Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό
τό προσωνύμιο, τό Χρυσοκόριτσο. Ἐπειδή ἔχω
μέ τόν ἀναγνώστη μου μακρόχρονη σχέση, πάνω ἀπό μία τεσσαρακονταετία, ὀφείλω νά τοῦ διευκρινήσω πώς δέν ὐπάρχει κορίτσι καί μάλιστα χρυσό,
διότι τό συγκεκριμένο πλάσμα ἦταν
περίπου ἑβδομήντα ἐτῶν. Τό προσωνύμιο ἔδωσε ἡ ὑπέργηρη μητέρα, γιά τίς μεγάλες
φροντίδες καί περιποιήσεις τῆς
θυγατέρας. «Κορίτσια», λένε βεβαίως καί στά θεσσαλικά χωριά τίς ἄγαμες καί ἄτεκνες γυναῖκες, πού παρέμειναν σέ μία φάση τῆς ζωῆς τους, μή ἐξελισσόμενη.
Εἶχα γνωρίσει ἕνα τέτοιο ὀγδονταπεντάχρονο κορίτσι, πού ὀνομαζόταν Φανιώ.
Ἡ ἡρωίδα ὅμως
τῆς ἱστορίας μας εἶχε
ἕνα κοινότατο ὄνομα, ἕνα ὁποιοδήποτε,
ἄς τήν ποῦμε Μαρία. Προτιμοῦμε ὅμως νά τήν ἀποκαλοῦμε ἐνίοτε μέ τό δωρητήριο-- προσωνύμιο τῆς μητέρας της: Χρυσοκόριτσο.
Οἱ ζωές μητέρας καί κόρης ἦταν σφιχτοδεμένες σάν πλεξίδες.
Σχεδόν τριάντα χρόνια τό Χρυσοκόριτσο περιποιόταν τήν μητέρα, ἀκόμη καί σέ καιρούς πού ἐκείνη ἦταν βιολογικῶς
δυνατή. Μέ τόν θάνατο ὅμως
τοῦ συζύγου καί κυρίως τοῦ πολυαγαπημένου ἀδελφοῦ, ἡ ὑγεία της κλονίσθηκε. Τόν πρῶτο καιρό τοῦ πένθους ἕνας ἀνεξήγητος ὑψηλός
πυρετός τήν βασάνιζε, καί ἐξαιτίας
του ἀφέθηκε στά στοργικά χέρια τῆς κόρης, πού ὄντας ἀνύπαντρη καί ἄτεκνη,
ἀφοσιώθηκε στό «ἡλικιωμένο» της παιδί. Μεγάλωναν μαζί
μέ διαφορά εἴκοσι πέντε
χρόνων. Ἔτσι ὅταν ἡ
μητέρα ἔγινε ἐνενήντα πέντε χρονῶ, ἡ
θυγατέρα κατάκοπη ψυχικῶς
καί σωματικῶς ἔφτασε στά ἑβδομήντα.
Μέχρι τότε τό Χρυσοκόριτσο δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα τήν ἐπίπονη περιποίηση, τίς πάμπολλες ὦρες πού παρέμενε κοντά στήν γριά σάν ἐσωτερική δούλη τοῦ παλιοῦ καιροῦ,
τίς εὐκαιρίες πού ἔχανε γιά ταξίδια καί διασκεδάσεις,
τίς ἀγρύπνιες, τόν πόνο τοῦ σώματος καί ἰδίως τῶν χεριῶν, ὅταν βοηθοῦσε τήν μητέρα νά σηκωθεῖ καί νά κάνουν μερικά βήματα στό
δωμάτιο, νά τήν πλύνει ἤ νά
τήν συνοδεύσει στήν τουαλέτα. Τελευταίως ὅμως θές ἡ
κόπωση, θές ὁ ζεστός καιρός
μέ τήν ἀποπνικτική ὑγρασία τήν ἔκαναν νά παραδεχτεῖ πώς προσφέρει περισσότερα ἀπό ὅσα μπορεῖ
εἰς βάρος τῆς ὑγείας της. Ἡ
μόνη καταφυγή της τά ὄνειρα
τοῦ λιγοστοῦ ὕπνου.
Τώρα ὅμως τά ὄνειρα τοῦ
Χρυσοκόριτσου ἄλλαξαν· ἦταν ἀσυναρμολόγητα λόγω τῶν πολλῶν
καί αἰφνιδίων ξυπνημάτων, μολονότι ἀπό τά τεμάχια τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ
τους, ἔπλαθε καμιά φορά ἱστορίες. Ὄνειρα ἐφιαλτικά, ἀγχωτικά,
βεβαρημένα, μισοκρυμμένα κάτω ἀπό
παράξενες μορφές, σχήματα καί χρωματισμούς. Αὐτό ὅμως
πού τῆς ὑποδείκνυαν ἦταν
τό πραγματικό γεγονός πώς εἶχε
τήν ἀνάγκη βοηθείας γιά τό δύσκολο ἔργο της. Ὄχι τήν πληρωμένη ὡριαία ἤ ἡμερομίσθια βοήθεια τῶν διαφόρων γυναικῶν μέ τά μάτια τους στραμμένα στούς δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ
γιά τήν ὥρα πού θά ἔφευγαν. Ἤθελε βοήθεια ἀγάπης ἀλλά πόθεν; ἦταν
τό μοναχοπαίδι τῆς οἰκογένειας, ἐνῶ ὅλοι
οἱ συγγενεῖς σκόρπισαν στόν θάνατο, στίς ἀσθένειες καί στίς ἀλλαγές διαμονῆς. Καί τώρα οἱ νύχτες γίνονταν βαρύτερες γιά νά ἀποκοιμηθοῦν ἡ μεσῆλιξ
καί ἡ ὑπέργηρη. Ἔνα
βραδυνό ὄνειρο ὅμως τήν προβλημάτισε καί συγχρόνως τήν φόβισε. Εἶδε πώς ἡ μητέρα της γεννοῦσε, ἦταν ἑτοιμόγεννη πάνω στό κρεββάτι καί τό
Χρυσοκόριτσο τήν κοιτοῦσε ἔκπληκτη. Ἡ γραῖα γέννησε ἕνα
ἀγόρι πανάσχημο, τό ὁποῖο μεγάλωνε ταχύτατα λές καί βρισκόταν σέ μυθολογικό ἐπεισόδιο. Μά τί τρέλα, ἀναρωτήθηκε στό ὄνειρό της ἡ κόρη. Δέν ἔχω ἀδέλφια, ἡ
μητέρα δέν μπορεῖ
πλέον νά γεννήσει καί πῶς ὁ νεογέννητος μεγάλωσε τρομακτικά, ἔγινε ὁλόκληρος ἄνδρας,
λίγα χρόνια μικρότερός της! Προσπαθοῦσε νά τοῦ
βρεῖ ἕνα ὄνομα,
κι ὅταν παραδέχτηκε πώς ἦταν ὄντως ὁ ἀδελφός της, τόν φώναξε Γιάννη, ἀφοῦ Γιάννηδες βαπτίστηκαν ὅλα τά ἀγόρια
τοῦ σογιοῦ πρός τιμήν τοῦ πάππου. Κι ὁ
ἐρχόμενος ἦταν ἕνας ἀπό
τούς σαρανταπέντε Γιάννηδες; Ὄχι,
ὁ ἀδελφός τοῦ
Χρυσοκόριτσου θά λεγόταν Ἱωάννης,
ἔτσι θά τόν ἀποκαλοῦσε, ὁ
δικός της ἀδελφός μόνον αὐτό τό ὄνομα θά ἔφερε.
Ἰωάννης, ὁ καταπληκτικός!
Ὅταν μεγάλωσε λοιπόν ὁ Ἰωάννης σέ στιγμή χρόνου, ἀπέκτησε μιά σπάνια ὀμορφιά: τό κεφάλι του γινόταν πολλές φορές--ἰδίως ὅταν σκεφτόταν- διάφανο καί φαινόταν ὁ ἐγκέφαλός του, ἦταν ὁρατός
καί φέγγιζε λές καί καρφώθηκαν ἐπάνω
του πολύχρωμες πούλιες.
Γύρω ἀπό
τό κεφάλι του σάν φωτοστέφανο ὑπῆρχαν μαθηματικές ἐξισωσεις καί γεωμετρικά σχήματα. Κι ὅταν ἐκεῖνα ἔφευγαν σάν ταινία πού μισοσβήνει,
φαίνονταν μουσικές συνθέσεις. Τό Χρυσοκόριτσο στεκόταν μαγεμένο.
«Μαμά ὁ ἀδελφός μου» εἶπε
συγκινημένη δείχνοντας τόν Ἰωάννη
ἀλλά ἡ γραῖα τό
ἀρνήθηκε. «Μόνο ἔνα παιδί γέννησα ἐγώ, τό Χρυσοκόριτσό μου. Δέν ἀναγνωρίζω γιό.»
Τό Χρυσοκόριτσο ἤθελε νά τῆς ἐξηγήσει πώς ἴσως
νά ἦταν ὁ Ἰωάννης
τό παιδί πού δέν γεννήθηκε τότε, ὅταν κάποτε τῆς εἶπε ἡ
θεία της, «Ναί κάποιο γεννήθηκε ἀλλά τό πετάξαμε στά σκουπίδια,» καί τό κατακαημένο
Χρυσοκόριτσο ἔψαχνε τούς
τενεκέδες νά βρεῖ τά ἴχνη τοῦ χαμένου ἀδελφοῦ. Ἤ νά γεννήθηκε κρυφά τήν ἄλλη φορά πού φαντάστηκε, -ἐπηρρεασμένη ἀπό
τήν συμμαθήτρια πού καθόταν στό ἴδιο θρανίο- πώς καί ἡ δική της μαμά ἦταν ἔγκυος.
«Ἡ μαμά μου πῆγε τριῶν μηνῶν» ἔλεγε ἡ Χαρίκλεια, καί τό Χρυσοκόριτσο φανταζόταν πώς καί ἡ δική της εἶναι τριῶν. Δέν ἔλεγε
πουθενά τίποτα, μόνη της ἔγνεθε
τήν ἱστορία. Κάποτε ὅμως ἡ μαμά τῆς
Χαρίκλειας γέννησε μία κόρη. Τό Χρυσοκόριτσο τά ἔχασε, ντρεπόταν νά ἀποκαλύψει τό ψέμμα της καί εἶπε ἕνα
δεύτερο. «Ὁ ἀδελφός μου γεννήθηκε νεκρός,»
μουρμούρισε μέ σκυμμένο κεφάλι. Ἦταν τόσο ἀληθινό
τό πένθος της, ὥστε
τά μάτια της γέμισαν δάκρυα, ἐνῶ ἡ Χαρίκλεια λυπημένη γιά τό συμβάν, δέν ξανασυζήτησε γιά ἀδέλφια.
Γι’αὐτό ἦταν πολύ φυσικό νά ἐμφανισθεῖ
ὁ χαρισματικός ἀδελφός, ὁ πλασμένος μέ τόση ἀγάπη καί ἀναμονή, κι ἄς μήν τόν ἀναγνώριζε ἡ μητέρα. Γριά εἶναι, ὑπέργηρη μάλιστα μπερδεύει φαντασία μέ πραγματικότητα.
«Ἔλα Ἰωάννη.»
«’Ἦρθα Μαρία νά σέ ξεκουράσω, εἰσάκουσα τά ὄνειρά σου καί ἦρθα.»
Τά μαθηματικά
προβλήματα γύρω ἀπό
τό κεφάλι του ἐπιλύονταν
ταχύτατα μέ μουσική ὑπόκρουση
συνθέσεις ἀπαράμιλλης
πρωτοτυπίας καί μελωδίας. Κάτω ἀπό τά γυαλιά του γυάλιζε τό βλέμμα
του σάν πυρωμένο σίδερο. Ἕνας ἰδιοφυής ἀδελφός!
Ὁ Ἰωάννης ξεκούραζε τήν ἀδελφή του ἀναλαμβάνοντας
ὅλα τά κοπιώδη ἔργα, κι αὐτή ἄρχισε νά νιώθει καλύτερα: λιγόστευαν καί γλύκαιναν οἱ πόνοι στό σῶμα καί κυρίως στά σφυρά, στήν πλάτη
καί στήν μέση.Τὀ
χαρακτηριστικό ὅμως τῆς ἰδιοφυίας
του ἦταν ἡ τακτοποίηση τοῦ χρόνου. Ὅταν
πήγαιναν νά διασκεδάσουν ὁ
χρόνος διαστελλόταν, ἐνῶ συγχρόνως συστελλόταν γιά τήν ὑπέργηρη μαμά. Ἔτσι τά πέντε λεπτά πού μποροῦσε νά μείνει ὁλομόναχη, χωρίς τήν συντροφιά κάποιας
πληρωμένης οἰκιακῆς βοηθοῦ, γίνονταν γιά τήν διασκέδαση τῶν ἀδελφῶν πέντε ὁλόκληρες ὦρες. Τό Χρυσοκόριτσο πού εἶχε χρόνια νά διασκεδάσει χωρίς ἆγχος, ἀπολάμβανε μέ τόν Ἰωάννη θαυμάσιες στιγμές. Πρῶτα τόν πῆγε
στόν κινηματογράφο, γιά νά ξαναδεῖ ἕνα
ρωσικό ἔργο τοῦ 1961, τότε πού ἐκείνη ἦταν
δεκαέξι ἐτῶν. Ἤθελε
νά διαπιστώσει τήν ἀντοχή
τοῦ φίλμ μετά ἀπό πολλά χρόνια καθώς καί τόν δικό
της ρομαντισμό. Ὁ
κινηματογράφος ὅπου
παιζόταν ἡ ταινία ἦταν παμπάλαιος. Περίμεναν ἀλλά δέν φαινόταν ὁ ταμίας, ἄν καί εἶχε φθάσει ἡ
ὥρα. Δύο ἀκόμη πελάτες ἦρθαν, ἐκείνη μέ ἕνα
ἐκκεντρικό ἔνδυμα, πού ὑπονοοῦσε ἴσως
τήν εἰκαστική της ἐνασχόληση κι ὁ συνοδός της, κατά πολύ μεγαλύτερος
μέ μακριά μαλλιά σέ σχῆμα ἀλογοουρᾶς, πού ἔπεφτε στήν πλάτη του. «Δέν εἶναι κανείς ἐδῶ;» ρώτησε κάπως ἐκνευρισμένο τό Χρυσοκόριτσο, πού ἤθελε πάντα νά γίνονται ὅλα στήν ὤρα τους. «Πρώτη φορά ἔρχεσθε;» εἶπε μέ ἔνα διφορούμενο χαμόγελο ἡ κοπέλα, λές καί ἦταν μυημένη σέ κάποια αἵρεση. «Εἶναι,
θά ἔρθουν. Ἕνα ἡλικιωμένο
ζευγάρι ἔχει τήν φροντίδα. Πάντως νά ξέρετε
πώς ἤρθατε στόν πιό κάλτ κινηματογράφο.»
Σέ λίγο ἕνα μικρόσωμο γεροντάκι μέ μία αὔρα πού θύμιζε ντοστογιεφσκικό
μυθιστόρημα χώθηκε στό ταμεῖο
εἰσιτηρίων. Οἰ πολυθρόνες φθαρμένες καί λερωμένες ἀπό τήν χρήση, ἔτριζαν σέ κάθε μετακίνηση τοῦ σώματος. Τό πάτωμα εἶχε λεκέδες ἀδιευκρίνηστης προέλευσης καί ὅπου ἡ μοκέτα ἦταν
φθαρμένη ἤ ἀνύπαρκτη, τήν ὑποκαθιστοῦσε ἕνα κολλῶδες
νάυλον. Οἱ σόλες τῶν ὑποδημάτων τους κολλοῦσαν κι ἀναγκάστηκαν
νά διαλέξουν θέσεις δυό τρεῖς
φορές γιά νά βροῦν τό
κατάλληλο μέρος. Τό ζευγάρι πού συμπλήρωνε τήν τετράδα τῶν θεατῶν, γνώριζε τόν χῶρο καί βρῆκε
ἐξαρχῆς τίς θέσεις του. Μιά μοναδική ἀλλά καλόγουστη λάμπα πού φανέρωνε, ὅπως καί ἄλλες λεπτομέρειες τήν παλαιά χλιδή τοῦ κινηματογράφου, φώτιζε τόσο, ὅσο νά διακρίνονται οἱ σκιές. Πρίν ἀρχίσει ἡ ταινία, μιά γραῖα, ψηλότερη καί λιγώτερο ἡλικιωμένη ἀπό
τό γεροντάκι, προφανῶς ἡ σύζυγός του, ἦρθε καί ζήτησε νά δεῖ τά εἰσιτήρια, πράξη δυσπιστίας γιά τήν ἱκανότητα τοῦ ταμία.
«Ἡ
ταινία ἀπέδειξε τήν ἀντοχή της στόν χρόνο καί τόν δικό μου
ρομαντισμό» εἶπε ὅταν ἔβγαιναν ἀπό
τόν κινηματογράφο. «Πῶς σοῦ φάνηκε Ἰωάννη;» Ἦταν στηριγμένη στόν βραχίονα τοῦ ἀδελφοῦ της
γιά νά κατέβει τά σκαλοπάτια. Ἡ
καρδιά της χτυποῦσε
γρήγορα. «Καλή. Ἄλλης
ἐποχῆς!»
Ἡ δεύτερη σπουδαία διασκέδαση γιά τό Χρυσοκόριτσο ἦταν ἔνα μπάνιο στήν θάλασσα. Πάνω ἀπό τέσσερα χρόνια εἶχε νά νιώσει τήν χαρά καί τήν ἀλμυρή εὐεξία
της, γιατί δέν μποροῦσε
νά ἀφήσει τήν ὑπέργηρη μητέρα της μόνη· ἄλλωστε δέν διέθετε πλέον οὔτε φίλους οὔτε αὐτοκίνητο. Ἡ
καθημερινή ἐνασχόληση τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τά πάντα. Ὁ ἀδελφός της ὅμως
ἐκπλήρωσε κι αὐτήν τήν ἐπιθυμία της, διαθέτοντας ἔνα ὁλοκαίνουργο αὐτοκίνητο.
Πρώτη φορά τῆς ἄνοιξε κάποιος τήν πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ γιά νά βγεῖ. Στό παρελθόν αὐτή ἦταν ὁ ὁδηγός, ἀφοῦ οἱ ἄνδρες πού τῆς
ἔτυχαν δέν ἤξεραν οὔτε νά ὁδηγήσουν,
οὔτε φοροῦσαν ρολόγι, χαμένοι μέσα στόν
αὐτισμό
τους. Ὁ ‘Ιωάννης τήν πρόσεχε νά μήν κουρασθεῖ, τῆς κρατοῦσε
τήν τσάντα τοῦ μπάνιου, ἄνοιξε τό καρεκλάκι γιά νά καθήσει κι ἔστρωσε τίς ψάθες. Ἦταν ἀκόμη πρωί, δέκα περίπου ἡ ὥρα
κι ὁ λιγοστός ἥλιος πού ἔπεφτε στό κεφάλι του, ἔκανε τούς φωσφορισμούς νά λάμπουν
περισσότερο. Τό παράξενο ὅμως ἦταν, σκέφτηκε τό Χρυσοκόριτσο, πώς αὐτά τά θαυμαστά πού συνέβαιναν στόν Ἰωάννη δέν τά ἔβλεπε οὔτε ἡ
μητέρα οὔτε ὁ περίγυρος. Μόνον αὐτή ἔβλεπε
τά φωτεινά σημάδια καί ἄκουγε
τίς μουσικές συνθέσεις. Ἤ
λοιπόν ὑπῆρχε ὁμαδική
τυφλότης ἤ προσωπική ὀξυδερκής ὅραση. Μέσα στήν θάλασσα ἦταν εὐτυχισμένη, γύρισε ἀνάσκελα καί ἔπλεε
στήν ἐπιφάνεια. «Κάνω τήν πεθαμένη» φώναξε
στόν ἀδελφό της, ἐνῶ ἐκεῖνος κολυμποῦσε κοντά της προσέχοντάς την. Μετά περπάτησαν
στήν παραλία νά μαζέψει τό Χρυσοκόριτσο θαλάσσιες πέτρες, γιά νά τίς ζωγραφίσει στό σπίτι. Μία ἀπό ὅλες πού ἔμοιαζε
μέ δελφίνι, ἀκόμη καί στό
μάτι του, τήν χἀρισε
στόν Ἰωάννη.
Ἡ μητέρα ρωτοῦσε
κάθε φορά πού τήν περιποιόταν ἡ
θυγατέρα της, «μά ποιά εἶναι ἡ σκιά ἑνός ἄνδρα
πού στέκεται δίπλα σου;» Ἐκείνη
τῆς ἐξηγοῦσε,
τῆς ἔλεγε δεκάδες φορές γιά τόν ἀδελφό της. «Κατάλαβέ με, δέν ἔχω κάνει ἄλλο
παιδί. Ἐπιμένεις νά τό λές. Ποιός ἀδελφός; Δέν ἔχω γιό.»
Ὅμως ὁ Ἰωάννης
ὑπῆρχε, ἦταν
ζωντανός καί τό Χρυσοκόριτσο εὐτυχισμένο
τόν θεωροῦσε ἰδιοφυϊα. « Πῆρες ὅλα τά ὡραῖα γονίδια τῆς γενιᾶς, πού μέ τήν θεϊκή χάρη ἔγιναν ἀριστουργήματα.»
Ἡ τρίτη καί τελευταία διασκέδαση της ἦταν ὁ ἀρχαιολογικός
περίπατος. Προτοῦ τοῦ ζητήσει τήν χάρη νά τήν πάει μέ τό αὐτοκίνητό του, ἐκεῖνος πρόφερε τήν μαγική φράση: «’Ἐλευσινάδε, πρός Ἐλευσίνα ἔτσι;»
«Ναί ἀδελφέ μου, ἐκεῖ εἶμαι
ταγμένη. Στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης μεταξύ μητέρας καί κόρης, ἐκεῖ εἶμαι ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ταγμένη.»
Περπατοῦσαν ἀνάμεσα στά ἐρείπια,
ἀρχικῶς στάθηκαν στό παρθένιον φρέαρ, καί στό τέλος κάθησαν στό
Πλουτώνειο ἄντρο. «’Ἐδῶ Ἰωάννη,
ἐρχόμουν μέ ἕναν πολύτιμο φίλο ποιητή, πού εἶναι τώρα νεκρός. Ἀκολουθοὐσαμε τήν ἴδια
πορεία, ὅπως τώρα, καί καταλήγαμε στό ἄνοιγμα τοῦ Ἄδου. Βλέπεις στήν σχισμή τοῦ ἐδάφους;
πάντοτε, ὅπως καί τώρα, ὑπῆρχαν ἄνθη
καί προσφορές ξηρῶν
καρπῶν.»
Τό δῶρο
πού πρόσφερε στόν ἀδελφό
της ἀπό τήν Ἐλευσίνα ἦταν
ἕνα μεγάλο χρυσό φύλλο στό ἔδαφος, ριγμένο ἀπό τήν διπλανή ἀγριοσυκιά. Ὁ χρόνος δέν τό ἔφθειρε ἀλλά τό στέγνωσε καί τό σκλήρυνε μεταβάλλοντάς το σέ ὀρυκτό.
Μετά ἀπό λίγο καιρό ὁ Ἰωάννης ζήτησε νά ἀποχαιρετήσει τήν ἀδελφή του. Τό Χρυσοκόριτσο δέν τό περίμενε, ἦταν αἰφνίδιο καί ρώτησε μέ τρόμο. «Γιατί; γιά τόσο λίγο λοιπόν;»
«Πρέπει νά φύγω Μαρία μου, πρέπει ἀδελφή μου.» «Καί ποῦ θά πᾶς;» «Ἀπό ἐκεῖ πού
ἦρθα Μαρία. Μά ἄν μέ χρειασθεῖς, ξέρεις τόν τρόπο νά μέ φωνάξεις.»
Ἔφυγε. Τό ἴδιο
βράδυ τό Χρυσοκόριτσο ἔστρωσε
τό μεγάλο κρεββάτι τῆς
μητέρας μέ κεντημένα σεντόνια καί μαξιλάρια, τήν ξάπλωσε, κι ἐνῶ ἐκείνη
τήν κοιτοῦσε πανέμορφη ὥς ἦταν μέ τό ἄσπρο
μεταξωτό της δέρμα, τά ἄσπρα
μαλλιά καί τά γαλανά μάτια, ἡ
θυγατέρα τῆς εἶπε: «Εἶμαι τυχερή πού σέ ἔχω μανούλα.» «Εὐχαριστῶ Χρυσοκόριτσό μου, χρυσό μου ἐσύ πού ποτέ δέν εἶπες ὄχι
σέ ὅ,τι ζητοῦσα, πάντα ἔλεγες ναί, πάντα ναί...»
Δημοσιεύθηκε στην ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1860 / Δεκέμβριος 2013.