Η Ελένη Λαδιά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945 και είναι πεζογράφος
Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014
Η σελίδα της Ελένης Λαδιά στο facebook
Από τα χέρια και την αγάπη του μεταφραστή της στα Ρουμάνικα Claudiu Nicolae η Ελένη Λαδιά έχει πια σελίδα και στο Facebook. Σας περιμένουμε και εκεί για διαδραστική επικοινωνία και φυσικά με όλα τα δημοσιεύματα και τα βιβλία της συγγραφέως.
Πολλές Ευχές με υγεία και δύναμη
Η ηλεκτρονική διεύθυνση της σελίδας είναι: https://www.facebook.com/eleniladia.writer
ΥΓ... Η κάρτα είναι από τα χέρια του Claudiu
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014
Βιβλία της Ελένης Λαδιά από την Εστία - διαδραστική εικόνα
Κάντε "ΚΛΙΚ" στα σημεία στόχευσης που εμφανίζονται πάνω στην εικόνα...
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014
Στα ρουμανικά η «Αποσπασματική σχέση»
Με ένα μυθιστόρημα της καταξιωμένης Ελληνίδας πεζογράφου Ελένης Λαδιά εμπλουτίζεται η σειρά «Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του ρουμανικού εκδοτικού οίκου «Omonia».
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Αποσπασματική σχέση», που κυκλοφόρησε στα ρουμανικά, σε μετάφραση του Claudiu Sfirschi-Laudat. Μέσα από τις 221 σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται η επιστολογραφία μιας γυναίκας η οποία, μέσω της συγγραφικής της τέχνης, πασχίζει να ανασυνθέσει αναδρομικά μια σχέση φιλίας και αγάπης, που ποτέ δεν βιώθηκε στην καθημερινότητά της, παραμένοντας ανολοκλήρωτη.
«Ο παραλήπτης αυτών των νοσταλγικών επιστολών, πάλι μια γυναίκα, γίνεται η ηρωίδα με πολλαπλά ονόματα ενός μυθιστορήματος που αναπτύσσεται μέσω των γραμμάτων που ο επιστολογράφος διαβάζει και συναρμόζει, σαν να ήταν ψηφίδες σκορπισμένες από το πέρασμα του χρόνου. Η Τέχνη και η Ζωή δίνουν μια γιγαντομαχία σ? αυτό το βιβλίο, μάχη που αναδεικνύεται δημιουργική και οριστική για τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της συγγραφής» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το Βουκουρέστι η Έλενα Λάζαρ, ιδρύτρια και του «Omonia», που ιδρύθηκε πριν από 23 χρόνια, και είναι ο μόνος οίκος με αποκλειστικό σκοπό την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στη φιλελληνική Ρουμανία, όπως θα σημειώνει η ίδια. Αξίζει να αναφερθεί, ότι από τις έως τώρα 135 εκδόσεις του οίκου, περίπου 50 τίτλοι είναι μεταφράσεις σημαντικών έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, που αποτελούν τα δύο τρίτα από το σύνολο των μεταφράσεων ελληνικών έργων που έγιναν στη Ρουμανία τα τελευταία 25 χρόνια.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Αποσπασματική σχέση», που κυκλοφόρησε στα ρουμανικά, σε μετάφραση του Claudiu Sfirschi-Laudat. Μέσα από τις 221 σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται η επιστολογραφία μιας γυναίκας η οποία, μέσω της συγγραφικής της τέχνης, πασχίζει να ανασυνθέσει αναδρομικά μια σχέση φιλίας και αγάπης, που ποτέ δεν βιώθηκε στην καθημερινότητά της, παραμένοντας ανολοκλήρωτη.
«Ο παραλήπτης αυτών των νοσταλγικών επιστολών, πάλι μια γυναίκα, γίνεται η ηρωίδα με πολλαπλά ονόματα ενός μυθιστορήματος που αναπτύσσεται μέσω των γραμμάτων που ο επιστολογράφος διαβάζει και συναρμόζει, σαν να ήταν ψηφίδες σκορπισμένες από το πέρασμα του χρόνου. Η Τέχνη και η Ζωή δίνουν μια γιγαντομαχία σ? αυτό το βιβλίο, μάχη που αναδεικνύεται δημιουργική και οριστική για τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της συγγραφής» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το Βουκουρέστι η Έλενα Λάζαρ, ιδρύτρια και του «Omonia», που ιδρύθηκε πριν από 23 χρόνια, και είναι ο μόνος οίκος με αποκλειστικό σκοπό την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στη φιλελληνική Ρουμανία, όπως θα σημειώνει η ίδια. Αξίζει να αναφερθεί, ότι από τις έως τώρα 135 εκδόσεις του οίκου, περίπου 50 τίτλοι είναι μεταφράσεις σημαντικών έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, που αποτελούν τα δύο τρίτα από το σύνολο των μεταφράσεων ελληνικών έργων που έγιναν στη Ρουμανία τα τελευταία 25 χρόνια.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Άλλα δημοσιεύματα ΕΔΩ
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ κείμενο της Ελένης Λαδιά από το diastixo.gr
Είναι πλέον γεγονός πως όσο περισσότερη συμπύκνωση έχει μία ποιητική πρόταση, τόσο μεγαλύτερη και περιέχουσα έννοια διαθέτει.
Χθες την νύχτα, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κατά τις τέσσερις, ξαναδιάβασα το μικρό και εύχυμο βιβλίο του Ελύτη με τον τίτλο, 2Χ7 ε, όπου επεσήμανα μία θαυμάσια ποιητική πρόταση: «Η οπτική του ήχου». Ο ποιητής γράφει για το τελικό ν και αναφέρεται στις επιγραφές εταιρειών, ιδρυμάτων και καταστημάτων: ΦαρμακείΟ, καφενείΟ, ΑιματολογικΟ Κέντρο, ΠαιδαγωγικΟ ΙνστιτούτΟ. Και πιο κάτω συμπεραίνει: «Κανένας Ηρώδης δεν θα τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία όπως αυτή του τελικού ν• εκτός κι αν του 'λειπε η οπτική του ήχου».
Αυτή η ποιητική πρόταση περικλείει την ομορφιά, που απολαμβάνουν τα μάτια και τα αυτιά, όταν εκπηγάζει από την σωστή ορθογραφία. Και με αυτή την πρόταση μπόρεσα να εξηγήσω τον λόγο για τον οποίον μαγεύονται οι εγγράμματοι αλλοδαποί, όταν ακούν την αρχαία ή απλώς την καθαρεύουσα, χωρίς να καταλαβαίνουν την γλώσσα, ή ακόμη και οι Έλληνες όταν διαβάζουν ένα τμήμα ομηρικής ραψωδίας χωρίς να κατανοούν το περιεχόμενό της. Οι φιλόλογοι και οι φιλολογίζοντες «που», καθώς γράφει πιο κάτω ο ποιητής, «χάρη στον ευφωνικό στραβισμό τους εκλαμβάνουν τον εαυτό τους για προοδευτικό», μας καταστρέφουν ακριβώς αυτή την ομορφιά, την ποιητική του ήχου. Έτσι μεταφράζονται και κομματιάζονται λέξεις που είναι και στα νεοελληνικά κατανοητές με περιφράσεις, όπως δολοπλόκος, αυτός που πλέκει δόλους ή λυσιμελής, ποικιλόθρονος κ. ά. 'Η ακόμη τρομαγμένοι ακούμε από τα ΜΜΕ να διαφημίζεται η «Ευριπίδη Ηλέκτρα» όπου εδώ καταστρέφεται η θαυμάσια γενική του ενικού των αρχαιοελληνικών ονομάτων (Ηρακλέους, Σοφοκλέους κ.ά) καθώς και το άρθρο, του οποίου η έλλειψη μας αναγκάζει να μιλούμε, όπως οι μετανάστες.
Οι λέξεις είναι ζωντανές κι όταν κομματιάζονται στο προκρούστειο κρεβάτι λόγω απλότητος, σκοπιμότητος ή τεμπελιάς, πονούν και η γραμμική τους απεικόνιση φανερώνει την αναπηρία τους. Προπαντός να μην λησμονούμε οι Έλληνες το τελικόν ν, και γενικώς το νοήμον ν, όπου χρειάζεται (νοήμον αφού κατά τις επιστημονικές έρευνες οξύνει τον νου μας) διότι οι λέξεις χωρίς το ν μοιάζουν με γάτες χωρίς ουρά.
Αναδημοσίευση από το diastixo.gr το ηλεκτρονικό περιοδικό για το ΒΙΒΛΙΟ και τον ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014
Επικήδειος λόγος για την Μάνια Καραϊτίδη από την Ελένη Λαδιά
‘Αγαπημένη, ‘Αγαπημένη μας
Καλό σου ταξίδι στήν ἀντιπέρα ὄχθη
Αύτό τό πικρό κείμενο
ἑνός ἐπικηδείου, γιά σένα γίνεται χαρίεν, διότι δέν θά ἀναφερθῶ στά
συναισθήματα,--αὐτά εἶναι προσωπικά, μυστικά καί ἀθέατα-ἀλλά στήν προσωπικότητα
σου, πού ἦταν σέ ὅλους ὁρατή. Ἀνῆκες στήν προνομιούχα στρατιά τῶν πολύ ἐξαιρετικῶν
γυναικῶν, πού ἄφησαν τά ἴχνη τους, ἀκόμη καί σέ σκληρές ἐποχές.
Συνδύαζες τήν
παιδικότητα μέ τόν στοχασμό, κι αὐτό φανερωνόταν ἀκόμη καί στήν διακόσμηση τοῦ
μαγευτικοῦ σου γραφείου, πού τούς εἵλκυε ὅλους, δικούς σου καί ξένους συγγραφεῖς,
δηλαδή ἐκεῖ ἐναρμονίζονταν τά ἄκρως ἀντίθετα, ἡ ἐλαφρότητα τῶν παιδικῶν στολιδιῶν
μέ τήν σοβαρότητα τῶν μεγάλων ἔγχρωμων χαρτῶν, πού κρέμονταν στούς τοίχους.
Μόνον ἐσύ εἶχες τήν ἱκανότητα νά ἐπιτυγχάνεις τήν
σύζευξη τῶν ἀντιθέσεων, τῆς χαρμολύπης καί τοῦ κλαυσίγελου. Ἤσουν χαρισμένη στόν
κόσμο, ὅπως ὅλα τά πολύτιμα στοιχεῖα. Στήν νεότητά σου ἐθελόντρια νοσοκόμα
στούς τραυματίες πολέμου, μετά ἡ ἐθελοντική ἐπίσης προσφορά σου στήν βιβλιοθήκη
τῆς ΧΕΝ καί τελικῶς στόν μεγάλο ἆθλο, στόν ἐκδοτικό οἶκο, γιά τόν ὁποῖο εἶχες
βραβευθεῖ ἀπό ἕλληνες καί ξένους πνευματικούς ἀνθρώπους. Οἱ πρωτοπόρες ἐκδόσεις
σου, οἱ καλαίσθητες θά ἐπιζοῦν γιά πολλά ἔτη. Καθημερινά στό καθῆκον σου ὑπηρετοῦσες
τό ἔργο σου μέ ἐφόδια τά περίφημα ἑλληνικά σου, τίς ξένες γλῶσσες πού μιλοῦσες
παιδιόθεν, τήν αἰσθητική σου ἀντίληψη, τήν ἀπίστευτη γνώση σου, τήν μακροθυμία
σου πού βεβαίως συνταραζόταν ἀπό ξεσπάσματα δίκαιου θυμοῦ καί τήν προσφορά σου
σέ ὅποιον εἶχε ἀνάγκη. Δυνατή στήν ζωή καί καρτερική στά βάσανα τῆς ἀρρώστειας
σου ἐπέτυχες πάλι τήν ἀπόλυτη σύζευξη: ἔφυγες γαλήνια γιά τήν συμπαντική ἀρμονία.
Ἑλένη Λαδιᾶ 4 Ἰουνίου
2014
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014
Αφαία αφανέρωτη – διήγημα της Ελένης Λαδιά
Bριτόμαρτι, σου γράφω συνεχώς, κατάρα
μου τα λόγια βγαίνουν και ξαναγυρίζουν βόλια εναντίον μου, γράφω λέξεις που
σβήνουν σαν πυροτεχνήματα, γίνονται χρυσόσκονη, διαλύονται, περιίπτανται με
μοναδικό σκοπό να σε αναζητήσουν. Bριτόμαρτι, αόρατη και εξαφανισμένη.
Είναι όμως το αόρατο εξαφανισμένο;
Το ξέρω, εξαφάνιση δεν υπάρχει, ούτε αόρατο, μόνο για τα δικά μας μάτια ισχύει.
Πώς όμως να παρηγορηθώ, αφού με την όρασή μου βλέπω το σύμπαν ατελώς και με
χίλιες ρωγμές;
Τώρα βρίσκομαι ενδεής συγγραφεύς
να με σαρκάζει η ζωή, δεν δίνεται η άτιμη, δεν προσφέρεται, παίρνει μονάχα τα
φτερωτά σου λόγια άχρηστα σκουπίδια για τη χωματερή ή ψεύτικο βάλσαμο για τον αλαφροΐσκιωτο.
Πώς πίστεψα Bριτόμαρτι, «γλυκειά
παρθένα», πως αυτή τη φορά έφερνες εσύ τα σημάδια μιας καλής μοίρας, να γευθώ
μαζί σου μια θεϊκή σχεδόν καθημερινότητα, να εξανθρωπισθούμε και οι δύο μαζί, περνώντας
ο ένας μέσα από το σώμα του άλλου; Kι ύστερα έφυγες. Πού, γιατί, αόρατη, Αφαία.
H οσμή σου διαπότισε την
ατμόσφαιρα, σαν σκυλί των επιτυμβίων στηλών σ' αναζητώ. Θα ήθελα να πεθάνω
κυνηγώντας σε, να λαβωθώ πάνω στα βράχια να λιώσω ψόφιο πουλί από τον ήλιο και
τη θαλασσινή αλμύρα.
Γυρίζω, τριγυρίζω, ξαναγυρίζω
στον τόπο της εξαφάνισής σου, γύρω μου βαρύ το καλοκαίρι, άνθρωποι, τραγούδια, οσμές
και ξεφωνητά καθημερινότητας. Kάποιος Ανδρέας σερβίρει αναψυκτικά σε
μισομαυρισμένους παραθεριστές, μια γυναίκα σκουπίζει τον βρεγμένο της γιό, ένα
πλαστικό σωσίβιο - δελφίνι πλέει στα ρηχά και πάνω του καβαλικεμένο το αγόρι, θλιβερή
μυθολογική απομίμηση. Kι εγώ μόνος, ασκητής χρόνων, ερωτικός έγινα όταν μου
ψιθύρισες το αλησμόνητο ρήμα, και η αφή του σώματός σου χλιαρό, θαλάσσιο ύδωρ, κόρη
αιλουροειδής, με ξετρέλλαινε. Mέσα στο κορμί σου εναπόθετα την ψυχή μου, όλα τα
έκαιγα στα πυρά σου, βάσανα, δάκρυα, φιλόδοξα σχέδια δημιουργίας, αυτός ο
έρωτας μου γνώριζε τον Θεό.
Τι μου απομένει; φορώ τα ψεύτικα
φτερά μου προσπαθώντας να γίνω άγγελος, να ξαναβρώ τον παράδεισο μαζί σου. Kαι
συναντώ μονάχα λόγια, λέξεις δικές μου, κοινότοπες, φθαρμένες από την ερωτική
χρήση αιώνων, μη δυνάμενος να σιωπήσω. Mόνον οι άγιοι σιωπούν και αποκρίνονται
με θαύματα. Όπως ο άγιος του νησιού, που χρόνια κοιμάται δίπλα στο πεύκο που
φύτεψε και αγκάλιαζε με περιπάθεια στην άγρια μοναξιά του. Του ζήτησα ένα θαύμα
παράδοξο γι' αυτόν, να μου χαρίσει εσένα και τον έρωτα. Αόρατη, παντού και
πουθενά.
O βόστρυχός σου πιάστηκε στη
σχισμή του βράχου, όταν ήμασταν μόνοι και ολόγυμνοι στη θάλασσα, κι εγώ τον
ξέπλεκα φιλώντας σε από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι τα γλυπτά δάκτυλα των
ποδιών σου. Mαζί μου μεταμορφώθηκες κόρη, έγινες χρυσαλλίδα ερωτική, χωρίς ποτέ
να ξαναπείς το αρχικό σου ρήμα.
Xανόσουν στα κύματα, κι εγώ στη
στεριά με το άκαμπτο κορμί αγωνιούσα, πάντα φοβισμένος μήπως και εξαφανισθείς. Kαι
πάνω στην πιο τρελή μου αγωνία αναδυόσουν ολόγυμνη, μαυρόστιλπνη, κρατώντας
δώρα της θάλασσας, κοχύλια, αστερίες και όστρακα με τα οποία συμβόλιζα τον
έρωτά μας. Όταν σε περίμενα, οι στιγμές διαστέλλονταν, γίνονταν αιώνες.
Περπατώ ολομόναχος, σημειώνω
ανόητα επιχειρήματα σε χαρτάκια, χλιαρά φιλοσοφικά αποφθέγματα, ανίκανος για
κάθε πρωτοτυπία, κι οι λέξεις προτού εκστομισθούν χάνουν το νόημά τους, κι
απομένει ένα ρήμα που διαρκώς επαναλαμβάνεται: σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, το λέω και
το γράφω σα να θέλω να το εννοήσω και ο ίδιος.
Ποιός είμαι εγώ που αναζητώ, όπως
ο όχλος την ευτυχία; Eνας αετός ήμουν, Bριτόμαρτι, καρφωμένος χρόνια στην
ερημιά, ασκητής χωρίς πίστη, φλογισμένος από μια δύσπιστη γενναιότητα, δοσμένος
σε υψηλόφρονη ουδετερότητα. Τώρα αναζητώντας σε γίνομαι ικέτης. Αφαία αόρατη.
Ξέρω πως αόρατη δεν σημαίνει
απούσα. Άρα υπάρχεις.
Ερχόσουν, έφευγες, ξαναρχόσουν, δοκιμαστικά
στάδια μύησης για τον τελεσίδικο αποχωρισμό με ανάγκαζαν να πεθαίνω και να
ξαναγεννιέμαι.
Mου δινόσουν αιφνιδιαστικά, αβέβαιη
και η ίδια για τον έρωτά σου, κι εγώ πάντα σε δεχόμουν σα να σε περίμενα
εκατοντάδες έτη.
Στη βαθιά, βουβή συνουσία μας εγώ
σου μιλούσα, γιατί άγιος δεν ήμουν, περίμενα όμως το θαύμα από σένα την σιωπηλή.
Εσύ πυροδότησες αυτόν τον έρωτα, τον έπλασες σαν αγγείο βγαλμένο από τα χέρια
αναποφάσιστου τεχνίτη.
Τι μας περίμενε; αναρωτιόμουν, φθαρμένος
από το βάσανο να παγιδέψω το μέλλον. Εσύ δεν γνώριζες, δοσμένη σε μια
μυστηριώδη ευσπλαχνία που θα αποφάσιζε για μας. Αυτή η αντίληψη μας
διαφοροποιούσε ενώνοντάς μας συγχρόνως.
Εξαφανίστηκες στα κύματα, κάποια
στιγμή δεν αναδύθηκες και πίστεψα πως είχες πνιγεί.
Θρηνούσα χωρίς δάκρυα, δοσμένος
σε ασέληνες νύχτες, ώσπου το θρόισμα του ανέμου έφερε την οσμή σου.
Yπήρχες κοντά μου αόρατη αλλά
παρούσα, όπως η ηχώ. Γνωρίζω πως ζης κι αυτό μου προκαλεί αναστάτωση.
Αν είχε πεθάνει Bριτόμαρτι, θα
είχα θλιβερά ηρεμήσει, θα μεταμορφωνόμουν σε βράχο ή τμήμα ερήμου, θα
αποκτούσαμε κι οι δυο μαζί τις ιδιότητες των ορυκτών.
Ζωντανός όμως και ορατός σε
αναζητώ Αφαία, σε οσφραίνομαι και δεν σε βρίσκω. Σε αναζητούσα και στα όρη, εκεί
όπου τα μονοπάτια μου ήταν γνώριμα από τους καιρούς της μοναξιάς. Εκεί εννόησα
πως δεν θα σε ξαναβρώ.
O άγιος που κοιμάται κοντά στο
πεύκο που φύτεψε είναι κουφός. Δεν ανταποκρίθηκε στις ικεσίες μου. Ποιά μοίρα
σου όρισε να γίνεις αόρατη; Mετά από έτη αναζήτησης, λέγοντάς σου χιλιάδες
λέξεις, στέλνοντάς σου μηνύματα στο άπειρο, έμαθα να αναγνωρίζω την αόρατη
παρουσία σου μέσα από το ερωτικό τραγούδι, την περιπαθή πανσέληνο, τις πορφυρές
παρειές του εφήβου, το βαθύ βλέμμα της ανταπόκρισης, το ερωτικό κάλεσμα του
ζώου. Bριτόμαρτι με τις αναρίθμητες παρθενίες, διαρκώς αλιεύεσαι και ξεγλιστράς
από τα δίχτυα, για να καταφύγεις, ανανεωμένη στα σκιερά άλση.
Σου γράφω λέξεις, εξαντλημένες
από το ίδιο τους το νόημα, λόγια φτερωτά που τα πάλλει ο αέρας, σου φωνάζω
ρήματα που τα παραποιεί η ηχώ και τα καταποντίζει ο θάνατος.
Πρωί και βράδυ ικέτης στα λείψανα
του ναού σου, κυνηγημένη κι από δω, κι εγώ μόνος με το ερωτικό παράπονο στο
μυαλό, επικαλούμαι: Bριτόμαρτι, Αφαία, αφανέρωτη, έλα για μια στιγμή ολοζώντανη
μπροστά μου.
Αίγινα 22 Ιουλίου 1993
Το διήγημα «Αφαία αφανέρωτη» περιλαμβάνεται
στη συλλογή «O έτυμος λόγος», εκδόσεις Αρμός, 1998.
Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως
Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014
Ελένης Λαδιά: Τό Χρυσοκόριτσο καί ὁ Ἱωάννης
Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό
τό προσωνύμιο, τό Χρυσοκόριτσο. Ἐπειδή ἔχω
μέ τόν ἀναγνώστη μου μακρόχρονη σχέση, πάνω ἀπό μία τεσσαρακονταετία, ὀφείλω νά τοῦ διευκρινήσω πώς δέν ὐπάρχει κορίτσι καί μάλιστα χρυσό,
διότι τό συγκεκριμένο πλάσμα ἦταν
περίπου ἑβδομήντα ἐτῶν. Τό προσωνύμιο ἔδωσε ἡ ὑπέργηρη μητέρα, γιά τίς μεγάλες
φροντίδες καί περιποιήσεις τῆς
θυγατέρας. «Κορίτσια», λένε βεβαίως καί στά θεσσαλικά χωριά τίς ἄγαμες καί ἄτεκνες γυναῖκες, πού παρέμειναν σέ μία φάση τῆς ζωῆς τους, μή ἐξελισσόμενη.
Εἶχα γνωρίσει ἕνα τέτοιο ὀγδονταπεντάχρονο κορίτσι, πού ὀνομαζόταν Φανιώ.
Ἡ ἡρωίδα ὅμως
τῆς ἱστορίας μας εἶχε
ἕνα κοινότατο ὄνομα, ἕνα ὁποιοδήποτε,
ἄς τήν ποῦμε Μαρία. Προτιμοῦμε ὅμως νά τήν ἀποκαλοῦμε ἐνίοτε μέ τό δωρητήριο-- προσωνύμιο τῆς μητέρας της: Χρυσοκόριτσο.
Οἱ ζωές μητέρας καί κόρης ἦταν σφιχτοδεμένες σάν πλεξίδες.
Σχεδόν τριάντα χρόνια τό Χρυσοκόριτσο περιποιόταν τήν μητέρα, ἀκόμη καί σέ καιρούς πού ἐκείνη ἦταν βιολογικῶς
δυνατή. Μέ τόν θάνατο ὅμως
τοῦ συζύγου καί κυρίως τοῦ πολυαγαπημένου ἀδελφοῦ, ἡ ὑγεία της κλονίσθηκε. Τόν πρῶτο καιρό τοῦ πένθους ἕνας ἀνεξήγητος ὑψηλός
πυρετός τήν βασάνιζε, καί ἐξαιτίας
του ἀφέθηκε στά στοργικά χέρια τῆς κόρης, πού ὄντας ἀνύπαντρη καί ἄτεκνη,
ἀφοσιώθηκε στό «ἡλικιωμένο» της παιδί. Μεγάλωναν μαζί
μέ διαφορά εἴκοσι πέντε
χρόνων. Ἔτσι ὅταν ἡ
μητέρα ἔγινε ἐνενήντα πέντε χρονῶ, ἡ
θυγατέρα κατάκοπη ψυχικῶς
καί σωματικῶς ἔφτασε στά ἑβδομήντα.
Μέχρι τότε τό Χρυσοκόριτσο δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα τήν ἐπίπονη περιποίηση, τίς πάμπολλες ὦρες πού παρέμενε κοντά στήν γριά σάν ἐσωτερική δούλη τοῦ παλιοῦ καιροῦ,
τίς εὐκαιρίες πού ἔχανε γιά ταξίδια καί διασκεδάσεις,
τίς ἀγρύπνιες, τόν πόνο τοῦ σώματος καί ἰδίως τῶν χεριῶν, ὅταν βοηθοῦσε τήν μητέρα νά σηκωθεῖ καί νά κάνουν μερικά βήματα στό
δωμάτιο, νά τήν πλύνει ἤ νά
τήν συνοδεύσει στήν τουαλέτα. Τελευταίως ὅμως θές ἡ
κόπωση, θές ὁ ζεστός καιρός
μέ τήν ἀποπνικτική ὑγρασία τήν ἔκαναν νά παραδεχτεῖ πώς προσφέρει περισσότερα ἀπό ὅσα μπορεῖ
εἰς βάρος τῆς ὑγείας της. Ἡ
μόνη καταφυγή της τά ὄνειρα
τοῦ λιγοστοῦ ὕπνου.
Τώρα ὅμως τά ὄνειρα τοῦ
Χρυσοκόριτσου ἄλλαξαν· ἦταν ἀσυναρμολόγητα λόγω τῶν πολλῶν
καί αἰφνιδίων ξυπνημάτων, μολονότι ἀπό τά τεμάχια τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ
τους, ἔπλαθε καμιά φορά ἱστορίες. Ὄνειρα ἐφιαλτικά, ἀγχωτικά,
βεβαρημένα, μισοκρυμμένα κάτω ἀπό
παράξενες μορφές, σχήματα καί χρωματισμούς. Αὐτό ὅμως
πού τῆς ὑποδείκνυαν ἦταν
τό πραγματικό γεγονός πώς εἶχε
τήν ἀνάγκη βοηθείας γιά τό δύσκολο ἔργο της. Ὄχι τήν πληρωμένη ὡριαία ἤ ἡμερομίσθια βοήθεια τῶν διαφόρων γυναικῶν μέ τά μάτια τους στραμμένα στούς δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ
γιά τήν ὥρα πού θά ἔφευγαν. Ἤθελε βοήθεια ἀγάπης ἀλλά πόθεν; ἦταν
τό μοναχοπαίδι τῆς οἰκογένειας, ἐνῶ ὅλοι
οἱ συγγενεῖς σκόρπισαν στόν θάνατο, στίς ἀσθένειες καί στίς ἀλλαγές διαμονῆς. Καί τώρα οἱ νύχτες γίνονταν βαρύτερες γιά νά ἀποκοιμηθοῦν ἡ μεσῆλιξ
καί ἡ ὑπέργηρη. Ἔνα
βραδυνό ὄνειρο ὅμως τήν προβλημάτισε καί συγχρόνως τήν φόβισε. Εἶδε πώς ἡ μητέρα της γεννοῦσε, ἦταν ἑτοιμόγεννη πάνω στό κρεββάτι καί τό
Χρυσοκόριτσο τήν κοιτοῦσε ἔκπληκτη. Ἡ γραῖα γέννησε ἕνα
ἀγόρι πανάσχημο, τό ὁποῖο μεγάλωνε ταχύτατα λές καί βρισκόταν σέ μυθολογικό ἐπεισόδιο. Μά τί τρέλα, ἀναρωτήθηκε στό ὄνειρό της ἡ κόρη. Δέν ἔχω ἀδέλφια, ἡ
μητέρα δέν μπορεῖ
πλέον νά γεννήσει καί πῶς ὁ νεογέννητος μεγάλωσε τρομακτικά, ἔγινε ὁλόκληρος ἄνδρας,
λίγα χρόνια μικρότερός της! Προσπαθοῦσε νά τοῦ
βρεῖ ἕνα ὄνομα,
κι ὅταν παραδέχτηκε πώς ἦταν ὄντως ὁ ἀδελφός της, τόν φώναξε Γιάννη, ἀφοῦ Γιάννηδες βαπτίστηκαν ὅλα τά ἀγόρια
τοῦ σογιοῦ πρός τιμήν τοῦ πάππου. Κι ὁ
ἐρχόμενος ἦταν ἕνας ἀπό
τούς σαρανταπέντε Γιάννηδες; Ὄχι,
ὁ ἀδελφός τοῦ
Χρυσοκόριτσου θά λεγόταν Ἱωάννης,
ἔτσι θά τόν ἀποκαλοῦσε, ὁ
δικός της ἀδελφός μόνον αὐτό τό ὄνομα θά ἔφερε.
Ἰωάννης, ὁ καταπληκτικός!
Ὅταν μεγάλωσε λοιπόν ὁ Ἰωάννης σέ στιγμή χρόνου, ἀπέκτησε μιά σπάνια ὀμορφιά: τό κεφάλι του γινόταν πολλές φορές--ἰδίως ὅταν σκεφτόταν- διάφανο καί φαινόταν ὁ ἐγκέφαλός του, ἦταν ὁρατός
καί φέγγιζε λές καί καρφώθηκαν ἐπάνω
του πολύχρωμες πούλιες.
Γύρω ἀπό
τό κεφάλι του σάν φωτοστέφανο ὑπῆρχαν μαθηματικές ἐξισωσεις καί γεωμετρικά σχήματα. Κι ὅταν ἐκεῖνα ἔφευγαν σάν ταινία πού μισοσβήνει,
φαίνονταν μουσικές συνθέσεις. Τό Χρυσοκόριτσο στεκόταν μαγεμένο.
«Μαμά ὁ ἀδελφός μου» εἶπε
συγκινημένη δείχνοντας τόν Ἰωάννη
ἀλλά ἡ γραῖα τό
ἀρνήθηκε. «Μόνο ἔνα παιδί γέννησα ἐγώ, τό Χρυσοκόριτσό μου. Δέν ἀναγνωρίζω γιό.»
Τό Χρυσοκόριτσο ἤθελε νά τῆς ἐξηγήσει πώς ἴσως
νά ἦταν ὁ Ἰωάννης
τό παιδί πού δέν γεννήθηκε τότε, ὅταν κάποτε τῆς εἶπε ἡ
θεία της, «Ναί κάποιο γεννήθηκε ἀλλά τό πετάξαμε στά σκουπίδια,» καί τό κατακαημένο
Χρυσοκόριτσο ἔψαχνε τούς
τενεκέδες νά βρεῖ τά ἴχνη τοῦ χαμένου ἀδελφοῦ. Ἤ νά γεννήθηκε κρυφά τήν ἄλλη φορά πού φαντάστηκε, -ἐπηρρεασμένη ἀπό
τήν συμμαθήτρια πού καθόταν στό ἴδιο θρανίο- πώς καί ἡ δική της μαμά ἦταν ἔγκυος.
«Ἡ μαμά μου πῆγε τριῶν μηνῶν» ἔλεγε ἡ Χαρίκλεια, καί τό Χρυσοκόριτσο φανταζόταν πώς καί ἡ δική της εἶναι τριῶν. Δέν ἔλεγε
πουθενά τίποτα, μόνη της ἔγνεθε
τήν ἱστορία. Κάποτε ὅμως ἡ μαμά τῆς
Χαρίκλειας γέννησε μία κόρη. Τό Χρυσοκόριτσο τά ἔχασε, ντρεπόταν νά ἀποκαλύψει τό ψέμμα της καί εἶπε ἕνα
δεύτερο. «Ὁ ἀδελφός μου γεννήθηκε νεκρός,»
μουρμούρισε μέ σκυμμένο κεφάλι. Ἦταν τόσο ἀληθινό
τό πένθος της, ὥστε
τά μάτια της γέμισαν δάκρυα, ἐνῶ ἡ Χαρίκλεια λυπημένη γιά τό συμβάν, δέν ξανασυζήτησε γιά ἀδέλφια.
Γι’αὐτό ἦταν πολύ φυσικό νά ἐμφανισθεῖ
ὁ χαρισματικός ἀδελφός, ὁ πλασμένος μέ τόση ἀγάπη καί ἀναμονή, κι ἄς μήν τόν ἀναγνώριζε ἡ μητέρα. Γριά εἶναι, ὑπέργηρη μάλιστα μπερδεύει φαντασία μέ πραγματικότητα.
«Ἔλα Ἰωάννη.»
«’Ἦρθα Μαρία νά σέ ξεκουράσω, εἰσάκουσα τά ὄνειρά σου καί ἦρθα.»
Τά μαθηματικά
προβλήματα γύρω ἀπό
τό κεφάλι του ἐπιλύονταν
ταχύτατα μέ μουσική ὑπόκρουση
συνθέσεις ἀπαράμιλλης
πρωτοτυπίας καί μελωδίας. Κάτω ἀπό τά γυαλιά του γυάλιζε τό βλέμμα
του σάν πυρωμένο σίδερο. Ἕνας ἰδιοφυής ἀδελφός!
Ὁ Ἰωάννης ξεκούραζε τήν ἀδελφή του ἀναλαμβάνοντας
ὅλα τά κοπιώδη ἔργα, κι αὐτή ἄρχισε νά νιώθει καλύτερα: λιγόστευαν καί γλύκαιναν οἱ πόνοι στό σῶμα καί κυρίως στά σφυρά, στήν πλάτη
καί στήν μέση.Τὀ
χαρακτηριστικό ὅμως τῆς ἰδιοφυίας
του ἦταν ἡ τακτοποίηση τοῦ χρόνου. Ὅταν
πήγαιναν νά διασκεδάσουν ὁ
χρόνος διαστελλόταν, ἐνῶ συγχρόνως συστελλόταν γιά τήν ὑπέργηρη μαμά. Ἔτσι τά πέντε λεπτά πού μποροῦσε νά μείνει ὁλομόναχη, χωρίς τήν συντροφιά κάποιας
πληρωμένης οἰκιακῆς βοηθοῦ, γίνονταν γιά τήν διασκέδαση τῶν ἀδελφῶν πέντε ὁλόκληρες ὦρες. Τό Χρυσοκόριτσο πού εἶχε χρόνια νά διασκεδάσει χωρίς ἆγχος, ἀπολάμβανε μέ τόν Ἰωάννη θαυμάσιες στιγμές. Πρῶτα τόν πῆγε
στόν κινηματογράφο, γιά νά ξαναδεῖ ἕνα
ρωσικό ἔργο τοῦ 1961, τότε πού ἐκείνη ἦταν
δεκαέξι ἐτῶν. Ἤθελε
νά διαπιστώσει τήν ἀντοχή
τοῦ φίλμ μετά ἀπό πολλά χρόνια καθώς καί τόν δικό
της ρομαντισμό. Ὁ
κινηματογράφος ὅπου
παιζόταν ἡ ταινία ἦταν παμπάλαιος. Περίμεναν ἀλλά δέν φαινόταν ὁ ταμίας, ἄν καί εἶχε φθάσει ἡ
ὥρα. Δύο ἀκόμη πελάτες ἦρθαν, ἐκείνη μέ ἕνα
ἐκκεντρικό ἔνδυμα, πού ὑπονοοῦσε ἴσως
τήν εἰκαστική της ἐνασχόληση κι ὁ συνοδός της, κατά πολύ μεγαλύτερος
μέ μακριά μαλλιά σέ σχῆμα ἀλογοουρᾶς, πού ἔπεφτε στήν πλάτη του. «Δέν εἶναι κανείς ἐδῶ;» ρώτησε κάπως ἐκνευρισμένο τό Χρυσοκόριτσο, πού ἤθελε πάντα νά γίνονται ὅλα στήν ὤρα τους. «Πρώτη φορά ἔρχεσθε;» εἶπε μέ ἔνα διφορούμενο χαμόγελο ἡ κοπέλα, λές καί ἦταν μυημένη σέ κάποια αἵρεση. «Εἶναι,
θά ἔρθουν. Ἕνα ἡλικιωμένο
ζευγάρι ἔχει τήν φροντίδα. Πάντως νά ξέρετε
πώς ἤρθατε στόν πιό κάλτ κινηματογράφο.»
Σέ λίγο ἕνα μικρόσωμο γεροντάκι μέ μία αὔρα πού θύμιζε ντοστογιεφσκικό
μυθιστόρημα χώθηκε στό ταμεῖο
εἰσιτηρίων. Οἰ πολυθρόνες φθαρμένες καί λερωμένες ἀπό τήν χρήση, ἔτριζαν σέ κάθε μετακίνηση τοῦ σώματος. Τό πάτωμα εἶχε λεκέδες ἀδιευκρίνηστης προέλευσης καί ὅπου ἡ μοκέτα ἦταν
φθαρμένη ἤ ἀνύπαρκτη, τήν ὑποκαθιστοῦσε ἕνα κολλῶδες
νάυλον. Οἱ σόλες τῶν ὑποδημάτων τους κολλοῦσαν κι ἀναγκάστηκαν
νά διαλέξουν θέσεις δυό τρεῖς
φορές γιά νά βροῦν τό
κατάλληλο μέρος. Τό ζευγάρι πού συμπλήρωνε τήν τετράδα τῶν θεατῶν, γνώριζε τόν χῶρο καί βρῆκε
ἐξαρχῆς τίς θέσεις του. Μιά μοναδική ἀλλά καλόγουστη λάμπα πού φανέρωνε, ὅπως καί ἄλλες λεπτομέρειες τήν παλαιά χλιδή τοῦ κινηματογράφου, φώτιζε τόσο, ὅσο νά διακρίνονται οἱ σκιές. Πρίν ἀρχίσει ἡ ταινία, μιά γραῖα, ψηλότερη καί λιγώτερο ἡλικιωμένη ἀπό
τό γεροντάκι, προφανῶς ἡ σύζυγός του, ἦρθε καί ζήτησε νά δεῖ τά εἰσιτήρια, πράξη δυσπιστίας γιά τήν ἱκανότητα τοῦ ταμία.
«Ἡ
ταινία ἀπέδειξε τήν ἀντοχή της στόν χρόνο καί τόν δικό μου
ρομαντισμό» εἶπε ὅταν ἔβγαιναν ἀπό
τόν κινηματογράφο. «Πῶς σοῦ φάνηκε Ἰωάννη;» Ἦταν στηριγμένη στόν βραχίονα τοῦ ἀδελφοῦ της
γιά νά κατέβει τά σκαλοπάτια. Ἡ
καρδιά της χτυποῦσε
γρήγορα. «Καλή. Ἄλλης
ἐποχῆς!»
Ἡ δεύτερη σπουδαία διασκέδαση γιά τό Χρυσοκόριτσο ἦταν ἔνα μπάνιο στήν θάλασσα. Πάνω ἀπό τέσσερα χρόνια εἶχε νά νιώσει τήν χαρά καί τήν ἀλμυρή εὐεξία
της, γιατί δέν μποροῦσε
νά ἀφήσει τήν ὑπέργηρη μητέρα της μόνη· ἄλλωστε δέν διέθετε πλέον οὔτε φίλους οὔτε αὐτοκίνητο. Ἡ
καθημερινή ἐνασχόληση τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τά πάντα. Ὁ ἀδελφός της ὅμως
ἐκπλήρωσε κι αὐτήν τήν ἐπιθυμία της, διαθέτοντας ἔνα ὁλοκαίνουργο αὐτοκίνητο.
Πρώτη φορά τῆς ἄνοιξε κάποιος τήν πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ γιά νά βγεῖ. Στό παρελθόν αὐτή ἦταν ὁ ὁδηγός, ἀφοῦ οἱ ἄνδρες πού τῆς
ἔτυχαν δέν ἤξεραν οὔτε νά ὁδηγήσουν,
οὔτε φοροῦσαν ρολόγι, χαμένοι μέσα στόν
αὐτισμό
τους. Ὁ ‘Ιωάννης τήν πρόσεχε νά μήν κουρασθεῖ, τῆς κρατοῦσε
τήν τσάντα τοῦ μπάνιου, ἄνοιξε τό καρεκλάκι γιά νά καθήσει κι ἔστρωσε τίς ψάθες. Ἦταν ἀκόμη πρωί, δέκα περίπου ἡ ὥρα
κι ὁ λιγοστός ἥλιος πού ἔπεφτε στό κεφάλι του, ἔκανε τούς φωσφορισμούς νά λάμπουν
περισσότερο. Τό παράξενο ὅμως ἦταν, σκέφτηκε τό Χρυσοκόριτσο, πώς αὐτά τά θαυμαστά πού συνέβαιναν στόν Ἰωάννη δέν τά ἔβλεπε οὔτε ἡ
μητέρα οὔτε ὁ περίγυρος. Μόνον αὐτή ἔβλεπε
τά φωτεινά σημάδια καί ἄκουγε
τίς μουσικές συνθέσεις. Ἤ
λοιπόν ὑπῆρχε ὁμαδική
τυφλότης ἤ προσωπική ὀξυδερκής ὅραση. Μέσα στήν θάλασσα ἦταν εὐτυχισμένη, γύρισε ἀνάσκελα καί ἔπλεε
στήν ἐπιφάνεια. «Κάνω τήν πεθαμένη» φώναξε
στόν ἀδελφό της, ἐνῶ ἐκεῖνος κολυμποῦσε κοντά της προσέχοντάς την. Μετά περπάτησαν
στήν παραλία νά μαζέψει τό Χρυσοκόριτσο θαλάσσιες πέτρες, γιά νά τίς ζωγραφίσει στό σπίτι. Μία ἀπό ὅλες πού ἔμοιαζε
μέ δελφίνι, ἀκόμη καί στό
μάτι του, τήν χἀρισε
στόν Ἰωάννη.
Ἡ μητέρα ρωτοῦσε
κάθε φορά πού τήν περιποιόταν ἡ
θυγατέρα της, «μά ποιά εἶναι ἡ σκιά ἑνός ἄνδρα
πού στέκεται δίπλα σου;» Ἐκείνη
τῆς ἐξηγοῦσε,
τῆς ἔλεγε δεκάδες φορές γιά τόν ἀδελφό της. «Κατάλαβέ με, δέν ἔχω κάνει ἄλλο
παιδί. Ἐπιμένεις νά τό λές. Ποιός ἀδελφός; Δέν ἔχω γιό.»
Ὅμως ὁ Ἰωάννης
ὑπῆρχε, ἦταν
ζωντανός καί τό Χρυσοκόριτσο εὐτυχισμένο
τόν θεωροῦσε ἰδιοφυϊα. « Πῆρες ὅλα τά ὡραῖα γονίδια τῆς γενιᾶς, πού μέ τήν θεϊκή χάρη ἔγιναν ἀριστουργήματα.»
Ἡ τρίτη καί τελευταία διασκέδαση της ἦταν ὁ ἀρχαιολογικός
περίπατος. Προτοῦ τοῦ ζητήσει τήν χάρη νά τήν πάει μέ τό αὐτοκίνητό του, ἐκεῖνος πρόφερε τήν μαγική φράση: «’Ἐλευσινάδε, πρός Ἐλευσίνα ἔτσι;»
«Ναί ἀδελφέ μου, ἐκεῖ εἶμαι
ταγμένη. Στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης μεταξύ μητέρας καί κόρης, ἐκεῖ εἶμαι ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ταγμένη.»
Περπατοῦσαν ἀνάμεσα στά ἐρείπια,
ἀρχικῶς στάθηκαν στό παρθένιον φρέαρ, καί στό τέλος κάθησαν στό
Πλουτώνειο ἄντρο. «’Ἐδῶ Ἰωάννη,
ἐρχόμουν μέ ἕναν πολύτιμο φίλο ποιητή, πού εἶναι τώρα νεκρός. Ἀκολουθοὐσαμε τήν ἴδια
πορεία, ὅπως τώρα, καί καταλήγαμε στό ἄνοιγμα τοῦ Ἄδου. Βλέπεις στήν σχισμή τοῦ ἐδάφους;
πάντοτε, ὅπως καί τώρα, ὑπῆρχαν ἄνθη
καί προσφορές ξηρῶν
καρπῶν.»
Τό δῶρο
πού πρόσφερε στόν ἀδελφό
της ἀπό τήν Ἐλευσίνα ἦταν
ἕνα μεγάλο χρυσό φύλλο στό ἔδαφος, ριγμένο ἀπό τήν διπλανή ἀγριοσυκιά. Ὁ χρόνος δέν τό ἔφθειρε ἀλλά τό στέγνωσε καί τό σκλήρυνε μεταβάλλοντάς το σέ ὀρυκτό.
Μετά ἀπό λίγο καιρό ὁ Ἰωάννης ζήτησε νά ἀποχαιρετήσει τήν ἀδελφή του. Τό Χρυσοκόριτσο δέν τό περίμενε, ἦταν αἰφνίδιο καί ρώτησε μέ τρόμο. «Γιατί; γιά τόσο λίγο λοιπόν;»
«Πρέπει νά φύγω Μαρία μου, πρέπει ἀδελφή μου.» «Καί ποῦ θά πᾶς;» «Ἀπό ἐκεῖ πού
ἦρθα Μαρία. Μά ἄν μέ χρειασθεῖς, ξέρεις τόν τρόπο νά μέ φωνάξεις.»
Ἔφυγε. Τό ἴδιο
βράδυ τό Χρυσοκόριτσο ἔστρωσε
τό μεγάλο κρεββάτι τῆς
μητέρας μέ κεντημένα σεντόνια καί μαξιλάρια, τήν ξάπλωσε, κι ἐνῶ ἐκείνη
τήν κοιτοῦσε πανέμορφη ὥς ἦταν μέ τό ἄσπρο
μεταξωτό της δέρμα, τά ἄσπρα
μαλλιά καί τά γαλανά μάτια, ἡ
θυγατέρα τῆς εἶπε: «Εἶμαι τυχερή πού σέ ἔχω μανούλα.» «Εὐχαριστῶ Χρυσοκόριτσό μου, χρυσό μου ἐσύ πού ποτέ δέν εἶπες ὄχι
σέ ὅ,τι ζητοῦσα, πάντα ἔλεγες ναί, πάντα ναί...»
Δημοσιεύθηκε στην ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1860 / Δεκέμβριος 2013.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)