Ὁ ἔτυμος Λόγος (διηγήματα) Ἁρμός 1998
Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο.
. ...Ὁ ἀνώνυμος ἄνθρωπος ἔνιωσε νά χάνεται σέ ἕναν ἄγνωστο κόσμο. Μέ βαθιά συναίσθηση πώς δέν θυμόταν τό δικό του ὄνομα, θέλησε νά μάθει τό ὄνομα αὐτῆς τῆς πολίχνης, στήν ὁποία βρέθηκε ἀπό μιά παραξενιά τῆς τύχης του. --Πῶς λέγεται αὐτή ἡ πολίχνη; Κανείς ἀπό τούς κατοίκους πού ἄκουσαν, δέν ἀπάντησε. Τόν κοίταξαν μόνον ἀπορημένοι, λές καί ρωτοῦσε τό πιό εὔλογο πού ὑπάρχει πάνω στή γῆ. Ἐκεῖνος ἐπανέλαβε μέ φωνή παρακλητική τήν ἐρώτηση. Τότε ὁ σαλός ζητιάνος πού χειρονομοῦσε ἀκατάπαυστα σέ μιά φανταστική συζήτηση, τόν ἄκουσε καί ἀπάντησε χωρίς νά τόν κοιτάξει.- Τό ὄνομα τῆς πόλης αὐτῆς λέγεται Ὑπομονή.
Ὁ ἀνώνυμος ἄνθρωπος ἀναστέναξε στό ἄκουσμα τῆς λέξης καί σκέφτηκε. Σωστά, πρέπει νά λέγεται Ὑπομονή, γιατί μόνον ἔτσι ἀντέχουν αὐτοί πού τήν κατοικοῦν.