Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Μούσες και Δαιμόνια, κριτική από την Βασιλική Χρίστη στο περιοδικό diavasame.gr

Συνάδελφος για πολλά χρόνια στο diavasame.gr, η οποία τώρα συνεχίζει να γράφει κριτικά κείμενα για άλλα λογοτεχνικά (ηλεκτρονικά και έντυπα) περιοδικά, η Τούλα Ρεπαπή ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την πεζογραφία της Ελένης Λαδιά το 2000. Από τότε και μέχρι σήμερα παρακολουθεί και εμβαθύνει στο έργο της. Αποτέλεσμα αυτής της δημιουργικής ενασχόλησης με τα βιβλία της σύγχρονης Ελληνίδας πεζογράφου είναι τα κείμενα που δημοσιεύονται στην καλαίσθητη έκδοση του «Αρμού» με τίτλο «Μούσες & Δαιμόνια». Παρουσιάζονται τα βιβλία (σε παρένθεση ο τίτλος του αντίστοιχου κεφαλαίου): «Η Χάρις» (Πανδοχείον «Η Χάρις»), «Ποταμίσιοι έρωτες» (Στο ποτάμι του μύθου), «Ταραντούλα» («Όποιος δεν χορεύει, αγνοεί το γινόμενο»), «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» (Το ταξίδι της κιβωτού), «Φρειδερίκος και Ιωάννης» (Ουράνια θεωρήματα), «Ονειρόσακκος» (De Profundis), «Οι θεές» («Μπορεί εσύ να είσαι αιώνιος…»), «Η σημασία του ξένου» (Η σημασία του ξένου), «Η Φερέοικη» («Φορώντας σαν σπίτι την ζωή μας»), «Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης» (Το άγιο περιστέρι και ο κορυδαλλός οδύνης). Παρεμβάλλονται μια συνέντευξη της Ελένης Λαδιά στη συγγραφέα, στον ιστότοπο diavasame.gr, με την ευκαιρία της βράβευσης της Ελ. Λαδιά με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2008) και ένα κείμενο για το αφιέρωμα του περιοδικού «Το Κοράλλι» (Απρίλιος-Ιούνιος 2016).

Πράγματι, από το πρώτο «μυητικό ταξίδι» μέχρι το τελευταίο κείμενο, γραμμένο μόλις τον Ιανουάριο του 2018 (το βιβλίο κυκλοφόρησε δύο μήνες αργότερα), η Τ. Ρεπαπή μάς ξεναγεί στον λογοτεχνικό κόσμο της πεζογράφου, στα θέματα που την απασχολούν και, βέβαια, στους ήρωες και στις ηρωίδες της. Με σπουδές αρχαιολογίας και θεολογίας, η Λαδιά διαποτίζει τα κείμενά της με φιλοσοφικές, ιστορικές, μυθολογικές κ. ά. αναφορές, επενδύοντάς τες με μεστό και πλούσιο μυθοπλαστικό λόγο, όπως αντιλαμβανόμαστε από αυτά τα κείμενα που η Ρεπαπή αναλαμβάνει πρόθυμα να «αποκωδικοποιήσει», να συνδέσει και να αναγάγει στη σφαίρα μιας συνολικής κατά το δυνατόν, αποτίμησης του έργου της.

«Το πένθος την είχε οδηγήσει στον Φρειδερίκο και τον Ιωάννη. Διάλεξε τον Νίτσε γιατί πρέσβευε πως ο Θεός πέθανε και έψαχνε στα βουνά να βρει τον Υπεράνθρωπο, ενώ ο Ιωάννης ο Σιναΐτης πίστευε πως ο Θεός υπάρχει και πήγε στα βουνά για να ζήσει μόνο μαζί του… Τελικά, ομολογεί πως όλες οι σκέψεις της ήταν ένα σαθρό αποτέλεσμα μιας ρευστής διάθεσης, κατεβαίνει από τα όρη, τους βάζει στο ράφι, επιστρέφει στην καθημερινότητα και γίνεται ένα κομμάτι της ανθρωπότητας» (σελ. 41).

Η περιγραφή της υπόθεσης και της πλοκής κάθε βιβλίου δεν παρατίθεται ούτε μονοκόμματα ούτε σχολαστικά∙ εισάγοντάς μας σε αυτές η συγγραφέας θα τις συμπλέξει με τα χαρακτηριστικά της γραφής της πεζογράφου, για να επανέλθει και να τις συμπληρώσει ενίοτε στη συνέχεια, ενώ συχνά πορεύεται μαζί της, παρακολουθώντας τις σκέψεις της αλλά και το πώς δημιουργεί και συνδιαλέγεται με τους ήρωές της. Για παράδειγμα, η Φερέοικη, «όσο προχωρούσε τόσο εξατμιζόταν. Έχανε την υπόστασή της, την ενέργειά της, σαν ένας ατμός που παρασύρεται από τον άνεμο που σκορπίζεται και χάνεται». Και παρακάτω: «Ποιος γράφει το βιβλίο τελικά; Ο συγγραφέας; Η ηρωίδα; ή το ζωντάνεμα της ιστορίας που σαν ζωή οδηγεί κείμενο και ήρωες αλλού; Ωστόσο, η συγγραφέας πάλευε μέσα από το κείμενο να μην αφήσει την ηρωίδα να γίνει συγγραφέας» (σελ.84-85).

Θα σημειώσουμε κι εμείς τον «Ονειρόσακκο», που είναι το αγαπημένο της συγγραφέως όπως γράφει, αλλά θα κάνουμε και μια αναφορά στην εμπειρία της Λαδιά από τη διδασκαλία στις φυλακές που της ενέπνευσε το δεύτερο μέρος της «διφυούς», όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια η πεζογράφος, συλλογής διηγημάτων «Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης», για να παραθέσουμε μέσα από το κείμενο της Ρεπαπή τον λόγο της πεζογράφου: «Στη γραφή της, ποιητική όσο ποτέ άλλοτε, κάνει τις αφηγήσεις της να μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής: ‛Γεννήθηκα με ένα δένδρο μέσα μου…’, ‛Φόρεσα τα σκούρα μπλε φτερά μου, που λίγο απείχαν από το μαύρο χρώμα, και πέταξα για να σε βρω…’, ‛Το στοιχειωμένο διήγημα διαβιώνει σε μία αραχνιασμένη σοφίτα, στα φύκια των θαλασσινών σπηλαίων, φωλιάζει στην ακαθόριστη μνήμη…’. Ωστόσο, η διάθεσή της αυτή δεν την απομακρύνει από τα θέματα που τόσα χρόνια ορίζουν τα κείμενά της, αλλά υπάρχουν και κοσμούν την αφήγηση ενός απολογισμού ζωής» (σελ.99).

Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Το Κοράλλι» η Τούλα Ρεπαπή «εξηγεί» γιατί, κατά τη γνώμη της, το έργο της Ελένης Λαδιά πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, που είναι, θα λέγαμε, και ο λόγος (πέρα από τη χρηστική αξία για τους φοιτητές-ερευνητές του έργου της) που την ώθησε να δημοσιεύσει αυτά τα κείμενα: «Διότι, πέρα από τον πλούτο των φιλοσοφικών, ιστορικών, θρησκευτικών, αιρετικών, μυθολογικών, παγανιστικών αναφορών της, υπάρχει το μαγικό στοιχείο της πρόσμιξής τους: χωρίς να χάνουν το βάρος και το βάθος των εννοιών τους, μπορούν και χωρούν χωρίς να κουράζουν ή να ‛αποστειρώνουν’ την αφήγηση. Ως εκ τούτου, ενώ ήρωες και αναγνώστες πατούν στον ρεαλισμό της πραγματικότητας, στο κατά βάση ανθρώπινο πεζογραφικό έργο της Ελένης Λαδιά, η σκέψη τους πετά σε ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο, αυτό των ιδεών, ιδεωδών, εννοιών, αξιών, με αποτέλεσμα να κατακλύζεται η καθημερινότητά τους από έμπνευση» (σελ. 74-75).

ΠΗΓΗ: https://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1387_3041