Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

«Με αφορμή τον “Χάλκινο ύπνο” της Ελένης Λαδιά», κείμενο της Τούλας Ρεπαπή από το diastixo.gr



Είναι ένα ταξίδι εξαιρετικά γοητευτικό να έχεις διανύσει/γράψει για μια μεγάλη χρονική περίοδο μιας γραφής –της Ελένης Λαδιά– και να πιάνεις το νήμα της συγγραφικής της πορείας από την αρχή. Είναι ένα ταξίδι που ξεδιπλώνει/ζωντανεύει μια διαδρομή εμπνευσμένη, ευφυή και ξεχωριστή, ταξίδι, το οποίο επιβεβαιώνει ταυτόχρονα όλα όσα εντόπισα, θαύμασα και με κατέκτησαν κρατώντας με πιστή αναγνώστριά της περισσότερο από είκοσι χρόνια.

Πρώτο βιβλίο της συνεργασίας της Ελένης Λαδιά με τις Εκδόσεις της Εστίας είναι ο Χάλκινος ύπνος (1980), το οποίο χάρισε στη συγγραφέα το Β’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Επειδή δεν υπήρχε ειδική κατηγορία νέων συγγραφέων στον εκδοτικό οίκο για να καταχωρηθεί η συγγραφέας και το βιβλίο, η Εστία κάνει την καταχώριση στην κλασική της σειρά, μεταξύ των μεγαλυτέρων Ελλήνων συγγραφέων. Το οπισθόφυλλο, αν και δεν έχει υπογραφή, είναι του Ανδρέα Καραντώνη, ο οποίος εντοπίζει την καινοτόμο γραφή της Ε.Λ.

Ο Χάλκινος ύπνος είναι μια συλλογή από 13 διηγήματα, παίρνοντας τον τίτλο του πρώτου. Στο ομότιτλο διήγημα, τρία ρολόγια, τρεις διαφορετικές διαστάσεις του χρόνου, τρία εγώ. Αρχικά η συγγραφέας σκηνοθετεί και το παρόν της, αλλάζοντας την ηλιόλουστη μέρα σε βροχερή,το φως σε σκοτάδι. Με τον τρόπο αυτό αισθάνεται να κυριαρχεί στον χρόνο και, λειτουργώντας συμπληρωματικά, τον εξουσιάζει. Τον αλλάζει. Εμφανίζεται να έχει ξεπεράσει τις μεταφυσικές της ανησυχίες ως προς την παρουσία/απουσία του Θεού καταλήγοντας, ωστόσο, πως η απουσία του κάνει τον κόσμο λιγότερο παράλογο και άδικο. Ανατρεπτική στη σκέψη της, διατυπώνει επίσης πως προϋπάρχει το αποτέλεσμα, το οποίο βαρύνει περισσότερο για την ίδια και όχι η αιτία. Σε αυτό επανέρχεται και στο πρόσφατο βιβλίο της, Εσωγραφία μιας πεζογράφου, όπου επίσης τονίζει πως θα μιλήσει για τα αποτελέσματα και όχι για τις αιτίες. Μια τοποθέτηση της συγγραφέως η οποία αποδεικνύει τη συνέχεια και το συμπαγές του έργου της. Ξεκινά πριν από χρόνια, για να επανέλθει και τώρα εκεί. Στην ουσία και τη βαρύτητα του αποτελέσματος.

Κατά την αφήγησή της στέκει με φιλοσοφική διάθεση αντιμέτωπη με τον εαυτό της, πλήρης ενοχών, τον διαιρεί, τον παρατηρεί. Η δυαδικότητά της μια μορφή διχασμού, υπαινίσσεται ταυτόχρονα το ενυπάρχον καλό και κακό, το οποίο την οδηγεί άλλοτε στο να βρίσκει ο εαυτός της την έγκρισή της και άλλοτε την απόρριψη. Και εμβαθύνοντας στη δική της εσωτερική παρατήρηση, καθίζει τον εαυτό της –αν και σε παγκάκι– στο εδώλιο του κέντρου, προβάλλοντάς τον από το παρόν στο παρελθόν και στο μέλλον. Ο χρόνος, ο μέγας γητευτής της γραφής της. Υπαρκτός, άχρονος, ρευστός, απροσδιόριστος, δυνάστης. Εξουσιαστής.

Η συγγραφική σύλληψη των τριών εαυτών της μέσα στις διαστάσεις του χρόνου αποκαλύπτει την ευφυΐα μιας διαφορετικής αφηγηματικής γραφής, η οποία της δίνει την απόχρωση και του στοχαστή φιλοσόφου, κάνοντάς την από τότε να προδιαγράφει μια λαμπρή, ασυνήθιστη πορεία. Τότε αρχίζει και ο υπερρεαλισμός να υπεισέρχεται στη γραφή της, αφού τα όνειρα ήταν γι’ αυτήν όχι μόνο οι καθημερινές πρωινές της σημειώσεις, αλλά και η πηγή έμπνευσής της. Έχει πολλάκις αναφερθεί σε αυτά και έχει πολλά εντάξει σε διηγήματά της μυθιστοριοποιώντας τα, συνδυάζοντας στη γραφή της την ποίηση με τη δωρικότητα της έκφρασης. Εξαίσιος συνδυασμός.

Σε αυτό το διήγημα με τρυφερότητα περιγράφει τον χρόνο. Καθισμένη στο παγκάκι ενός πάρκου, παρατηρεί μια παιδούλα που παίζει. Και προβάλλοντας τον εαυτό της στο κοριτσάκι που βλέπει στο πάρκο, καταδύεται στο παρελθόν. Οραματίζεται την παιδική της ηλικία και, ούσα στο παρόν, βλέποντας τη μικρή να παίζει –με ποια μάτια, άραγε– αναρωτιέται αν στη χρονική διαδρομή που τις χωρίζει, αν τώρα θα μπορούσε κάτι ν’ αλλάξει από το τότε. Διαπιστώνοντας μέσα από συλλογισμούς το αμετακίνητο των γεγονότων του παρελθόντος, καθώς ό,τι έχει καταχωρηθεί εκεί, τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Και συνεχίζει να παίζει πεντόβολα με τη μικρή, «παίζοντας πεντόβολα με το παρελθόν της» αφηγείται η συγγραφέας.

Δίπλα της, χωρίς να το αντιληφθεί, έχει καθίσει μια γερόντισσα. Τα γεμάτα φλέβες τρεμάμενα χέρια της πλέκουν ένα πουλόβερ. Δείχνει ήρεμη. Συμφιλιωμένη με τα πάντα. Φοβάται; Έχει ενοχές; Τι συναισθήματα άραγε κυριαρχούν, όταν ο χρόνος πλησιάζει στο τέλος του; Και ξαφνικά παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι όλα μαζί. Ακόμη και στα χέρια τους. «Έπλεκε πουλόβερ με το μέλλον της», συνεχίζει την αφήγησή της η συγγραφέας.

Έτσι, με απλότητα, όπως απλά και σιωπηλά η ζωή μάς καταπλήσσει συνεχώς στο πέρασμά της μέσα από τα απρόβλεπτα γεγονότα της, έτσι απλά και σιωπηλά και η Ε.Λ. μάς καταπλήσσει με τη συγγραφική της ευφυΐα τεμαχίζοντας τον χρόνο. Μέσα από λεκτικές εικόνες μάς μιλά για τη χαρά, τη λογική και τη συμφιλίωση σαν τελική υποταγή του ανθρώπου σε αυτόν. Τον χρόνο! Συμπληρώνοντας: «Σ’ όλη μας τη ζωή είμαστε αποσπάσματα, άγνωστα μεταξύ μας».

Τρυφερή, ρομαντική και ποιητική, με πλούτο λέξεων, επιλέγει τις καλύτερες για να ζωγραφίσει με αυτές την αγωνία προς το άγνωστο και την αγάπη της προς τον άνθρωπο, αποτυπώνοντας εικόνες συγγραφικού κάλλους. Αφηγείται από τότε τη δική της μάχη με τον χρόνο. Τον φοβάται; Έχει ενοχές; Ωστόσο, τον αφήνει να πρωταγωνιστεί στις σελίδες της αλλοιώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του, όντας ο ουσιαστικός κυρίαρχος όλων. Ταυτόχρονα, την εμπνέει.

Γυρνώ και εγώ στο παρελθόν μέσα από τα βιβλία της και τη θαυμάζω ακόμη πιο πολύ. Παρελθόν; Ή μήπως ένα παρατεταμένο παρόν.

Το κείμενο γράφτηκε το 1979, αποκαλύπτοντας από τότε πόσο μεγάλη συγγραφέας είναι. Ένας μονόλογος με τους εαυτούς της. Τους βλέπει από απόσταση σαν αποθηκευμένες εικόνες μιας προβίωσης του τώρα. Μέσα σε αυτό το παιχνίδι έρχεται αντιμέτωπη με τον χρόνο, τις διαστάσεις του, την αδύνατη αλλαγή έστω και μιας τετελεσμένης στιγμής στον χρόνο, τη μοναξιά, τον φόβο, αναφέρεται στην ελεύθερη βούληση, την απουσία του Θεού. Αναφέρεται στην αντίφαση και το παράδοξο, στις μεταμφιέσεις του χρόνου, σαν όλα να είναι πάντα στο παρόν ή μήπως –αναρωτιέται– έχει τη δυνατότητα της μείξης των εικόνων του χρόνου, διότι πέρασε τις πύλες του Χάλκινου ύπνου;

Ξεκινά πριν από χρόνια, για να επανέλθει και τώρα εκεί. Στην ουσία και τη βαρύτητα του αποτελέσματος.
Στο διήγημα «Η παραβολή των εριφίων», εξίσου ποιητική, συνομιλεί με τρεις διαφορετικές μάσκες του εαυτού της απευθυνόμενη στον αναγνώστη. Ο Συγγραφέας, Εγώ, η Χώρα. Πόση έμπνευση έχει αυτή η σύλληψη. Τριχοτομώντας και πάλι τον εαυτό της, αφήνει να φανεί η συνοχή αυτής της τριαδικής αλλά και τόσο ενιαίας ύπαρξης. Αυτής του Συγγραφέα. Του δημιουργού που μπορεί και εκδηλώνει/εμπεριέχει το Εγώ, το Εγώ που δημιουργεί τη Χώρα. Ο ρόλος του Συγγραφέα –η μάσκα της σαν δημιουργού–, η μάσκα Χώρα και οι λαοί, που δημιουργεί τους μυθικούς της ήρωες για να υπάρχει μέσα από αυτούς, ο Συγγραφέας/Δημιουργός/Ηγέτης και η μάσκα Εγώ αντιμέτωπη με τη φθορά του χρόνου. Εγώ και εσύ. Και το τέλος. Ωστόσο, Συγγραφέας, Εγώ και Χώρα όλοι αντιμέτωποι με τον ηγέτη και τον χρόνο. Την εξουσία, τη φθορά και την καταστροφή. Η Χώρα με τα ερείπιά της, Εγώ με τη μοναξιά της απώλειας και ο Συγγραφέας να δηλώνει πως όλη αυτή η παρακμή είναι αποτέλεσμα μιας ανεφάρμοστης ιδέας, με το Εγώ να έχει κρατήσει τα δικά του μυστικά.

Στο διήγημα «Ο Καιρός», μέσα από ένα όνειρο που δεν μπορεί να είναι τόσο φοβερό σαν πραγματικότητα και μέσα από μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να είναι τόσο φοβερή σαν όνειρο, αναφέρεται στον γοργοπόδαρο φτερωτό θεό που τρέχοντας ανεμίζει τη χαίτη του για να την αρπάξουν οι ταχείς. Οι επιτήδειοι. Τον θεό Καιρό. Την ευκαιρία! Στην αναμονή αυτού του θεού ζει και η συγγραφέας βλέποντάς τον να περνά, να προσπερνά, πεθαίνοντας και τα φύλλα. Όπως ο μετρημένος χρόνος ύπαρξης του κάθε όντος. Ζωή, μια αστραπιαία λάμψη. Ανατρεπτική στη σκέψη της και εκφράζοντας το παράδοξο, δίνει πληρότητα στη γραφή της αναιρώντας, επιβεβαιώνοντας και αμφισβητώντας συνεχώς. Γίνεται συμπαγής, δωρική, ευάλωτη, ποιητική και ανθρώπινη στην αναμονή του καιρού.

Στο διήγημα «Ο κήπος των τέρψεων», με τους εφιάλτες των παιδικών της χρόνων και των ηρώων αγαπημένων της μυθιστορημάτων που της ζητούν τη δικαίωση/αναβίωσή τους μέσα από τα κείμενά της, η συγγραφέας αφήνει ξεκάθαρα να φανεί η από την παιδική της ηλικία ικανότητα να οραματίζεται άλλες διαστάσεις. Σαν το μυαλό της να μη χωρά μόνο στη διάσταση της πραγματικότητας. Όνειρα/εφιάλτες όλο έμπνευση γίνονται η πρωινή της καταγραφή, πριν μπουν στις σελίδες των βιβλίων της. Και ο χρόνος πάντα ρευστός και συγκεχυμένος. «Ο κήπος των τέρψεων» είναι ένα κείμενο απόλυτα φιλοσοφικό, που εμπεριέχει τις τρεις υπαρξιακές ερωτήσεις: Ποιος είμαι; Πού πάω; Από πού ήρθα;

Στο «Κρανίου τόπος», αφήνοντας την ποίηση να απλώνεται στις περιγραφές της και ούσα ξεχωριστή στη σύλληψη του θέματος των κειμένων της, αναφέρεται με τον τίτλο στις εγκεφαλικές της διεργασίες, γεμάτες από φόβους, αγωνίες, εφιάλτες, όνειρα, επιθυμίες, αναμονή. «Ζωή χωρίς γαλήνη», προσθέτει.

Ανατρεπτική στη σκέψη της και εκφράζοντας το παράδοξο, δίνει πληρότητα στη γραφή της αναιρώντας, επιβεβαιώνοντας και αμφισβητώντας συνεχώς.
Στο «Ενώπιον δύο αγαλμάτων», μυθολογία, όνειρα και παρελθόν εμφανίζονται στο κείμενό της σαν καταβολάδες του παρελθόντος, όπου ο χρόνος σαν παρελθόν εμπνέει και γίνεται η βάση της δημιουργίας των απολιθωμάτων του. Των αγαλμάτων. Ωστόσο, στο κείμενο υπάρχουν δύο αγάλματα. Το άλλο είναι η αφηγήτρια. Το παρόν το παρελθόν, η ποίηση και οι λέξεις συνεννοούνται μεταξύ τους για να αποτυπώσει η Ε.Λ. αυτές τις δύο διαστάσεις του χρόνου. Μέσα από ένα κέντημα επιλεγμένων ποιητικών λέξεων στρωμένο σαν χαλί εκφράζει τους συλλογισμούς της που θα συνδέσουν τον χρόνο με το παρόν, το δεδομένο παρελθόν –τ’ αγάλματα– εκφράζοντας ταυτόχρονα την απορία/αγωνία της. «Πώς θα ’ναι ο δρόμος προς το μέλλον;»

Στο διήγημά της «Σπείρες και μαίανδροι», σχήματα που κοσμούν την ελληνική τέχνη, η Ε.Λ. έρχεται να μιλήσει για την άλλη μοναδική έκφραση, την ελληνική γλώσσα. Αναφέρεται στη δύναμη των λέξεων στήνοντας έναν χορό μαζί τους – αναφέρεται στη ρίζα τους, το νόημα, τη χρήση τους, καθώς όλα μαζί συνθέτουν την επικοινωνία. Η πάλη των λέξεων αναδεικνύει τον πλούτο και τη φτώχεια της γλώσσας, που την οδηγεί στην κατάληξη πως όλα είναι θέμα ύφους. Αυτό καθορίζει την αντικειμενικότητα ή υποκειμενικότητα, που μέσα από αυτές ο συγγραφέας με τύχη και έμπνευση θα συγγράψει.

Στο διήγημα «Ο Τειρεσίας με τον μανδύα», ο μέγας μάντης γίνεται ένας εφιάλτης στη συγγραφέα, από τον οποίο διεκδικεί να μη σχετίζεται με τα οράματα του μέλλοντος, γιατί διψούσε πλέον για την πραγματικότητα. Ένας μονόλογος της συγγραφέως μεταξύ ιδιοφυΐας και τρέλας, μεταξύ έμπνευσης και κοινοτοπίας. Λέξεις και ήρωες άλλων έργων –του Ντοστογιέφσκι– τη βασανίζουν, το όνειρο με πολέμιό του την πραγματικότητα και τη λογική, όταν ταυτόχρονα τα όνειρα δεν έχουν μόνο μαντικές ιδιότητες αλλά γίνονται μια φυγή από την πραγματικότητα και συγχρόνως ένα ταξίδι στις άλλες διαστάσεις του χρόνου. Τα όνειρα παίζουν τεράστιο ρόλο στο συγγραφικό της έργο: σαν επιθυμίες, σαν αναμνήσεις, προφητικά μηνύματα, σαν φυγή από τη λογική και την πραγματικότητα με τον κίνδυνο της σχιζοφρένειας να ελλοχεύει και, τέλος, σαν έμπνευση. Τα όνειρα εμπεριέχονται στα κείμενά της, δίνουν τον τίτλο στο βιβλίο της Ο ονειρόσακκος. Και η γλώσσα, αυτός ο υπέροχος πηλός στα χέρια της, απλώνεται στις σελίδες κάνοντάς τη να εντοπίζει πολλάκις την ανεπάρκεια των λέξεων για να εκφράσει την πραγματικότητα, τους φόβους της, τους εφιάλτες της, τα όνειρα, την αλήθεια, το ψέμα. Μοιάζει λέξεις και χρόνος να μην επαρκούν. Η Ε.Λ. στο διήγημα αυτό συνομιλεί με τον χρόνο. Νεαρή, δυνατή, τα αντιμετωπίζει όλα αυτά με σθένος, ούσα ταυτόχρονα ευάλωτη και έτοιμη να υποκύψει. Η ίδια το παρόν και ο Τειρεσίας το αβέβαιο μέλλον που γίνεται παρόν.

«Ώρα ενάτη», στο ένατο διήγημα της συλλογής της, μια συγγραφέας με φιλοσοφική διάθεση ξεφεύγει από τα τετριμμένα και μιλά για τη Δημιουργία. Μέσα σε μια ονειρική αίθουσα γεμάτη προθήκες, βρίσκεται αρχικά στο Μουσείο Παραδόξων Καταστάσεων και μπροστά από ένα τεράστιο ρολόι χωρίς δείκτες και αριθμούς –σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων– παραπέμποντας στο άχρονο και τη ρευστότητα του χρόνου, μ’ ένα σημείωμα κατατοπίζει τον αναγνώστη: θεωρία του Ηράκλειτου. Στα δεξιά της το Θεώρημα του Πυθαγόρα να αναφέρεται στα πεπερασμένα σύμπαντα και έναν άπειρο χρόνο, καθώς και την αιώνια ανακύκληση. Λίγο πιο εκεί ο Πλάτων με την ιδέα της μέθεξης και λίγο πιο εκεί ο Αριστοτέλης περιγράφει την ύπαρξη κάθε φυσικού φαινομένου μέσα στον χώρο, στον χρόνο και στην κίνηση. Και τέλος, η προθήκη του χώρου και του χρόνου και η μεταξύ τους λογική σχέση. Στην 5η προθήκη ο Κάντιος και λίγο πιο εκεί ο αγαπημένος της Νίτσε. Όλοι συμφωνούσαν πως ίσχυε για όλους η αιώνια επιστροφή. Στην 7η προθήκη ήταν μια άλλη επιγραφή: Μπρεξόν, γεωμετρικός και ψυχολογικός χρόνος. Μετά βρέθηκε σε μια άλλη ονειρική αίθουσα. Ήταν κενή. Ίσως οδηγούσε στην έξοδο. Μέσα σε αυτόν τον χώρο βρέθηκε αντιμέτωπη με τον άχρονο χρόνο και τον μετρημένο δικό της.

Στο όνειρο, κατά την έξοδό της στην πραγματικότητα, ο ήλιος και το ρολόι συμφώνησαν, και η συγγραφέας επίσης, ότι η ίδια είχε δολοφονήσει το φτερούγισμα των εμπνεύσεων/ιδεών στο μυαλό της και τα χέρια της ήταν μουσκεμένα όχι από το αίμα τους, αλλά από τον ιδρώτα της πραγματικότητας. Ένα διήγημα με τόσο συγκεχυμένα τα όρια της πραγματικότητας και του ονείρου, που είναι δυσδιάκριτα αφήνοντας την έμπνευση να λάμψει.

Στο διήγημα «Ο Μυστικός Δείπνος», η συγγραφέας με τη νοερή ποδιά της αιώνιας μαθήτριας και με τον ιεροφάντη που αγαπούσε περισσότερο δέχεται στον Μυστικό Δείπνο –αποκλειστικά γι’ αυτήν– τη Θεία μετάληψη της γνώσης. Ποιητική, τρυφερή, γεμάτη από αγάπη, ταπεινοφροσύνη και θαυμασμό, στέκει ευγνώμων για τα δώρα που μόνο η αγάπη και η γνώση χαρίζουν, έτοιμη να τα μοιραστεί με όσους έχουν την εσωτερική γνώση και ομορφιά να τα αναγνωρίσουν.

«Εξαήμερον», σε αυτό με ορμητική γραφή –αρμόζει στην τότε ηλικία της–, αναφέρεται στις ημέρες της δημιουργίας παραθέτοντας σε κάθε μια από αυτές δύο διαφορετικές πράξεις. Ένας κόσμος γεννιέται, ένα παιδί –ο άνθρωπος– γεννιέται. Όλα τα παρατηρεί, τα αμφισβητεί, τα απορρίπτει και ελεύθερη, με τις δικές της σταθερές, συνεχίζει τα βήματα και τους στοχασμούς της. Μέσα στον χρόνο, τον χώρο, τους μύστες. Αυτό που της ανήκει είναι οι λέξεις. Με αυτές γίνεται και η ίδια δημιουργός. Ο κόσμος σχηματίστηκε, ο άνθρωπος τον κατοικεί κυριαρχώντας σε αυτόν, υπάρχοντας σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Του ονείρου και της πραγματικότητας, με τις υποκατηγορίες της. Της φαντασίας και της απειλής της. Της σχιζοφρένειας. Ωστόσο, και ο αναγνώστης ερωτά: «Ποια είναι άραγε τα ασφαλή δεδομένα που ορίζουν την πραγματικότητα;»

Η Ε.Λ. για μια ακόμη φορά με ευρηματική, πυκνή και πληθωρική γραφή γίνεται ένας «ευρυγώνιος» φακός σκέψης. Με έμπνευση και ξεχωριστή συγγραφική ευφυΐα περιγράφει τη θεϊκή δημιουργία του Σύμπαντος και ταυτόχρονα προβάλλει τη δημιουργία του ανθρώπινου μικροσύμπαντος, φέροντας σε αντιδιαστολή τις ουσίες και τα μεγέθη. Τη μεγαλοσύνη του απείρου και τον εντός περιορισμένων ορίων υλικό κόσμο.

Στο διήγημα «Μια ιστορία γεωμετρικού τόπου», όταν η έμπνευση γίνεται αστείρευτη, τότε η προσπάθεια της συγγραφής ξεφεύγει από τα συνηθισμένα στοιχεία/δεδομένα και τότε η γεωμετρία και οι κανόνες της συνεπικουρούν στην εφαρμογή ή ανεφάρμοστη χρήση τους, πάνω στη δομή ενός γεωμετρικού προβλήματος/τόπου. Τη γένεση ενός διηγήματος. Μέσα σε αυτό, οι ημέρες αλλάζουν ονόματα και παίρνουν γυναικεία, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο μυαλό της, όπου η γυναικεία ονομασία ή παρουσία μπορεί να είναι όλα. Το έχουμε δει και στο βιβλίο της Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι: «…οι γυναίκες είναι πόλεις που άνδρες τις κατοικούν…». Η Ε.Λ., έχοντας κατακτήσει την απρόσκοπτη αλλά και ασυνήθιστη έμπνευση, στο διήγημά της αυτό αδιαφορεί για τον μεγάλο της πρωταγωνιστή, τον χρόνο, αν και υπήρχε πάντα μέσα σε/από αυτόν. Ο χρόνος, που τόσο την παιδεύει στα διηγήματά της, με μόνο σταθερό σε αυτόν, το παρελθόν. Εκτός της μέτρησής του απομονώνεται και από τους ήχους γύρω της και προσπαθεί μέσα από το γεωμετρικό σχήμα και τους κανόνες του να τρυπώσει σ’ ένα διήγημα. Μα η περιπέτεια αυτή δεν είναι διήγημα; Ένα ευφυές ευέλικτο μυαλό προσπαθεί να γεννήσει νέους τρόπους έμπνευσης χωρίς τη συμμετοχή του χρόνου και του φωτός που το προσδιορίζουν. Η έμπνευση αυτή μοιάζει ένα πείραμα στην αχρονικότητα, που αφήνει να φανεί ο βάσανος και οι πειραματισμοί μιας ξεχωριστής έμπνευσης και γραφής.

«Το καράβι του τοίχου», ένα καράβι που σε ταξιδεύει στην ελευθερία, πολλάκις πληκτική αλλά πάντα δημιουργική, γεννά στο μυαλό της συγγραφέως το επόμενό της βιβλίο. Ταξιδεύει με ελευθερία στον χρόνο, όπου ο ένας καταδυναστεύει προσπαθώντας να κυριαρχήσει στον άλλο. Ωστόσο, το Καράβι του τοίχου είχε τη δική του προοπτική. Μπήκε μέσα σε αυτό και η Ε.Λ. και ταξίδεψε μαζί του… Και ο αναγνώστης επίσης.

Και τελειώνει το βιβλίο της αυτό αναφωνώντας: «Ζήτω η φθορά! Ας συμφιλιωθούμε μαζί της, επομένως. Τότε η ζωή γίνεται πιο λαμπερή».

Το βιβλίο θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και ως «Η φιλοσοφία της πραγματικότητας». Η πραγματικότητα πρωταγωνιστεί άλλοτε με βάση της τον χώρο και τη γνώση και άλλοτε με βάθος της τον χρόνο. Η Ε.Λ. στο έργο της αυτό είναι ένα μυαλό ελεύθερο, γεμάτο κινητικότητα, όπου με πλήθος παραλληλισμών δημιουργεί μια διαφορετική οπτική στις σελίδες της, δίνοντας πνοή και στα πιο απλά. Ενδύεται στις αφηγήσεις της και τα δύο φύλα και με τις μάσκες αυτές δίνει ελευθερία στη συγγραφή της. Θέματα και έννοιες που διαχειρίζεται στα κείμενά της οδηγούν τον αναγνώστη σε υψηλού επιπέδου συλλογισμούς, δίνοντας νόημα και έμπνευση σε αυτά. Ο χρόνος, η ιστορία, η απολίθωση του χρόνου, τ’ αγάλματα, η γλώσσα, οι λέξεις, παράγωγό τους η ποίηση, οι ήρωες άλλων λογοτεχνικών έργων, θεωρήματα και άλλες διαστάσεις κοσμούν τα κείμενά της.

Ποιητική και με εφηβική ορμητικότητα εκφράζει τους συλλογισμούς της, οι οποίοι, αν και συγκρούονται πολλάκις μεταξύ τους, καταφέρνουν να δημιουργήσουν το δικό της εσωτερικό σύμπαν. Πλήρης γνώσεων και τόλμης, προσπαθεί να κατανοήσει αλλά και να διαχειριστεί τον χρόνο, διαπιστώνοντας ωστόσο την ανθρώπινη αδυναμία να παρέμβει στην παντοδυναμία του, παρά τη ρευστότητά του.

Όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της αυτό, είπα στη συγγραφέα: «Ξέρεις, Ελένη, είναι σαν να διαβάζω το πιο πρόσφατο βιβλίο σου», και μου απάντησε: «Τι εννοείς; Πως δεν έχω εξελιχθεί;». Και της απάντησα: «Όχι, εννοώ πως ήσουν από τότε φτασμένη».