Στην φίλη μου Τούλα Ρεπαπή
Ξαναβλέποντας τα αποσπάσματα των Προσωκρατικών [1] ανακαλύπτω κάθε φορά θαυμάσιες ρήσεις στις συμπαντικές θεωρίες τους. Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος λέγει «πως οι αστραπές προκαλούνται, όταν ο άνεμος ξεσπάει και σκίζει τα νέφη», ο επίσης Μιλήσιος Αναξιμένης παρομοιάζει «τον ήλιον πλατύ σαν φύλλο», ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ισχυρίζεται πως «όλα τα διευθύνει ο κεραυνός» ενώ το μέγεθος του ήλιου «πως έχει το πλάτος του ανθρώπινου ποδιού», ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος ασχολείται με τον ήλιο λέγοντας πως «ο ήλιος χαρίζει την λαμπρότητα στην σελήνη» και «πως καλούμε ουράνιον τόξον την αντανάκλαση του ήλιου στα νέφη».
Μέρες τώρα απασχολεί την σκέψη μου ένας καταπληκτικός στίχος του Ξενοφάνους του Κολοφώνιου, «και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό».
Παράξενος στίχος, κυοφορεί κάτι το υποχθόνιον. Μετά εννόησα πως η ανατριχίλα που μου προκαλούσε, οφείλεται στο ρήμα καταλείβεται. Το ρήμα κατείβω στον Όμηρον ή καταλείβω στον Ξενοφάνη, είναι το ίδιο ρήμα που σημαίνει σταλάζω, στάζω. «…και μεν ενί σπεάτεσσί τεοις καταλείβεται ύδωρ» (185 απόσπ. 37, Ηρωδιανός): «…και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό».
«Κατειβόμενον» ήταν το ύδωρ της Στυγός. Η Στυξ (από το στυγέω = μισώ, και επομένως η μισητή) ήταν ο μόνος υποχθόνιος ποταμός του Άδου. Και το νερό της, το ύδωρ της Στυγός το σταλάζον, ήταν άφθιτον, αιώνιον, ωγύγιον, παμπάλαιον ύδωρ που κυλούσε από έναν πανύψηλο και απότομο βράχο. Το νερό της ήταν θανατηφόρο για ανθρώπους και ζώα.[2]
Όταν αντικείμενα από γυαλί και κρύσταλλο, πέτρινα και πήλινα σκεύη έρχονταν σε επαφή με το ύδωρ της Στυγός ράγιζαν, αντικείμενα από κέρατο και κόκαλο έσπαγαν, αλλά και πράγματα φτιαγμένα από ήλεκτρον, χαλκό, σίδερο, ασήμι και κασσίτερο σάπιζαν· ακόμη και το ίδιο το χρυσάφι σκούριαζε. Μόνον την οπλή του αλόγου δεν μπορούσε να νικήσει.
Και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό.
Στην δική μου θαλασσινή σπηλιά δεν έσταζε νερό, χρόνια το παρακολουθούσα όταν πήγαινα για κολύμβηση. Σε μερικές όμως –όπως επισημαίνει ο Ξενοφάνης– στάζει.
Τι είχαν αυτές οι σπηλιές; Ήταν χαλασμένες από κατασκευής, διέθεταν μεγάλα οπαία στην κορυφή; Τότε δεν θα έσταζε το νερό, αλλά θα χυνόταν άφθονο. Φαίνεται λοιπόν πως από κάποιες λεπτότατες γεωλογικές ρωγμές έσταζε το νερό, όπως στις ανθρώπινες σχέσεις όταν εισχωρεί σαν σαράκι η κόπωση ή ο φθόνος, η αλαζονεία ή η αδυναμία.
Στους Προσωκρατικούς, όπως και στους ορφικούς, υπάρχει στενότατη συνάφεια των ανθρωπίνων με τα συμπαντικά.
Κατά τύχη έξω από το παράθυρο είδα πως άρχισε να βρέχει· δεν ήταν μεγάλη βροχή αλλά σταλαγματιές, σταγόνες του ουρανού, «κατειβόμενες» κι αυτές, με άγνωστο μέλλον. Δεν ξέρουμε αν θα ξεσπάσει μπόρα ή θα σταματήσει η βροχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] G.S. Kirk – J.E. Raven – M. Schofield, Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990
[2] Ελένης Λαδιά, Μυθολογικά παράδοξα και ένα διήγημα, κεφ. «Το κατειβόμενον ύδωρ της Στυγός, το σταλάζον ύδωρ της Στυγός», εκδ. Gema, Αθήνα 2008
Πρώτη δημοσίευση: diastixo.gr