Από τη Νίκαια σε μια επιστολή του 18871 στον Πίτερ Γκαστ, γράφει ο Νίτσε (1844-1900) πως σε κάποια επίσκεψή του στη δημόσια βιβλιοθήκη έπεσε το μάτι του σ’ ένα βιβλίο, μεταφρασμένο στα γαλλικά, του αγνώστου του Ντοστογιέφσκι (1821-1881) και το ένστικτό του ορθώθηκε αιφνιδίως ειδοποιώντας τον πως βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μακρινό πρόγονό του. Ο φιλόσοφος αναφερόταν πιθανόν στο Υπόγειο συγκινημένος για το βάθος του έργου, το οποίο πραγματευόταν με τολμηρό τρόπο τη δελφική ρήση τού «Γνώθι σαυτόν». Ο Νίτσε χαρακτηρίζει το έργο ως υπόγεια μουσική, ως μια μεγαλοφυή ψυχολογική μελέτη. Μολονότι οι κόσμοι τους κήρυτταν διαφορετικά «ευαγγέλια», κυρίως αιρετικά, ωστόσο η πνευματική τους συγγένεια κρηπιδωνόταν στη βαθιά ψυχολογική δεινότητα και την τόλμη των έργων τους. Φυσικά ο Ντοστογιέφσκι, ως κατά πολύ προγενέστερος χρονικώς, δεν έμαθε ποτέ πως είχε θαυμαστή ένα μεγάλο και ριζοσπαστικό φιλόσοφο.
Άλλη μια συγγένεια διακρίνουμε στο σύμβολο του Υπογείου του ενός και του σπηλαίου (του Ζαρατούστρα) του άλλου, που θεωρούμε πως είχαν μέγα πρότυπό τους τη σπηλιά του Πλάτωνος.
Αυτά ως προς τα μεγάλα θέματα. Ανακαλύψαμε όμως κάποια σχέση και σε μια λεπτομέρεια: σ’ ένα όνειρο. Όνειρο για τον έναν και εφαρμογή του ονείρου για τον άλλο.
Ο Ρασκόλνικοφ, αυτός ο αιρετικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι (του οποίου το όνομα ετυμολογείται από το ρήμα ρασκάλιβατ, δηλαδή σπάω, σχίζω, κόβω, και ρασκόλνικ, ο αποστάτης, ο σχισματικός), σε εποχή που ακόμη δεν είχε κάνει το έγκλημα, πήγε σε μια ταβέρνα, έφαγε, ήπιε, και όπως είχε καιρό να δοκιμάσει ποτό, νύσταξε, χώθηκε σ’ ένα άλσος, ξάπλωσε στο γρασίδι και αποκοιμήθηκε. Εδώ παρατηρεί ο συγγραφεύς πως στις άρρωστες καταστάσεις, τα όνειρα διακρίνονται για τη θαυμάσια λάμψη τους, τα χρώματά τους και την υπερβολική ομοιότητα με την πραγματικότητα. Όμως στην εγρήγορση δεν μπορεί κανείς να τα αναπλάσει, ακόμα και αν είναι ο Πούσκιν.
Ονειρεύτηκε λοιπόν ο Ρασκόλνικοφ πως ήταν επτά χρόνων και το βραδάκι μιας εορτάσιμης ημέρας πήγε με τον πατέρα του έναν περίπατο. Προχωρώντας προς το κοιμητήριο, όπου ήταν θαμμένη η γιαγιά του, πέρασαν μπροστά από ένα καμπαρέ. Εκεί απ’ έξω τραγουδούσαν μεθυσμένοι μουζίκοι, ντυμένοι με κόκκινα, γαλάζια πουκάμισα, και ριχτά στον ώμο σακάκια, ακούγονταν θόρυβοι και μπαλαλάικες, ενώ πιο πέρα υπήρχε ένα πελώριο τετράτροχο κάρο, όπου σέλωναν γερά άλογα, για να μεταφέρουν εμπορεύματα και κρασοβάρελα. Τώρα όμως ήταν ζευγμένο ένα σκελετωμένο αλογάκι. Ο ιδιοκτήτης του αλόγου, ο Μικόλκα, πρόετρεπε με τραχύτητα τους φίλους του να ανεβούν στο κάρο, για να τους μεταφέρει, ενώ εκείνοι δίσταζαν βλέποντας το αδύναμο ζώο. Τελικώς, τους ανέβασε όλους ζητώντας τους να κουράσουν το άλογο ώσπου να ψοφήσει, διότι δεν άξιζε να τρώει το χορτάρι του. Οι μεθυσμένοι χτυπούν με τρία καμτσίκια τη φοραδίτσα, ώσπου εκείνη πέφτει κατάχαμα. Ο Μικόλκα έβριζε το ζώο με χυδαία λόγια βασανίζοντάς το, οι μεθυσμένοι γελούσαν αδιάντροπα και τρομαγμένος ο μικρός Ρασκόλνικοφ φώναξε στον πατέρα του να δει τη σκηνή. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον τραβήξει από το μέρος όπου συνέβαιναν αυτά, αλλά το παιδί ξέφυγε, έτρεξε προς το δυστυχισμένο ζώο, που ακόμη χτυπούσαν, με την προσταγή του Μικόλκα «βαράτε μέχρι να ψοφήσει», κι ύστερα το μαστίγωναν στα μάτια. Το παιδί κλαίει, προσπαθεί να δείρει τους βασανιστές του ζώου και οι μετέπειτα στιγμές είναι φρικιαστικές. Ο Μικόλκα, γεμάτος μίσος για το ζώο που δεν πέθαινε, το χτυπά με στειλιάρι. Εκείνο προσπαθεί να αμυνθεί. Τελικώς το σκοτώνει. Τότε ο μικρός μπήγει μια κραυγή, ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, αγκαλιάζει τη ματωμένη μουσούδα του ζώου και το φιλεί στα μάτια και στα χείλη.
Όταν ξυπνά ο Ρασκόλνικοφ ευχαριστεί τον Θεό που ήταν όνειρο, σκεπτόμενος με φρίκη το ματωμένο στειλιάρι, που του θύμισε τον προσχεδιασμένο, μελλοντικό του φόνο.
Το όνειρό του φαίνεται πως ήταν προφητικό: σκότωσε την άχρηστη –κατά τη θεωρία του– γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα και εξ ανάγκης και την αδελφή της Ελισάβετ, με μπαλτά, όπως ο Μικόλκα θανάτωσε με στιλιάρι τη γερασμένη και αδύναμη φοραδίτσα.
Αυτά συνέβησαν στη Ρωσία του μυθιστορήματος.
Στο Τουρίνο της πραγματικότητας όμως διαδραματίστηκε μια ανάλογη σκηνή με το άλογο, όπως την περιγράφει ο Ντανιέλ Αλεβί: «Ο σπιτονοικοκύρης ανήσυχος τον επέβλεπε. Ο Όβερμπεκ άκουσε όσα του διηγήθηκε. Η τελική κρίση τού ήρθε στο δρόμο: Ο Νίτσε, βγαίνοντας από το σπίτι, είδε έναν καροτσέρη που χτυπούσε το άλογό του· αγανακτισμένος, ρίχτηκε ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, αγκαλιάζοντάς το με τα μπράτσα του, φιλώντας τα ρουθούνια του κι απαγορεύοντάς τους να το αγγίξουνε. Οι περαστικοί μαζεύτηκαν γύρω του, μπήκε στη μέση ένας χωροφύλακας. Ο Νίτσε, πέφτοντας σε εγκεφαλικό παραλήρημα, σωριάστηκε στο πλακόστρωτο. Ο σπιτονοικοκύρης άκουσε τη φασαρία και έτρεξε αμέσως».2
Αυτό ήταν το συντροφικό φιλί στα βασανισμένα άλογα των συγγραφέων, που έδωσαν οι ευγενείς φύσεις στα ευγενέστερα των ζώων.
Σημειώσεις
1. J. Chaix-Ruy, Για να γνωρίσετε την σκέψη του Νίτσε, μτφρ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδ. Άπειρον, 1976
2. Ντανιέλ Αλεβί, Φρειδερίκος Νίτσε, μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Γκοβόστη, 1990
ΠΗΓΗ: diastixo.gr
Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως