγάγει στη σφαίρα μιας συνολικής κατά το δυνατόν, αποτίμησης του έργου της.

«Το πένθος την είχε οδηγήσει στον Φρειδερίκο και τον Ιωάννη. Διάλεξε τον Νίτσε γιατί πρέσβευε πως ο Θεός πέθανε και έψαχνε στα βουνά να βρει τον Υπεράνθρωπο, ενώ ο Ιωάννης ο Σιναΐτης πίστευε πως ο Θεός υπάρχει και πήγε στα βουνά για να ζήσει μόνο μαζί του… Τελικά, ομολογεί πως όλες οι σκέψεις της ήταν ένα σαθρό αποτέλεσμα μιας ρευστής διάθεσης, κατεβαίνει από τα όρη, τους βάζει στο ράφι, επιστρέφει στην καθημερινότητα και γίνεται ένα κομμάτι της ανθρωπότητας» (σελ. 41).

Η περιγραφή της υπόθεσης και της πλοκής κάθε βιβλίου δεν παρατίθεται ούτε μονοκόμματα ούτε σχολαστικά∙ εισάγοντάς μας σε αυτές η συγγραφέας θα τις συμπλέξει με τα χαρακτηριστικά της γραφής της πεζογράφου, για να επανέλθει και να τις συμπληρώσει ενίοτε στη συνέχεια, ενώ συχνά πορεύεται μαζί της, παρακολουθώντας τις σκέψεις της αλλά και το πώς δημιουργεί και συνδιαλέγεται με τους ήρωές της. Για παράδειγμα, η Φερέοικη, «όσο προχωρούσε τόσο εξατμιζόταν. Έχανε την υπόστασή της, την ενέργειά της, σαν ένας ατμός που παρασύρεται από τον άνεμο που σκορπίζεται και χάνεται». Και παρακάτω: «Ποιος γράφει το βιβλίο τελικά; Ο συγγραφέας; Η ηρωίδα; ή το ζωντάνεμα της ιστορίας που σαν ζωή οδηγεί κείμενο και ήρωες αλλού; Ωστόσο, η συγγραφέας πάλευε μέσα από το κείμενο να μην αφήσει την ηρωίδα να γίνει συγγραφέας» (σελ.84-85).

Θα σημειώσουμε κι εμείς τον «Ονειρόσακκο», που είναι το αγαπημένο της συγγραφέως όπως γράφει, αλλά θα κάνουμε και μια αναφορά στην εμπειρία της Λαδιά από τη διδασκαλία στις φυλακές που της ενέπνευσε το δεύτερο μέρος της «διφυούς», όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια η πεζογράφος, συλλογής διηγημάτων «Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης», για να παραθέσουμε μέσα από το κείμενο της Ρεπαπή τον λόγο της πεζογράφου: «Στη γραφή της, ποιητική όσο ποτέ άλλοτε, κάνει τις αφηγήσεις της να μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής: ‛Γεννήθηκα με ένα δένδρο μέσα μου…’, ‛Φόρεσα τα σκούρα μπλε φτερά μου, που λίγο απείχαν από το μαύρο χρώμα, και πέταξα για να σε βρω…’, ‛Το στοιχειωμένο διήγημα διαβιώνει σε μία αραχνιασμένη σοφίτα, στα φύκια των θαλασσινών σπηλαίων, φωλιάζει στην ακαθόριστη μνήμη…’. Ωστόσο, η διάθεσή της αυτή δεν την απομακρύνει από τα θέματα που τόσα χρόνια ορίζουν τα κείμενά της, αλλά υπάρχουν και κοσμούν την αφήγηση ενός απολογισμού ζωής» (σελ.99).

Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Το Κοράλλι» η Τούλα Ρεπαπή «εξηγεί» γιατί, κατά τη γνώμη της, το έργο της Ελένης Λαδιά πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, που είναι, θα λέγαμε, και ο λόγος (πέρα από τη χρηστική αξία για τους φοιτητές-ερευνητές του έργου της) που την ώθησε να δημοσιεύσει αυτά τα κείμενα: «Διότι, πέρα από τον πλούτο των φιλοσοφικών, ιστορικών, θρησκευτικών, αιρετικών, μυθολογικών, παγανιστικών αναφορών της, υπάρχει το μαγικό στοιχείο της πρόσμιξής τους: χωρίς να χάνουν το βάρος και το βάθος των εννοιών τους, μπορούν και χωρούν χωρίς να κουράζουν ή να ‛αποστειρώνουν’ την αφήγηση. Ως εκ τούτου, ενώ ήρωες και αναγνώστες πατούν στον ρεαλισμό της πραγματικότητας, στο κατά βάση ανθρώπινο πεζογραφικό έργο της Ελένης Λαδιά, η σκέψη τους πετά σε ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο, αυτό των ιδεών, ιδεωδών, εννοιών, αξιών, με αποτέλεσμα να κατακλύζεται η καθημερινότητά τους από έμπνευση» (σελ. 74-75).

ΠΗΓΗ: https://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1387_3041


Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Κώστας Χατζηαντωνίου ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ [Περιοδικό «Το Κοράλλι», τεύχος 9]

Μια ευρύτατα διαδεδομένη πρόληψη θέλει το ελληνικό πνεύμα να τείνει από τη φύση του στη φωτεινή απλότητα, την ορθολογική ανάλυση, την ακριβή περιγραφή των αντικειμένων, τα καθαρά περιγράμματα. Η πρόληψη αυτή αγνοεί το μυστικό πνεύμα του ελληνισμού που εκκινώντας από τις μινωικές και ορφικές παραδόσεις, προβάλλει έξοχα στους Προσωκρατικούς και διασώζεται από τα ελευσίνια μυστήρια, πριν διαχυθεί για να διασωθεί στην ορθόδοξη ασκητική παράδοση. Η αποταγή του κόσμου τούτου κι ο στοχασμός πάνω στη Μοίρα και την Ανάγκη δεν είναι μόνον ασιατική έμπνευση. Η νεοελληνική σκέψη, εγκλωβισμένη συνήθως μεταξύ του αρχαίου ορθολογισμού και του βυζαντινού ανορθολογισμού, σπάνια πέτυχε να ξεπεράσει τον διχασμό και να φτάσει στο μέγα αίτημα της σύνθεσης των πολλαπλών ιστορικών μορφών της. Για τούτο, όποτε συναντούμε αυτή τη σύνθεση, σε όποια μορφή της τέχνης, οφείλουμε να την τιμούμε και να μαθητεύουμε στο σχήμα αλλά και στο περιεχόμενό της.
Σε εποχή που θεωρητικές ανεπάρκειες και πρακτικές ιδιοτέλειες αμφισβήτησαν την πολυμορφία και τη διάρκεια του ελληνικού τρόπου, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία μας μια συγγραφέας, η προσφορά της οποίας στην ανάδειξη αυτής της πολυμορφικής συνέχειας είναι τεράστια. Το γεγονός δε ότι τούτη η θεμελιώδης αρχή που συνέχει όλο το πεζογραφικό έργο της Ελένης Λαδιά –γι’ αυτήν ο λόγος–, ως φυγή που αποδεικνύεται εύρεση και ως αυτοθυσία που ολοκληρώνει την προσωπικότητα, αναπτύσσεται με άρτιο αισθητικά τρόπο και αφηγηματική πρωτοτυπία, καθιστά την παρουσία της κορυφαία φανέρωση όχι απλώς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας αλλά ευρύτερα και βαθύτερα της –όποιας απομένει– ελληνικής πνευματικότητας.
Είμαστε βέβαια τόσο εθισμένοι στην αντιδιαστολή λόγου και πάθους που μας ξενίζει πάντα η ιδέα μιας εμπαθούς σκέψης, όπου σκέψη και ζωτικότητα ενοποιούνται από μια συγγραφέα που ζητά συγκίνηση διά της γνώσεως, «θυσία και όχι έλεον» - για να αντιστρέψουμε την γνωστή ρήση. Η σκέψη είναι για τη Λαδιά αίσθημα στον ανώτατο βαθμό και σ’ όλη τη δύναμή του. Γνωρίζοντας πως κανείς δεν βρήκε την αλήθεια χωρίς διανοητική αυτοπειθαρχία, χωρίς τη μυθική αίσθηση του τόπου του αλλά και καταρρίπτοντας μιαν άλλη αναλήθεια, πως η ενηλικίωση καθιστά τάχα αδύνατη την ανεύρεση αυτής της χαμένης μυθικής αίσθησης, τη μυθική λειτουργία της ζωής, η Λαδιά συνθέτει στο ύψιστο πεδίο ποίηση και πεζογραφία, περιγράφει τα όνειρα που φωλιάζουν πίσω από τα κλειστά βλέφαρα των ενηλίκων, φυλάσσοντας την ακριβή μνήμη του χαμένου παραδείσου: της παιδικής μας αθωότητας.
Ο λόγος της, ενιαίο όργανο έκφρασης του Έλληνα ανθρώπου, αγωγός των πιο μυστικών κινημάτων και των πιο μουσικών διαθέσεων της ψυχής, σαν υφαντής του άφαντου και ενός κόσμου πλάνης πλάστης, έχει κάτι το υπερούσια λυγερό και κρουστό μαζί, ανάλαφρο και μεστό, διάχυτο και σπονδυλωτό. Είναι μέσον, με λίγα λόγια, που μεταδίδει χωρίς κανένα μελοδραματισμό, ιδανικές ποιότητες λυρισμού και απίθανες αποχρώσεις ποιητικής μαγείας. Αυτή είναι η μαγική καταγωγή της λογοτεχνίας: η ελληνική ρίζα που αίρει τον διαχωρισμό πεζού και ποιητικού λόγου ανασταίνοντας τον λόγο των Προσωκρατικών (άριστη μαθήτρια των οποίων υπήρξε η Λαδιά) ενάντια στον σωκρατικό λόγο του Φαίδωνος («Τον ποιητήν δέοι είπερ μέλλοι ποιητής είναι, ποιείν μύθους αλλ’ ου λόγους - Φαίδων, 61 β).
Μια πεζογραφία λοιπόν όπου συνυπάρχουν το παιγνιώδες της ζωής και το βάρος της ύπαρξης, η σκληρότητα της πέτρας, της ύλης μα και οι ψιχάλες των ονείρων που τη διαπερνούν. Μια πεζογραφία που αντλεί τη δύναμή της από το βάθος των λέξεων που γίνονται κόσμοι ολόκληροι καθώς φωτίζεται η πιο απροσδόκητη σημασία τους που συχνά ξεφεύγει από τον επιφανειακό άνθρωπο του καιρού μας. Λαμπερός ή θαμπός μα πάντα κομψός ο λόγος της φανερώνει την εμβέλεια του ποιητικού βλέμματος που εισχωρεί δυναμικά και λεπταίσθητα στις πιο απρόσιτες γραμματολογικές περιοχές, «κλείνει το μάτι» στον ικανό αναγνώστη και τον καλεί σε μια κοινή κάθοδο στα βαθύτερα στρώματα της συγκίνησης. Είναι μια κάθοδος που χαρίζει την απόλαυση μιας γλώσσας ποιητικής, τόσο μοντέρνας και τόσο αρχαίας. Ευθύβολη και ακαριαία, με διαπεραστική χρωματικότητα, με αναπνοές και βηματισμό που εξουδετερώνουν τον διανοητικό κίνδυνο που απειλεί την αυτονομία της τέχνης, για να δώσει έργο που απαντά τελικά στο δίλημμα παράδοση ή μοντερνισμός και στα γενικότερα αισθητικά αδιέξοδα του καιρού μας με τρόπο πρωτότυπο και αποτελεσματικό.
Έργο φωτεινό, ακόμη κι όταν συνδιαλέγεται με το μυστήριο, έργο του μέτρου ακόμη και όταν διαχειρίζεται την υπερβολή και την έξαρση, έργο όπου η ασάφεια υπηρετεί το αίτημα της ελευθερίας και της αποδέσμευσης από τα στείρα δόγματα, έργο με όραμα ενώ πατά γερά στο χώμα και το αίμα του τόπου μας, ακόμη κι όταν μιλά για λεπτομέρειες, αναφέρεται στο καθόλου. Αρέσκεται προφανώς στο ημίφως η Ελένη Λαδιά. Ούτε σκοτάδι ούτε άπλετο φως: ξέρει πως το φως ίσως είναι μια νέα τυραννία. Αυτός δεν είναι λόγος ωστόσο να μη φωτιστεί το λαμπρό έργο της που συνιστά τιμή για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Οι σελίδες αυτού του αφιερώματος –για το οποίο με υποδειγματική επιμονή εργάστηκε η ποιήτρια Ελένη Λιντζαροπούλου – από μια σκοπιμότητα και μόνο διαπνέονται. Από την ανάγκη, μέσα στη σύγχυση αξιών και κριτηρίων του καιρού μας, να τεθούν επιτέλους οι όροι μιας δημιουργικής συνέχειας του δοκιμαζόμενου νεοελληνικού πολιτισμού. Γιατί χωρίς την παιδεία που προϋποθέτει αλλά και καλλιεργεί η γνωριμία κι η αξιολόγηση του έργου δημιουργών όπως η Ελένη Λαδιά, καμιά τύχη δεν έχουμε στον σκοτεινό κόσμο του μέλλοντος.


Περί ὕβρεως




Δέν διαφοροποιεῖται ἡ ὕβρις μέσα στόν χρόνο, διότι παραμένει ἡ ἴδια ἀναλλοίωτη ἀλαζονεία, πού διέπει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, ὠθώντας τον νά ξεπερνᾶ τά ὅριά του. Ἡ παράδοση (κι ἐδῶ μιλᾶμε γιά τήν ἑλληνική) τῆς μυθολογίας καί τῆς ἱστορίας εἶναι γεμάτη μέ παραδείγματα «πεφυσιωμένων» πνευμάτων. Ὁ Σαλμωνεύς, λόγου χάρη, πού ἤθελε νά γίνει θεός καί ἐμιμεῖτο τόν Δία, τιμωρήθηκε ὁ ἵδιος καί ὁ λαός του ἀπό τήν θεϊκή ὀργή, ἡ ἐπηρμένη Νιόβη ἀπολιθώθηκε, ἐνῶ ὁ βέβηλος Ἐρυσίχθων, ὁ ἐχθρός τῆς οἰκολογικῆς ἀντίληψης, καταστρέφοντας μέ τόν πέλεκυ τό δενδροφυτευμένο ἄλσος τῆς Δήμητρος, προκάλεσε τόσο τό φάσμα τῆς πείνας, ὥστε στό τέλος καταβρόχθισε τόν ἑαυτό του. Τά παραδείγματα εἶναι ἐνδεικτικά μέσα σέ δεκάδες παρομοίας ὑφῆς.
* Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως 

Ἡ Ὕβρις, μητέρα τῆς θρασυτάτης Ἀλαζονείας κατά τόν Πίνδαρον εἶναι στενῶς δεμένη μέ τήν τιμωρία. Δέν ὑπάρχει καμία περίπτωση νά διαφύγει ἡ ὕβρις ἀπό τά δίχτυα τῆς τιμωρίας. Αὐτό μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ  ἴσως ἀπό τό γεγονός πώς ἡ ὕβρις δέν βρίσκεται μόνον στήν περιοχή τῆς ἠθικῆς ἀλλά εἶναι συγχρόνως καί μία δυνατή ὀντολογική ἔννοια. «Φθονερόν τό θεῖον» ἰσχυριζόταν ὁ Ἡρόδοτος. Εἶναι ὅμως φθονερόν τό θεῖον ἤ τό ἀναιδές δημιούργημα; Δέν εἶναι ὀρθή ἡ τιμωρία, πού φοβίζει καί ἀποτρέπει τήν ὕβριν; Ὀ ὑβριστής δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι ξεπέρασε τά ὅρια. Βλέπει μόνον τήν ἐπίπλαστη παντοδυναμία του.
Ὁ συμπαντολόγος Ἡράκλειτος (ὅπως ἄλλωστε εἶναι ὅλοι οἱ προσωκρατικοί πού ἀσχολήθηκαν μέ τό σύμπαν, τόν κόσμο) ἔχει δύο ἀποφθέγματα πού ἀποδεικνύουν τήν ὀντολογική ὑφή τῆς ὕβρεως.
Τό ἕνα εἶναι τό περίφημο «ὕβριν χρή σβεννύναι μᾶλλον ἤ πυρκαϊήν» (43(103). (Πρέπει νά σβήνουμε περισσότερο τήν ὕβριν ἀπό τήν πυρκαγιά.) Καί τό πῦρ στόν Ἡράκλειτον δέν εἶναι φυσική ἀρχή, ἀλλά ὀντολογική, ὅπως καί ὁ Λόγος.
Τό ἄλλο εἶναι καταπληκτικότερο, διότι ἀναφέρει τόν ἥλιο, ἕνα ἀστρικό φαινόμενον, πού βρίσκεται στήν σφαῖρα τῆς ὀντολογίας. «Ἤλιος γάρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δέ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.»(94(29) (Γιατί ὁ Ἥλιος δέν θά ὑπερβεῖ τά μέτρα του, διαφορετικά θά τόν βροῦνε οἱ Ἐρινύες, οἱ βοηθοί τῆς Δικαιοσύνης.) Ἀφοῦ λοιπόν ἕνα αἰώνιο κοσμολογικό φαινόμενον ἀδυνατεῖ νά ὑπερβεῖ τά ὄριά του, γιατί δεοντολογικῶς καί ἐννοιολογικῶς εἶναι ἐνταγμένο στήν ἀρχιτεκτονική τοῦ σύμπαντος, καί κινδυνεύει νά τιμωτηθεῖ, ἄν κατά μία διαβολική πιθανότητα θελήσει νά τά ὑπερβεῖ, πόσο περισσότερον εἶναι ἄοπλος ὁ ἐφήμερος ἄνθρωπος, ὅταν τολμήσει αὐτήν τήν οὐτοπιστική ὑπέρβαση.
Πολλά προειδοποιοῦν γιά τήν μή ὑπέρβαση τῶν ὁρίων. ¨Η δελφική προστακτική «γνῶθι σαυτόν» τό «μηδέν ἄγαν», τό «πᾶν μέτρον ἄριστον» εἶχαν αὐτόν τόν σκοπόν: νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος πώς ὑπάρχουν ὅρια, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπερβεῖ. Ἀπέναντι στό «μέτρον» βρίσκεται ἡ χορεία τῶν ὑβριστῶν, τῶν καταραμένων, πού μπορεῖ νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν στήν ἐφηβεία, ἀλλά δέν τούς δεχόμαστε στήν ὡριμότητα. Στό ἔργον «οἱ δαιμονισμένοι» τοῦ Ντοστογιέφσκι λόγου χάρη ὁ μηχανικός Κυρίλωφ φωνάζει μέ ἔπαρση στούς συνομιλητές του: «Κύριοι θά σᾶς ἀποδείξω ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Ἐγώ ἀποφασίζω.» Καί μετά φυτεύει μία σφαῖρα στό κεφάλι του. Τρομερό, συναρπαστικό ἀλλά ἀνώφελο, ἀφοῦ τίποτα δέν ἀποδεικνύεται.
Σέ κάθε ἐποχή, σέ ὅλους τούς χρόνους, σέ ὅλους τούς τομεῖς ἡ ψυχοσύνθεση τοῦ ὑβριστῆ εἶναι μία: ἔπαρση, ἀλαζονεία, ὑπέρβαση τῶν ὁρίων. Ὅμως ἄν πληγώσεις τήν γῆ, θά σέ περιμένει ἡ πείνα, ἄν καυχιέσαι, θά σέ περιμένει ἡ διάψευση, ἄν καταστρέφεις τόν πλανήτη, θά ἐξαφανισθεῖς, ἄν ἄν... ἀναλόγως μέ τό σχῆμα τῆς ὕβρεως καί τό σχῆμα τῆς τιμωρίας. Εἶναι ἀχώριστα. Ἔτσι καμία ὕβρις δέν μένει ἀτιμώτητη, κανένα κακόν ἀνεξόφλητο, γιατί ὅπως λέγει ἡ θαυμάσια ρήση τοῦ Ἠρακλείτου, πού περικλείει ἕναν συμπαντικό ἀπόηχο, πῶς νά κρυφτεῖ κανείς ἀπό αὐτό πού δέν δύει ποτέ;» ( τό μή δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;)

.
 Ἑλένη λαδιᾶ  δημοσιεύθηκε στό Ἔθνος τῆς Κυριακῆς στίς 31/Δεκ—1 Ἰαν. τοῦ 2006-7

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Ὁμιλία της Ελένης Λαδιά στην παρουσίαση του Μυθιστορήματός της: Θεοφόροι καί δαιμονοφόροι

Τί πρέπει νά πεῖ ἕνας συγγραφεύς παρουσιάζοντας τό βιβλίο του; πώς εἶναι ὡραῖο, καταπληκτικό, ἀριστούργημα; Ὄχι βεβαίως ἄν ἔχει ἴχνος μετριοφροσύνης. Πώς εἶναι ἄσχημο καί δέν διαβάζεται; τότε δέν θά τό παρουσίαζε. 

Δέν θά χαρακτηρίσω τό βιβλίο μου «Θεοφόροι καί δαιμονοφόροι.» Αὐτό εἶναι ἕνα θέμα, πέρα ἀπό τήν καθαυτή του ἀξία, πού ἔγκειται στήν ματιά τοῦ ἀναγνώστη. 
Θά μιλήσω ὅμως τί ἀπεκάλυψε σέ μένα αὐτό τό βιβλίο καί κατ’ἐπέκταση ἴσως στόν ἀναγνώστη του.
Αὐτό πού μπορῶ νά πῶ εἶναι πώς δέν τοποθέτησα ἐγώ τούς ἥρωες τοῦ βιβλίου στήν κατηγορία τῶν θεοφόρων ἤ δαιμονοφόρων. Πολλές φορές, καί τό ξέρουν αὐτό οἱ συγγραφεῖς, προδίδεται ἡ πρόθεσή τους ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς. Καθοδηγεῖ ἡ ἔμπνευση καί ὄχι ἡ συγγραφική ἐπιθυμία. Ἔτσι ἄφησα ἀναγκαστικῶς  τούς ἥρωές μου στήν τύχη τους, κι ἐκεῖνοι ἀποδεσμευμένοι ἀπό ἐμένα, ἀπεφάσισαν ποῦ θά ἀνήκουν. Στήν μία ἀπό τίς δύο κατηγορίες, καί στίς δύο ἤ σέ καμμία; 
Ἐπειδή δέν μοῦ ἀρέσουν οἱ περιστροφές σέ μιά ὁμιλία πού ἔχω ἀπέναντί μου ἀναγνῶστες, θά τό ἀποκαλύψω ἐξαρχῆς. Αὐτό τό τελευταῖο μου βιβλίο μέ ἔκανε νά συνειδητοποιήσω πλήρως τήν σχέση συγγραφέως καί ἀναγνώστη, πού μέ ἀπασχολεῖ τά τελευταῖα χρόνια. Ὁ συγγραφεύς εἶναι ἕνας πάντοτε καί ὁ ἀναγνώστης πολλοί στήν μορφή τοῦ ἑνός. Ἔτσι ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πώς ἔχει τήν βαρύνουσα σημασία γιά τήν πορεία τοῦ βιβλίου. Τήν ἔχει ὅμως; Ἄν τό βιβλίο δέν εἶχε ἐνδιαφέρον, δέν θά προσείλκυε κανέναν ἀναγνώστη. Ἐδῶ φαίνονται οἱ ὅροι ἰσοδύναμοι.Εἶναι ἄραγε;
Θέλω νά ξαναπάρω τό θέμα ἀπό τήν ἀρχή καί ὁμολογῶ πώς τά συμπεράσματά μου θά εἶναι ὑποκειμενικά, ἐλπίζοντας κρυφίως πώς θά συμπίπτουν καί μέ τά συμπεράσματα ἄλλων συγγραφέων, μιά καί τό συγγραφικό εἶδος,  ἀνήκοντας στήν ἴδια συνομοταξία,  ἔχει πολλά κοινά στοιχεῖα. Γράφω ἀπό μικρή, ἀπό τίς τελευταῖες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, ἔγραφα μικρά διηγήματα καί ποιήματα καί φυσικά δέν σκεφτόμουν καθόλου τόν ἀναγνώστη.Ἤμουν τόσο αὐτάρκης στό μικρούλικο σύμπαν μου, ὅπως τό πριγκηπόπουλο τοῦ Ἐξπερύ. Ἐγώ καί τό λουλούδι μου.Μοῦ ἀρκοῦσε ὅτι αὐτά τά «γραφτούλια» ὅπως τά ἔλεγα, ἔβγαιναν ἀπό ἐντός μου χωρίς νά τὀ καταλαβαίνω. Συνεχίζοντας τήν συγγραφή ὅλα τά ἔτη καί φθάνοντας στό 1973 ὅπου ἐκδόθηκε έπισήμως ἡ πρώτη μου συλλογή διηγημάτων «Παραστάσεις Κρατῆρος» δέν σκέφτόμουν τόν ἀναγνώστη. Ἤμουν ἐλεύθερη νά γράφω ὅ,τι ἤθελα καί πίστευα. Μετά ἔμαθα πώς ὑπῆρχαν κανόνες τῆς ἀγορᾶς γιά τήν προσέλκυση ἀναγνωστῶν. Δέν τό ἔπραξα ποτέ.
Μά τώρα, θά ἀναρωτηθοῦν μερικοί ἀπό τούς ἀκροατές, μᾶς ἤθελες ἐδῶ γιά νἀ μιλήσεις γιά τήν στάση σου ἀπέναντι στόν ἀναγνώστη; Ὁμολογῶ πώς ναί, γιατί ἡ δική μου σχέση μέ τόν ἀναγνώστη πέρασε ἀπό σαράντα κύματα, γιά νά φθάσει μετά ἀπό σαρανταπέντε περίπου χρόνια τῆς θητείας μου στά Γράμματα, στό σημερινό ἀποτέλεσμα. Γιά πολλά χρόνια ὁ ἀναγνώστης μοῦ φαινόταν ξένος, αὐτός ὁ ξένος πού θά μέ ἐπαινοῦσε ἤ θά μέ περιφρονοῦσε. Κι ἀληθινά δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου τί ἀπό τά δύο θά ἔκανε, διότι ἤμουν τυχερή στά ἐκδοτικά. Οἱ ἐκδότες μέ ἤθελαν, μολονότι δέν τούς «ἔφερνα χρήματα,» μέ ἤθελαν ὅμως κι ἔτσι ἡ ἐκτύπωση ἑνός βιβλίου μου, καί τά παρεπόμενα ἦταν ἐξ ἀρχῆς, δεδομένα. Βραβευόμουν ἐπίσης, μολονότι τά βιβλία μου δέν ἦταν ποτέ στά εὐπώλητα.
Γιατί ὅμως ἤθελα νά παρουσιάσω ἐδῶ τό τελευταῖο μου βιβλίο καί τί σχέση ἔχει μέ τόν ἀναγνώστη;
Δέν παρουσίασα ποτέ ἐγώ βιβλίο μου, κι αὐτή εἶναι ἡ παρθενική φορά. Ἴσως ἐπειδή εἶμαι πολλά χρόνια στήν συγγραφή, ἴσως ἐπειδή μπορεῖ νά εἶναι καί τό τελευταῖο τῆς ζωῆς μου, ἴσως γιά ἀνεξήγητους λόγους ἴσως, πάντως τό τολμῶ. Μέχρι  τώρα στίς ὅποιες παρουσιάσεις βιβλίων μου μίλησαν εὐφυεῖς καί ταλαντοῦχοι ἄνθρωποι καί τούς εὐχαριστῶ ξανά κι ἀπό δῶ ξανά. Σκέφτηκα πολύ νά τολμήσω νά μιλήσω μπροστά σας ἔτσι καθώς εἶμαι κοσμοφοβική. Ἀλλά ἐσεῖς δέν εἶσθε σύνολο. Εἶσθε καθένας μιά προσωπικότητα καί σᾶς ὀφείλω αὐτήν τήν παρουσίαση. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τοῦ ἀναγνώστη: ἡ προσωπικότητα ἐντός τοῦ συνόλου καί τό σύνολο ἐντός τῆς προσωπικότητας. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ πρόταση ἔχει θεολογικό ὑπόβαθρο, ὅπως τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἠ μονάς ἐν τῆ Τριάδι καί ἡ Τριάς ἐν τῆ μονάδι.


Ἕνα βράδυ τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος τοῦ 1981 (ἐδῶ ἀρχίζει ἡ ἐξομολόγηση) ἔνιωθα φρικτή μοναξιά καί φόβο, ἀπροσπέλαστη μοναξιά καί ἀόριστο φόβο.Καί τίποτε φρικτότερον ἀπό τόν ἀναίτιο φόβο. Ἐπιχείρησα νά γράψω ἕνα διήγημα, μολονότι πολλές φορές αἰσθάνθηκα τήν ματαιοπονία τῆς συγγραφῆς. Ματαιοπονία καί συγχρόνως ἐπιθυμία γιά κάποια δημιουργία. 
Ἡ ἀρχή τοῦ διηγήματος ἔμοιαζε νά ἀπευθύνεται πρός κάτι ἤ κάποιον, ἤθελα νά ὁμολογήσω τήν ἀγωνία μου σέ κάποιον. Διαβἀζω μικρἀ ἀποσπάσματα: «Μέ δολοφονοῦν ἀπὀψε τό βράδυ: μέ κομποδένουν ἀπόψε τό βράδυ. Μή μέ ρωτᾶτε ποιοί, δέν ξέρω. Ἴσως οἱ Σατανάδες, ἴσως οἱ μεσαιωνικές μάγισσες, ἴσως κάποιος ὕπουλος ἄνθρωπος καρφώνει τό ὁμοίωμά μου στήν σκοτεινή του κάμαρα. Ἔσπασαν οἱ ρίζες πού μέ ὁδηγοῦσαν στόν πυρήνα μου καί δέν ἀναγνωρίζω τίποτα, ὅλα χάρτινα, σημαδεμένα ἀπό μιά ἔλλειψη σκοπιμότητας καί οἱ μέρες βαριές σάν δανεικές μέ κούρασαν.» 
Καί πιό κάτω «Ὤ καλέ μου ἀναγνώστη, μή μαρτυρήσεις ὅσα σοῦ ἐκμηστηρεύομαι ἀπόψε τήν νύχτα, ὥρα τρεῖς καί μισή. Δέν ἔχω ἄλλο φίλο στόν κόσμο ἀπό σένα. Κι ἀπόψε τήν νύχτα κατάλαβα πώς ἐσύ εἶσαι τό σωσίβιο καί δέν βουλιάζω στήν τρέλλα. Τὀ δέσιμό μου μαζί σου δέν ἀφήνει τήν κατάθλιψη νά μέ κυριεύσει. Καί γιά πρώτη φορά δέν θά σοῦ χαρίσω διήγημα. Θά τό γράψουμε μαζί. Μέ τό μυαλό μας καί μέ τό χέρι ΜΑΣ.» Καί στό τέλος τοῦ διηγήματος: «ἕξω ξημέρωσε. Σέ εὐχαριστῶ, φἰλε μου, γιά τό διήγημα πού γιά πρώτη φορά γράψαμε μαζί.Καλή σου μέρα.»
Ἡ ἔννοια τοῦ ἀναγνώστη μοῦ ἀποκαλύφθηκε σιγά σιγά στό μυητικό ταξίδι τῆς συγγραφῆς. Ἀλλά καί ἡ ἔννοια τοῦ συγγραφέως μέ αὐτήν τήν σημαδιακή πρόθεση συν. Συν-γραφεύς λοιπόν, αὐτός πού γράφει μέ... μέ τόν ἄλλον; Καί ἀνα-γνώστης, αὐτός πού ξαναγνωρίζει σύμφωνα μέ τά πλατωνική ἀνάμνηση. 
Τώρα ξέρω πώς ὁ ἀναγνώστης δέν εἶναι ὁ ξένος, εἶναι ὁ φίλος, ὁ συμπλέων, ὁ συμπάσχων,ὁ συναγωνιστής, ὁ συνάνθρωπος. Σέ ἐκείνη τήν φοβερή γιά μένα νύχτα, αὐτόν ἀναζήτησα αὐθορμήτως. Γιατί ὁ ἀναγνώστης μοιάζει μέ τόν συγγραφέα, εἶναι τό alter ego του. Θέλει κι αὐτός νά εἰσχωρήσει καί νά ζήσει στήν φαντασιακή πραγματικότητα τοῦ λογοτεχνήματος. Ἔχει κι αὐτός τήν αἴσθηση  πώς ὑπάρχουν τόσες πραγματικότητες, ὅσες μπορεῖς νά φαντασθεῖς, ὅπως ἔλεγε ὁ Παράκελσος. Ὁ ἀναγνώστης γνωρίζει τούς ἥρωες ἑνός βιβλίου καί αὐτός τούς κάνει ἐνυπόστατους. Αὐτό τό ἐνυπόστατον ὀφείλεται στήν πίστη καί στήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τό ἐννόησα  βαθειά ἀπό ἕνα σονέττο τοῦ Ρίλκε. Σᾶς τό διαβάζω: εἶναι τό 4ο σονέττο ἀπό τό βιβλίο «Τά σονέττα στόν Ὀρφέα» σέ μετάφραση τῶν Κυπρίων λογοτεχνῶν τῆς Πάφου, Δημ. Θ. Γκότση καί Ἀνδρέα Πετρίδη.

"Ὤ αὐτό εἶναι τό ζῶο, πού δέν ὑπάρχει.
Τούς ἦταν ἄγνωστο κι’ὅμως τό ἀγάπησαν,
τήν κίνηση, τή στάση, τό λαιμό του,
ἀκόμη καί τό φῶς στό πρᾶο του βλέμμα.

Βέβαια δέν ὑπῆρξε. Μά ἐπειδή τό ἀγάπησαν,
ἔγινε ζῶο γνήσιο. Χῶρο πάντα τοῦ ἄφηναν.
Καί μές στόν χῶρο-καθαρό καί φυλαγμένο-
τό κεφάλι ἀνασήκωνε, καί μόλις πού εἶχε ἀνάγκη

τήν ὕπαρξή του. Δέν τό ἔθρεψαν ποτέ μέ στάρι,
μά πάντα  μέ τή δυνατότητα:  Νά ὑπάρχει!
Κι’αὐτή τόσο δυνάμωνε τό ζῶο,

πού κέρατο στό μέτωπο ἔβγαλε. Ἔνα μόνο.
Λευκό πέρασε μπροστά ἀπό μιά παρθένα
Καί φάνηκε σέ κάτοπτρο ἀργυρό-κι’ἐντός της."
                             

Στό μυθιστόρημα «Θεοφόροι καί δαιμονοφόροι» κυκλοφορεῖ ἕνα περιπλανώμενο χειρόγραφο, τό ὁποῖον ἐπισκέφτεται ἀξιοθέατα, μυστηριακές λίμνες, θαλασσινές σπηλιές, βιβλιοθῆκες,  καί ὅπου ἀλλοῦ βρεῖ νά καταχωνιασθεῖ. Λόγω ἀκριβῶς τῆς περιπλάνησής του εἶναι φθαρμένο καί σέ μερικά σημεῖα του δυσανάγνωστο. Ἀπό αὐτό τό χειρόγραφο προσπαθοῦν ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια νά ἀποκρυπτογραφήσουν τό μυθιστόρημα.
Ἀναφέρω: 

«Ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια σκέφτηκε τούς ἥρωες τοῦ  μυθιστορήματος, καθώς καί τήν ἐξέλιξή τους. Ποιό θά ἦταν ἄραγε τό τέλος τους; Ὑπάρχουν τυχεροί μυθιστορηματικοί ἥρωες καί ἄτυχοι, ἀκριβῶς, ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Τούς προσδιορίζει ὄχι ἡ μοίρα ἀλλά οἱ συγκυρίες σέ συνδυασμό μέ τό ταλέντο τοῦ συγγραφέως τους. Οἱ τυχεροί ἀπό τήν ἀγάπη τῶν ἀναγνωστῶν γίνονται μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ ἀπό φανταστικοί πραγματικοί.. Ζωντανεύουν στίς ἀνθρώπινες καρδιές, ὅπως ὁ μονόκερως στό τέταρτο σονέττο τοῦ Ρίλκε. Ὁ μονόκερως ἦταν τό ζῶο πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλά ἀγαπώντας το οἱ ἄνθρωποι ἔγινε γνήσιο ζῶο, πού δέν τό ἔτρεφαν ποτέ μέ στάρι ἀλλά πάντα μέ τήν δυνατότητα πού τό δυνάμωσε, κι ἔβγαλε μόνον ἕνα κέρατο στό μέτωπο. «Λευκό πέρασε μπροστά ἀπό μιά παρθένα/καί φάνηκε σέ κάτοπτρο ἀργυρό-κι ἐντός της.» Μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης μας μποροῦμε νά ὑλοποιήσουμε ὅλες τίς φανταστικές καί φαντασιακές μορφές, σκέφτηκε ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἡ ἀναγνώστρια.» Σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο θά ἐπανέλθω. 
Ὁ συγγραφεύς προσφέρει τά πρόσωπα τοῦ βιβλίου καί ὁ ἀναγνώστης τά κάνει ἐνυπόστατα. Ὅμως συνεισφέρουν, συνεργάζονται. Εἴπαμε πώς γιά τήν δημιουργία τοῦ ἐνυποστάτου χρειάζεται πίστη καί ἀγάπη. Αὐτή ἡ μαγεύτρα ποίηση χτυπᾶ φλέβες χρυσοῦ!  Ἡ ποίηση πού εἶναι παράγωγον τοῦ δημιουργικοῦ θεϊκοῦ ἐποίησεν. Τό σονέττο τοῦ Ρίλκε μᾶς γνωστοποιεῖ τό ἐνυπόστατον καί τί χρειάζεται γιά τήν ἐμφάνισή του, περισσότερο ἀπό μιά θεολογική μελέτη για τό  ἴδιο θέμα. Μέ δυό λόγια, τό ζῶο πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλά τό ἀγάπησαν οἱ ἄνθρωπο, ἔγινε γνήσιο.  
Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τούς τυχερούς ἥρωες τῶν μυθιστορημάτων,ὅπως εἶναι ὁ Μπάρμπα Γκοριό, ὁ Ἄμλετ, ὁ Ρασκόλνικωφ καί πολλοί ἄλλοι. Ἔγιναν τόσο πραγματικοί, λές καί πλάστηκαν ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἕνωση. Μπορεῖ ὁ Ρασκόλνικφ λόγου χάρη νά εἶχε πρότυπό του κάποιον φοιτητή ἀλλά μέσα στήν ἀλχημεία τῆς γραφῆς μεταποιήθηκε, μεταπλάστηκε καί μέ τά δοσμένα ἀπό τόν συγγραφέα χαρακτηριστικά καί ἰδιότητες ἔγινε ἕνας ἄλλος. Ὀ Ρασκόλνικωφ τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι τόσο πραγματικός μέσα στήν πραγματικότητά μας, ὅπως ὁ μονόκερως.
Συγγραφεύς καί ἀναγνώστης: Ὀ συγγραφεύς πεθαίνει βιολογικῶς ἀλλά ποτέ ὁ ἀναγνώστης, διότι εἶναι μία προσωπικότητα τοῦ συνόλου. Ἀλληλοδιαδέχεται ὁ ἔνας τόν ἄλλο, μέ ἄλλη μορφή, μέ ἄλλο χαρακτήρα, μέ διαφορετική ἄποψη,  σέ ἄλλη ἡλικία καί ἐποχή, ἀλλά στό βάθος μένει ὁ πυρήνας του, τό ἀρχέτυπο, ἄς ποῦμε, τοῦ ἀναγνώστη.Καθένας εἶναι ἀπό τούς πολλους ἑαυτούς τοῦ συγγραφέως. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἴσως πώς συλλαμβάνει θέματα στίς πιό μύχιες πτυχές καί βάθη, πού ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεύς δέν ὑποψιάστηκε ποτέ.Καἰ ξαφνιασμένος ἀναφωνεῖ μπροστά στόν ἀναγνώστη του. «Αὐτό δέν μοῦ πέρασε ποτέ ἀπό τό μυαλό!»

                                    

Στήν ἀρχή ξεκαθάρισα πώς δέν ἀπασχολοῦσε ποτέ ὁ ἀναγνώστης, ὅταν ἔγραφα. Ἦταν γιά μένα ἄγνωστος, ὅπως ἄγνωστα μοῦ ἦταν καί τά τερτίππια, πού χρησιμοποιοῦνται γιά νά θηρεύσουν ἕναν ἀναγνώστη. Ἐγώ μπορεῖ ἀρχικῶς νά τόν ἀγνοοῦσα ἀλλά ποτέ δέν χρησιμοποίησα ἀνέντιμα μέσα ἀπέναντί του. Ἀργότερα τόν αἰσθανόμουν σάν ἕνα ξένο, μακρινό μου, πού ἤθελε νά μέ κρίνει, νά μέ κατακρίνει ἤ νά μέ ἐπαινέσει. Δέν εἶχα ἀνάγκη ἀπό τίποτα.  Ἤμουν τόσο αὐτιστική καί ξεροκέφαλη. Καί ξαφνικά, ἄχ αὐτό τό ξαφνικά, τό ἐξαίφνης τοῦ Πλάτωνος, ἡ Στιγμή τοῦ Κίρκεργκωρ, τό νιτσεϊκό δευτερόλεπτο τοῦ ξαφνικοῦ, τότε λοιπόν «ξαφνικά» ἐκείνη τήν νύχτα τῆς ἀγωνίας καί τοῦ φόβου, σκέφτηκα αὐθορμήτως πώς ὁ ἀναγνώστης εἶναι φίλος μου. Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς τόν ἐπικαλέσθηκα ἀρκετές φορές στά γραπτά μου .
Σήμερα παρουσιάζω τό τελευταῖο μου βιβλίο γιά δύο κυρίως λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι πώς ἡ ἀντίληψή μου γιά τήν συνεισφορά τοῦ ἀναγνώστη εἶναι πλέον εὐρεία καί ἰσοδύναμη, γι’αὐτό καί χρησιμοποιῶ σέ κάθε «θήρα τοῦ μυθιστορήματος», ὅπως ὀνομάζω τα ἐμβόλιμα κείμενα τοῦ βιβλίου, πάντα τήν φράση: ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια. 
Ἀρχίζοντας μέ τό ἀπόσπασμα: «Κυνηγώντας τό μυθιστόρημα πού βρισκόταν καλυμμένο κάτω ἀπό ἔνα σκληρό φιλοσοφικό διάβασμα καί μιά ἐπίπονη μεταφραστική προσπάθεια, ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια ταλαιπωρήθηκε πολύ.» 
Πιό κάτω: «Ἡ ἀφηγήτρια ἤ καλύτερα ἀναγνώστρια, σέ κάποια σύλληψη τοῦ μυθιστορήματος, ἄνοιξε τίς κιτρινισμένες σελίδες του.»
 Κι ἀλλοῦ: «Ὁ χρόνος ἔχει ἀκτῖνες, ὅπως ὁ ἥλιος, σκέφτηκε ἡ ἀφηγήτρια ἤ άναγνώστρια καθισμένη στήν ἐρημική παραλία.»
Καί σέ ἄλλο ἀπόσπασμα: «Τώρα τό περιπλανώμενο  χειρόγραφο παρουσίαζε κενά. Οἱ σελίδες, μισές καί κατεστραμένες, ἐμπόδιζαν τήν ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια νά συνεχίσει. Στήν ἀρχή σκέφτηκε νά τίς συμπηρώσει μέ φανταστικά «μπαλώματα» ἀλλά δέν τό τόλμησε. Θά ἄλλαζαν ἀσφαλῶς τό ὕφος καί τήν ἀφήγηση.
Καί παρακάτω: «Ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια κουρασμένη ἀπό τήν ἐπίπονη, τήν δύσκολη σάν δημηγορία τοῦ Θουκυδίδου μετάφραση αὐτοῦ τοῦ φιλοσοφικοῦ-θεολογικοῦ κειμένου, ἄφησε τό μυθιστόρημα, γιατί δέν μποροῦσε νά ἀντεπεξέλθει καί στά δύο εἴδη. Ὅμως συνέβη κάτι ἐξωφρενικό: τώρα θήραμα ἔγινε ἡ ἴδια, ἀφοῦ τό μυθιστόρημα τήν κυνηγοῦσε νυχθημερόν. ...Ὅχι, λάθος πώς τήν κυνηγοῦσε μόνον τό μυθιστόρημα. Αὐτό τήν ἐρέθιζε ἐξαναγκάζοντάς την καί νά τό κυνηγήσει.»
Στό νέο μου βιβλίο παρατήρησα πώς ἀπό ἑτεροπρόσωποι ὁ συγγραφεύς καί ὁ ἀναγνώστης ἔγιναν στήν συνείδησή μου ταυτοπρόσωποι. Νά μιά περίπτωση, ψυχολογικῆς, αὐτήν τήν φορά, ταυτοπροσωπίας. Αὐθορμήτως ἔγραψα ἡ ἀφηγήτρια ἤ ἀναγνώστρια (ταυτοπροσωπία) καί ὄχι ἡ ἀφηγήτρια καί ἡ ἀναγνώστρια (ἑτεροπροσωπία.) Ἔτσι συμπεραίνεται πώς συγγραφεύς καί ἀναγνώστης εἶναι πλευρές τοῦ ἰδίου ἀνθρώπου· τοῦ ἰδίου φυράματος πού ἀναζητᾶ στήν ζωή του τό ὄνειρο καί τήν φεγγαρόσκονη. Στό τέλος τοῦ βιβλίου, στήν τελευταία θήρα τοῦ μυθιστορήματος γράφω: «Τό χειρόγραφο ἀπέμεινε κατασπαραγμένο ἀπό τήν βακχική-συγγραφική μανία τῆς ἀφηγήτριας ἤ ἀναγνώστριας, πού ἤθελαν νά βροῦν στούς ἥρωές του κάτι τό μεγαλειῶδες, τό ἐξαιρετικό ἤ τό ἡρωικό. Ὅμως βρῆκαν μόνον βίους ἁπλῶν καί καθημερινῶν ἀνθρώπων.»
Ἐγώ ὅμως ἀναρωτιέμαι πόσο νά ἀπέχει τό καθημερινό ἀπό τό ἡρωικό.Τί τό καθημερινό καί τί τό ἡρωικό;
Ὁ δεύτερος λόγος τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου εἶναι πώς ἐδῶ μέ ἀφορμή τό σονέττο τοῦ Ρίλκε, ἔγινε ἀπολύτως καταληπτή ἡ ἔννοια τοῦ ἐνυπόστατου. 
Ὅμως θά σᾶς ἀποκαλύψω κι ἕναν τρίτο λόγο: τώρα μέ τά σαρανταπέντε χρόνια τῆς θητείας μου καί τήν «ἐνηλικίωσή μου» ἐντός εἰσαγωγικῶν, μπορῶ νά σταθῶ ἀπέναντί σας, νά σᾶς ἐξηγήσω καί νά σᾶς πῶ: Εἶμαι στήν διάθεσή σας. Ρωτεῖστε με,ὅ,τι θέλετε. Σᾶς εὐχαριστῶ.


* Στις φωτογραφίες από την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει, η Ελένη Λαδιά με τον σολίστα Άγγελο Αγκυρανόπουλο

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ ΟΔΥΝΗΣ» ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΛΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΙΟΣΗ

Καλησπέρα σας,

Πρώτα απ’ όλα να σας συστηθώ. Λέγομαι Βαγγέλης Κάλιοσης και βρίσκομαι εδώ σήμερα, γιατί είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με τον αξέχαστο δάσκαλο και φίλο Γιώργο Ζουγανέλη, όταν το 2014 ανέλαβα τη διεύθυνση του νεοσύστατου τότε ΙΕΚ των Φυλακών Κορυδαλλού, που ερχόταν να προσθέσει μία ακόμη ψηφίδα στο θαυμαστό ψηφιδωτό εκπαίδευσης που ο Γιώργος φιλοτεχνούσε από χρόνια εκεί μέσα με την υπομονή και τη μαεστρία ενός αγιορίτη αγιογράφου.

Εκεί συναντήθηκα για πρώτη φορά και με τη συγγραφέα, για την οποία άκουγα συχνά τους κρατούμενους μαθητές της να μιλάνε με μεγάλο σεβασμό. Κι εκείνη με την έκδοση αυτού εδώ του βιβλίου αισθάνομαι πως τους τον ανταποδίδει. Έφτιαξε 14 αναθηματικά λογοτεχνικά ανάγλυφα για να μνημειώσει εκείνο το μικρό εκπαιδευτικό θαύμα που συντελέστηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού στα έντεκα χρόνια της λειτουργίας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας υπό τη διεύθυνση και την εμπνευσμένη καθοδήγηση του τιμώμενου της σημερινής εκδήλωσης. Κι είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενος που μια καταξιωμένη συγγραφέας με τη δική της οξυδερκή ματιά βρέθηκε σε εκείνο τον χώρο, τον έζησε από μέσα, τον παρατήρησε και είχε την ευγένεια να καταγράψει πυκνωτικά και με θαυμαστή λιτότητα και μέτρο κάτι - ίσως την πεμπτουσία - από ό, τι συντελέστηκε εκεί μέσα. Θα ήταν στα αλήθεια πολύ κρίμα να μη συμβεί αυτό. Κάτι θα ήξερε ο διορατικός και απίστευτα διαισθητικός Γιώργος τότε, όταν την καλούσε να συνδράμει το εκπαιδευτικό του έργο.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων, όπως μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι διφυής. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει διηγήματα μυθοπλασίας και το δεύτερο εστιάζει στην πραγματικότητα της εντός των τειχών εκπαίδευσης. Προσωπικά, τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας, ρέπω στη μυθοπλασία. Αλλά αυτό το βιβλίο το διάβασα ανάποδα. Ξεκίνησα από την πραγματικότητα, παρακινημένος ίσως από μια εγωιστική παρόρμηση, καθότι κατά κάποιο τρόπο είχα κι εγώ αποτελέσει μέρος της, αλλά και γιατί με έτρωγε η περιέργεια να δω πώς ένας λογοτέχνης γίνεται να χωρέσει μέσα σε λίγες σχετικά λέξεις  τόσα συναισθήματα, εκατοντάδες ιστορίες, ακόμη περισσότερες προσδοκίες παραβατικών ανθρώπων και μια πληθωρική προσωπικότητα όπως εκείνη του πνευματικού τους δαμαστή - ή ίσως θα ήταν πιο δίκαιο και ταιριαστό καλύτερα να πω λυτρωτή - του Γιώργου του Ζουγανέλη. Ε ναι, λοιπόν, διαπίστωσα διαβάζοντάς τα απνευστί ότι γίνεται.


Εδώ πάντως, ενώπιόν σας, θα αποκαταστήσω την τάξη και θα ακολουθήσω τη σειρά που η συγγραφέας έχει επιλέξει και που και με τη δική μου ιδιοσυγκρασία ταιριάζει. Θα μιλήσω πρώτα για τη μυθοπλασία. Ξεκινώντας να διαβάζω ένα ένα τα διηγήματα αυτής της ενότητας γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ερχόμουν αντιμέτωπος με μια λογοτεχνία που είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Φέρει πάνω της την πατίνα του χρόνου, σαν καλοβαλμένη γηραιά κυρία, αλλά την ίδια στιγμή σου χαμογελά με τη φρεσκάδα δεκαεξάχρονης κορασίδας. Έχει το βάρος των κλασικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια σύγχρονη ελαφράδα με τον τρόπο που υπέδειξε ο Πολ Βαλερύ καλώντας «να είναι κανείς ελαφρύς όχι σαν το φτερό αλλά σαν το πουλί». Κάτω από τις ιστορίες που μας αφηγείται η συγγραφέας αισθάνεσαι αβίαστα, εντελώς φυσικά, να ρέουν τρία μεγάλα ρεύματα που προσδίδουν μουσικότητα στην ανάγνωση και μεστότητα σε ό,τι αυτή σου αφήνει. Το ένα ρεύμα είναι η φιλοσοφία από τους Προσωκρατικούς, τους Πυθαγόρειους και τον Πλάτωνα μέχρι τον Σπινόζα, τον Κίργκεγκωρ και τον μεγάλο υπαρξιστή Νίτσε. Το δεύτερο είναι το πλατύ ποτάμι της χριστιανικής παράδοσης. Και το τρίτο είναι αυτό που διατρέχει όλους τους μεγάλους μύθους, από την κλασική μυθολογία και τους αρχαίους τραγικούς μέχρι τους μεγάλους μυθοπλάστες της ρωσικής λογοτεχνίας προεξάρχοντος του Ντοστογιέφσκι. Η ακρίβεια με την οποία είναι επιλεγμένες οι λέξεις, οι φράσεις και οι προτάσεις και η αδρότητα των ηρώων, πραγματικών και φανταστικών, δεν σου αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα διηγήματα κατοίκησαν για πολύ καιρό στο μυαλό της δημιουργού τους και γεννήθηκαν στην ώρα τους με φυσικό τοκετό. Γι’ αυτό διαθέτουν την πληρότητα και την προοπτική ενός ζώντος οργανισμού. Σε μια εποχή που οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν κατά συρροή φθηνά ρομάντζα και ευτελή πορνογραφία βαφτίζοντάς τα λογοτεχνία, ενώ τα ράφια των βιβλιοπωλείων ξεχειλίζουν από ογκώδη ιστορικά μυθιστορήματα, στα οποία η ιστορία κατακρεουργείται για να γίνει το συναρπαστικό φόντο κάποιας κατά τα άλλα κοινότοπης και εν πολλοίς βαρετής ιστορίας, τα διηγήματα ετούτης εδώ της συλλογής γίνονται βάλσαμο για όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη τους και πρόκληση για το μυαλό του.

Θα μου επιτρέψετε να σταθώ ιδιαίτερα σε ένα από αυτά, που προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας το ταξινόμησε πρώτο και τον τίτλο του τον συμπεριέλαβε στον γενικό τίτλο της συλλογής. Δεν σας κρύβω ότι άρχισα να το διαβάζω με κάποια επιφύλαξη – θα μπορούσες να την πεις και προκατάληψη – εξαιτίας του επιθετικού προσδιορισμού «Το άγιο». Θα πρέπει εδώ να σας εξομολογηθώ ότι είμαι θιασώτης μιας φιλοσοφικής και ιδεολογικής παράδοσης διάφορης από εκείνη της συγγραφέως που ξεκινάει από τον Δημόκριτο και τον Αριστοτέλη και περνώντας από τους Επικούρειους φτάνει στο Ρουσσό και από εκεί στον Πόππερ και τον Καστοριάδη, ενώ με τις θρησκείες, παρότι υπήρξα για ένα έτος φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, η σχέση μου είναι εντελώς ακαδημαϊκή και για την οικονομία της κουβέντας μας θα με προσδιόριζα ως αγνωστικιστή. Όμως, όταν τελείωσα την ανάγνωση παραδόξως αισθάνθηκα αμέσως την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω. Και αφού το διάβασα και τρίτη φορά συνειδητοποίησα ότι το ένθεο «άγιο περιστέρι» είναι ίσως το καλύτερο διήγημα που έχω διαβάσει. Θα σας παρακαλέσω να δεχτείτε ότι αυτό δεν είναι μια απλή φιλοφρόνηση, αλλά μια ειλικρινής δήλωση προερχόμενη από ένα πολέμιο κάθε μεταφυσικής. Πώς συνέβη αυτό; Πολύ απλά! Η συγγραφέας καταφέρνει να προσεγγίσει με θεολοσοφικούς όρους την πιο γήινη και πιο κοσμική ανάγκη του ανθρώπου, την ανάγκη να αντικρύσει την αλήθεια, να δει το όλον πλέον και όχι το μέρος. Μέσα σε μόλις οκτώ σελίδες ο αέναος ήρωάς της, ο Αριστοκλής ο Πνευματοφόρος, προστατευόμενος  και καθοδηγούμενος από το άγιο περιστέρι διατρέχει όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, δοκιμάζεται σκληρά ανάμεσα στο «κτιστόν» και στο «άκτιστον», για να φτάσει δια της αποκάλυψης του ανθρώπινου εγκεφάλου στη θέωση, που στη δική μου αποδεκτή ορολογία θα ονομαζόταν ολοκλήρωση. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι η συγγραφέας μού αποκάλυψε τόσο ρηξικέλευθα ότι στο ίδιο επιθυμητό αποτέλεσμα μπορούμε να φτάσουμε από πολλούς διαφορετικούς δρόμους. Κι αυτό εκτός από γοητευτικό είναι και απέραντα ελπιδοφόρο.

Η κυρία Λαδιά σε όλα της τα διηγήματα επιβεβαιώνει με ενάργεια την καταπληκτική της ικανότητα να καθολικοποιεί το ατομικό και να εξατομικεύει το καθολικό, να προσδίδει μεταφυσικές διαστάσεις στην πιο πεζή εμπειρία και να καθιστά εντελώς φυσική την πλέον φαντασιακή αναζήτηση, να περιγράφει βιώματα της προσωπικής της διαδρομής σαν να είναι περιπέτειες πλασμάτων βγαλμένων από αρχέγονους μύθους. Γι’ αυτό προφανώς όταν κλήθηκε από τη συνείδησή της να περιγράψει την πραγματικότητα της εκπαίδευσης εντός των Φυλακών του Κορυδαλλού, το έκανε με έναν τρόπο ολιστικό που επιτρέπει και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη να συλλάβει την ατμόσφαιρα, την ποιότητα αλλά και την αξία του πράγματος. Ο Άγγελος με τα σπασμένα δόντια, ο Μάριος με το λύκο της Αλβανίας, ο Νίκος ο καλύτερος κτίστης της Ευρυτανίας, ο Αλβανός Μπραντ Πητ, ο Βαγγέλης ο γιος του Ποσειδώνα, ο Δημήτρης με την έφεση στα μαθηματικά, ο Αριάν, ο Άνι και τόσοι άλλοι μοιάζουν στα αφηγήματά της με ήρωες του Ντοστογιέφσκι, καταραμένα πλάσματα που υπό το φως της εκπαίδευσης  και της τέχνης αποκαλύπτουν εκτός από τις αδυναμίες τους και κάποιες από τις σπάνιες αρετές τους.

  Σε ένα από τα αφηγήματα αυτής της ενότητας  η συγγραφέας μας δίνει μια εικόνα που την έζησα για δύο χρόνια ακριβώς όπως την περιγράφει. «Οι κρατούμενοι περνούσαν, όπως και οι καθηγητές τους, τη στενή λωρίδα δρόμου για να ανέβουν την κλίμακα προς το φως. Γιατί φως ήταν το σχολείο των φυλακών Κορυδαλλού». Ο Γιώργος ο Ζουγανέλης είχε δημιουργήσει πέραν εκείνου του στενού διαδρόμου ένα αυτόφωτο εκπαιδευτικό σύμπαν. Πήρε στα χέρια του την έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα δομή του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας και μέσα στο δυσμενές περιβάλλον της φυλακής προϊόντος του χρόνου την εξέλιξε σε ένα μοντέλο εκπαίδευσης που κατά την ταπεινή μου άποψη, θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για τον εκσυγχρονισμό του σύνολου αναχρονιστικού εκπαιδευτικού συστήματος. Έφτιαξε ένα σχολείο δημοκρατικό όπου ο μαθητής προσερχόταν με τη θέλησή του, συμμετείχε σε όλες του τις δράσεις συμπεριλαβανομένων των εργασιών καθαριότητας και συντήρησης του χώρου σαν να ήταν το σπίτι του, συνδιαμόρφωνε με τους καθηγητές του το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του, δοκίμαζε τις κλήσεις του και αντιπάλευε τις έξεις του. Η τέχνη στο σχολείο του Γιώργου είχε την τιμητική της. Το δικό της φως διείσδυε στα πιο σκοτεινά κρησφύγετα του μυαλού και της ψυχής των κρατουμένων  για να διαλύσει και τις τελευταίες τους αντιστάσεις και να μετατρέψει τη ζωή τους στο σχολείο σε κάτι σαν όαση μέσα στην έρημο της φυλακής. Οι συναναστροφή τους για λίγες ώρες με δασκάλους, εθελοντές, διανοούμενους, ειδικούς και καλλιτέχνες αποκαθιστούσε τρόπον τινά τη σχέση τους με την κοινωνία, με τον έξω κόσμο. Άκουσα πάμπολλες φορές κρατούμενους να δηλώνουν ότι το σχολείο ήταν γι’ αυτούς μια ανάσα.


Ο Γιώργος ο Ζουγανέλης ήταν απολύτως συνταιριασμένος, με το επάγγελμα – λειτούργημά του, σημειώνει στο διήγημα «ο Δάσκαλος» η συγγραφέας. Παρατηρώντας τον ανακάλυπτε στην μορφή του εκφράσεις των φυλακισμένων και αντιστοίχως στα πρόσωπα εκείνων πολλές δικές του. Κι ήταν πράγματι έτσι. Ήταν ένας από εκείνους κι εκείνοι τον αποκαλούσαν «δάσκαλο» με την ίδια τρυφερότητα που θα πρόφεραν τη λέξη «πατέρα» ή την κλητική προσφώνηση «αδερφέ». Είχε μια εκπληκτική ικανότητα ο Γιώργος να εμπλέκει τους πάντες σε ότι σχεδίαζε στο μυαλό του ως πιθανή δράση με τέτοιο τρόπο που τους έκανε να αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε κάτι πολύ σημαντικό, για το οποίο ένιωθαν ήδη πριν καν ξεκινήσει περήφανοι. Τι να λέμε τώρα; Είχε πετύχει μέχρι και το να φέρει στο σχολείο υψηλόβαθμο δικαστή για να διδάξει λογοτεχνία σε κρατούμενους. Κάποτε συνέλαβα και τον εαυτό μου να έχει ομοιοτρόπως εμπλακεί χωρίς να το έχει καταλάβει σε ένα τέτοιο σχέδιο. Τον πείραξα λέγοντάς του «καλά βρε μπαγάσα, χώνεις όλους τους άλλους χώνεις κι εμένα;». Με κοίταξε με εκείνο το χαρακτηριστικό παρατεταμένο πλατύ του χαμόγελο χωρίς να πει τίποτα κι εγώ ένιωθα ήδη πολύ ικανοποιημένος που με είχε εμπλέξει. Μετά το θάνατό του συζητούσα αυτή του την ικανότητα με την Ελένη και ενώ την περιέγραφα δεν μπορούσα να βρω το κατάλληλο επίθετο για να την προσδιορίσω συμπυκνωμένα και με ακρίβεια.


Εκείνη γνωρίζοντας τον φυσικά πολύ περισσότερο από εμένα με έβγαλε από τη δύσκολη θέση λέγοντας μου πως ο τρόπος του είναι ο «καλογερίστικος». Το προηγούμενο καλοκαίρι επισκέφτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου το Άγιο Όρος. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα με ξεναγούσε εκείνος, αλλά δεν πρόλαβε. Ζώντας για τέσσερις μέρες από κοντά την κοινοβιακή ζωή διαπίστωσα έκπληκτος ότι η ικανότητα του Γιώργου είχε σμιλευτεί σε εκείνο το περιβάλλον, όπου για τέσσερις μέρες κανείς δεν μας υποχρέωσε να κάνουμε οτιδήποτε, αλλά συμμετείχαμε σχεδόν σε όλα. Αυτή η δημοκρατική κουλτούρα της γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης είχε προετοιμάσει τον φιλελεύθερο, αδογμάτιστο και αντιδογματικό δάσκαλο Ζουγανέλη. Παρότι θεολόγος ποτέ μου δεν τον άκουσα να κατηχεί κανέναν και στις ιδιωτικές μας φιλοσοφικού ή πολιτικού περιεχομένου συζητήσεις ήταν πάντα ανοιχτόμυαλος, ανεκτικός και  διαλλακτικός. Όπως παρατηρεί σε ένα άλλο σημείο η συγγραφέας προτιμούσε να «παίζει με τους κρατούμενους και μέσα από το παιχνίδι και το παράδειγμα να τους εμφυσά αρχές ηθικού βίου».

Η τελευταία μου εικόνα από τον Γιώργο είναι δύο απογεύματα πριν πεθάνει να παίζουμε για δυόμισι ώρες πινγκ πονγκ εκείνος, ένας κρατούμενος, ένας φύλακας κι εγώ. Πάνω από ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ διαλέγονταν τρεις διαφορετικοί κόσμοι της φυλακής παίζοντας. Μπορείτε να φανταστείτε κάτι πιο δημοκρατικό, κάτι πιο φωτεινό!            


*Το κείμενο εκφωνήθηκε στις 29/4/2018 στον Κορυδαλλό στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου, αφιερωμένη στην μνήμη του Γιώργου Ζουγανέλη.




Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

"Μια περιδιάβαση στο λογοτεχνικό έργο της Ελένης Λαδιά", της Ευαγγελίας Πετρουγάκη

Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Λαδιά, με τίτλο «Παραστάσεις κρατήρος» κυκοφόρησε το 1973. Το 1974 είχε την επιστημονική επιμέλεια της δωδεκάτομης σειράς «Graecolatina», δηλαδή της φωτογραφικής αναπαραγωγής, από παλαίτυπα του 16ου και 17ου αιώνα, αρχαιοελληνικών κειμένων με λατινική μετάφραση και το αντίστροφο. Πολυγραφότατη, πολυτάλαντη, γλωσσομαθής, με πτυχίο Αρχαιολογίας και Θεολογίας. Ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνία, από τα εφηβικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Έχει εκδώσει, αν δεν κάνω λάθος, πάνω από 40 βιβλία λογοτεχνίας, μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, χωρίς να υπολογίσουμε τις μεταφράσεις (Νέκυια, Ομηρικοί ύμνοι, Ορφικοί ύμνοι, Σημειώσεις από το Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι)  . Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις για το έργο της. Έχει τιμηθεί με κρατικό βραβείο το 1981,για  τον « Χάλκινο ύπνο»(διηγήματα),με  το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1991, για την «Ωρογραφία»(διηγήματα), που ήταν υποψήφιο και για το ευρωπαϊκό βραβείο του 1994 και με το κρατικό βραβείο το 2006, για τη «Γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι». Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γεωργιανά, εβραϊκά, το μυθιστόρημά της «Χι ο Λεοντόμορφος» στα σερβικά, ενώ η «Χάρις» , (μυθιστόρημα) και «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» στα Ρουμάνικα.

Η σχέση καλού και κακού, πίστης και απιστίας, ο Θεός και η θεοδικία, ο θάνατος κι ο έρωτας, η συνομιλία με τα όνειρα και το υπερφυσικό,  η σχέση μάνας και κόρης είναι τα κυριότερα θέματα που  απασχολούν το έργο της, μεγάλο μέρος του οποίου συνομιλεί με την αρχαιοελληνική σκέψη. Η θεολογία, η μυθολογία, η φιλοσοφία, και η ιστορία εμπλέκονται με τρόπο ευρηματικό και πολλές φορές πρωτότυπο με την καθημερινότητα των ηρώων, για τους οποίους  λέει η ίδια. «Οι ήρωές μου ανήκουν στην τάξη των αφελών. Δεν έχουν δεύτερη σκέψη, δεν κάνουν κακό, αντιθέτως δέχονται το κακό από τους άλλους. Δεν ενδιαφέρονται για πλούσια ζωή, είναι ιδεόπληκτοι, βασανίζονται από τις ιδέες τους. Ακόμη και οι περιπτώσεις τρελών ή δολοφόνων είναι διαυγείς. Φέρουν την ευθύνη τους με στωικότητα. Όλα γίνονται κάτω από το βάρος μιας ιδέας. Ακόμη και ο έρωτας καταντά μια ιδεοληψία». Εγώ θα έλεγα πως οι ήρωες «σκάπτουσιν ένδον», προσπαθώντας να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν και τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού τους. Και συχνά πλάθουν μύθους και καταφεύγουν στις ψευδαισθήσεις ,γιατί δεν αντέχουν της πραγματικότητας την αλήθεια.  Αναζητούν το Θεό και την πρώτη αρχή, αντιμετωπίζουν διλήμματα, θέλουν να προσευχηθούν μα τους εμποδίζει ο ορθολογισμός τους  , προβληματίζονται και απογοητεύονται διαπιστώνοντας την ατέλεια του ανθρώπου, αλλά και οραματίζονται και ελπίζουν, όπως ο Αριστοκλής ο πνευματοφόρος στο διήγημα «Το άγιο περιστέρι», πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα ενεργοποιηθεί και θα τελειοποιηθεί με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος και ίσως έτσι ο άνθρωπος να οδηγηθεί στη θέωση. Ίσως έτσι να πραγματοποιηθεί επιτέλους ο προαιώνιος πόθος του, όπως του οραματιστή Ζαχαρία της «Ωρογραφίας», για μια καλύτερη ανθρωπότητα.

Στα έργα της Ελένης Λαδιά, ο παρελθών χρόνος, ωσεί παρών, αφού ο χρόνος δεν  χωρίζεται «σα να είναι πραμάτεια» (Ωρογραφία, σ,131),  επηρεάζει υπογείως τα δρώμενα. Ο χρόνος ,η κιβωτός της μνήμης ,  το όνειρο. Κι ο συγγραφέας που δεν ξεχνά ποτέ. Έτσι αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Οι θεές» . «O φυσιολογικός  άνθρωπος ξεχνά. Ο συγγραφεύς και το όνειρο ποτέ. Μεγαλώνοντας βεβαιώνομαι περισσότερο για την συμπαντική μνήμη ή μνήμη  του κόσμου ή οποιαδήποτε ονομασία θες να δώσεις… Αυτή η άπειρη μνήμη γίνεται ο ρυθμιστής της ανταπόδοσης καλού και κακού». Το καλό και το κακό που κάποιοι από τους  ήρωες,  ως θεοφόροι και δαιμονοφόροι    υπηρετούν, όπως ο θεοφόρος Λουκάς στο τελευταίο  της μυθιστόρημα,  χωρίς να αγνοούν πως «το καλό και το κακό δεν είναι οριοθετημένα, το ένα διεισδύει στην περιοχή του άλλου». Στο ίδιο μυθιστόρημα η συγγραφέας χρησιμοποιεί ως μότο ένα απόσπασμα από τον  Επίκτητο «Μέμνησο ότι υποκριτής ει δράματος, οίου αν θέλει ο διδάσκαλος…» (Μην ξεχνάς πως είσαι ηθοποιός σ’ ένα δράμα, όπως το θέλει ο συντάκτης του , σύντομο, αν το θέλει σύντομο, μακρύ , αν το θέλει μακρύ. Για να παίξεις καλά τον ρόλο, που σου έχει δοθεί, εξαρτάται από σένα. Η εκλογή όμως του ρόλου αυτού ανήκει σε άλλου εξουσία). Ίσως ένας υπαινιγμός πως στη λογοτεχνία αυτή η εξουσία ανήκει στον συγγραφέα , που ως ένας μικρός θεός δημιουργεί ρόλους και πραγματικότητες. Εξάλλου όπως λέει ο Παράκελσος «υπάρχουν τόσες πραγματικότητες , όσες μπορείς να φανταστείς». Η ζωή είναι ένα όνειρο είπαν πολλοί αρχαίοι σοφοί, όπως ο δικός μας ο Επιμενίδης, και πολύ αργότερα ο Σαίξπηρ. Η Ελένη Λαδιά ζωοποιεί, με τρόπο θαυμαστό και πρωτότυπο  τα δικά της όνειρα κι έχει τόσα πολλά , ώστε να πλημμυρίζουν επικίνδυνα το ζωτικό της χώρο, όπως λέει στην συλλογή διηγημάτων, με τον τόσο ωραίο τίτλο «Ονειρόσακκος».  Από το πρώτο διήγημα με τον ίδιο τίτλο διαβάζω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

«Ένα πρωί, μετά από ύπνο χωρίς ενύπνια (δόξα τω Θεώ τους τελευταίους μήνες ο ύπνος είναι βαρύς, ληθαργικός και επιλήσμων), αποφάσισα να πετάξω όλα τα όνειρα που ανεκπλήρωτα κυρίευσαν το χώρο του σπιτιού μου. Βεβαίως, η ιδέα κρυφόκαιγε μέσα μου καιρό, έπρεπε κάποτε να καθαρίσω, ο οικίσκος μου ήταν μικρός, μόλις πενήντα τετραγωνικά, και τα όνειρα της ζωής μου πλημμύριζαν επικίνδυνα το ζωτικό μου χώρο. Επομένως έπρεπε να αποφασίσω: ή εγώ ή εκείνα. Τελευταία τόσο δε με άφηναν να αναπνεύσω και να κινηθώ ελεύθερα, ώστε αναγκαζόμουν να απουσιάζω ώρες από το σπίτι, βρίσκοντας καταφύγιο στους δρόμους, στα αλσύλλια ή με το κρύο στους κινηματογράφους…
Όταν επέστρεφα σπίτι τα έβλεπα, ή προσποιoύμουν  πως δεν τα βλέπω, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο σε τέλειες επιμειξίες, μολονότι ήταν όνειρα διαφορετικής καταγωγής και περιεχομένου. Φαίνεται, όμως, πως με την πάροδο του καιρού απέκτησαν ένα κοινό χαρακτηριστικό που τα ωθούσε προς ένωση: Ήταν όλα εξόριστα από την πραγματικότητα ή, σαφέστερα, ανεκπλήρωτα. Έτσι αποτέλεσαν μία κοινωνία διαφοροτήτων, όμοια με αυτή των ανθρώπων.
Όπου κι αν έστρεφα το κεφάλι μου, σε οποιαδήποτε γωνία ή σημείο του σπιτιού, όλο και έβλεπα κάποιο όνειρο να μου κεντρίζει τη μνήμη, τονίζοντάς μου έτσι το μέγεθος της θλίψης ή της αποτυχίας μου … Ο ονειρόσακκος είχε αδειάσει όταν πέταξα τα νεκρά και ημιθανή όνειρα. Ένα βάρος έφευγε από το στήθος μου στη σκέψη πως τώρα θα ήμουν απολύτως ελεύθερος. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόμουν να πετάξω και τον ονειρόσακκο άκουσα έναν περίεργο ήχο. Έβαλα το χέρι μου στον πάτο του ονειρόσακκου και έπιασα ένα αρτιγέννητο όνειρο. Πότε πρόλαβε να γεννηθεί, αναρωτήθηκα, και ποιας επιμειξίας προϊόν ήταν; Δεν υπήρχε ακόμη κανένα ιδίωμά του, τόσο ελάχιστο ήταν. Μόνο ο ήχος πρόδιδε την ύπαρξή του.
Στάθηκα δίβουλος: να το πετούσα στον γκρεμνό πριν μεγαλώσει και προβάλει απαιτήσεις ή να το κρατούσα; Θυμήθηκα ότι στο παρελθόν είχα ένα μικρό ενυδρείο με λιλιπούτεια χρυσόψαρα. Με τον καιρό και παρ' όλη τη φροντίδα μου είχαν όλα πεθάνει κι απέμεινε μόνο ένα, το μικρότερο. Και τότε ξαναβρέθηκα στο ίδιο δίλημμα, αλλά ήμουν νέος και ανθεκτικός. Έτσι, έβαλα το χρυσοψαράκι σε μία μεγάλη κατσαρόλα με νερό και το επέστρεψα στο κατάστημα των ενυδρείων για να το κρατήσουν συντροφιά με τα άλλα. Έτσι έπραξα τότε. Και με αυτή τη μνήμη, έβαλα στη χούφτα μου το ονειρατάκι το άφυλο και αδήλωτο, και το παρατηρούσα.
Όχι, δεν το πέταξα, δεν μπόρεσα να το πετάξω και δεν προτίθεμαι να αναλύσω τους λόγους αυτής της απόφασής μου. Το πήρα μαζί μου στο δρόμο της επιστροφής, γιατί εγώ και το ονειρατάκι μου χωρούσαμε μια χαρά στο σπίτι…»
Ένα πραγματικά εξαιρετικό διήγημα.


Αγαπημένος τόπος η Ελευσίνα, διαποτίζει το έργο της με όλα όσα συμβολίζει. Ιερός τόπος μυστηρίων και κάθαρσης, αναγέννησης και νίκης της ζωής . Η Ελευσίνα και το αιώνιο νόημά της αξιοποιημένο λογοτεχνικά, χωρίς διδακτισμό, σε πολλά από τα έργα της. Στο μυθιστόρημα   «Οι Θεές»,  ο γνωστός μύθος Δήμητρας-Περσεφόνης, παραλληλίζεται με τη σχέση της γήινης μητέρας και κόρης, μια θεια και αιώνια σχέση αναγέννησης της φύσης και της ζωής. Και η  κόρη στην ουσία δίνει ζωή  υπόσταση στην μητέρα της, «με ένα  οδυνηρό τοκετό αναμνήσεων», τον τοκετό ενός μυθιστορήματος.  Κι έτσι κατελύθη   του θανάτου το κράτος!  Στη σελίδα 200 το μυθιστορήματος «θεοφόροι και δαιμονοφόροι» η συγγραφέας αναφέρει «Με τη δύναμη της αγάπης μας μπορούμε να υλοποιήσουμε όλες τις φανταστικές και φαντασιακές μορφές, σκέφτηκε η αφηγήτρια ή η αναγνώστρια. Έτσι και κείνη υλοποίησε μια φορά τη νεκρή της μητέρα..».  Άλλωστε σύμφωνα με το μότο του βιβλίου, «Οι θεές», που ήδη ανέφερα, «Μπορεί  εσύ να’ σαι αιώνιος κι ο θάνατος μια φαύλη ιστορία» κατά τον Γιουνούς Εμρέ. Ο κόσμος της πραγματικότητας και των ονείρων,  τούτος ο κόσμος και ο άλλος και η τυχαία συνάντηση των γραμμών που τους ενώνουν  αποκαθιστά την επικοινωνία με τους αγαπημένους θανόντες, που ως « είδωλα καμόντων»,  επανέρχονται, σαν να μην έχουν πει ακόμη τον τελευταίο τους λόγο, στα διηγήματα και τα μυθιστορήματα της Ελ. Λαδιά, δημιουργώντας μια άλλη «νέκυια». Μια νέκυια οφειλόμενη στο τυχαίο, που κατά τη συγγραφέα αποτελεί τη φοβερότερη όψη του Θεού. Μήπως , επειδή φοβερό είναι το ανεξέλεγκτο που μας υπερβαίνει; Πάντως σε όλο της το έργο συχνά με το Θεό  συνομιλεί  και μάχεται φτάνοντας συχνά σε αδιέξοδο, μην μπορώντας να συμβιβάσει την αμφισβήτηση με την αναγκαιότητα της ύπαρξής Του. Την απασχολούν ερωτήματα για τα όρια της ελευθερίας, το πεπρωμένο και  το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Διλήμματα και ερωτήματα αναπάντητα, που αποτελούν πηγή έμπνευσης και προβληματισμού  της λογοτεχνίας ανά τους αιώνες.

Ο πλούτος των φιλοσοφικών, θεολογικών ιστορικών, μυθολογικών, ακόμη και λαογραφικών αναφορών, αξιοποιείται  χωρίς να κουράζει, με τα λογοτεχνικά ευρήματα,  και την ενδιαφέρουσα δομή των κειμένων. Τα παρένθετα κείμενα, όπως π.χ. «το έλεγαν οι μπάμπες»,  στο μυθιστόρημα «Οι θεές»,  και στο «Θεοφόροι και δαιμονοφόροι» λειτουργούν με τρόπο εξαίρετο, αναδεικνύοντας και αποδεικνύοντας την  Τέχνη της συγγραφέως. Φαίνεται πως «ο διδάσκαλος» του Επίκτητου, της έδωσε όχι μόνο το ρόλο, αλλά και της Τέχνης το τάλαντο πλουσιοπάροχα.

*Παρουσίαση στη Λέσχη Ανάγνωσης Ηρακλείου, «ΕΝΤΕΧΝΟΣ ΛΟΓΟΣ»
(21-4-2018).

Η Ευαγγελία Πετρουγάκη είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές Συλλογές: Ενθύμιο Φως, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2009 και Σχήμα Δίκαιο, εκδ. Γαβριηλίδης, 2015. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και  κάποια έχουν περιληφθεί στην «Ανθολογία Κρητικής Ποίησης, έκδοση του Σμποσίου Ποίησης,Ταξιδευτής, 2007 και στην Ανθολογία «Χειραψία» (Έλληνες και Ούγγροι ποιητές των ημερών μας, δίγλωσση έκδοση, Βουδαπέστη 2008) .  Από το2011 είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης Ηρακλείου «ΕΝΤΕΧΝΟΣ ΛΟΓΟΣ»

*Τα κολάζ είναι έργα της Ελένης Λαδιά. 


















Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Εκδήλωση αφιερωμένη στην μνήμη του Γιώργου Ζουγανέλη με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Λαδιά "Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης"



Η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων είναι διφυής. Στο πρώτο μέρος με τον τίτλο «Το άγιο περιστέρι» περιλαμβάνονται διηγήματα μυθοπλασίας, ενώ στο δεύτερο «Ο Κορυδαλλός οδύνης» αναφέρονται αληθινά περιστατικά, που συνέβησαν κατά την τετραετή διδασκαλία των εθελοντικών μαθημάτων μου στους άρρενες κρατούμενους των Φυλακών Κορυδαλλού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Ο Κορυδαλλός οδύνης» έλκει τον τίτλο του από τους στίχους του ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα με τους οποίους η συγγραφέας επιγράφει αυτό το δεύτερο μέρος της συλλογής.

Θέματά τους στιγμιότυπα, πρόσωπα ή και σκέψεις από το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών Κορυδαλλού στο οποίο η Ελένη Λαδιά για τέσσερα χρόνια παρέδιδε εθελοντικά μαθήματα στους μαθητές.

[...]

Η συγκίνηση από την ανάγνωση των διηγημάτων του Κορυδαλλού φορτίζεται και φωτίζεται από την προσωπικότητα του δασκάλου που διαφαίνεται στις γραμμές και αποτυπώνεται εξαιρετικά στα διηγήματα «Ο δάσκαλος» και «Σάββατο ή ο θάνατος του δασκάλου».

Έτσι ο «Κορυδαλλός οδύνης» γίνεται τόπος, άλλοτε τόπος τιμωρίας και άλλοτε τόπος μαρτυρίας, του Καλού που μάχεται το Κακό, με μόνα εφόδια το ήθος και την αυταπάρνηση του δασκάλου, του καθενός εμπνευσμένου δασκάλου, και την θέληση των εγκλείστων μαθητών για μια νέα κερδισμένη πια ζωή.  

(απόσπασμα από κριτική της Ελένης Λιντζαροπούλου δημοσιευμένη στο diastixo.gr)

-- 

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Θεοφόροι και Δαιμονοφόροι, το νέο Μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά από τις Εκδόσεις Αρμός


Τo χειρόγραφο απέμεινε κατασπαραγμένο από την βακχική-συγγραφική μανία της αφηγήτριας ή αναγνώστριας, που ήθελαν να βρουν στους ήρωές του κάτι το μεγαλειώδες, το εξαιρετικό ή το ηρωικό. Όμως βρήκαν μόνον βίους απλών και καθημερινών ανθρώπων.