Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα μεταφράστηκε το Ιερόν του Ρούντολφ Όττο από την συγγραφέα Ελένη Λαδιά, σε συνεργασία με την Ιωάννα Παπαϊωάννου. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΛΕΝΗΣ ΛΑΔΙΑ ΣΤΟ ΙΕΡΟΝ ΤΟΥ ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΟΤΤΟ 



Μία περιηγήση στό «Ἱερόν» τοῦ Ροῦντολφ Ὄττο


Ὁ Ροῦντολφ Ὄττο πρεσβεύει πώς ἡ ὀρθολογική πλευρά τῆς διανόησης καί ἡ μή ὀρθολογική πλευρά τῆς ψυχῆς συνιστοῦν τήν θεότητα. Το ἀνορθολογικόν στοιχεῖον πρωταγωνιστεῖ στό βίωμα τοῦ ἱεροῦ καί δέν συγκρούεται μέ τό ὀρθολογικόν. Ἡ θρησκεία προκαλεῖ τήν ἕνωση τῶν ἀντιθέτων, ὅπως καί ὁ ἡρακλείτειος συλλογισμός: «παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καί λύρης.» ((31) Συνεπῶς μποροῦμε νά ποῦμε πώς ἡ θρησκεία εἶναι ἀρμονία. Ὁ Ὄττο ἀπέδειξε ἀκόμη πώς τό ἀπόλυτον βιώνεται ἀλλά δέν ὀρίζεται. Ἐπίσης εἶπε γιά τήν apriori προσέγγιση τοῦ ἰεροῦ. Αὐτή τήν a priori ἔννοια  χρησιμοποίησε καί ὁ Γιούνγκ, ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Ὄττο, γιά νά μᾶς ἐξηγήσει πώς «τά ἀρχέτυπα πού ἀποκαλύπτουν δέν εἶναι συνάρτηση  τῶν ψυχολογικά ἀληθῶν συμβόλων, άλλά άποτελοῦν a priori ὀντότητες πού προσδιορίζουν τόν ψυχισμό μας.»1
Τί εἶναι ὅμως τό Ἱερόν καί ποιά ἡ σημασία του; Ὀ Ὄττο εἶναι ἔνα Κολόμβος στόν τομέα τῆς θρησκειολογίας. Ἀρχικῶς τό ἱερόν ἐθεωρεῖτο ὡς τό ἀπόλυτον ἠθικόν κατατηγόρημα, ὡς τό ἀπόλυτον καλόν.  Ὅμως ὁ Ὄττο βγάζει τίς φλοῦδες τοῦ κρεμμυδιοῦ. Ἔτσι ὁρίζει τό Ἱερόν ἐπινοώντας ἕνα είδικόν νόημα πλήν τῆς ἠθικῆς καί γενικῶς τῆς ὀρθολογικῆς δύναμης. Βρίσκει ἕνα ὄνομα ἀπό τήν λατινική γλώσσα πού σημαίνει τό ἱερόν, τό θεῖον, τήν θεότητα. Εἶναι τό ὄνομα  numen. Ὀ Ρ. Ὄττο λέγει πώς ἄν μπορεῖ κανείς νά σχηματίσει ἀπό τό omen  τό  ominos (οἰωνός, σημεῖον) τότε μπορεῖ νά σχηματίσει ἀπό τό numen τό numinous. Τό Ἱερόν ἐμφανίζεται χωρίς τά ἠθικά καί ὀρθολογικά του περιβλήματα. Ἠ ἠθική σημασία καί ὁ ὀρθολογισμός  δέν εἶναι οἱ πρωταρχικές  ούσίες τῆς κατηγορίας τοῦ Ἰεροῦ. Τό numen εἶναι ὁ καθαυτό πυρήνας ὅλων τῶν θρησκειῶν καί χωρίς αὐτό δέν θα ὑπῆρχε καθόλου θρησκεία.  
Τό numen λοιπόν καί τό ἐπίθετον numinous (νουμηνιακόν) πού προσδιορίζει ἔνα numen. Ὀ Ρ. Ὄττο πάντοτε ἀναφέρει τίς ὀφειλές του: στόν Zinzendorf   βρίσκει τήν sensus numinis (αἴσθηση τοῦ numinis) καθώς καί σέ μία ¨ὁμιλία τοῦ Καλβίνου τήν λέξη  numinis.
Στό τρίτον κεφάλαιον τοῦ Ἱεροῦ ὁ Ρ. Ὄττο δἐχεται πώς ἐπηρεάστηκε ἀπό τό συναίσθημα τῆς ἐξάρτησης τοῦ Σλάιερμάχερ. Ὑπάρχει ὅμως μία σημαντική διαφορά: Ὁ Σλάιερμάχερ διαχωρίζει ἐπιμόνως τό συναίσθημα τῆς εὐσεβοῦς ἐξάρτησης ἀπό ὅλα τά ἄλλα συναισθήματα ἐξάρτησης. Γιά τόν Ὄττο ὅμως αὐτό τό συναίσθημα τῆς ἐξάρτησης εἶναι βαθύτερον καί πιό εὐρύτερον. Γρἀφει: «Ἐγώ ψάχνω ἕνα ὄνομα γιά τήν ὑπόθεση καί τό ὀνομάζω Das KreaturGefuhl» (ὀντικόν συναίσθημα)1. «Εἶναι τό συναίσθημα τοῦ δημιουργἠματος, τό ὁποῖον καταβυθίζεται στό δικό του Τίποτα καί φθείρεται μπροστά σέ Αὐτό, πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε δημιούργημα.» 
Καί πιό κάτω ἀναφἐρει: «Ὅμως περί τίνος πρόκειται ἐδῶ, δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό πού τό νέον ὄνομα μόνον του μπορεῖ νά ἐκφράσει, δηλαδή δέν εἶναι ἁπλῶς τό στοιχεῖον τῆς καταβύθισης καί τῆς ἰδίας ἐκμηδένισης ἀπέναντι σέ ἕνα ἀπολύτως παντοδύναμον γενικῶς, ἀλλά μπροστά σέ ἔνα «τἐτοιον» παντοδύναμον.» Κατά τόν Ὄττο ἐπίσης τό ὀντικόν συναίσθημα εἶναι συνάμα ἡ σκιά ἐνός ἄλλου συναισθήματος τῆς στιγμῆς (δηλαδή τοῦ φόβου), ὁ ὁποῖος ἀρχικῶς καί ἀμέσως βρίσκεται ἀναμφιβόλως σέ κάποιο ἀντικείμενον ἔξω ἀπό τό ἐγὠ. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι  τό  Numinose ἀντικείμενον. 
Τό numen ἀποτελεῖται ἀπό δύο στοιχεῖα: α) τό στοιχεῖον τοῦ tremendum τοῦ τρομεροῦ καί β) τό στοιχεῖον τοῦ fascinans (τοῦ ἑλκυστικοῦ, τοῦ γοητευτικοῦ.) 
Τό στοιχεῖον τοῦ tremendum εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ ὑπερφυσικοῦ τρόμου, ἕνα ἀνατριχιαστικόν αἴσθημα γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τρόμος πού προκαλεῖται ἀπό μία ἐσωτερική ἀνατριχίλα καί ὄχι ἀπό κάποιον φυσικόν φόβον. Κατά τόν Ὄττο παρακολουθοῦμε τό tremendum μέσω τοῦ συναισθήματος, ἐνσυναισθήματος καἰ ἐπαισθήματος  στούς γύρω μας, στίς ἐκρήξεις θεοσέβειας, στίς τελετές καί στίς καθιερώσεις ἱεροτελεστειῶν καί λατρειῶν, ἐνῶ προσκολλᾶται καί αἰωρεῖται στά θρησκευτικά ἀγάλματα καί κτίσματα, στίς ἐκκλησίες καί στούς ναούς, κυρίως στήν ἐπιβλητική γοτθική τέχνη. Διαθέτει ἐπίσης τίς δικές του ἄγριες καί δαιμονικές μορφές καί μπορεῖ νά καταβυθίσει κάποιον σέ στοιχειωμένη φρίκη καί φόβον. Προκαλεῖ ἕνα ἰδιαίτερον εἶδος συναισθηματικῆς ἀντίδρασης, πού μολονότι ἔχει ὁμοιότητα μέ τόν τρόμον, εἶναι κάτι διαφορετικόν, σάν αὐτοτρόμος.
Τό σπέρμα γιά τήν σύλληψη τοῦ tremendum  στόν  Ρ. Ὄττο όφείλεται στόν Λούθηρον. Ἔτσι τοῦ ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρον κεφάλαιον. (τό 14)  Παραβλέποντας, γράφει, τήν διδασκαλία τοῦ Λουθήρου γιά τήν ἄφεση ἁμαρτιῶν καί τήν ὑποταγή του στό γεγραμμένον,  προσέχουμε τίς θαυμαστές του θεωρήσεις γιά τό ἀφανέρωτον τοῦ Θεοῦ σέ ἀντίθεση μέ τήν μορφήν τοῦ ἀποκεκαλυμμένου Θοῦ. Ὁ Λούθηρος σκιαγραφεῖ τό φρικῶδες ἀνορθολογικόν στόν Θεόν, τόν ὀργίλον Θεόν, τόν πιό τρομακτικόν καί ἀπό τόν διάβολον. Ἕναν Θεόν ὁ ὁποῖος στήν μεγαλειότητά του εἶναι τό «πῦρ καταναλίσκον» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.  Ὀ Ὄττο ἀναγνωρίζοντας τήν ὀφειλή του γράφει: «ἄν ἐγώ εἰσήγαγα γιά τήν ἀπεικόνιση τῆς μιᾶς πλευρᾶς τοῦ Numinosen, τό Tremendum καί τήν Majestas συνέβη ἀπό ἀνάμνηση  τῶν  ὄρων τοῦ ἰδίου τοῦ Λουθήρου. Τούς δανείστηκα ἀπό τήν δική του «θεϊκή μεγαλοπρέπεια» (Divina Majestas)  καί τήν δική του «φοβερή ἡδονή.» (metuenta voluntas) Τό de servo arbitrio τοῦ Λουθήρου (περί τῆς δούλης ἐλευθερίας) ἔχει γιά μένα τήν κατανόηση τοῦ Numinosen  καί τήν διαφορά του ἔναντι  τοῦ ὀρθολογικοῦ.»
Ἀναγνωρισμένες ὀφειλές πού στήν δική του σκέψη λειαίνονται καί λάμπουν, ὅπως τά βότσαλα πού σμιλεύει τό θαλάσσιον κύμα. 
Στό στοιχεῖον τοῦ tremendum ὑπάρχει καί τό στοιχεῖον τοῦ παντοδύναμου, ἡ Μεγαλειότης.( majestas) Τότε τό στοιχεῖον τοῦ tremendum   γίνεται πληρέστερον, εἶναι ἡ tremenda majestas. Ὡς παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου,  χρησιμοποιεῖ ὃ Ὄττο τό χωρίον ἀπό τόν προφήτην Ἠσαϊαν (κεφ. 6) Ὀ Θεός καθήμενος ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί μεγαλοπρεποῦς. Ἑκατέρωθέν του Σεραφείμ καί Χερουβεἰμ. Σέ αὐτήν τήν παράσταση κρύβονται δύο χαρακτηριστικα τοῦ Ἱεροῦ. Τό ἔνα εἶναι τό χαρακτηριστικόν τῆς δυναμης καί τό ἄλλο τοῦ ἀπροσπέλαστου. « Ἡ tremenda majestas”” γράφει ὁ Δακουρᾶς,3 «εἰς οὐδέν δημιούργημα ἐπιτρέπει νά τήν πλησιάση. Ἡ παντοκρατορία καί τό ἀπροσπέλαστον παριστοῦν τρόπον τινά στατικάς ὄψεις.»
Τελικῶς τά στοιχεῖα τοῦ trememdum  καί τῆς majestas ἐνσωματώνουν καί ἕνα τρίτον, πού ἐπιθυμῶ  νά ὀνομάσω ἐνέργεια τοῦ Numinose, γράφει ὁ θρησκειολόγος. Αὐτή γίνεται αἰσθητῶς ἀντιληπτή ἰδίως στήν «ὀργή» καί σηματοδοτεῖται ἀπό τήν ζωτικότητα, τήν διέργεση καί τό πάθος, χαρακτηριστικά της πού ἐπιστρέφουν ξανά ἀπό τήν κλίμακα τοῦ δαιμονικοῦ μέχρι τήν παράσταση τοῦ «ζῶντος Θεοῦ.» Αὐτή ἡ ἐνέργεια, αὐτό τό στοιχεῖον τοῦ numen κατά τόν Ὄττο «ὅπου διαγνωσθεῖ, ἐνεργοποιεῖ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν φέρνει σέ ἐγρήγορση και τήν πληροῖ μέ ἀπίστευτη ἔνταση καί δυναμική, ὅπως στήν ἄσκηση ἐναντίον τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός, στήν ἡρωική ἐπίδραση καί διαπραγμάτευση, ὅπου ξεσπᾶ ἡ διέγερση πρός τά ἔξω.»» ‘Επίσης προσθέτει πώς τό στοιχεῖον τοῦ ἐνεργητικοῦ «εἶναι ἐκεῖνο τό ἀνορθολογικόν στοιχεῖον τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ, τό ὀποῖον περισσότερον καί ἐντονώτερον ἀφύπνισε παντοῦ τόν ἀντίλογον ἐναντίον τοῦ φιλοσοφικοῦ Θεοῦ μιᾶς ἁπλῆς ὀρθολογικῆς σκέψης καί ὁρισμοῦ.»
Σέ αὐτό τό στοιχεῖον ἀναφέρεται ἡ γνωστή λογομαχία τοῦ μή ὀρθολογικοῦ τοῦ Λουθήρου ἐναντίον τοῦ ὀρθολογιστοῦ Ἐράσμου. 

Ἀνέφερα στήν ἀρχή πώς τά δύο βασικά στοιχεῖα τοῦ numen, τό tremendum καί τό fascinans μᾶς θυμίζουν τήν ἡρακλείτεια ρήση: παλίντροπος ἀρμονίη ὅκωσπερ τόξου καί λύρης. Θά μπορούσαμε νά συμβολοποιήσουμε καί νά ποῦμε: τό tremendum εἶναι τό τόξον καί τό fascinans ἡ λύρα. Φαινομενικῶς εἶναι ἀντίθετα μεταξύ  τους ἀλλά ούσιαστικῶς συνιστοῦν τήν ἁρμονία. 
Εὐστόχως ἐκφράζει τήν ἀλληλεξάρτηση τῶν δύο στοιχείων ὁ  Ε.Δ. Θεοδώρου: «Τό Ἄγιον, ὅπερ βιοῦται ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀξιολογική ἀντικειμενική πραγματικότης, παρουσιάζει ἐν τῶ θρησκευτικῶ βιώματι, κατά τόν Ρ. Ὄττο, δύο πόλους, ἐναρμονίζον κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον δύο στοιχεῖα, ἐκ πρώτης ὄψεως ἀντίθετα πρός ἄλληλα. Τοῦτο ἀφ’ἑνός γίνεται αίσθητόν ὡς mysterium tremendum, ὡς φρικτόν δηλαδή μυστήριον, τό ὁποῖον δημιουργεῖ τήν ἄπωσιν, τήν ἱεράν φρικίασιν, τό εὐλαβικόν δέος πρό τῆς Majestas τῆς θείας Ὑπερδυνάμεως, καί ἀφ’ἑτέρου ἐμφανίζεται συγχρόνως, κατά παράδοξον ἀντίθεσιν, ὡς mysterium fascinosum, δηλαδή ὡς γοητευτικόν μυστήριον, τό ὁποῖον θέλγει καί σαγηνεύει, δημιουργεῖ ἔξαρσιν καί ἕλξιν καί πληροῖ ἀγαλλιάσεως καί μακαριότητος τήν ψυχήν.» Καί περαιτέρω στό ἴδιον κείμενον συμπεραίνει: «Ὥστε τό Ἅγιον εἶναι ἡ αἰτία τῆς βιώσεως τῆς διαλεκτικῆς ἁρμονίας τοῦ mysterium tremendum   καί τοῦ  mysterium fascinorum. Εἰς τάς πρωτογόνους θρησκείας ἐπικρατῆ τό πρῶτον, εἰς τάς ἀνωτέρας καί ἰδίως ἐν τῶ Χριστιανισμῶ έπικρατεῖ τό δεύτερον, ἐνῶ τό πρῶτον ἐξευγενίζεται εἰς ἱερόν δέος, ἀποβαλλομένου παντός δουλικοῦ φόβου.»4
Τό γοητευτικόν ζῆ στό θρησκευτικόν συναίσθημα τῆς νοσταλγίας, ἀλλά καί παροντικῶς στήν δύναμη τῆς τελετουργίας, στήν συνάθροιση ἀλλά καί στήν ἐσωτερική προσευχή, καθώς καί στήν ἀνύψωση τῆς ψυχῆς πρός τὀ Ἱερόν.  
Πιστεύω προσωπικῶς ὅτι πολλοί ἄνθρωποι έβίωσαν αύτήν τήν «διαλεκτική ἀρμονίαν τῶν δύο στοιχεἰων,» ἀλλά δέν γνώριζαν τό ὄνομά της. Τώρα μποροῦμε νά τό  ποῦμε, εἶναι τό ὄνομα πού μᾶς χάρισε ὁ Ρ.Ὅττο. Τό numen! Γιά τόν διπλό χαρακτήρα τοῦ Numinosen μαρτυρεῖ  ὁλόκληρη ἡ θρησκευτική ἱστορία.
Στήν συνέχεια τοῦ βιβλίου ὁ θρησκειολόγος ἀναλύει τίς  ἔννοιες τῶν: ὅλως ἄλλου ,  (das Ganz Andere) τοῦ Σεπτοῦ (Das Augustum,) τοῦ Δεινοῦ (Ungeheuer),  τῆς ἀντίθεσης-ἁρμονίας (Kontrast- harmonie), τῆς Κάλυψης (Bedeckung),τοῦ ἀκατέργαστου  (Rohen), τῶν ἐκφραστικῶν  μέσων  τοῦ Numinosen στήν τέχνη. Ἐπισημαίνει τήν παρουσία τοῦ Numinose στήν μουσική, στούς ὕμνους, στήν Παλαιἀ καί Καινή Διαθἠκη, στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Λουθήρου  γιά τήν ἰδέα τοῦ Προορισμοῦ (Pradestination), γιά τό Ἱερόν ὡς γνήσια κατηγορία  a priori, ( τό Ἰερόν πλήρως εἶναι μία σύνθετη κατηγορία. Ὑπἀρχουν σέ αὐτό σύνθετα τά ὀρθολογικά καί μή ὀρθολογικά συστατικά.) Γράφει γιά τήν ἐπιφοίτηση (Divination), τήν ἐπιφοίτηση στόν Πρωτοχριστιανισμό καί στόν σημερινό Χριστιανισμόν, γιά νά καταλήξει στήν διάκριση μεταξύ προφήτου καί Ἰησοῦ. « Πέρα ὅμως ἀπό τήν κλίμακα τοῦ προφήτη ἐπιτρέπεται νά σκεφτοῦμε καί νά ἀναμένουμε μία ἀκόμη ὑψηλότερη τρίτη, ἐπίσης ἀδιοχέτευτη ἀπό τήν δεὐτερη, ὅπως ἦταν ἡ δεύτερη ἀπό τήν πρώτη: τήν κλίμακα  ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπό τήν μία πλευρά τό πνεῦμα σέ πληρότητα καί ταυtοχρόνως ἀπό τήν ἄλλη στό πρόσωπον καί στήν ἀπόδοση γίνεται ἀντικείμενον τῆς ἐπιφοίτησης τοῦ ἐμφανιζομένου ἱεροῦ. Ἕνας τέτοιος εἶναι κάτι περισσότερον ἀπό προφήτης. Αὐτός εἶναι ὁ  υἱός.»
Ἀλήθεια τί προσφέρει τό Ἱερόν τοῦ Ρ. Ὄττο στήν ἐποχή μας; προτροπή νά ξαναγυρίσουμε σέ καθαρές ἀκρογιαλιές σκέψης πού λησμονήσαμε, παρηγορία νά στραφοῦμε στά «ἐρείπια τοῦ παρελθόντος, ὅπου κρύβονται οἱ πηγές τοῦ μέλλοντος» κατά τόν Νίτσε, νά ἀναστήσουμε παραμυθένιους κόσμους σοφίας καί γνώσης, νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἀνεξέλεκτη τεχνολογία καί ὑπερτροφία τῆς λογικῆς καί τοῦ ἐγωισμοῦ μας πού εἶναι μακριά ἀπό ὄνειρα, σύμβολα, θρησκεῖες, καί  κυρίως νά βοηθήσει στήν ἐξισορρόπηση τῆς ψυχῆς μας. 

Μάιος τοῦ 2019
Ἑλένη Λαδιᾶ

Σημειώσεις
1. Βλ. σημείωση μεραφραστριῶν γιά τό ὀντικόν συναίσθημα, Κεφάλαιον 3ον.
2. Κάρλ Γιούγκ Ψυχολογία καί Θρησκεία, πρόλογος, μτφρ, Κ. Λ. Μεραναίου ἐκ. Μαρῆ 1975.Βλ. ἐπίσης C.G. Jung—Marie Louise von Franz Ἡ ἀεχετυπική πορεία τῆς ἐξατομίκευσης , μτφρ. Ἀργυρώ Ἐμμανουήλ ἐκ. Ἴσις 2013.
3. Δ. Γ. Δακουρᾶς, (ἀναπληρωτής καθηγητής θρησκειολογίας στό Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν,) Ἡ οὐσία  τῆς θρησκειολογίας τοῦ  Rudolf Otto. Ἀνάτυπον Ἀθὴναι 1997.
4. Εύαγγέλου Δ. Θεοδώρου (Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημιου Ἀθηνῶν) Ἡ φιλοσοφία τῆς θρησκείας τοῦ Rydolf Otto (ἐξ ἀφορμῆς συμπληρώσεως 50 ἐτῶν ἀπό τοῦ θανάτου του.) Ἀνάτυπον ἀπό τό περιοδικόν Θεολογία τόμος 58, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1987 τεῦχος 1, Ἐν Ἀθήναις 1987.












Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

«Με αφορμή τον “Χάλκινο ύπνο” της Ελένης Λαδιά», κείμενο της Τούλας Ρεπαπή από το diastixo.gr



Είναι ένα ταξίδι εξαιρετικά γοητευτικό να έχεις διανύσει/γράψει για μια μεγάλη χρονική περίοδο μιας γραφής –της Ελένης Λαδιά– και να πιάνεις το νήμα της συγγραφικής της πορείας από την αρχή. Είναι ένα ταξίδι που ξεδιπλώνει/ζωντανεύει μια διαδρομή εμπνευσμένη, ευφυή και ξεχωριστή, ταξίδι, το οποίο επιβεβαιώνει ταυτόχρονα όλα όσα εντόπισα, θαύμασα και με κατέκτησαν κρατώντας με πιστή αναγνώστριά της περισσότερο από είκοσι χρόνια.

Πρώτο βιβλίο της συνεργασίας της Ελένης Λαδιά με τις Εκδόσεις της Εστίας είναι ο Χάλκινος ύπνος (1980), το οποίο χάρισε στη συγγραφέα το Β’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Επειδή δεν υπήρχε ειδική κατηγορία νέων συγγραφέων στον εκδοτικό οίκο για να καταχωρηθεί η συγγραφέας και το βιβλίο, η Εστία κάνει την καταχώριση στην κλασική της σειρά, μεταξύ των μεγαλυτέρων Ελλήνων συγγραφέων. Το οπισθόφυλλο, αν και δεν έχει υπογραφή, είναι του Ανδρέα Καραντώνη, ο οποίος εντοπίζει την καινοτόμο γραφή της Ε.Λ.

Ο Χάλκινος ύπνος είναι μια συλλογή από 13 διηγήματα, παίρνοντας τον τίτλο του πρώτου. Στο ομότιτλο διήγημα, τρία ρολόγια, τρεις διαφορετικές διαστάσεις του χρόνου, τρία εγώ. Αρχικά η συγγραφέας σκηνοθετεί και το παρόν της, αλλάζοντας την ηλιόλουστη μέρα σε βροχερή,το φως σε σκοτάδι. Με τον τρόπο αυτό αισθάνεται να κυριαρχεί στον χρόνο και, λειτουργώντας συμπληρωματικά, τον εξουσιάζει. Τον αλλάζει. Εμφανίζεται να έχει ξεπεράσει τις μεταφυσικές της ανησυχίες ως προς την παρουσία/απουσία του Θεού καταλήγοντας, ωστόσο, πως η απουσία του κάνει τον κόσμο λιγότερο παράλογο και άδικο. Ανατρεπτική στη σκέψη της, διατυπώνει επίσης πως προϋπάρχει το αποτέλεσμα, το οποίο βαρύνει περισσότερο για την ίδια και όχι η αιτία. Σε αυτό επανέρχεται και στο πρόσφατο βιβλίο της, Εσωγραφία μιας πεζογράφου, όπου επίσης τονίζει πως θα μιλήσει για τα αποτελέσματα και όχι για τις αιτίες. Μια τοποθέτηση της συγγραφέως η οποία αποδεικνύει τη συνέχεια και το συμπαγές του έργου της. Ξεκινά πριν από χρόνια, για να επανέλθει και τώρα εκεί. Στην ουσία και τη βαρύτητα του αποτελέσματος.

Κατά την αφήγησή της στέκει με φιλοσοφική διάθεση αντιμέτωπη με τον εαυτό της, πλήρης ενοχών, τον διαιρεί, τον παρατηρεί. Η δυαδικότητά της μια μορφή διχασμού, υπαινίσσεται ταυτόχρονα το ενυπάρχον καλό και κακό, το οποίο την οδηγεί άλλοτε στο να βρίσκει ο εαυτός της την έγκρισή της και άλλοτε την απόρριψη. Και εμβαθύνοντας στη δική της εσωτερική παρατήρηση, καθίζει τον εαυτό της –αν και σε παγκάκι– στο εδώλιο του κέντρου, προβάλλοντάς τον από το παρόν στο παρελθόν και στο μέλλον. Ο χρόνος, ο μέγας γητευτής της γραφής της. Υπαρκτός, άχρονος, ρευστός, απροσδιόριστος, δυνάστης. Εξουσιαστής.

Η συγγραφική σύλληψη των τριών εαυτών της μέσα στις διαστάσεις του χρόνου αποκαλύπτει την ευφυΐα μιας διαφορετικής αφηγηματικής γραφής, η οποία της δίνει την απόχρωση και του στοχαστή φιλοσόφου, κάνοντάς την από τότε να προδιαγράφει μια λαμπρή, ασυνήθιστη πορεία. Τότε αρχίζει και ο υπερρεαλισμός να υπεισέρχεται στη γραφή της, αφού τα όνειρα ήταν γι’ αυτήν όχι μόνο οι καθημερινές πρωινές της σημειώσεις, αλλά και η πηγή έμπνευσής της. Έχει πολλάκις αναφερθεί σε αυτά και έχει πολλά εντάξει σε διηγήματά της μυθιστοριοποιώντας τα, συνδυάζοντας στη γραφή της την ποίηση με τη δωρικότητα της έκφρασης. Εξαίσιος συνδυασμός.

Σε αυτό το διήγημα με τρυφερότητα περιγράφει τον χρόνο. Καθισμένη στο παγκάκι ενός πάρκου, παρατηρεί μια παιδούλα που παίζει. Και προβάλλοντας τον εαυτό της στο κοριτσάκι που βλέπει στο πάρκο, καταδύεται στο παρελθόν. Οραματίζεται την παιδική της ηλικία και, ούσα στο παρόν, βλέποντας τη μικρή να παίζει –με ποια μάτια, άραγε– αναρωτιέται αν στη χρονική διαδρομή που τις χωρίζει, αν τώρα θα μπορούσε κάτι ν’ αλλάξει από το τότε. Διαπιστώνοντας μέσα από συλλογισμούς το αμετακίνητο των γεγονότων του παρελθόντος, καθώς ό,τι έχει καταχωρηθεί εκεί, τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Και συνεχίζει να παίζει πεντόβολα με τη μικρή, «παίζοντας πεντόβολα με το παρελθόν της» αφηγείται η συγγραφέας.

Δίπλα της, χωρίς να το αντιληφθεί, έχει καθίσει μια γερόντισσα. Τα γεμάτα φλέβες τρεμάμενα χέρια της πλέκουν ένα πουλόβερ. Δείχνει ήρεμη. Συμφιλιωμένη με τα πάντα. Φοβάται; Έχει ενοχές; Τι συναισθήματα άραγε κυριαρχούν, όταν ο χρόνος πλησιάζει στο τέλος του; Και ξαφνικά παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι όλα μαζί. Ακόμη και στα χέρια τους. «Έπλεκε πουλόβερ με το μέλλον της», συνεχίζει την αφήγησή της η συγγραφέας.

Έτσι, με απλότητα, όπως απλά και σιωπηλά η ζωή μάς καταπλήσσει συνεχώς στο πέρασμά της μέσα από τα απρόβλεπτα γεγονότα της, έτσι απλά και σιωπηλά και η Ε.Λ. μάς καταπλήσσει με τη συγγραφική της ευφυΐα τεμαχίζοντας τον χρόνο. Μέσα από λεκτικές εικόνες μάς μιλά για τη χαρά, τη λογική και τη συμφιλίωση σαν τελική υποταγή του ανθρώπου σε αυτόν. Τον χρόνο! Συμπληρώνοντας: «Σ’ όλη μας τη ζωή είμαστε αποσπάσματα, άγνωστα μεταξύ μας».

Τρυφερή, ρομαντική και ποιητική, με πλούτο λέξεων, επιλέγει τις καλύτερες για να ζωγραφίσει με αυτές την αγωνία προς το άγνωστο και την αγάπη της προς τον άνθρωπο, αποτυπώνοντας εικόνες συγγραφικού κάλλους. Αφηγείται από τότε τη δική της μάχη με τον χρόνο. Τον φοβάται; Έχει ενοχές; Ωστόσο, τον αφήνει να πρωταγωνιστεί στις σελίδες της αλλοιώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του, όντας ο ουσιαστικός κυρίαρχος όλων. Ταυτόχρονα, την εμπνέει.

Γυρνώ και εγώ στο παρελθόν μέσα από τα βιβλία της και τη θαυμάζω ακόμη πιο πολύ. Παρελθόν; Ή μήπως ένα παρατεταμένο παρόν.

Το κείμενο γράφτηκε το 1979, αποκαλύπτοντας από τότε πόσο μεγάλη συγγραφέας είναι. Ένας μονόλογος με τους εαυτούς της. Τους βλέπει από απόσταση σαν αποθηκευμένες εικόνες μιας προβίωσης του τώρα. Μέσα σε αυτό το παιχνίδι έρχεται αντιμέτωπη με τον χρόνο, τις διαστάσεις του, την αδύνατη αλλαγή έστω και μιας τετελεσμένης στιγμής στον χρόνο, τη μοναξιά, τον φόβο, αναφέρεται στην ελεύθερη βούληση, την απουσία του Θεού. Αναφέρεται στην αντίφαση και το παράδοξο, στις μεταμφιέσεις του χρόνου, σαν όλα να είναι πάντα στο παρόν ή μήπως –αναρωτιέται– έχει τη δυνατότητα της μείξης των εικόνων του χρόνου, διότι πέρασε τις πύλες του Χάλκινου ύπνου;

Ξεκινά πριν από χρόνια, για να επανέλθει και τώρα εκεί. Στην ουσία και τη βαρύτητα του αποτελέσματος.
Στο διήγημα «Η παραβολή των εριφίων», εξίσου ποιητική, συνομιλεί με τρεις διαφορετικές μάσκες του εαυτού της απευθυνόμενη στον αναγνώστη. Ο Συγγραφέας, Εγώ, η Χώρα. Πόση έμπνευση έχει αυτή η σύλληψη. Τριχοτομώντας και πάλι τον εαυτό της, αφήνει να φανεί η συνοχή αυτής της τριαδικής αλλά και τόσο ενιαίας ύπαρξης. Αυτής του Συγγραφέα. Του δημιουργού που μπορεί και εκδηλώνει/εμπεριέχει το Εγώ, το Εγώ που δημιουργεί τη Χώρα. Ο ρόλος του Συγγραφέα –η μάσκα της σαν δημιουργού–, η μάσκα Χώρα και οι λαοί, που δημιουργεί τους μυθικούς της ήρωες για να υπάρχει μέσα από αυτούς, ο Συγγραφέας/Δημιουργός/Ηγέτης και η μάσκα Εγώ αντιμέτωπη με τη φθορά του χρόνου. Εγώ και εσύ. Και το τέλος. Ωστόσο, Συγγραφέας, Εγώ και Χώρα όλοι αντιμέτωποι με τον ηγέτη και τον χρόνο. Την εξουσία, τη φθορά και την καταστροφή. Η Χώρα με τα ερείπιά της, Εγώ με τη μοναξιά της απώλειας και ο Συγγραφέας να δηλώνει πως όλη αυτή η παρακμή είναι αποτέλεσμα μιας ανεφάρμοστης ιδέας, με το Εγώ να έχει κρατήσει τα δικά του μυστικά.

Στο διήγημα «Ο Καιρός», μέσα από ένα όνειρο που δεν μπορεί να είναι τόσο φοβερό σαν πραγματικότητα και μέσα από μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να είναι τόσο φοβερή σαν όνειρο, αναφέρεται στον γοργοπόδαρο φτερωτό θεό που τρέχοντας ανεμίζει τη χαίτη του για να την αρπάξουν οι ταχείς. Οι επιτήδειοι. Τον θεό Καιρό. Την ευκαιρία! Στην αναμονή αυτού του θεού ζει και η συγγραφέας βλέποντάς τον να περνά, να προσπερνά, πεθαίνοντας και τα φύλλα. Όπως ο μετρημένος χρόνος ύπαρξης του κάθε όντος. Ζωή, μια αστραπιαία λάμψη. Ανατρεπτική στη σκέψη της και εκφράζοντας το παράδοξο, δίνει πληρότητα στη γραφή της αναιρώντας, επιβεβαιώνοντας και αμφισβητώντας συνεχώς. Γίνεται συμπαγής, δωρική, ευάλωτη, ποιητική και ανθρώπινη στην αναμονή του καιρού.

Στο διήγημα «Ο κήπος των τέρψεων», με τους εφιάλτες των παιδικών της χρόνων και των ηρώων αγαπημένων της μυθιστορημάτων που της ζητούν τη δικαίωση/αναβίωσή τους μέσα από τα κείμενά της, η συγγραφέας αφήνει ξεκάθαρα να φανεί η από την παιδική της ηλικία ικανότητα να οραματίζεται άλλες διαστάσεις. Σαν το μυαλό της να μη χωρά μόνο στη διάσταση της πραγματικότητας. Όνειρα/εφιάλτες όλο έμπνευση γίνονται η πρωινή της καταγραφή, πριν μπουν στις σελίδες των βιβλίων της. Και ο χρόνος πάντα ρευστός και συγκεχυμένος. «Ο κήπος των τέρψεων» είναι ένα κείμενο απόλυτα φιλοσοφικό, που εμπεριέχει τις τρεις υπαρξιακές ερωτήσεις: Ποιος είμαι; Πού πάω; Από πού ήρθα;

Στο «Κρανίου τόπος», αφήνοντας την ποίηση να απλώνεται στις περιγραφές της και ούσα ξεχωριστή στη σύλληψη του θέματος των κειμένων της, αναφέρεται με τον τίτλο στις εγκεφαλικές της διεργασίες, γεμάτες από φόβους, αγωνίες, εφιάλτες, όνειρα, επιθυμίες, αναμονή. «Ζωή χωρίς γαλήνη», προσθέτει.

Ανατρεπτική στη σκέψη της και εκφράζοντας το παράδοξο, δίνει πληρότητα στη γραφή της αναιρώντας, επιβεβαιώνοντας και αμφισβητώντας συνεχώς.
Στο «Ενώπιον δύο αγαλμάτων», μυθολογία, όνειρα και παρελθόν εμφανίζονται στο κείμενό της σαν καταβολάδες του παρελθόντος, όπου ο χρόνος σαν παρελθόν εμπνέει και γίνεται η βάση της δημιουργίας των απολιθωμάτων του. Των αγαλμάτων. Ωστόσο, στο κείμενο υπάρχουν δύο αγάλματα. Το άλλο είναι η αφηγήτρια. Το παρόν το παρελθόν, η ποίηση και οι λέξεις συνεννοούνται μεταξύ τους για να αποτυπώσει η Ε.Λ. αυτές τις δύο διαστάσεις του χρόνου. Μέσα από ένα κέντημα επιλεγμένων ποιητικών λέξεων στρωμένο σαν χαλί εκφράζει τους συλλογισμούς της που θα συνδέσουν τον χρόνο με το παρόν, το δεδομένο παρελθόν –τ’ αγάλματα– εκφράζοντας ταυτόχρονα την απορία/αγωνία της. «Πώς θα ’ναι ο δρόμος προς το μέλλον;»

Στο διήγημά της «Σπείρες και μαίανδροι», σχήματα που κοσμούν την ελληνική τέχνη, η Ε.Λ. έρχεται να μιλήσει για την άλλη μοναδική έκφραση, την ελληνική γλώσσα. Αναφέρεται στη δύναμη των λέξεων στήνοντας έναν χορό μαζί τους – αναφέρεται στη ρίζα τους, το νόημα, τη χρήση τους, καθώς όλα μαζί συνθέτουν την επικοινωνία. Η πάλη των λέξεων αναδεικνύει τον πλούτο και τη φτώχεια της γλώσσας, που την οδηγεί στην κατάληξη πως όλα είναι θέμα ύφους. Αυτό καθορίζει την αντικειμενικότητα ή υποκειμενικότητα, που μέσα από αυτές ο συγγραφέας με τύχη και έμπνευση θα συγγράψει.

Στο διήγημα «Ο Τειρεσίας με τον μανδύα», ο μέγας μάντης γίνεται ένας εφιάλτης στη συγγραφέα, από τον οποίο διεκδικεί να μη σχετίζεται με τα οράματα του μέλλοντος, γιατί διψούσε πλέον για την πραγματικότητα. Ένας μονόλογος της συγγραφέως μεταξύ ιδιοφυΐας και τρέλας, μεταξύ έμπνευσης και κοινοτοπίας. Λέξεις και ήρωες άλλων έργων –του Ντοστογιέφσκι– τη βασανίζουν, το όνειρο με πολέμιό του την πραγματικότητα και τη λογική, όταν ταυτόχρονα τα όνειρα δεν έχουν μόνο μαντικές ιδιότητες αλλά γίνονται μια φυγή από την πραγματικότητα και συγχρόνως ένα ταξίδι στις άλλες διαστάσεις του χρόνου. Τα όνειρα παίζουν τεράστιο ρόλο στο συγγραφικό της έργο: σαν επιθυμίες, σαν αναμνήσεις, προφητικά μηνύματα, σαν φυγή από τη λογική και την πραγματικότητα με τον κίνδυνο της σχιζοφρένειας να ελλοχεύει και, τέλος, σαν έμπνευση. Τα όνειρα εμπεριέχονται στα κείμενά της, δίνουν τον τίτλο στο βιβλίο της Ο ονειρόσακκος. Και η γλώσσα, αυτός ο υπέροχος πηλός στα χέρια της, απλώνεται στις σελίδες κάνοντάς τη να εντοπίζει πολλάκις την ανεπάρκεια των λέξεων για να εκφράσει την πραγματικότητα, τους φόβους της, τους εφιάλτες της, τα όνειρα, την αλήθεια, το ψέμα. Μοιάζει λέξεις και χρόνος να μην επαρκούν. Η Ε.Λ. στο διήγημα αυτό συνομιλεί με τον χρόνο. Νεαρή, δυνατή, τα αντιμετωπίζει όλα αυτά με σθένος, ούσα ταυτόχρονα ευάλωτη και έτοιμη να υποκύψει. Η ίδια το παρόν και ο Τειρεσίας το αβέβαιο μέλλον που γίνεται παρόν.

«Ώρα ενάτη», στο ένατο διήγημα της συλλογής της, μια συγγραφέας με φιλοσοφική διάθεση ξεφεύγει από τα τετριμμένα και μιλά για τη Δημιουργία. Μέσα σε μια ονειρική αίθουσα γεμάτη προθήκες, βρίσκεται αρχικά στο Μουσείο Παραδόξων Καταστάσεων και μπροστά από ένα τεράστιο ρολόι χωρίς δείκτες και αριθμούς –σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων– παραπέμποντας στο άχρονο και τη ρευστότητα του χρόνου, μ’ ένα σημείωμα κατατοπίζει τον αναγνώστη: θεωρία του Ηράκλειτου. Στα δεξιά της το Θεώρημα του Πυθαγόρα να αναφέρεται στα πεπερασμένα σύμπαντα και έναν άπειρο χρόνο, καθώς και την αιώνια ανακύκληση. Λίγο πιο εκεί ο Πλάτων με την ιδέα της μέθεξης και λίγο πιο εκεί ο Αριστοτέλης περιγράφει την ύπαρξη κάθε φυσικού φαινομένου μέσα στον χώρο, στον χρόνο και στην κίνηση. Και τέλος, η προθήκη του χώρου και του χρόνου και η μεταξύ τους λογική σχέση. Στην 5η προθήκη ο Κάντιος και λίγο πιο εκεί ο αγαπημένος της Νίτσε. Όλοι συμφωνούσαν πως ίσχυε για όλους η αιώνια επιστροφή. Στην 7η προθήκη ήταν μια άλλη επιγραφή: Μπρεξόν, γεωμετρικός και ψυχολογικός χρόνος. Μετά βρέθηκε σε μια άλλη ονειρική αίθουσα. Ήταν κενή. Ίσως οδηγούσε στην έξοδο. Μέσα σε αυτόν τον χώρο βρέθηκε αντιμέτωπη με τον άχρονο χρόνο και τον μετρημένο δικό της.

Στο όνειρο, κατά την έξοδό της στην πραγματικότητα, ο ήλιος και το ρολόι συμφώνησαν, και η συγγραφέας επίσης, ότι η ίδια είχε δολοφονήσει το φτερούγισμα των εμπνεύσεων/ιδεών στο μυαλό της και τα χέρια της ήταν μουσκεμένα όχι από το αίμα τους, αλλά από τον ιδρώτα της πραγματικότητας. Ένα διήγημα με τόσο συγκεχυμένα τα όρια της πραγματικότητας και του ονείρου, που είναι δυσδιάκριτα αφήνοντας την έμπνευση να λάμψει.

Στο διήγημα «Ο Μυστικός Δείπνος», η συγγραφέας με τη νοερή ποδιά της αιώνιας μαθήτριας και με τον ιεροφάντη που αγαπούσε περισσότερο δέχεται στον Μυστικό Δείπνο –αποκλειστικά γι’ αυτήν– τη Θεία μετάληψη της γνώσης. Ποιητική, τρυφερή, γεμάτη από αγάπη, ταπεινοφροσύνη και θαυμασμό, στέκει ευγνώμων για τα δώρα που μόνο η αγάπη και η γνώση χαρίζουν, έτοιμη να τα μοιραστεί με όσους έχουν την εσωτερική γνώση και ομορφιά να τα αναγνωρίσουν.

«Εξαήμερον», σε αυτό με ορμητική γραφή –αρμόζει στην τότε ηλικία της–, αναφέρεται στις ημέρες της δημιουργίας παραθέτοντας σε κάθε μια από αυτές δύο διαφορετικές πράξεις. Ένας κόσμος γεννιέται, ένα παιδί –ο άνθρωπος– γεννιέται. Όλα τα παρατηρεί, τα αμφισβητεί, τα απορρίπτει και ελεύθερη, με τις δικές της σταθερές, συνεχίζει τα βήματα και τους στοχασμούς της. Μέσα στον χρόνο, τον χώρο, τους μύστες. Αυτό που της ανήκει είναι οι λέξεις. Με αυτές γίνεται και η ίδια δημιουργός. Ο κόσμος σχηματίστηκε, ο άνθρωπος τον κατοικεί κυριαρχώντας σε αυτόν, υπάρχοντας σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Του ονείρου και της πραγματικότητας, με τις υποκατηγορίες της. Της φαντασίας και της απειλής της. Της σχιζοφρένειας. Ωστόσο, και ο αναγνώστης ερωτά: «Ποια είναι άραγε τα ασφαλή δεδομένα που ορίζουν την πραγματικότητα;»

Η Ε.Λ. για μια ακόμη φορά με ευρηματική, πυκνή και πληθωρική γραφή γίνεται ένας «ευρυγώνιος» φακός σκέψης. Με έμπνευση και ξεχωριστή συγγραφική ευφυΐα περιγράφει τη θεϊκή δημιουργία του Σύμπαντος και ταυτόχρονα προβάλλει τη δημιουργία του ανθρώπινου μικροσύμπαντος, φέροντας σε αντιδιαστολή τις ουσίες και τα μεγέθη. Τη μεγαλοσύνη του απείρου και τον εντός περιορισμένων ορίων υλικό κόσμο.

Στο διήγημα «Μια ιστορία γεωμετρικού τόπου», όταν η έμπνευση γίνεται αστείρευτη, τότε η προσπάθεια της συγγραφής ξεφεύγει από τα συνηθισμένα στοιχεία/δεδομένα και τότε η γεωμετρία και οι κανόνες της συνεπικουρούν στην εφαρμογή ή ανεφάρμοστη χρήση τους, πάνω στη δομή ενός γεωμετρικού προβλήματος/τόπου. Τη γένεση ενός διηγήματος. Μέσα σε αυτό, οι ημέρες αλλάζουν ονόματα και παίρνουν γυναικεία, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο μυαλό της, όπου η γυναικεία ονομασία ή παρουσία μπορεί να είναι όλα. Το έχουμε δει και στο βιβλίο της Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι: «…οι γυναίκες είναι πόλεις που άνδρες τις κατοικούν…». Η Ε.Λ., έχοντας κατακτήσει την απρόσκοπτη αλλά και ασυνήθιστη έμπνευση, στο διήγημά της αυτό αδιαφορεί για τον μεγάλο της πρωταγωνιστή, τον χρόνο, αν και υπήρχε πάντα μέσα σε/από αυτόν. Ο χρόνος, που τόσο την παιδεύει στα διηγήματά της, με μόνο σταθερό σε αυτόν, το παρελθόν. Εκτός της μέτρησής του απομονώνεται και από τους ήχους γύρω της και προσπαθεί μέσα από το γεωμετρικό σχήμα και τους κανόνες του να τρυπώσει σ’ ένα διήγημα. Μα η περιπέτεια αυτή δεν είναι διήγημα; Ένα ευφυές ευέλικτο μυαλό προσπαθεί να γεννήσει νέους τρόπους έμπνευσης χωρίς τη συμμετοχή του χρόνου και του φωτός που το προσδιορίζουν. Η έμπνευση αυτή μοιάζει ένα πείραμα στην αχρονικότητα, που αφήνει να φανεί ο βάσανος και οι πειραματισμοί μιας ξεχωριστής έμπνευσης και γραφής.

«Το καράβι του τοίχου», ένα καράβι που σε ταξιδεύει στην ελευθερία, πολλάκις πληκτική αλλά πάντα δημιουργική, γεννά στο μυαλό της συγγραφέως το επόμενό της βιβλίο. Ταξιδεύει με ελευθερία στον χρόνο, όπου ο ένας καταδυναστεύει προσπαθώντας να κυριαρχήσει στον άλλο. Ωστόσο, το Καράβι του τοίχου είχε τη δική του προοπτική. Μπήκε μέσα σε αυτό και η Ε.Λ. και ταξίδεψε μαζί του… Και ο αναγνώστης επίσης.

Και τελειώνει το βιβλίο της αυτό αναφωνώντας: «Ζήτω η φθορά! Ας συμφιλιωθούμε μαζί της, επομένως. Τότε η ζωή γίνεται πιο λαμπερή».

Το βιβλίο θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και ως «Η φιλοσοφία της πραγματικότητας». Η πραγματικότητα πρωταγωνιστεί άλλοτε με βάση της τον χώρο και τη γνώση και άλλοτε με βάθος της τον χρόνο. Η Ε.Λ. στο έργο της αυτό είναι ένα μυαλό ελεύθερο, γεμάτο κινητικότητα, όπου με πλήθος παραλληλισμών δημιουργεί μια διαφορετική οπτική στις σελίδες της, δίνοντας πνοή και στα πιο απλά. Ενδύεται στις αφηγήσεις της και τα δύο φύλα και με τις μάσκες αυτές δίνει ελευθερία στη συγγραφή της. Θέματα και έννοιες που διαχειρίζεται στα κείμενά της οδηγούν τον αναγνώστη σε υψηλού επιπέδου συλλογισμούς, δίνοντας νόημα και έμπνευση σε αυτά. Ο χρόνος, η ιστορία, η απολίθωση του χρόνου, τ’ αγάλματα, η γλώσσα, οι λέξεις, παράγωγό τους η ποίηση, οι ήρωες άλλων λογοτεχνικών έργων, θεωρήματα και άλλες διαστάσεις κοσμούν τα κείμενά της.

Ποιητική και με εφηβική ορμητικότητα εκφράζει τους συλλογισμούς της, οι οποίοι, αν και συγκρούονται πολλάκις μεταξύ τους, καταφέρνουν να δημιουργήσουν το δικό της εσωτερικό σύμπαν. Πλήρης γνώσεων και τόλμης, προσπαθεί να κατανοήσει αλλά και να διαχειριστεί τον χρόνο, διαπιστώνοντας ωστόσο την ανθρώπινη αδυναμία να παρέμβει στην παντοδυναμία του, παρά τη ρευστότητά του.

Όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της αυτό, είπα στη συγγραφέα: «Ξέρεις, Ελένη, είναι σαν να διαβάζω το πιο πρόσφατο βιβλίο σου», και μου απάντησε: «Τι εννοείς; Πως δεν έχω εξελιχθεί;». Και της απάντησα: «Όχι, εννοώ πως ήσουν από τότε φτασμένη».

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Το Site της Ελένης Λαδιά



Η Ελένη Λαδιά είναι μία πεζογράφος που η παρουσία της στην επικαιρότητα γίνεται μόνο όταν κυκλοφορεί καινούριο βιβλίο. Για τους λάτρεις του έργου της, ωστόσο, δεν είναι αυτό αρκετό. Αναζητούν συγκεντρωμένη την λογοτεχνική της πορεία, τις κριτικές για τα βιβλία της, τις συνεργασίες, τις μεταφράσεις, κάθε τι που θα μπορούσε να τους ανοίξει τον δρόμο προς την σκέψη και την έμπνευση της.
Η δημιουργία του site για την Ελένη Λαδιά, ελπίζουμε, έρχεται να καλύψει τις αναζητήσεις όσων αγαπούν την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία και, βεβαίως, όσων αναγνωρίζουν την σπουδαιότητα του πολυσήμαντου έργου της πολυβραβευμένης και άοκνης Ελληνίδας συγγραφέως «με την κλασσική μόρφωση, την καρπερή φαντασία, την ψυχολογική διαίσθηση και την ποιητική αίσθηση, με την κριτική οξύνοια και την ακριβολογία της μεστής από λυρισμό γραφής», όπως έγραφε γι αυτήν, όταν από πολύ νωρίς προέβλεπε την λογοτεχνική της πορεία, ο σπουδαίος κριτικός Ανδρέας Καραντώνης (Νέα Εστία, Οκτώβριος 1981).

Επισκεφθείτε το site στην διεύθυνση  https://eleniladia.gr/


Οι διαχειριστές 

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Λαδιά: ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ στην πόλη της Ελευσίνας



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Λαδιά ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
στην πόλη της Ελευσίνας

Σας προσκαλούμε στην παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Λαδιά ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, την Δευτέρα 18 Νοεμβρίου στις 19.00, στο «Στέκι» του ΠΑΚΠΠΑ, Κίμωνος 11 και Παγκάλου. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Ανθούλα Δανιήλ, Δρ. Φιλολογίας, κριτικός και η αρχαιολόγος της Ελευσίνας Πόπη Παπαγγελή. Αποσπάσματα θα διαβάσει ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Θοδωρής Ευστρατιάδης.

Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις.
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό βραβείο (1981) για τη συλλογή Χάλκινος ύπνος, με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1999) για την Ωρογραφία και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι.
Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα σλοβένικα, τα γαλλικά και τα αγγλικά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, Η Χάρις και Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι στα ρουμανικά.

Η σχέση της Ελένης Λαδιά με την Ελευσίνα
Η Ελευσίνια «καταγωγή» της Ελένης Λαδιά, ανιχνεύεται σε ολόκληρο το έργο της αλλά και στις ξεχωριστές συνεργασίες της.
Το 1974 η, εικοσιεννιάχρονη τότε, Ελένη Λαδιά είχε την επιστημονική επιμέλεια της δωδεκάτομης σειράς Graecolatina, δηλαδή της φωτογραφικής αναπαραγωγής, από παλαίτυπα του 16ου και 17ου αιώνα, αρχαιοελληνικών κειμένων με λατινική μετάφραση και το αντίστροφο. Με δική της επιλογή συμπεριέλαβε στην σειρά το σπουδαίο έργο του Ιωάννου Μεούρσιου «Ελευσίνια ή περί της Δήμητρος».
Μαζί με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα, τον άλλο Ελευσίνιο και φίλο της, με τον οποίο από το 1980 ως το 1987, την χρονιά του θανάτου του, επισκέπτονται διαρκώς την Ελευσίνα, την πνευματική τους πατρίδα, ως σημείο αναφοράς και μύησης, μεταφράζουν υποδειγματικά Ομηρικούς και Ορφικούς Ύμνους, ανάμεσά τους και τον «Ομηρικό ύμνο στην Δήμητρα».
Γράφει το κείμενο για το εικαστικό λεύκωμα της Βάνας Ξένου από την έκθεσή της στα Αισχύλεια 2004 με τον τίτλο: «Έλευσις - Πέρασμα».
Κείμενα της αποτελούν αφετηρία για την χορογράφο και εικαστική καλλιτέχνιδα Αιμιλία Μπουρίτη η οποία το 2004 δημιουργεί την παράσταση «jinen προς εαυτόν» που  περιλαμβάνει αποσπάσματα από τον «ομηρικό ύμνο στην Δήμητρα» σε μετάφραση Ελένης Λαδιά και Δημήτρη Παπαδίτσα.
Το 2006  ο «Ομηρικός ύμνος στην Δήμητρα» παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας, ενώ το 2009 η παράσταση «Δυτικά Βήματα»» στα βήματα της Ιεράς Οδού, η οποία περιλαμβάνει αποσπάσματα από τον «Ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα», την «Ωρογραφία» της λένης Λαδιά και την «Ασώματη» και τα «Άπαντα» του Δημήτρη Παπαδίτσα, παρουσιάζεται στα Αισχύλεια και στο φεστιβάλ αρχαίου δράματος δήμου Αθήνας, ενώ το 2012 η χοροθεατρική  παράσταση «Άρρητη Κόρη» η οποία περιέχει αποσπάσματα από τα βιβλία της Ελένης Λαδιά «Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα» και «Μυθολογικά παράδοξα και ένα διήγημα.» παρουσιάζεται και πάλι στο Φεστιβάλ Αισχυλείων Δήμου Ελευσίνας.
Το 2009, η μεγάλη σκηνοθέτης και δασκάλα, που έφυγε πολύ νωρίς από κοντά μας, Μίρκα Γεμεντζάκη, παρουσιάζει μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, σε μία μυσταγωγική παράσταση χωρίς τεχνικά μέσα μόνο με την φωνή των ηθοποιών και το φως της Πανσελήνου, τον «Ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα».
Το 2018 η συγγραφέας δώρισε στην πόλη και τους πολίτες της το βιβλίο της Ελευσινιακά Κείμενα, με την προϋπόθεση να εκδίδεται και να μοιράζεται δωρεάν.
Η «Ωρογραφία», «Τα Ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων», «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι», ο «Φρειδερίκος και Ιωάννης», η «Θητεία», «Τα άλση της Περσεφόνης», οι «Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα», οι «Σημερινές Ελληνίδες με πανάρχαια ονόματα» και βέβαια το Μυθιστόρημα «Οι Θεές», με την αινιγματική κόρη και την γήινη μητέρα της, οι οποίες  μεταβάλλονται σε ανθρώπινα αποτυπώματα μιας αιώνιας και θείας σχέσης, είναι όλα γεμάτα από την «Ελευσίνα και το αιώνιο νόημά της», όπως επιγράφει η συγγραφέας το κείμενο για την Ελευσίνα το οποίο περιλαμβάνεται στο «Ποικιλόγραφο Βιβλίο».
Εκεί η συγγραφέας αναφέρει για την Ελευσίνα: «Η Ελευσίνα, χωρίς δόγματα, διαχωρισμούς και εξαιρέσεις, είναι η κοινή νοητή μας πατρίδα. Είναι η αρχαία πατρίδα όλων μας, και του καθενός ξεχωριστά, είτε το ξέρει είτε όχι. Ας επιστρέψουμε στην Ελευσίνα, ας πηγαίνουμε στην Ελευσίνα. Κι αν δεν μπορούμε, ας την θυμόμαστε».

ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ελένη Λαδιά
Δήμος Ελευσίνος,2018
144 σελ.
ISBN 978-960-615-133-0


Κριτική της Ανθούλας Δανιήλ, από το ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.grhttps://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/11586-ladia-eleusiniaka-keimena


Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Η εσωγραφία μιας πεζογράφου το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά

Η εσωγραφία μιας πεζογράφου

Από ένα ψυχοπνευματικόν μυθιστόρημα


Μέσα από ψυχικές καταδύσεις, ανεξάρτητες από εμπειρικά γεγονότα, από σκέψεις, μελετήματα και ιδέες, η Ελένη Λαδιά ανακαλύπτει σταδιακώς τον δρόμο, όπου ο νους τελικώς μπορεί να θεραπεύσει έναν ευάλωτο ψυχισμό και να συμφιλιώσει το άτομο με τις αντιφάσεις του.

Είχα μία ξυλόγλυπτη εικόνα του Χριστού στην παιδική του ηλικία, ντυμένου με λευκό ένδυμα και στεφάνι στο κεφάλι. Ήταν η άλως! Αυτός ο συνομήλικος Χριστός κρατούσε στα χέρια του την βασανισμένη εσωτερική μου ζωή, απαλύνοντάς την. Έβαζα την εικόνα του κάτω από το μαξιλάρι μου, προσευχόμουν κι αντιμετώπιζα καλύτερα τις έμμονες ιδέες και την ταραχή μου. Ακόμη και σήμερα στα αρχόμενα γηρατειά μου, πέρα από τις πνευματικές συζητήσεις για την ύπαρξη ή όχι του Θεού και τα φιλοσοφικά συγγράμματα, διατηρώ με ευγνωμοσύνη και τρυφερότητα την παιδική μου αγάπη, τον μικρό Χριστό, πού μέσα στον χρόνο έγινα η γιαγιά του.

Εκδόσεις Αρμός 

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

«Διαμαντάκια των Προσωκρατικών» της Ελένης Λαδιά



Στην φίλη μου Τούλα Ρεπαπή

Ξαναβλέποντας τα αποσπάσματα των Προσωκρατικών [1] ανακαλύπτω κάθε φορά θαυμάσιες ρήσεις στις συμπαντικές θεωρίες τους. Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος λέγει «πως οι αστραπές προκαλούνται, όταν ο άνεμος ξεσπάει και σκίζει τα νέφη», ο επίσης Μιλήσιος Αναξιμένης παρομοιάζει «τον ήλιον πλατύ σαν φύλλο», ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ισχυρίζεται πως «όλα τα διευθύνει ο κεραυνός» ενώ το μέγεθος του ήλιου «πως έχει το πλάτος του ανθρώπινου ποδιού», ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος ασχολείται με τον ήλιο λέγοντας πως «ο ήλιος χαρίζει την λαμπρότητα στην σελήνη» και «πως καλούμε ουράνιον τόξον την αντανάκλαση του ήλιου στα νέφη».

Μέρες τώρα απασχολεί την σκέψη μου ένας καταπληκτικός στίχος του Ξενοφάνους του Κολοφώνιου, «και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό».

Παράξενος στίχος, κυοφορεί κάτι το υποχθόνιον. Μετά εννόησα πως η ανατριχίλα που μου προκαλούσε, οφείλεται στο ρήμα καταλείβεται. Το ρήμα κατείβω στον Όμηρον ή καταλείβω στον Ξενοφάνη, είναι το ίδιο ρήμα που σημαίνει σταλάζω, στάζω. «…και μεν ενί σπεάτεσσί τεοις καταλείβεται ύδωρ» (185 απόσπ. 37, Ηρωδιανός): «…και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό».

«Κατειβόμενον» ήταν το ύδωρ της Στυγός. Η Στυξ (από το στυγέω = μισώ, και επομένως η μισητή) ήταν ο μόνος υποχθόνιος ποταμός του Άδου. Και το νερό της, το ύδωρ της Στυγός το σταλάζον, ήταν άφθιτον, αιώνιον, ωγύγιον, παμπάλαιον ύδωρ που κυλούσε από έναν πανύψηλο και απότομο βράχο. Το νερό της ήταν θανατηφόρο για ανθρώπους και ζώα.[2]

Όταν αντικείμενα από γυαλί και κρύσταλλο, πέτρινα και πήλινα σκεύη έρχονταν σε επαφή με το ύδωρ της Στυγός ράγιζαν, αντικείμενα από κέρατο και κόκαλο έσπαγαν, αλλά και πράγματα φτιαγμένα από ήλεκτρον, χαλκό, σίδερο, ασήμι και κασσίτερο σάπιζαν· ακόμη και το ίδιο το χρυσάφι σκούριαζε. Μόνον την οπλή του αλόγου δεν μπορούσε να νικήσει.

Και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό.

Στην δική μου θαλασσινή σπηλιά δεν έσταζε νερό, χρόνια το παρακολουθούσα όταν πήγαινα για κολύμβηση. Σε μερικές όμως –όπως επισημαίνει ο Ξενοφάνης– στάζει.

Τι είχαν αυτές οι σπηλιές; Ήταν χαλασμένες από κατασκευής, διέθεταν μεγάλα οπαία στην κορυφή; Τότε δεν θα έσταζε το νερό, αλλά θα χυνόταν άφθονο. Φαίνεται λοιπόν πως από κάποιες λεπτότατες γεωλογικές ρωγμές έσταζε το νερό, όπως στις ανθρώπινες σχέσεις όταν εισχωρεί σαν σαράκι η κόπωση ή ο φθόνος, η αλαζονεία ή η αδυναμία.

Στους Προσωκρατικούς, όπως και στους ορφικούς, υπάρχει στενότατη συνάφεια των ανθρωπίνων με τα συμπαντικά.

Κατά τύχη έξω από το παράθυρο είδα πως άρχισε να βρέχει· δεν ήταν μεγάλη βροχή αλλά σταλαγματιές, σταγόνες του ουρανού, «κατειβόμενες» κι αυτές, με άγνωστο μέλλον. Δεν ξέρουμε αν θα ξεσπάσει μπόρα ή θα σταματήσει η βροχή.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] G.S. Kirk – J.E. Raven – M. Schofield, Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990
[2] Ελένης Λαδιά, Μυθολογικά παράδοξα και ένα διήγημα, κεφ. «Το κατειβόμενον ύδωρ της Στυγός, το σταλάζον ύδωρ της Στυγός», εκδ. Gema, Αθήνα 2008

Πρώτη δημοσίευση: diastixo.gr 


Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

«“Ο σωσίας”: Μία μεγάλη τομή στην ανθρώπινη ψυχολογία» της Ελένης Λαδιά



Μία ερμηνεία στο ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι

Θεωρῶ πώς ὁ τίτλος τοῦ μυθιστορἠματος dvoinik  στά Ρωσσικά εἶναι τό οὐσιαστικόν ὁ  Σωσίας,  καί ὄχι ὁ διπλός ἄνθρωπος (dvoinoi), δηλαδή τό  ἀριθμητικόν πού σημαίνει ἀπλῶς διπλός, χωρίς τό οὐσιαστικόν ἄνθρωπος. Δέν δέχομαι τό γαλλικό double τό ὁποῖον χρησιμοποιοῦν μερικοί μεταφραστές.1
Σωσίας ἦταν τό ὄνομα τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Ἀμφιτρύωνος ἀπό τήν κωμωδία τοῦ Πλαύτου «Ἀμφιτρύων». Ὀ Ἀμφιτρύων ἦταν σύζυγος τῆς ἀκτινιβολοῦσας Ἀλκμήνης, πού ὁ ἐρωτευμένος μαζί της Ζεύς, παίρνοντας τήν μορφή τοῦ ἀνδρός της, πού βρισκόταν σέ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Ταφίων, ἔσμιξε μέ τήν νύφη  τό πρῶτο κιόλας γαμήλιο βράδυ. Τόν πατέρα του βοήθησε ὁ Ἐρμῆς μέ τήν μορφή τοῦ ὑπηρέτη Σωσία.
Ὁ σωσίας διαφέρει οὐσιωδῶς  ἀπό τόν διπλό ἄνθρωπο Ὁ σωσίας διαθέτει μία ἀντικειμενικότητα, ἔστω καί σκαιώδη, ἐνῶ ὁ διπλός ἄνθρωπος αὐτοναφέρεται στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, πού διχάζεται.
Ὁ Σωσίας
ἔνα ποίημα τῆς Ἀγίας Πετρούπολης2

Τό βιβλίο ἀρχίζει μέ τό πρωινό, ὅπου ὁ ἐπίτιμος σύμβουλος Γιάκοβ Πέτροβιτς Γκολιάτκιν ξύπνησε ἀπό ἕνα τόσο μακρύ ὄνειρο, ὥστε νόμισε πώς ἡ πραγματικότητα ἦταν συνέχειά του. Βρέθηκε σέ μία κατάσταση ὀνείρου καί ἀλήθειας, ὅπως συμβαίνει ὅταν ὁ ὕπνος εἶναι βαθύτατος. Κάποια στιγμή ἔκλεισε τά μάτια του σάν νά ἤθελε νά ξανακοιμηθεῖ. Πετάχτηκε ὅμως ἀπό τό κρεβάτι καί πῆρε τό στρογγυλό καθρεφτάκι πού βρισκόταν στήν σιφονιέρα. Κοιτάχτηκε λές καί ἤθελε νά ἐπιβεβαιωθεῖ γιά τό πρόσωπό του.
Τό σύμβολον τοῦ καθρέφτη ἦταν στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα πολύ δυνατό. Μία ρήση ἐπίσης ἀπό τό γνωστικό εὐαγγέλιον τοῦ Φιλίππου ἀπό τά κοπτικά κείμενα τοῦ Νάγκ Χαμμάντι ἀναφέρει:»κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν ἑαυτό του στό νερό ἤ στόν καθρέφτη χωρίς φῶς,»ἐνῶ σέ ἕνα ἄλλο (Εὔγνωστος ὁ Μακάριος καί ἡ Σοφία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἐπισημαίνεται πώς μόνον ὁ θεός ἐπιτυγχάνει τήν αὐτοόραση.3
Φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται μόνος· τόν συνοδεύει ὁ ἴσκιος καί τό εἴδωλόν του. Ἀλλά «ὁρᾶ» αύτούς τούς συντρόφους κάτω ἀπό εἰδικές συνθῆκες.

 Τί εἶναι ὅμως ὁ καθρέφτης καί τί συμβολίζει; τί ψάχνει ὁ ἄνθρωπος βλέποντας τό εἴδωλόν του στό κάτοπτρον; εἶναι βέβαιον πώς βλέπουμε τόν ἑαυτό μας σέ αὐτό, ὅπως μᾶς βλέπουν τά μάτια τῶν ἄλλων; Ὁ καθρέφτης ἀναπαράγει ὅλες τίς ἐκφράσεις τοῦ προσώπου μέσα ἀπό τό εἴδωλον. Μόνος του εἶναι σάν ἕνα ἄδειο ὄστρακον ἀλλά κατά τήν χρήση του γίνεται χρόνος, στάση καί κίνηση. Ἀποκτᾶ φιλοσοφικές ἰδιότητες. Αὐτό τό σύμβολον πού ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης χαρακτἠριζε ὡς «κάτοπτρον δόλιον καί ἀπατηλόν» ὑπῆρξε μοιραῖον γιά τήν Περσεφόνη καί τόν υἱόν της Διόνυσον Ζαγρέα, πού τούς συνάντησε ὁ κίνδυνος τήν στιγμή τοῦ καθρεφτίσματος. Ὁ ἴδιος ὀνομάζει ἐπίσης τό εἴδωλον «αὐτοχάρακτον ἄγαλμα,» ἐννοώντας τό ἀπεικονιζόμενο ὁμοίωμα. Ὁ καθρέφτης εἶχε τήν δύναμη νά ἀλλοιώνει ἤ νά παρουσιάζει αὐτούσια τά χαρακτηριστικά, πότε ὄμορφα, πότε ἄσχημα ἀναλόγως μέ τήν διάθεση τοῦ καθρεφτιζομένου. Ἐνῶ ἡ πλατωνική ἐξήγηση γιά τά εἴδωλα πού σχηματίζονται στά κάτοπτρα καί τά ἄλλα στιλπνά καί λεῖα ἀντικείμενα εἶναι ἐπιστημονική (Τίμαιος 33β) ἡ πλωτινική ἑρμηνεία κρύβει ἕναν σπαραγμό γιά τόν μερισμό τοῦ Ἑνός. Ὁ καθρέφτης τοῦ Διονύσου χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Πλωτῖνον ὡς μαγικόν ἤ ἑλκτικόν σύμβολον γιά τόν κόσμο τῶν αἰσθητῶν. Οἱ νεοπλατωνικοί σχολιαστές τοῦ Πλάτωνος Πρόκλος καί Ὀλυμπιόδωρος  θεωροῦν ὅτι ὁ μερισμός τοῦ Διονύσου ὀφείλεται στόν καθρέφτη.
Τό εἴδωλον καί ὁ μερισμός· τό πρόσωπον καί ἡ ἐνότης. Μέ τόν καθρέφτη τό εἴδωλον διπλασιάζεται ἤ πολλαπλασιάζεται.
Τί προμήνυε τό στρογγυλό καθρεφτάκι τοῦ Γκολιάτκιν; μήπως ἕναν μελλοντικό μερισμόν; Ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν εὐχαριστημένος μέ τήν μορφή του. Ὕστερα φώναξε τόν ὑπηρέτη του Πετρούσκα. Ὁ Ντοστογιέφσκι περιγράφει τήν σχέση κυρίου καί ὑπηρέτη τόσο βαθιά καί μέ τόσο χιοῦμορ καί ἔνταση, ἀναφέροντας τά καμώματα καί τήν ἐνδυμασία τοῦ τελευταίου, ὅπως τά νεῦρα καί τίς ὑστερίες τοῦ κυρίου ἔτσι  ὥστε ὁ ὑπηρέτης κατά τήν συγκατοίκηση γίνεται κύριος τοῦ κυρίου του. Τό ἴδιο σχῆμα ἔχουμε καί στό ‘Υπόγειον με τόν ἀνώνυμο ἥρωα καί τόν ὑπηρέτη του Ἀπόλλωνα, πού ἡ ἀταραξία του κουρελιάζει τά νεῦρα τοῦ κυρίου, ὁ ὁποῖος τόν βρίζει, εὐρισκόμενος σέ ἀλλοφροσύνη. Ὀ Ἀπόλλων ὅμως, ὅπως ἐδῶ καί ὁ Πετρούσκα αὐτοκυριαρχοῦνται καί κοιτάζουν ἀφ΄ὑφηλοῦ.  
Ἡ πρώτη σύγχυση τοῦ ἥρωά μας συνέβη μέσα στήν ἄμαξα πού πῆρε γιά νά πάει  στήν ἐργασία του. Δίπλα του πέρασε μιά ἄλλη ἅμαξα πού βρισκόταν ὁ προϊστάμενος τῆς ὑπηρεσίας του, ὁ Ἀντρέι Φιλίπποβιτς. Βλέποντάς τον ὁ Γκολιάτκιν σκέφτεται ἄν θά ἔπρεπε νά τόν χαιρετίσει ἤ νά προσποιηθεῖ  πώς δέν τόν εἶδε.

«Ἤ μήπως εἶναι προτιμότερο νά ὑποκριθῶ πώς δέν εἶμαι ἐγώ ἀλλά κάποιος πού μοῦ μοιάζει καταπληκτικά (ἡ ὑπογράμμιση εἶναι δική μου) καί νά κάνω σάν νά μήν συμβαίνει τίποτα;» Ἡ σύγχυση στό μυαλό του ἐπεκτείνεται καί παρορμητικῶς ἀλλάζει κατεύθυνση καί πηγαίνει στόν ἰατρό του Κριστιάν Ἰβάνοβιτς Ρουτένσπιτς. Ἄλλο σκέφτεται καί ἄλλο πράττει καί αὐτή ἡ συνήθεια θά τόν συνοδεύσει μέχρι τό τέλος τοῦ μυθιστορήματος. Ἔτσι τήν στιγμή πού ἑτοιμαζόταν νά φύγει, τράβηξε τό κουδούνι τῆς θύρας. Ὁ τρόπος πού μιλᾶ ὁ   Γκολιάτκιν θυμίζει στόν ἀναγνώστη πού ἀγάπησε τό «Παλτό» τοῦ Γκόγκολ4  τόν Ἀκάκιο Ἀκάκιεβιτς, τόν δημόσιο ὑπάλληλο πού δέν μποροῦσε νά φτιάξει μιά ἀρθρωμένη πρόταση, ἀλλά τἠν τεμάχιζε μέ ἐπιφωνήματα, ἐπιρρήματα καί στό τέλος μέ τήν προσωπική ἀντωνυμία, τήν ἀκολουθούμενη ἀπό ἀποσιωπητικά.  Ἀπό τίς ἰατρικές συστάσεις καί συμβουλές μαθαίνουμε πώς ὁ Γκολιάτκιν ἦταν ἕνας μονήρης καί ἑρμητικός χαρακτήρας πού δέν τοῦ ἄρεσαν οἱ περίπατοι, οἱ συναναστροφές καί οἱ διασκεδάσεις, ἐνῶ ὁ ἰατρός τοῦ συνιστοῦσε νά ἀλλάξει καί νά μήν μένει μέσα στό σπίτι. Ἀπολογήθηκε πώς ἀγαποῦσε τήν ἠσυχία καί τήν γαλήνη, καί δέν τοῦ ἄρεσαν τά καλαμπούρια καί τά ἐξυπναδίστικα κόλπα, πώς ἦταν ἕνας ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος καί δέν λυπόταν καθόλου γι’αὐτό καί πώς δέν ζητοῦσε νά διακριθεῖ στήν κοινωνία. «Γιά νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια, εἶμαι περήφανος πού δέν εἶμαι μεγάλος ἄνθρωπος, ἀλλά ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος.»
Τό ἀτύχημα ἦταν πώς ὁ Γκολιάτκιν ὄντας καθημερινός ἄνθρωπος κινδύνευε ἀπό τήν μοναξιά του, διότι ἦταν στεῖρα. Δέν ἦταν ἡ καλλιτεχνική μοναξιά πού κυοφοροῦσε ἔμπνευση καί δημιουργία, ἀλλά ἐκείνη πού φέρνει φοβίες, ἐνοχές καί ὑποψίες, γιά νά καταλήξει σέ μία μανία καταδίωξης. Συνομιλοῦσε μέ τόν ἑαυτό του, φώναζε τήν σκέψη του λές καί τήν ἀπηύθυνε σέ κάποιον ἄλλο. Αὐτή ἡ τρομερή μοναξιά ἀπογυμνώνει καί ὡς ἐκ τούτου δημιουργεῖ  ἑαυτούς πού συνδιαλέγονται.

  Μέσα σέ κλάμματα ὁμολόγησε στόν ἰατρό πώς εἶχε φοβερούς ἐχθρούς, πού ἤθελαν νά τόν καταστρέψουν, ἐχθρούς ὁρκισμένους νά ἐξαφανίσουν τήν ἠθική του ὑπόσταση. Παραληροῦσε κι ἄρχισε ἕνα διάλογο μέ τόν ἰατρό, τόν ὁποῖον ἐνέπλεξε στόν παραλογισμό του. Ὅταν ἔφυγε ὁ Γκολιάτκιν ἀποφάνθηκε πώς ὁ ίατρός ἦταν πολύ ἀνόητος. Μετά μπῆκε στήν ἄμαξα καί διέτρεξε τήν λεωφόρο Νιἐφσκι, γιά νά κάνει τίς ἀγορές του.
Στό πάρτυ γιά τά γενέθλια τῆς Κλάρας Ὀλσούφιεβνα, μοναχοκόρης τοῦ κρατικοῦ συμβούλου, προστάτη κάποτε τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν, δόθηκε ἕνα ἐπίσημο δεῖπνο. Ἐκεῖνος  γιά νά ἀκολουθήσει ἴσως τήν συμβουλή τοῦ ἰατροῦ του, πῆγε σέ αὐτό, χωρίς νά φαίνεται ξεκάθαρα ἄν εἶχε προσκληθεῖ ἤ ὄχι. Ὅμως κατά τόν ἀφηγητή τοῦ βιβλίου, αὐτός καραδοκεῖ σέ ἕνα πολύ σκοτεινό καί ζεστό μέρος, μισοκρυμμένος πίσω ἀπό μιά πελώρια ντουλάπα κι ἕνα παλιό παραπέτο πού ἀνάμεσά τους  ὑπῆρχαν σκουπίδια καί μικροπράγματα. Δέν μποροῦσε νά ξεμυτίσει ἀπό τήν τρύπα του, φοβισμένος καί μέ ὀξυμμένη τήν κοινωνική δειλία τοῦ ἀνθρώπου πού ζοῦσε μόνος μέ τόν ἐαυτό του. Μετά ἀπό τήν γνωστή ἐναλλαγή τῶν ἀποφάσεών του, -τί καλά νά πάω στό σπίτι μου καί στόν διάβολο ὅλα αὐτά, ἤ ἐνθαρρύνοντας τόν ἑαυτό του ἔλεγε πώς ὅποιος ἔχει τήν θέληση, βρίσκει καί τήν λύση, στό τέλος χωρίς κάν νά τό καταλάβει βρέθηκε στήν αἴθουσα τοῦ χοροῦ. Μέσα στόν τρόμο καί στήν παραζάλη του ἀπό τήν κοσμοσύναξη, ἄρχισε νά κάνει ἀδέξιες κινήσεις καί χειρονομίες, ὅπως σκόνταψε πάνω σέ ἕναν ἀνώτατο ἀξιωματοῦχο, τσαλαπάτησε τό φόρεμα μιᾶς γηραιᾶς κυρίας καί συγκρούστηκε μέ τόν ἄνθρωπο πού κουβαλοῦσε τόν δίσκο, ἐνῶ πρός μεγάλη καταπληξή του ἄρχισε νά μιλᾶ, νά δίνει συγχαρητήρια καί εὐχές, κατακόκκινος καί ἀναστατωμένος, διότι τόν περικύκλωνε ἀκινησία, σιωπή καί ἀναμονή. Ὅμως εἶχε τήν αἴσθηση πώς τόν ὁδηγοῦσε τό πεπρωμένο του. Μετά ἄρχισε νά φαντασιώνεται στήν ἰδέα πώς ἄν ὁ μεγάλος πολυέλαιος ἔπεφτε πάνω στούς χορευτές, ἐκεῖνος θά ἔτρεχε νά σώσει τἠν Κλάρα Ὀλσούφιεβνα. Στήν πραγματικότητα εἶχε πολύ ταραχτεῖ μέσα σέ αὐτό, ὅπως πίστευε, τό ἐχθρικό περιβάλλον.Ὕστερα τόλμησε νά πλησιάσει τήν ἰδανική του ἀγαπημένη γιά νά χορέψουν, τήν ἔπιασε ἀπό τό χέρι κι ἐκείνη ἀμήχανη σηκώθηκε, αὐτός ἕκανε ἔνα χορευτικό βῆμα, μετά σκόνταψε καί ἡ Κλάρα Ὁλσουφιεβνα τσίριξε τρομαγμένη. Ὁ κόσμος ἄρχισε νά τόν σπρώχνει πρός τήν ἔξοδο.

Στό ἑπόμενο κεφάλαιον ὁ ἀφηγητής περιγράφει τήν Ἀγία Πετρούπολη, χιονισμένη καί παγερή μέ ὅλους τούς πύργους τῶν ρολογιῶν της νά σημαίνουν μεσάνυχτα. Σημαδιακά μεσάνυχτα τῶν ἴσκιων καί τῶν εἰδώλων! Τό τοπίον μοιάζει μέ στοιχειωμένο, παραμυθένιο, ἄγριας ὀμορφιᾶς. Ἴσως ἐδῶ νά ταιριάζει ὁ ὑπότιτλος τοῦ μυθιστορήματος «Πετρουπολίτικο ποίημα». Ἡ πόλη μέ τίς συχνές κλιματικές ἀλλαγές, τίς λευκές νύχτες  καί τήν ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα μοιάζει μαγεμένη.Εἶναι μιά πόλη ποιητική, ἕνα ποίημα ἡ ἴδια.  Ὁ βόμβος ἀπό τίς ἄμαξες, τά συντριβάνια τοῦ νεροῦ, σάν τσακισμένα κλαδιά ἀπό τήν ὁρμή τοῦ ἀνέμου, τό τρίξιμο ἀπό τά τρεμάμενα φανάρια τῶν δρόμων, τά μαῦρα νερά νά μαστιγώνουν τήν Φοντάνκα, ἦταν μία νύχτα φοβερή τοῦ Νοεμβρίου, ὑγρή καί ὁμιχλώδης πού ἔφερνε ρίγη, σινάχι καί πονόλαιμο. Ἀπόλυτη ἡ μοναξιά μέσα σέ αὐτό τό πανδαιμόνιο τῆς κακοκαιρίας. Ὁ κύριος Γκολιάτκιν λυπημένος ἀπό τήν ἔκβαση τῆς χοροεσπερίδας, βάδιζε θέλοντας νά ἐξαφανίσει τόν ἑαυτὀ του, νά τόν ἐκμηδενίσει, νά πάψει νά ὑπάρχει, νά ξαναγίνει χῶμα. Ὅμως ἡ πόλη εἶναι ἡ μεγάλη πρωταγωνίστρια. Ὁ κύριος Γκολιάτκιν προχωρᾶ μέ δυσκολία στό χιόνι, ἀλαφιάζεται καί κάποια στιγμή ἀποκαμωμένος ἀκούμπησε τά χέρια του στό παταπέτο τῆς ἀποβάθρας κοιτάζοντας τά μαῦρα νερά τῆς Φοντάνκας. Ἡ φαντασία του καλπάζοντας γεννοῦσε τέρατα, ὅπως παραδέχτηκε ὁ ἴδιος. Σέ κάποια στιγμή πῆρε τό μάτι μία σκιά πού ἐρχόταν καταπάνω του, κάνοντάς τον νά νιώθει δυσάρεστα. Ἴσως ὅμως  νά ἦταν κάποιος ἀργοπορημένος ἄνθρωπος, ὅπως αὐτός. Ξαφνικά ὁ ξένος βρέθηκε νά βηματίζει δίπλα του μέ μικρά καί γρήγορα βήματα, ὅπως ὁ κύριος Γκολιάτκιν. Κι ἦταν τυλιγμένος μέ τόν μανδύα του ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια, ὅπως ἀκριβῶς ὁ κύριος Γκολιάτκιν. Καί τό παράξενο ἦταν πώς ὁ ξένος τοῦ ἦταν γνώριμος, ὅπως τό εἴδωλόν του στόν καθρέφτη. Νά πού φανερώθηκαν λοιπόν οἱ ἴσκιοι καί τά εἴδωλα! Ἤξερε ἀκόμη τό μικρό ὄνομα, τό πατρώνυμο καί τό ἐπώνυμο τοῦ ξένου. Ὅμως κι ὁ συνοδοιπόρος του γνώριζε καλά τήν πορεία καί κατευθυνόταν πρός τό σπίτι τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν. Πρόλαβε μάλιστα καί μπῆκε στό σπίτι, πρίν ἀπό τόν νοικοκύρη. Ἔτσι ἐκείνος τόν βρῆκε νά κάθεται μπροστά στό κρεββάτι φορώντας ἀκόμη τό καπέλο καί τόν μανδύα του. Εἶχε ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο καί τόν χαιρέτησε φιλικά. Ὁ ἄλλος σωριάσθηκε λιπόθυμος ἀπό τόν τρόμο.
«Ὁ νυχτερινός συνοδοιπόρος τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ἑαυτό του,ἀπό τόν ἴδιο τόν κύριο Γκολιἀτκιν, ἕνας ἄλλος κύριος Γκολιάτκιν μά ὁλόιδιος μέ τόν ἑαυτό του,-κοντολογῆς, ἦταν αὐτό πού λέμε σωσίας του....»
Ὁ Φιλόστρατος στίς Εἰκόνες5 περιγράφει ἔνα περιστατικόν πού μοιάζει μέ ποίημα.Ὁ Νάρκισσος ἔχει γυρίσει ἀπό τό κυνήγι, στέκεται στήν πηγή κι ἡ ὀμορφιά του ἀστράφτει στό νερό.’Ὁ συγγραφεύς θλίβεται γιά τήν τύχη πού περιμένει τόν Νάρκισσο καί τοῦ ἐξηγεῖ πώς δέν κατάλαβε τό τέχνασμα τῆς πηγῆς νά ἀποτυπώνει  ἐπακριβῶς τήν μορφή. Δέν ἔκανες μία κίνηση τουλάχιστον, τόν ρωτᾶ, ἔνα νεῦμα. μία ἀλλαγή τῆς ἔκφρασης , ὥστε νἀ καταλάβεις τήν ἀπατηλότητα τοῦ εἰδώλου;
Τόσο πολύ βυθίστηκε ὁ νέος, ὥστε δέν ἔβλεπε παρά μόνον τόν ἐαυτόν του .Ὀ Νάρκισσος διπλασιάστηκε· τώρα εἶναι δύο. Συνέβη ὁ μερισμός πού προκαλεῖ τό νερό ἤ τό κάτοπτρον. Δύο εἶναι οἱ Νάρκισσοι, γράφει ὀ Φιλόστρατος, «ὁλόιδιοι, μόνον πού ὁ ἕνας στέκεται στόν ἀέρα κι ὁ ἄλλος βυθίζεται στήν πηγή. Ὁ νέος πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τό νερό ἀτενίζει αὐτόν πού εἶναι μέσα, διψασμένος γιά τό κάλλος του.

Στήν περίπτωση τοῦ Ναρκίσσου ἔχουμε διχασμόν καί συνεπῶς διπλασιασμόν. Τό ἴδιο καί στήν περίπτωση, ὅπου ὁ Ἱβάν Καραμάζωφ βλέπει τόν διάβολο πού ἐνσαρκώνει τήν σκοτεινή του πλευρά. Αὐτός ὁ διάβολος εἶναι ἕνας κανονικός ἄνθρωπος, «ἕνας γνωστῆς ποιότητας Ρῶσσος τζέντλεμαν», καμιά πενηνταριά χρόνων. Ὁ διανοητικός καί ψυχασθενικός Ἰβάν βλέπει καί ἀκούει τόν διάβολο νά τοῦ μιλᾶ γιά τόν θάνατον τοῦ Θεοῦ καί γιά τά μετέπειτα ὀφέλη τῆς ἀνθρωπότητας. Κι ἐδῶ ὑπάρχει διχασμός, ἄρα καί διπλασιασμός.Ἔτσι καί στίς δύο περιπτώσεις ὑπάρχει τό θέμα τῆς αὐτοαναφορᾶς. Δέν ὑπάρχει παρατηρητής, τό τρίτο μάτι. Ὅλα διαδραματίζονται ἐντός τοῦ διχασμένου, ἄρα καί διπλοῦ νοῦ, μέ προβολές στήν δική του πραγματικότητα.

Στόν Σωσία ὅμως ὑπάρχει ἡ μαρτυρία. Ὅλα διεξάγονται φυσιολογικῶς σάν ἔνα σύνηθες περιστατικόν, διαδραματίζονται σέ μία ἀτμόσφαιρα ἀληθοφάνειας. Κι ὅλα ἔχουν μία λογική ἐπικάλυψη. Τόν «νέον» κύριον Γκολιάτκιν τόν βλέπει ὁ Πετρούσκα, τόν βλέπουν στόν χῶρο τῆς ἐργασίας, εἶναι ὑπαρκτός καί γιά τούς ἄλλους. Ἔτσι ὑπαρκτοί ἦταν καί οἱ μυθολογικοί, θεοί, ὅπου κατά τήν ἐναθρώπησή τους λάβαιναν τίς μορφές τῶν θνητῶν καί γίνονταν σωσίες τους. Λόγου χάρη ὁ Ζεύς ἔγινε σωσίας τοῦ Ἀμφιτρύωνος, ἡ Ἀθηνᾶ στήν πρώτη ραψωδία τῆς Ὀδυσσείας ἔγινε ὁ σωσίας τοῦ Μέντη, παλιοῦ φίλου τοῦ Ὀδυσσέως, γιά νά συμβουλεύει  τόν υἱόν του Τηλέμαχον, ἡ θεά Ἀφροδίτη θνητή κόρη γιά νά σαγηνεύσει τόν ἥρωα Αἰνεία κ. α

 Τί εἶναι ὁ σωσίας τοῦ Ντοστογιέφσκι; ποιά συνομωσία, ποιά σκευωρία τῶν ἐχθρῶν τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν τόν ἔφερε στό παρόν, γιά νά καταποντίσουν τήν ἠθική του ὑπόσταση, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε «ὁμολογήσει στόν ἰατρόν του; «Τέλος, ὁ κύριος Γκολιάτκιν ἤξερε ἀπό καιρό ὅτι κάτι μαγείρευαν, ὅτι εἶχαν στήν ἐφεδρεία τους κάποιον ἄλλον.»
Καί μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ σωσία ἀρχίζει τό μαρτύριον τοῦ αὐθεντικοῦ κυρἰου Γκολιάτκιν ἐξαιτίας τοῦ κίβδηλου κυρίου Γκολιάτκιν. Ὁ πρωτόπυπος κύριος Γκολιάτκιν (αὐτό τό κύριος πόσο εἶναι τραγελαφικόν) ἀρχικῶς ἐπιδιώκει τήν συμφιλίωση μέ τό ἀντίγραφόν του, τόν φιλοξενεῖ στήν οίκία, τόν περιποιεῖται  καί τοῦ προτέινει νά κάνουν μία συμμαχία ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν. Ὁ νέος ὅμως κύριος Γκολιἀτκιν τόν ἐξαπατᾶ, τόν εἰρωνεύεται καί προσχωρεῖ στούς ἄλλους. Ἐργάζεται στό ἴδιο γραφεῖο μέ τόν πρεσβύτερο κύριον Γκολιάτκιν καί ἀποκαλύπτει ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό ἐσωτερικό κόσμο. Μολονότι ἡ ὁμοιότητα τους εἶναι ἐκπληκτική τόσο, ὥστε κανείς «δέν θά ἔβαζε τό χέρι του στην φωτιά γιά νά πεῖ ποιός ἦταν ὁ παλιός καί ποιός ὁ καινούργιος, ποιός ὁ αὐθεντικός καί ποιός τό ἀντίγραφον.»
Ὁ νέος κύριος Γκολιάτκιν ἦταν χαριτωμένος, ἀνήθικος, ἀχάριστος καί ἀναιδής ἀλλά  ἀνέβαινε γρήγορα τήν ἐργασιακή κλίμακα, ἔκανε κοπλιμέντα στούς ἀνωτέρους, ἔδειχνε τήν προθυμία καί τήν ὑποταγή του σέ αύτούς, ἀντιθέτως ἀπό τόν πρεσβύτερο πού ἦταν μία ἠθική προσωπικότητα, κι ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ ἠθικός ἄνθρωπος αὐτοπεριορίζεται καί αὐτοεγκλωβίζεται. Ὁ αὐθεντικός κύριος Γκολιάτκιν ἔχει τό πεπρωμένο ὅλων τῶν αὐθεντικῶν. Ἐξευτελίζεται καί ἀμαυρώνεται ἀπό τό ἀντίγραφόν του. Πάντα τό ἀντίγραφον βλάπτει τό πρωτότυπον, ὅπως καί ὁ μιμητής ἀμαυρίζει αὐτόν τόν ὁποῖον μιμεῖται. Οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τά ἀντίγραφα μή τολμώντας νά πλησιάσουν τά πρωτότυπα. Ἕνας ψεύτικος πίνακας τοῦ Βάγκ Γκόγκ λόγου χάρη κοσμεῖ τά σαλόνια τῶν δίχως αἰσθητική ἀνθρώπων.

Ὁ νέος κύριος Γκολιάτκιν στήνει παγίδες στόν αὐθεντικό γιά νά τόν ἐξουθενώσει. Χαρακτηριστικά τά παραδείγματα μέ τήν ἄμαξα, τό ἐστιατόριο μέ τά μπουρεκάκια , ὅπου ὁ σωσίας συνεχῶς τόν ἐκθέτει χρησιμοποιώντας καί μή πληρώνοντας τήν ἅμαξα καί τρώγοντας ἕντεκα μπουρεκάκια, ἀφήνοντας νά τά πληρώσει ὁ πρεσβύτερος πού ἔφαγε μόνον ἕνα. Κι ὅλοι πιστεύουν τόν θρασύτατο νέον κύριον Γκολιάτκιν, πού ἐκμεταλευόμενος τήν ἐξωτερική ὁμοιότητα κερδίζει.
Πίσω ἀπό τήν διαμάχη τῶν δύο Γκολιάτκιν, ὅπου ὁ αὐθεντικός εἶναι πάντα μεγαλόψυχος καί ἕτοιμος νά δεχθεῖ τήν συμφιλίωσή τους, ὁ ἄλλος, τό ὁμοίωμα, ὁ ἴσκιος εἶναι ἀναιδής. Κολακεύει τούς προϊσταμένους, γοητεύει ἀκόμη καί τόν Ἐξοχότατον, ὑπονομεύοντας συγχρόνως τόν πρωτότυπον κύριον Γκολιάτκιν.
Δέν ξέρω ἄν ὁ Ντοστογιέφσκι μέ τόν κύριον Γκολιάτκιν καί τόν σωσία του ἀναλύει τήν σχέση πρωτοτύπου καί ἀντιγράφου. Ἄν ναί, τότε πίσω καί πάνω ἀπό τήν φαινομενολογία, βρίσκεται ὁ ὀντολογικός κόσμος, ὁ ὑπεραισθητός μέ τίς ἀρχέτυπες πλατωνικές ἰδέες καί κάτω τά αἰσθητά ἀντικείμενα, πανομοιότυπα τῶν ἰδεῶν, πού κατά τόν φιλόσοφο ἔχουν μία ὕπαρξη, κάτι μεταξύ ὄντος καί μή ὄντος. Ἀρκετές φορές ἡ θεματολογία τοῦ Ντοστογιέφκι ἀνάγεται σέ ὀντολογία.
Στό μυθιστόρημα  ὁ πρεσβύτερος κύριος Γκολιάτκιν χάνει ἀκόμη καί τόν ὑπηρέτη του, ὁ ὁποῖος τόν ἐγκαταλείπει γιά νά πάει σέ σπίτια τιμίων ἀνθρώπων, πού δέν κάνουν ἀπάτες καί δέν γίνονται ποτέ διπλοί. Ἀκόμη καί ἡ ἐπιστολή πού στέλνει ὁ αὐθεντικός κύριος Γκολιάτκιν στόν σωσία του, γιά νά τόν ψέξει πώς ὑπεξαίρεσε τά ἔγγραφά του καί προσέβαλε τό τίμιον ὄνομά του προκειμένου να ἀποκτήσει τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων του, γίνεται πηγή παραξηγήσεων ἐξαιτίας τῆς στρεψοδικίας τοῦ νεώτερου κυρίου Γκολιάτκιν. Κι ὅμως ὅλοι τόν παίνευαν καί τόν συμπαθοῦσαν καί «ὅλοι μαζί, σάν χορωδία, διακήρυσσαν ὅτι ἡ περηφάνεια καί τό χιοῦμορ ἦταν ἀπείρως ἀνώτερα ἀπό τήν προσήνεια καί τό χιοῦμορ τοῦ πραγματικοῦ κυρίου Γκολιάτκιν....»
Ὁ πρεσβύτερος κύριος Γκολιάτκιν λυγίζει ἀπό τίς γύρω του ἀρνήσεις καί συνομωσίες. Ἡ ὁμοιότητα ἔχει τσακίσει τήν αὐθεντικότητά  του.
Στό τέλος τοῦ μυθιστορήματος εἶναι μαζεμένοι στό δωμάτιο ὅλοι οἱ συνἀδελφοι καί οἱ γνωστοί , ἐνῶ δύο ἀπό αὐτούς πῆραν  τούς πανομοιότυπους ἄνδρες καί τούς ἔβαλαν στό μέσον τῶν καλεσμένων. Ἐπιθυμοῦν νά μᾶς συμφιλιώσουν σκέφτηκε ὁ αὐθεντικός κύριος Γκολιάτκιν ἁπλώνοντας τό χέρι καί τείνοντας τό μάγουλό του πρός τόν σωσία του. Τοῦ φάνηκε ὅμως ὅτι ὁ ἄλλος ἔκανε ἔναν μορφασμό ὅταν τοῦ ἔδωσε τό φιλί τοῦ Ἰούδα. «Κάτι κουδούνισε στ’αὐτιά τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν καί τά μάτια του σάν νά σκοτείνιασαν. Φαντάστηκε ὅτι μιά σειρά ἀπό πανομοιότυπους Γκολιάτκιν ἔμπαιναν θορυβωδῶς ἀπό ὅλες τίς θύρες τοῦ δωματίου..Μά ἦταν πολύ ἀργά πιά...Τό συγκλονιστικό προδοτικό φιλί εἶχε δοθεῖ  πιά...»
Κι ὕστερα ἄνοιξαν οἱ θύρες τοῦ σαλονιοῦ κι ἐμφανίστηκε κάποιος, τοῦ ὁποίου ἡ ὄψη ἔκανε τόν κύριο Γκολιάτκιν νά παγώσει ἀπό τρόμο. Ἦταν κάποιος γνώριμος. Ὁ νεώτερος κύριος Γκολιάτκιν μέ πρόσωπο χαρούμενο καί μοχθηρό τόν πληροφόρησε πώς ὁ σχεδόν γνώριμος ἦταν ὁ ἰατρός καί χειρουργός Κρίστιαν Ίβάνοβιτς Ρούτενσπιτς, πού θά τόν ὁδηγοῦσε στήν κλινική.

Στήν ἄμαξα ὅταν ἔφευγε μέ τόν ἰατρό, εἶδε ὁ κύριος Γκολιάτκιν δύο πύρινα μάτια, πού ἔλαμπαν ἀπό σατανική χαρά,  νά τόν παρακολουθοῦν μέσα στό σκότος. Ποιός νά ἦταν; ἀναρωτήθηκε. Ἦταν ὁ Κρίστιαν Ἰβάνοβιτς, ἀλλά ὄχι ὁ ἴδιος, ἦταν ἕνας φοβερός, διαφορετικός Κρίστιαν Ἰβάνοβιτς. Ὀ πρεσβὐτερος κύριος Γκολιάτκιν εἶδε καί τόν σωσία τοῦ ἰατροῦ, τό ἀρνητικόν του. Τό μυθιστόρημα τελειώνει μέ τό οὐρλιαχτό κοῦ κυρίου Γκολιάτκιν, ὁ ὁποῖος ἀπό καιρό περίμενε πώς θά γινόταν αὐτό ἀκριβῶς, πού ἔγινε.
Ὁ  Διόνυσος ὅταν εἶδε τό εἰδωλόν του στό κάτοπτρον, ἐνἐδωσε στήν μαγεία του καί μοιράστηκε στό σύμπαν.
Ἔτσι διαμελίσθηκε καἰ ὁ κύριος Γκολιάτκιν σέ πανομοιότυπους Γκολιάτκιν πού ἔμπαιναν ἀπό τίς θύρες τοῦ δωματίου.
Καί μπορεῖ νά ἀναρωτηθεῖ κάποιος: μήπως ὄλα ξεπήδησαν ἀπό τό μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν, πού ἀναφέρει ἀπό τήν πρώτη κιόλας σελίδα ὁ Ντοστογιέφσκι;
Ἀπό τόν διαμελισμένο Διόνυσον παρέμεινε μόνο ἡ πάλλουσα καρδιά.
Ἡ πάλλουσα καρδιά! ἀπό αὐτήν πλάθεται ἐκ νέου  καί συναρμολογεῖται ὁ κόσμος!


 Σημειώσεις.          

1. Κωστῆ Παπαγιώργη Ντοστογιέφσκι ἐκ. Καστανιώτη 1990, σ. 150 σημείωση 35
2. Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ὁ σωσίας μετ. Βασίλης Τομανᾶς ἐκ.Νηςῖδες
3. Ἑλένης Λαδιᾶ  Μυθολογικά παράδοξα καί ἕνα διήγημα. Κεφ. ὁ καθρέφτης καί μία  περίπτωση κατοπτρομαντείας β’ἔκδοση  Gema   2008
4. Ὁ τίτλος τοῦ ἔργου τοῦ Γκόγκολ εἶναι στά Ρωσσικά σινιέλ πού σημαίνει ἡ χλαίνη, ὁ μανδύας.
5. Φιλοστράτου Εἰκόνες ΚΓ Νάρκισσος




Ἑλένη Λαδιᾶ 13-19 Ἰουλίου 2018


Πρώτη δημοσίευση diastixo.gr