ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΛΕΝΗΣ ΛΑΔΙΑ ΣΤΟ ΙΕΡΟΝ ΤΟΥ ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΟΤΤΟ
Μία περιηγήση στό «Ἱερόν» τοῦ Ροῦντολφ Ὄττο
Ὁ Ροῦντολφ Ὄττο πρεσβεύει πώς ἡ ὀρθολογική πλευρά τῆς διανόησης καί ἡ μή ὀρθολογική πλευρά τῆς ψυχῆς συνιστοῦν τήν θεότητα. Το ἀνορθολογικόν στοιχεῖον πρωταγωνιστεῖ στό βίωμα τοῦ ἱεροῦ καί δέν συγκρούεται μέ τό ὀρθολογικόν. Ἡ θρησκεία προκαλεῖ τήν ἕνωση τῶν ἀντιθέτων, ὅπως καί ὁ ἡρακλείτειος συλλογισμός: «παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καί λύρης.» ((31) Συνεπῶς μποροῦμε νά ποῦμε πώς ἡ θρησκεία εἶναι ἀρμονία. Ὁ Ὄττο ἀπέδειξε ἀκόμη πώς τό ἀπόλυτον βιώνεται ἀλλά δέν ὀρίζεται. Ἐπίσης εἶπε γιά τήν apriori προσέγγιση τοῦ ἰεροῦ. Αὐτή τήν a priori ἔννοια χρησιμοποίησε καί ὁ Γιούνγκ, ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Ὄττο, γιά νά μᾶς ἐξηγήσει πώς «τά ἀρχέτυπα πού ἀποκαλύπτουν δέν εἶναι συνάρτηση τῶν ψυχολογικά ἀληθῶν συμβόλων, άλλά άποτελοῦν a priori ὀντότητες πού προσδιορίζουν τόν ψυχισμό μας.»1
Τί εἶναι ὅμως τό Ἱερόν καί ποιά ἡ σημασία του; Ὀ Ὄττο εἶναι ἔνα Κολόμβος στόν τομέα τῆς θρησκειολογίας. Ἀρχικῶς τό ἱερόν ἐθεωρεῖτο ὡς τό ἀπόλυτον ἠθικόν κατατηγόρημα, ὡς τό ἀπόλυτον καλόν. Ὅμως ὁ Ὄττο βγάζει τίς φλοῦδες τοῦ κρεμμυδιοῦ. Ἔτσι ὁρίζει τό Ἱερόν ἐπινοώντας ἕνα είδικόν νόημα πλήν τῆς ἠθικῆς καί γενικῶς τῆς ὀρθολογικῆς δύναμης. Βρίσκει ἕνα ὄνομα ἀπό τήν λατινική γλώσσα πού σημαίνει τό ἱερόν, τό θεῖον, τήν θεότητα. Εἶναι τό ὄνομα numen. Ὀ Ρ. Ὄττο λέγει πώς ἄν μπορεῖ κανείς νά σχηματίσει ἀπό τό omen τό ominos (οἰωνός, σημεῖον) τότε μπορεῖ νά σχηματίσει ἀπό τό numen τό numinous. Τό Ἱερόν ἐμφανίζεται χωρίς τά ἠθικά καί ὀρθολογικά του περιβλήματα. Ἠ ἠθική σημασία καί ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι οἱ πρωταρχικές ούσίες τῆς κατηγορίας τοῦ Ἰεροῦ. Τό numen εἶναι ὁ καθαυτό πυρήνας ὅλων τῶν θρησκειῶν καί χωρίς αὐτό δέν θα ὑπῆρχε καθόλου θρησκεία.
Τό numen λοιπόν καί τό ἐπίθετον numinous (νουμηνιακόν) πού προσδιορίζει ἔνα numen. Ὀ Ρ. Ὄττο πάντοτε ἀναφέρει τίς ὀφειλές του: στόν Zinzendorf βρίσκει τήν sensus numinis (αἴσθηση τοῦ numinis) καθώς καί σέ μία ¨ὁμιλία τοῦ Καλβίνου τήν λέξη numinis.
Στό τρίτον κεφάλαιον τοῦ Ἱεροῦ ὁ Ρ. Ὄττο δἐχεται πώς ἐπηρεάστηκε ἀπό τό συναίσθημα τῆς ἐξάρτησης τοῦ Σλάιερμάχερ. Ὑπάρχει ὅμως μία σημαντική διαφορά: Ὁ Σλάιερμάχερ διαχωρίζει ἐπιμόνως τό συναίσθημα τῆς εὐσεβοῦς ἐξάρτησης ἀπό ὅλα τά ἄλλα συναισθήματα ἐξάρτησης. Γιά τόν Ὄττο ὅμως αὐτό τό συναίσθημα τῆς ἐξάρτησης εἶναι βαθύτερον καί πιό εὐρύτερον. Γρἀφει: «Ἐγώ ψάχνω ἕνα ὄνομα γιά τήν ὑπόθεση καί τό ὀνομάζω Das KreaturGefuhl» (ὀντικόν συναίσθημα)1. «Εἶναι τό συναίσθημα τοῦ δημιουργἠματος, τό ὁποῖον καταβυθίζεται στό δικό του Τίποτα καί φθείρεται μπροστά σέ Αὐτό, πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε δημιούργημα.»
Καί πιό κάτω ἀναφἐρει: «Ὅμως περί τίνος πρόκειται ἐδῶ, δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό πού τό νέον ὄνομα μόνον του μπορεῖ νά ἐκφράσει, δηλαδή δέν εἶναι ἁπλῶς τό στοιχεῖον τῆς καταβύθισης καί τῆς ἰδίας ἐκμηδένισης ἀπέναντι σέ ἕνα ἀπολύτως παντοδύναμον γενικῶς, ἀλλά μπροστά σέ ἔνα «τἐτοιον» παντοδύναμον.» Κατά τόν Ὄττο ἐπίσης τό ὀντικόν συναίσθημα εἶναι συνάμα ἡ σκιά ἐνός ἄλλου συναισθήματος τῆς στιγμῆς (δηλαδή τοῦ φόβου), ὁ ὁποῖος ἀρχικῶς καί ἀμέσως βρίσκεται ἀναμφιβόλως σέ κάποιο ἀντικείμενον ἔξω ἀπό τό ἐγὠ. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό Numinose ἀντικείμενον.
Τό numen ἀποτελεῖται ἀπό δύο στοιχεῖα: α) τό στοιχεῖον τοῦ tremendum τοῦ τρομεροῦ καί β) τό στοιχεῖον τοῦ fascinans (τοῦ ἑλκυστικοῦ, τοῦ γοητευτικοῦ.)
Τό στοιχεῖον τοῦ tremendum εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ ὑπερφυσικοῦ τρόμου, ἕνα ἀνατριχιαστικόν αἴσθημα γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τρόμος πού προκαλεῖται ἀπό μία ἐσωτερική ἀνατριχίλα καί ὄχι ἀπό κάποιον φυσικόν φόβον. Κατά τόν Ὄττο παρακολουθοῦμε τό tremendum μέσω τοῦ συναισθήματος, ἐνσυναισθήματος καἰ ἐπαισθήματος στούς γύρω μας, στίς ἐκρήξεις θεοσέβειας, στίς τελετές καί στίς καθιερώσεις ἱεροτελεστειῶν καί λατρειῶν, ἐνῶ προσκολλᾶται καί αἰωρεῖται στά θρησκευτικά ἀγάλματα καί κτίσματα, στίς ἐκκλησίες καί στούς ναούς, κυρίως στήν ἐπιβλητική γοτθική τέχνη. Διαθέτει ἐπίσης τίς δικές του ἄγριες καί δαιμονικές μορφές καί μπορεῖ νά καταβυθίσει κάποιον σέ στοιχειωμένη φρίκη καί φόβον. Προκαλεῖ ἕνα ἰδιαίτερον εἶδος συναισθηματικῆς ἀντίδρασης, πού μολονότι ἔχει ὁμοιότητα μέ τόν τρόμον, εἶναι κάτι διαφορετικόν, σάν αὐτοτρόμος.
Τό σπέρμα γιά τήν σύλληψη τοῦ tremendum στόν Ρ. Ὄττο όφείλεται στόν Λούθηρον. Ἔτσι τοῦ ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρον κεφάλαιον. (τό 14) Παραβλέποντας, γράφει, τήν διδασκαλία τοῦ Λουθήρου γιά τήν ἄφεση ἁμαρτιῶν καί τήν ὑποταγή του στό γεγραμμένον, προσέχουμε τίς θαυμαστές του θεωρήσεις γιά τό ἀφανέρωτον τοῦ Θεοῦ σέ ἀντίθεση μέ τήν μορφήν τοῦ ἀποκεκαλυμμένου Θοῦ. Ὁ Λούθηρος σκιαγραφεῖ τό φρικῶδες ἀνορθολογικόν στόν Θεόν, τόν ὀργίλον Θεόν, τόν πιό τρομακτικόν καί ἀπό τόν διάβολον. Ἕναν Θεόν ὁ ὁποῖος στήν μεγαλειότητά του εἶναι τό «πῦρ καταναλίσκον» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὀ Ὄττο ἀναγνωρίζοντας τήν ὀφειλή του γράφει: «ἄν ἐγώ εἰσήγαγα γιά τήν ἀπεικόνιση τῆς μιᾶς πλευρᾶς τοῦ Numinosen, τό Tremendum καί τήν Majestas συνέβη ἀπό ἀνάμνηση τῶν ὄρων τοῦ ἰδίου τοῦ Λουθήρου. Τούς δανείστηκα ἀπό τήν δική του «θεϊκή μεγαλοπρέπεια» (Divina Majestas) καί τήν δική του «φοβερή ἡδονή.» (metuenta voluntas) Τό de servo arbitrio τοῦ Λουθήρου (περί τῆς δούλης ἐλευθερίας) ἔχει γιά μένα τήν κατανόηση τοῦ Numinosen καί τήν διαφορά του ἔναντι τοῦ ὀρθολογικοῦ.»
Ἀναγνωρισμένες ὀφειλές πού στήν δική του σκέψη λειαίνονται καί λάμπουν, ὅπως τά βότσαλα πού σμιλεύει τό θαλάσσιον κύμα.
Στό στοιχεῖον τοῦ tremendum ὑπάρχει καί τό στοιχεῖον τοῦ παντοδύναμου, ἡ Μεγαλειότης.( majestas) Τότε τό στοιχεῖον τοῦ tremendum γίνεται πληρέστερον, εἶναι ἡ tremenda majestas. Ὡς παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου, χρησιμοποιεῖ ὃ Ὄττο τό χωρίον ἀπό τόν προφήτην Ἠσαϊαν (κεφ. 6) Ὀ Θεός καθήμενος ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί μεγαλοπρεποῦς. Ἑκατέρωθέν του Σεραφείμ καί Χερουβεἰμ. Σέ αὐτήν τήν παράσταση κρύβονται δύο χαρακτηριστικα τοῦ Ἱεροῦ. Τό ἔνα εἶναι τό χαρακτηριστικόν τῆς δυναμης καί τό ἄλλο τοῦ ἀπροσπέλαστου. « Ἡ tremenda majestas”” γράφει ὁ Δακουρᾶς,3 «εἰς οὐδέν δημιούργημα ἐπιτρέπει νά τήν πλησιάση. Ἡ παντοκρατορία καί τό ἀπροσπέλαστον παριστοῦν τρόπον τινά στατικάς ὄψεις.»
Τελικῶς τά στοιχεῖα τοῦ trememdum καί τῆς majestas ἐνσωματώνουν καί ἕνα τρίτον, πού ἐπιθυμῶ νά ὀνομάσω ἐνέργεια τοῦ Numinose, γράφει ὁ θρησκειολόγος. Αὐτή γίνεται αἰσθητῶς ἀντιληπτή ἰδίως στήν «ὀργή» καί σηματοδοτεῖται ἀπό τήν ζωτικότητα, τήν διέργεση καί τό πάθος, χαρακτηριστικά της πού ἐπιστρέφουν ξανά ἀπό τήν κλίμακα τοῦ δαιμονικοῦ μέχρι τήν παράσταση τοῦ «ζῶντος Θεοῦ.» Αὐτή ἡ ἐνέργεια, αὐτό τό στοιχεῖον τοῦ numen κατά τόν Ὄττο «ὅπου διαγνωσθεῖ, ἐνεργοποιεῖ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν φέρνει σέ ἐγρήγορση και τήν πληροῖ μέ ἀπίστευτη ἔνταση καί δυναμική, ὅπως στήν ἄσκηση ἐναντίον τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός, στήν ἡρωική ἐπίδραση καί διαπραγμάτευση, ὅπου ξεσπᾶ ἡ διέγερση πρός τά ἔξω.»» ‘Επίσης προσθέτει πώς τό στοιχεῖον τοῦ ἐνεργητικοῦ «εἶναι ἐκεῖνο τό ἀνορθολογικόν στοιχεῖον τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ, τό ὀποῖον περισσότερον καί ἐντονώτερον ἀφύπνισε παντοῦ τόν ἀντίλογον ἐναντίον τοῦ φιλοσοφικοῦ Θεοῦ μιᾶς ἁπλῆς ὀρθολογικῆς σκέψης καί ὁρισμοῦ.»
Σέ αὐτό τό στοιχεῖον ἀναφέρεται ἡ γνωστή λογομαχία τοῦ μή ὀρθολογικοῦ τοῦ Λουθήρου ἐναντίον τοῦ ὀρθολογιστοῦ Ἐράσμου.
Ἀνέφερα στήν ἀρχή πώς τά δύο βασικά στοιχεῖα τοῦ numen, τό tremendum καί τό fascinans μᾶς θυμίζουν τήν ἡρακλείτεια ρήση: παλίντροπος ἀρμονίη ὅκωσπερ τόξου καί λύρης. Θά μπορούσαμε νά συμβολοποιήσουμε καί νά ποῦμε: τό tremendum εἶναι τό τόξον καί τό fascinans ἡ λύρα. Φαινομενικῶς εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους ἀλλά ούσιαστικῶς συνιστοῦν τήν ἁρμονία.
Εὐστόχως ἐκφράζει τήν ἀλληλεξάρτηση τῶν δύο στοιχείων ὁ Ε.Δ. Θεοδώρου: «Τό Ἄγιον, ὅπερ βιοῦται ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀξιολογική ἀντικειμενική πραγματικότης, παρουσιάζει ἐν τῶ θρησκευτικῶ βιώματι, κατά τόν Ρ. Ὄττο, δύο πόλους, ἐναρμονίζον κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον δύο στοιχεῖα, ἐκ πρώτης ὄψεως ἀντίθετα πρός ἄλληλα. Τοῦτο ἀφ’ἑνός γίνεται αίσθητόν ὡς mysterium tremendum, ὡς φρικτόν δηλαδή μυστήριον, τό ὁποῖον δημιουργεῖ τήν ἄπωσιν, τήν ἱεράν φρικίασιν, τό εὐλαβικόν δέος πρό τῆς Majestas τῆς θείας Ὑπερδυνάμεως, καί ἀφ’ἑτέρου ἐμφανίζεται συγχρόνως, κατά παράδοξον ἀντίθεσιν, ὡς mysterium fascinosum, δηλαδή ὡς γοητευτικόν μυστήριον, τό ὁποῖον θέλγει καί σαγηνεύει, δημιουργεῖ ἔξαρσιν καί ἕλξιν καί πληροῖ ἀγαλλιάσεως καί μακαριότητος τήν ψυχήν.» Καί περαιτέρω στό ἴδιον κείμενον συμπεραίνει: «Ὥστε τό Ἅγιον εἶναι ἡ αἰτία τῆς βιώσεως τῆς διαλεκτικῆς ἁρμονίας τοῦ mysterium tremendum καί τοῦ mysterium fascinorum. Εἰς τάς πρωτογόνους θρησκείας ἐπικρατῆ τό πρῶτον, εἰς τάς ἀνωτέρας καί ἰδίως ἐν τῶ Χριστιανισμῶ έπικρατεῖ τό δεύτερον, ἐνῶ τό πρῶτον ἐξευγενίζεται εἰς ἱερόν δέος, ἀποβαλλομένου παντός δουλικοῦ φόβου.»4
Τό γοητευτικόν ζῆ στό θρησκευτικόν συναίσθημα τῆς νοσταλγίας, ἀλλά καί παροντικῶς στήν δύναμη τῆς τελετουργίας, στήν συνάθροιση ἀλλά καί στήν ἐσωτερική προσευχή, καθώς καί στήν ἀνύψωση τῆς ψυχῆς πρός τὀ Ἱερόν.
Πιστεύω προσωπικῶς ὅτι πολλοί ἄνθρωποι έβίωσαν αύτήν τήν «διαλεκτική ἀρμονίαν τῶν δύο στοιχεἰων,» ἀλλά δέν γνώριζαν τό ὄνομά της. Τώρα μποροῦμε νά τό ποῦμε, εἶναι τό ὄνομα πού μᾶς χάρισε ὁ Ρ.Ὅττο. Τό numen! Γιά τόν διπλό χαρακτήρα τοῦ Numinosen μαρτυρεῖ ὁλόκληρη ἡ θρησκευτική ἱστορία.
Στήν συνέχεια τοῦ βιβλίου ὁ θρησκειολόγος ἀναλύει τίς ἔννοιες τῶν: ὅλως ἄλλου , (das Ganz Andere) τοῦ Σεπτοῦ (Das Augustum,) τοῦ Δεινοῦ (Ungeheuer), τῆς ἀντίθεσης-ἁρμονίας (Kontrast- harmonie), τῆς Κάλυψης (Bedeckung),τοῦ ἀκατέργαστου (Rohen), τῶν ἐκφραστικῶν μέσων τοῦ Numinosen στήν τέχνη. Ἐπισημαίνει τήν παρουσία τοῦ Numinose στήν μουσική, στούς ὕμνους, στήν Παλαιἀ καί Καινή Διαθἠκη, στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Λουθήρου γιά τήν ἰδέα τοῦ Προορισμοῦ (Pradestination), γιά τό Ἱερόν ὡς γνήσια κατηγορία a priori, ( τό Ἰερόν πλήρως εἶναι μία σύνθετη κατηγορία. Ὑπἀρχουν σέ αὐτό σύνθετα τά ὀρθολογικά καί μή ὀρθολογικά συστατικά.) Γράφει γιά τήν ἐπιφοίτηση (Divination), τήν ἐπιφοίτηση στόν Πρωτοχριστιανισμό καί στόν σημερινό Χριστιανισμόν, γιά νά καταλήξει στήν διάκριση μεταξύ προφήτου καί Ἰησοῦ. « Πέρα ὅμως ἀπό τήν κλίμακα τοῦ προφήτη ἐπιτρέπεται νά σκεφτοῦμε καί νά ἀναμένουμε μία ἀκόμη ὑψηλότερη τρίτη, ἐπίσης ἀδιοχέτευτη ἀπό τήν δεὐτερη, ὅπως ἦταν ἡ δεύτερη ἀπό τήν πρώτη: τήν κλίμακα ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπό τήν μία πλευρά τό πνεῦμα σέ πληρότητα καί ταυtοχρόνως ἀπό τήν ἄλλη στό πρόσωπον καί στήν ἀπόδοση γίνεται ἀντικείμενον τῆς ἐπιφοίτησης τοῦ ἐμφανιζομένου ἱεροῦ. Ἕνας τέτοιος εἶναι κάτι περισσότερον ἀπό προφήτης. Αὐτός εἶναι ὁ υἱός.»
Ἀλήθεια τί προσφέρει τό Ἱερόν τοῦ Ρ. Ὄττο στήν ἐποχή μας; προτροπή νά ξαναγυρίσουμε σέ καθαρές ἀκρογιαλιές σκέψης πού λησμονήσαμε, παρηγορία νά στραφοῦμε στά «ἐρείπια τοῦ παρελθόντος, ὅπου κρύβονται οἱ πηγές τοῦ μέλλοντος» κατά τόν Νίτσε, νά ἀναστήσουμε παραμυθένιους κόσμους σοφίας καί γνώσης, νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἀνεξέλεκτη τεχνολογία καί ὑπερτροφία τῆς λογικῆς καί τοῦ ἐγωισμοῦ μας πού εἶναι μακριά ἀπό ὄνειρα, σύμβολα, θρησκεῖες, καί κυρίως νά βοηθήσει στήν ἐξισορρόπηση τῆς ψυχῆς μας.
Μάιος τοῦ 2019
Ἑλένη Λαδιᾶ
Σημειώσεις
1. Βλ. σημείωση μεραφραστριῶν γιά τό ὀντικόν συναίσθημα, Κεφάλαιον 3ον.
2. Κάρλ Γιούγκ Ψυχολογία καί Θρησκεία, πρόλογος, μτφρ, Κ. Λ. Μεραναίου ἐκ. Μαρῆ 1975.Βλ. ἐπίσης C.G. Jung—Marie Louise von Franz Ἡ ἀεχετυπική πορεία τῆς ἐξατομίκευσης , μτφρ. Ἀργυρώ Ἐμμανουήλ ἐκ. Ἴσις 2013.
3. Δ. Γ. Δακουρᾶς, (ἀναπληρωτής καθηγητής θρησκειολογίας στό Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν,) Ἡ οὐσία τῆς θρησκειολογίας τοῦ Rudolf Otto. Ἀνάτυπον Ἀθὴναι 1997.
4. Εύαγγέλου Δ. Θεοδώρου (Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημιου Ἀθηνῶν) Ἡ φιλοσοφία τῆς θρησκείας τοῦ Rydolf Otto (ἐξ ἀφορμῆς συμπληρώσεως 50 ἐτῶν ἀπό τοῦ θανάτου του.) Ἀνάτυπον ἀπό τό περιοδικόν Θεολογία τόμος 58, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1987 τεῦχος 1, Ἐν Ἀθήναις 1987.