Φαντάζομαι πως ο καθένας μας ζει σε πάμπολλους κόσμους σε συνάρτηση πάντα με τις ασχολίες και την φαντασία του. Η δική μου καθημερινότητα, εδώ και πολλούς μήνες επεκτείνεται σε πέντε κόσμους, διαφορετικούς, όπως οι πέντε ήπειροι της υδρογείου σφαίρας.
Ο μυθολογικός κόσμος ενταγμένος και ιεραρχημένος στην όποια δομή του, γοητεύει με το παράλογο, την αντιφατικότητά του, τους αληθινούς πυρήνες κάτω από τα λαμπυρίζοντα ψέμματα και τις πολλές ερμηνείες ενός γεγονότος. Εκεί συμβαίνουν όλα τα απίθανα, όπως νεκραναστάσεις, μεταμορφώσεις, αρπαγές, επισκέψεις στον Άδη, συνομιλίες θεών και ανθρώπων καθώς και έρωτές τους, τέρατα, όπως Τυφώνες, Γοργόνες, Σειρήνες, θεοί-ποταμοί και πηγές κορασίδων, διάφορα πανάσχημα όντα αλλά και πρόσωπα λάμπουσας ωραιότητος, όπως η Αφροδίτη, η Ελένη, ο Άδωνις, ο Υάκινθος και άλλα. Αν αφεθείς στον μυθολογικό κόσμο δίχως να προσπαθείς για την όποια εκλογίκευσή του, θα βρεθείς στον κήπο των Χαρίτων, θα συνοδεύσεις την Αρτέμιδα ή την Αταλάντη στα κυνήγια τους, θα ακούσεις το άσμα των Μουσών και του Ορφέως, θα γίνεις κάτοικος του δάσους, ένα με τα δένδρα όπως οι Δρυάδες νύμφες, θα ταξιδεύσεις με την Αργώ για την Κολχίδα και με τις νήες των Αχαιών για την Τροία. Όταν όμως θελήσεις να τα περιγράψεις στην καθομιλουμένη, να ξέρεις πως επέτυχες μόνον το ένα έκτο της μυθολογικής ομορφιάς. Τίποτε δεν σε τρομάζει σε αυτόν τον κόσμο, ούτε οι συμπληγάδες, ούτε ο λαβύρινθος, γιατί η συνείδησή σου είναι αφυπνισμένη, μολονότι ο αληθινός χρόνος καταργείται.
Ο συγγραφικός κόσμος έχει παντοτινή αγωνία και συναίσθηση πως η εφαρμογή της έμπνευσης είναι πολύ κατώτερη, τόσο ώστε δεν αναγνωρίζεται η αρχική λάμψη του ονείρου. Μόνος ο συγγραφεύς παλεύει με τις λέξεις και τις έννοιες, βυθισμένος στον καταδικό του κόσμο, στον μεταξένιο ιστό, τον δημιουργημένο από την έμπνευσή του. Στην αρχαιότητα ο πεζογράφος ονομαζόταν συνθέτης λόγων. Όντως. Συνθέτει λόγους, και με τους λόγους ιστορίες, βασισμένες πάνω στα λόγια των Ελικωνιάδων Μουσών, μισές ψέμμα και μισές αλήθειες. Ο συγγραφεύς έχει κοντά του τον αναγνώστη, μοιράζεται μαζί του το έργο, ο συγγραφεύς είναι ο Μέγας τάλας, ο αναγνώστης κρίνει, καλοδέχεται και απορρίπτει. ‘Οταν κρατά στα συρτάρια τα γραπτά του είναι μόνος, όταν δημοσιεύει συντροφεύεται από τον αναγνώστη.
Όταν γίνομαι αναγνώστης με μόνιμη συμπάθεια αναγνωρίζω όλες τις επινοήσεις, τις παγίδες, τα αδιἐξοδα και τα χαρίσματα του συγραφέως.
Ο εικονικός κόσμος είναι το αντίτυπο και το αντίγραφο. Η σκιά. Η μίμηση των πάντων. Έχει την όποια λογική της πραγματικότητας. Τίποτε δεν είναι δικό του αλλά απεικονίζει πραγματικότητες με τρόπο μαγικό. Οι ψευδαισθήσεις είναι τόσο έντονες, ώστε μπορείς να χαθείς όπως με τις οφθαλμαπάτες της ερήμου. Βλέπεις στον παροντικό σου χρόνο σε αναπαράσταση αρχαία μνημεία, θέατρα και οδούς, όπου νοερώς διασχίζεις, παρακολουθείς παμπάλαιες μάχες, μετέχεις σε τρισδιάστατα εξομοιωμένα περιβάλλοντα. Με το Foto shop που ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, βάφεις με τα εικονικά χρώματα την παράσταση χωρίς να λερώνεις χέρια και χώρο, την αυξομοιώνεις με τον εικονικό φακό, την στριφογυρνάς και την μεταθέτεις με ένα άγγιγμα. Είναι μια τεχνολογική ποίηση. Τότε αντιλαμβάνεσαι και τα παράλληλα σύμπαντα.
Μου έτυχε αρκετές φορές καθώς περπατώ να βλέπω δίπλα μου ξένους ανθρώπους από άλλο χωροχρονικό επίπεδο με μία σημαντική διαφορά: τους βλέπω πάντοτε εν τομή και ποτέ κατενώπιον.
Ο ονειρικός κόσμος είναι πολλές φορές άναρχος και λιγώτερο λογικός κατά τα «συμφωνημένα» μέτρα της λογικής μας. Γοητευτικός με την αντιφατικότητα και το άλογο στοιχείο του, προφητικός ενίοτε για τις διευρυμένες συνειδήσεις, εφιαλτικός για τον ταραγμένο ψυχισμό.
Τα όνειρά μου είναι συνήθως έγχρωμα και διαθέτουν μια απίστευτη διαφάνεια. Όπως παλαιότερα εξομολογήθηκα σε μια συνέντευξη αποτελούν για μένα πηγή έμπνευσης. Πολλά διηγήματά μου έχουν τις ρίζες τους στον ονειρικό κόσμο. Φαντάζομαι πως το ίδιο θα συμβαίνει και σε άλλους συγγραφείς. Τυχερός όποιος θυμάται ολόκληρο το όνειρό του και δύναται να το ερμηνεύσει. Τα όνειρα είναι πολύτιμα, ακόμη κι αν αναγκασμένος σηκώνεσαι λόγω καθηκόντων πολλές φορές την νύχτα, ακόμη κι αν τα θυμάσαι τεμαχισμένα σαν κομμάτια κρεοπωλείου.
Ο πραγματικός κόσμος, του οποίου η ύπαρξη γεννά τα περισσότερα φιλοσοφικά ερωτήματα: είναι αληθινός, είναι ένα είδωλο του αληθούς αρχετύπου, είναι αντικειμενικός ή υποκειμενικός, βιώνεται από όλους το ίδιο; Είναι η περιέχουσα έννοια του κόσμου και όχι το περιεχόμενο; Τί είναι; αίνιγμα και γρίφος ή μια αλήθεια και σταθερότητα; όσο το ερωτηματικό μπαίνει στο τέλος της πρότασης, δεν ξέρουμε τί είναι. Μόνον με υποθέσεις βρίσκουμε τα χαρακτηριστικά του. Ας υποθέσουμε λοιπόν πως είναι αληθινός και λογικός...
Συνειδητοποιώντας πως ζω σε αυτούς τους πέντε κόσμους μέσα στο καθημερινό μου εικοσιτετράωρο, προσπάθησα να βρω το κοινό τους στοιχείο. Τελικώς ανακάλυψα με βάση τις διάφορες αδιαθεσίες που μου συνέβησαν και στους πέντε κόσμους (ταχυκαρδία, ίλιγγος, σταμάτημα αναπνοής κα.) πως κοινός παρανομαστής είναι ο θάνατος. Μπορεί να συμβεί σε όλους αυτούς τους κόσμους. Τρομερό; Όχι, αν θυμηθούμε την αστραφτερή εικόνα από την ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα που περιγράφει τον θάνατο: «Το ρίγος της πλάνης και το άλλο του ταξιδιού καταμεσήμερα μέσα στο σκοτεινότερο όχημα που γλυστράει πάνω σε μαργαρίτες και όργια πουλιών.»
ΠΗΓΗ: diastixo.gr
Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως
Η Ελένη Λαδιά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945 και είναι πεζογράφος
Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013
ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ της Ελένης Λαδιά
Από τη Νίκαια σε μια επιστολή του 18871 στον Πίτερ Γκαστ, γράφει ο Νίτσε (1844-1900) πως σε κάποια επίσκεψή του στη δημόσια βιβλιοθήκη έπεσε το μάτι του σ’ ένα βιβλίο, μεταφρασμένο στα γαλλικά, του αγνώστου του Ντοστογιέφσκι (1821-1881) και το ένστικτό του ορθώθηκε αιφνιδίως ειδοποιώντας τον πως βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μακρινό πρόγονό του. Ο φιλόσοφος αναφερόταν πιθανόν στο Υπόγειο συγκινημένος για το βάθος του έργου, το οποίο πραγματευόταν με τολμηρό τρόπο τη δελφική ρήση τού «Γνώθι σαυτόν». Ο Νίτσε χαρακτηρίζει το έργο ως υπόγεια μουσική, ως μια μεγαλοφυή ψυχολογική μελέτη. Μολονότι οι κόσμοι τους κήρυτταν διαφορετικά «ευαγγέλια», κυρίως αιρετικά, ωστόσο η πνευματική τους συγγένεια κρηπιδωνόταν στη βαθιά ψυχολογική δεινότητα και την τόλμη των έργων τους. Φυσικά ο Ντοστογιέφσκι, ως κατά πολύ προγενέστερος χρονικώς, δεν έμαθε ποτέ πως είχε θαυμαστή ένα μεγάλο και ριζοσπαστικό φιλόσοφο.
Άλλη μια συγγένεια διακρίνουμε στο σύμβολο του Υπογείου του ενός και του σπηλαίου (του Ζαρατούστρα) του άλλου, που θεωρούμε πως είχαν μέγα πρότυπό τους τη σπηλιά του Πλάτωνος.
Αυτά ως προς τα μεγάλα θέματα. Ανακαλύψαμε όμως κάποια σχέση και σε μια λεπτομέρεια: σ’ ένα όνειρο. Όνειρο για τον έναν και εφαρμογή του ονείρου για τον άλλο.
Ο Ρασκόλνικοφ, αυτός ο αιρετικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι (του οποίου το όνομα ετυμολογείται από το ρήμα ρασκάλιβατ, δηλαδή σπάω, σχίζω, κόβω, και ρασκόλνικ, ο αποστάτης, ο σχισματικός), σε εποχή που ακόμη δεν είχε κάνει το έγκλημα, πήγε σε μια ταβέρνα, έφαγε, ήπιε, και όπως είχε καιρό να δοκιμάσει ποτό, νύσταξε, χώθηκε σ’ ένα άλσος, ξάπλωσε στο γρασίδι και αποκοιμήθηκε. Εδώ παρατηρεί ο συγγραφεύς πως στις άρρωστες καταστάσεις, τα όνειρα διακρίνονται για τη θαυμάσια λάμψη τους, τα χρώματά τους και την υπερβολική ομοιότητα με την πραγματικότητα. Όμως στην εγρήγορση δεν μπορεί κανείς να τα αναπλάσει, ακόμα και αν είναι ο Πούσκιν.
Ονειρεύτηκε λοιπόν ο Ρασκόλνικοφ πως ήταν επτά χρόνων και το βραδάκι μιας εορτάσιμης ημέρας πήγε με τον πατέρα του έναν περίπατο. Προχωρώντας προς το κοιμητήριο, όπου ήταν θαμμένη η γιαγιά του, πέρασαν μπροστά από ένα καμπαρέ. Εκεί απ’ έξω τραγουδούσαν μεθυσμένοι μουζίκοι, ντυμένοι με κόκκινα, γαλάζια πουκάμισα, και ριχτά στον ώμο σακάκια, ακούγονταν θόρυβοι και μπαλαλάικες, ενώ πιο πέρα υπήρχε ένα πελώριο τετράτροχο κάρο, όπου σέλωναν γερά άλογα, για να μεταφέρουν εμπορεύματα και κρασοβάρελα. Τώρα όμως ήταν ζευγμένο ένα σκελετωμένο αλογάκι. Ο ιδιοκτήτης του αλόγου, ο Μικόλκα, πρόετρεπε με τραχύτητα τους φίλους του να ανεβούν στο κάρο, για να τους μεταφέρει, ενώ εκείνοι δίσταζαν βλέποντας το αδύναμο ζώο. Τελικώς, τους ανέβασε όλους ζητώντας τους να κουράσουν το άλογο ώσπου να ψοφήσει, διότι δεν άξιζε να τρώει το χορτάρι του. Οι μεθυσμένοι χτυπούν με τρία καμτσίκια τη φοραδίτσα, ώσπου εκείνη πέφτει κατάχαμα. Ο Μικόλκα έβριζε το ζώο με χυδαία λόγια βασανίζοντάς το, οι μεθυσμένοι γελούσαν αδιάντροπα και τρομαγμένος ο μικρός Ρασκόλνικοφ φώναξε στον πατέρα του να δει τη σκηνή. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον τραβήξει από το μέρος όπου συνέβαιναν αυτά, αλλά το παιδί ξέφυγε, έτρεξε προς το δυστυχισμένο ζώο, που ακόμη χτυπούσαν, με την προσταγή του Μικόλκα «βαράτε μέχρι να ψοφήσει», κι ύστερα το μαστίγωναν στα μάτια. Το παιδί κλαίει, προσπαθεί να δείρει τους βασανιστές του ζώου και οι μετέπειτα στιγμές είναι φρικιαστικές. Ο Μικόλκα, γεμάτος μίσος για το ζώο που δεν πέθαινε, το χτυπά με στειλιάρι. Εκείνο προσπαθεί να αμυνθεί. Τελικώς το σκοτώνει. Τότε ο μικρός μπήγει μια κραυγή, ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, αγκαλιάζει τη ματωμένη μουσούδα του ζώου και το φιλεί στα μάτια και στα χείλη.
Όταν ξυπνά ο Ρασκόλνικοφ ευχαριστεί τον Θεό που ήταν όνειρο, σκεπτόμενος με φρίκη το ματωμένο στειλιάρι, που του θύμισε τον προσχεδιασμένο, μελλοντικό του φόνο.
Το όνειρό του φαίνεται πως ήταν προφητικό: σκότωσε την άχρηστη –κατά τη θεωρία του– γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα και εξ ανάγκης και την αδελφή της Ελισάβετ, με μπαλτά, όπως ο Μικόλκα θανάτωσε με στιλιάρι τη γερασμένη και αδύναμη φοραδίτσα.
Αυτά συνέβησαν στη Ρωσία του μυθιστορήματος.
Στο Τουρίνο της πραγματικότητας όμως διαδραματίστηκε μια ανάλογη σκηνή με το άλογο, όπως την περιγράφει ο Ντανιέλ Αλεβί: «Ο σπιτονοικοκύρης ανήσυχος τον επέβλεπε. Ο Όβερμπεκ άκουσε όσα του διηγήθηκε. Η τελική κρίση τού ήρθε στο δρόμο: Ο Νίτσε, βγαίνοντας από το σπίτι, είδε έναν καροτσέρη που χτυπούσε το άλογό του· αγανακτισμένος, ρίχτηκε ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, αγκαλιάζοντάς το με τα μπράτσα του, φιλώντας τα ρουθούνια του κι απαγορεύοντάς τους να το αγγίξουνε. Οι περαστικοί μαζεύτηκαν γύρω του, μπήκε στη μέση ένας χωροφύλακας. Ο Νίτσε, πέφτοντας σε εγκεφαλικό παραλήρημα, σωριάστηκε στο πλακόστρωτο. Ο σπιτονοικοκύρης άκουσε τη φασαρία και έτρεξε αμέσως».2
Αυτό ήταν το συντροφικό φιλί στα βασανισμένα άλογα των συγγραφέων, που έδωσαν οι ευγενείς φύσεις στα ευγενέστερα των ζώων.
Σημειώσεις
1. J. Chaix-Ruy, Για να γνωρίσετε την σκέψη του Νίτσε, μτφρ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδ. Άπειρον, 1976
2. Ντανιέλ Αλεβί, Φρειδερίκος Νίτσε, μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Γκοβόστη, 1990
ΠΗΓΗ: diastixo.gr
Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως
Άλλη μια συγγένεια διακρίνουμε στο σύμβολο του Υπογείου του ενός και του σπηλαίου (του Ζαρατούστρα) του άλλου, που θεωρούμε πως είχαν μέγα πρότυπό τους τη σπηλιά του Πλάτωνος.
Αυτά ως προς τα μεγάλα θέματα. Ανακαλύψαμε όμως κάποια σχέση και σε μια λεπτομέρεια: σ’ ένα όνειρο. Όνειρο για τον έναν και εφαρμογή του ονείρου για τον άλλο.
Ο Ρασκόλνικοφ, αυτός ο αιρετικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι (του οποίου το όνομα ετυμολογείται από το ρήμα ρασκάλιβατ, δηλαδή σπάω, σχίζω, κόβω, και ρασκόλνικ, ο αποστάτης, ο σχισματικός), σε εποχή που ακόμη δεν είχε κάνει το έγκλημα, πήγε σε μια ταβέρνα, έφαγε, ήπιε, και όπως είχε καιρό να δοκιμάσει ποτό, νύσταξε, χώθηκε σ’ ένα άλσος, ξάπλωσε στο γρασίδι και αποκοιμήθηκε. Εδώ παρατηρεί ο συγγραφεύς πως στις άρρωστες καταστάσεις, τα όνειρα διακρίνονται για τη θαυμάσια λάμψη τους, τα χρώματά τους και την υπερβολική ομοιότητα με την πραγματικότητα. Όμως στην εγρήγορση δεν μπορεί κανείς να τα αναπλάσει, ακόμα και αν είναι ο Πούσκιν.
Ονειρεύτηκε λοιπόν ο Ρασκόλνικοφ πως ήταν επτά χρόνων και το βραδάκι μιας εορτάσιμης ημέρας πήγε με τον πατέρα του έναν περίπατο. Προχωρώντας προς το κοιμητήριο, όπου ήταν θαμμένη η γιαγιά του, πέρασαν μπροστά από ένα καμπαρέ. Εκεί απ’ έξω τραγουδούσαν μεθυσμένοι μουζίκοι, ντυμένοι με κόκκινα, γαλάζια πουκάμισα, και ριχτά στον ώμο σακάκια, ακούγονταν θόρυβοι και μπαλαλάικες, ενώ πιο πέρα υπήρχε ένα πελώριο τετράτροχο κάρο, όπου σέλωναν γερά άλογα, για να μεταφέρουν εμπορεύματα και κρασοβάρελα. Τώρα όμως ήταν ζευγμένο ένα σκελετωμένο αλογάκι. Ο ιδιοκτήτης του αλόγου, ο Μικόλκα, πρόετρεπε με τραχύτητα τους φίλους του να ανεβούν στο κάρο, για να τους μεταφέρει, ενώ εκείνοι δίσταζαν βλέποντας το αδύναμο ζώο. Τελικώς, τους ανέβασε όλους ζητώντας τους να κουράσουν το άλογο ώσπου να ψοφήσει, διότι δεν άξιζε να τρώει το χορτάρι του. Οι μεθυσμένοι χτυπούν με τρία καμτσίκια τη φοραδίτσα, ώσπου εκείνη πέφτει κατάχαμα. Ο Μικόλκα έβριζε το ζώο με χυδαία λόγια βασανίζοντάς το, οι μεθυσμένοι γελούσαν αδιάντροπα και τρομαγμένος ο μικρός Ρασκόλνικοφ φώναξε στον πατέρα του να δει τη σκηνή. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον τραβήξει από το μέρος όπου συνέβαιναν αυτά, αλλά το παιδί ξέφυγε, έτρεξε προς το δυστυχισμένο ζώο, που ακόμη χτυπούσαν, με την προσταγή του Μικόλκα «βαράτε μέχρι να ψοφήσει», κι ύστερα το μαστίγωναν στα μάτια. Το παιδί κλαίει, προσπαθεί να δείρει τους βασανιστές του ζώου και οι μετέπειτα στιγμές είναι φρικιαστικές. Ο Μικόλκα, γεμάτος μίσος για το ζώο που δεν πέθαινε, το χτυπά με στειλιάρι. Εκείνο προσπαθεί να αμυνθεί. Τελικώς το σκοτώνει. Τότε ο μικρός μπήγει μια κραυγή, ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, αγκαλιάζει τη ματωμένη μουσούδα του ζώου και το φιλεί στα μάτια και στα χείλη.
Όταν ξυπνά ο Ρασκόλνικοφ ευχαριστεί τον Θεό που ήταν όνειρο, σκεπτόμενος με φρίκη το ματωμένο στειλιάρι, που του θύμισε τον προσχεδιασμένο, μελλοντικό του φόνο.
Το όνειρό του φαίνεται πως ήταν προφητικό: σκότωσε την άχρηστη –κατά τη θεωρία του– γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα και εξ ανάγκης και την αδελφή της Ελισάβετ, με μπαλτά, όπως ο Μικόλκα θανάτωσε με στιλιάρι τη γερασμένη και αδύναμη φοραδίτσα.
Αυτά συνέβησαν στη Ρωσία του μυθιστορήματος.
Στο Τουρίνο της πραγματικότητας όμως διαδραματίστηκε μια ανάλογη σκηνή με το άλογο, όπως την περιγράφει ο Ντανιέλ Αλεβί: «Ο σπιτονοικοκύρης ανήσυχος τον επέβλεπε. Ο Όβερμπεκ άκουσε όσα του διηγήθηκε. Η τελική κρίση τού ήρθε στο δρόμο: Ο Νίτσε, βγαίνοντας από το σπίτι, είδε έναν καροτσέρη που χτυπούσε το άλογό του· αγανακτισμένος, ρίχτηκε ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, αγκαλιάζοντάς το με τα μπράτσα του, φιλώντας τα ρουθούνια του κι απαγορεύοντάς τους να το αγγίξουνε. Οι περαστικοί μαζεύτηκαν γύρω του, μπήκε στη μέση ένας χωροφύλακας. Ο Νίτσε, πέφτοντας σε εγκεφαλικό παραλήρημα, σωριάστηκε στο πλακόστρωτο. Ο σπιτονοικοκύρης άκουσε τη φασαρία και έτρεξε αμέσως».2
Αυτό ήταν το συντροφικό φιλί στα βασανισμένα άλογα των συγγραφέων, που έδωσαν οι ευγενείς φύσεις στα ευγενέστερα των ζώων.
Σημειώσεις
1. J. Chaix-Ruy, Για να γνωρίσετε την σκέψη του Νίτσε, μτφρ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδ. Άπειρον, 1976
2. Ντανιέλ Αλεβί, Φρειδερίκος Νίτσε, μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Γκοβόστη, 1990
ΠΗΓΗ: diastixo.gr
Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)