αναδημοσίευση από το Έλλοπος blog
Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011
Φυσιογνωμίες Τόπων της Ελένης Λαδιά-κριτική παρουσίαση από το Έλλοπος blog
αναδημοσίευση από το Έλλοπος blog
Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ - Το τυχαίο
Περπατούσα ανέμελη στους δρόμους της πρωτεύουσας, όταν ξαφνικά είδα σ' ένα πεζοδρόμιο - εξώστη τη σκηνή ενός συμποσίου. Στην αρχή μού θύμισε ζωγραφικό πίνακα, λουσμένο στο φως του απογευματινού ήλιου.
Οι συμποσιαστές μού ήσαν γνώριμοι. Πρώτα πρόσεξα τη μητέρα μου και μετά τους συγγενείς της: ήταν η αδελφή της, ο νεκρός άνδρας της αδελφής της, ο εξάδελφός της και ο αγαπημένος της ανιψιός. Μου φάνηκε περίεργο το θέαμα, αφού ακριβώς πριν από μία ώρα η μητέρα μου ήταν στο σπίτι, όταν εγώ ετοιμαζόμουν να βγω για περίπατο. Είχε μάλιστα και τη συνηθισμένη της συμπεριφορά. Με φίλησε και με συμβούλευσε να προσέχω. Δε μου ανέφερε πως θα έβγαινε και η ίδια και πως θα έτρωγε με τους συγγενείς της.
Πλησίασα προς το τραπέζι τους κι άρχισα να τους χαιρετώ ευγενικά. Όταν έφτασα προς το μέρος του Θανάση, του ανδρός της αδελφής της και του μίλησα θερμά, μια και είχα να τον δω πολλά χρόνια, με κοίταξαν όλοι απορημένοι σα να ήμουν τρελή.
«Ποιον χαιρετάς μπροστά στην άδεια θέση;», φώναξε έντρομη η μητέρα μου.
«Ποια άδεια; Τον Θανάση βλέπω, τον καλό μου θείο», απάντησα και συνέχισα απτόητη, «τι κάνεις Θανασάκη; μα εσύ ξανάνιωσες. Και σου πάει πολύ το θαλασσί πουκάμισο που φοράς!»
Ήταν ανείπωτη η χαρά που τον ξανάβλεπα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε μια φυσική ευγένεια και μεγάλο σεβασμό για την τέχνη, σεβασμό που έκανε το περιβάλλον της μητέρας μου να κρυφογελά και να σχολιάζει τη συμπεριφορά του. Θυμήθηκα πως κάποτε έφτασε λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος σπίτι του κι η πρώτη φράση στην ανήσυχη γυναίκα του ήταν: «Άνοιξε το ραδιόφωνο. Τραγουδά η Κάλλας!» Η θεια μου τον μούντζωσε αγανακτισμένη, «είπα κι εγώ πως αρρώστησες», σχολίασε με κακία, ενώ εκείνος ευτυχής και πάνω από τις μικρότητες του περιβάλλοντος απολάμβανε τη φωνή τού αιώνα, όπως συνήθιζε να λέει.
Του είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία γι' αυτές τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, κι έτσι τον τίμησα και τον έχρισα πρώτο αναγνώστη των εφηβικών μου διηγημάτων. Κανείς δε με άκουγε τότε που είχα μεγάλη ανάγκη για έναν αναγνώστη. Όταν στα δεκατρία μου χρόνια εμπνεύστηκα ένα διήγημα από τη θλιβερή ιστορία ενός μακρινού συγγενούς, που ήταν νόθος και απεγνωσμένα έψαχνε να βρει τον πατέρα του, στον θείο μου τον Θανάση εμπιστεύτηκα το θέμα. Κι όταν διάβαζα συγκινημένη την ιστορία που έπλασα, τονίζοντας κάπως υπερβολικά και συχνά τη λέξη «μπάσταρδε», ο Θανάσης με άκουγε προσεχτικά και μάλωνε τη γυναίκα του που με περιγελούσε, «άσε το παιδί, μην το πληγώνεις. Αυτό κάποτε θα γίνει συγγραφεύς».
Τα λόγια του ήταν προφητικά, κι όταν πλέον ως συγγραφεύς είχα τιμητικές διακρίσεις, τον Θανάση καλούσα πρώτον και καλύτερο, στην πιο περίοπτη θέση.
Κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι αυτός ο γίγαντας του ύψους και του πάχους είχε μια τόσο τρυφερή και καλλιτεχνική ψυχή. Είχε μόρφωση σχολαρχείου, κι αγαπούσε τα βιβλία, μολονότι η εργασία του ήταν εμπορικής φύσεως. Προπαντός του άρεσε η όπερα. Θυμήθηκα, όταν τον ξανάδα μετά από χρόνια, ένα περιστατικό που συνέβη στη Γερμανία. Στην Όπερα της Φραγκφούρτης παίζονταν τον καιρό τής εκεί διαμονής μου, στο σπίτι της θείας μου και του Θανάση, οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης. Λάτρις και μεγάλη θαυμάστρια του Βάγκνερ θέλησα να πάμε στην Όπερα. «Α, εγώ δεν έρχομαι να ακούω τους Γερμανούς να γκαρίζουν», είπε με τραχύτητα η θεία μου, αλλά ο Θανάσης συγκινήθηκε και προθυμοποιήθηκε αμέσως να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου. «Ευτυχώς που ήρθες», μου είπε. «Πάντα λαχταρούσα να πάω στην Όπερα της Φραγκφούρτης, αλλά δεν είχα συντροφιά». Κι έστειλε τη θυγατέρα του να βγάλει εισιτήρια.
Τώρα θες η κακή του τύχη, θες η ωραία μαγειρική της γυναίκας του, το στιφάδο εκείνη της ημέρας, θες η πολυφαγία του, δεν μπόρεσε να χαρεί την παράσταση. Μόλις τακτοποιηθήκαμε σε πλεονεκτικές θέσεις και λίγο προτού ανοίξει η αυλαία, ο Θανάσης έκανε έναν μορφασμό πόνου. Ήταν γραφτό. Τον έπιασε φοβερό κόψιμο, έτρεξε στην τουαλέτα και εν συνεχεία, ιδρωμένο και μισολιπόθυμο, τον πήγε η θυγατέρα του στο σπίτι. Επέπρωτο να δω μόνη μου τους Αρχιτραγουδιστές, αφού η ταλαίπωρη η εξαδέλφη μου που ήλθε να με παραλάβει, έφτασε στο τέλος της παράστασης.
Αυτό το περιστατικό υπενθύμισα ξεκαρδισμένη στον Θανάση του συμποσίου, ενώ οι άλλοι συνδαιτυμόνες παρακολουθούσαν έντρομοι τη συμπεριφορά μου. «Τρελάθηκε», άκουσα τη μητέρα μου να λέει με ταραχή στην αδελφή της. «Το πολύ διάβασμα την πείραξε», ψέλλισε ο εξάδελφος της μητέρας μου.
«Μα τι θέλετε», φώναξα αγανακτισμένη. «Δε βλέπετε πως μιλώ με τον Θανάση; Τόση ώρα είσθε μαζί του και τρωγοπίνετε».
«Κύριε ελέησον», αναστέναξε η θεία μου. «Ο Θανάσης είναι πέντε χρόνια νεκρός. Εσύ η ίδια ήσουν στην κηδεία του. Έλα στα συγκαλά σου...».
«Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες», απάντησα θυμωμένα. «Όμως τώρα είναι ολοζώντανος μπροστά μας, μιλάμε, γελά. Δεν τον βλέπετε πως γελά! Κι είναι τόσο όμορφος με το θαλασσί του πουκάμισο».
«Βλέπεις και το πουκάμισο;», έκανε απορημένος ο αγαπημένος ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.
«Εγώ βλέπω να κάθεται ο Θανάσης και να χαμογελά με τη στραβωμάρα σας».
«Το δίκιο είναι με τους πολλούς», αποφάνθηκε ο εξάδελφος της μητέρας μου, «εμείς δε βλέπουμε τίποτα».
«Το δίκιο μπορεί να είναι μόνο του Ενός», αποκρίθηκα πεισματικά.
Η μητέρα μου έκλαιγε και είχε κοκκινίσει ολόκληρη από ταραχή. Φοβήθηκα μήπως ανέβει η πίεσή της, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Η αλήθεια ήταν πως ο Θανάσης στεκόταν ολοζώντανος απέναντί μου.
«Μπορεί να αναστήθηκε», είπα για να τους καθησυχάσω.
«Κανείς δεν ανασταίνεται», τόνισε αποφθεγματικά ο ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.
«Μετά την Ανάσταση του Χριστού όλοι μπορούμε να αναστηθούμε», απάντησα με πεποίθηση.
Ακούστηκε η φωνή της θειας μου μέσα από λυγμούς. «Την τρέλανε η θεολογία».
Όχι, δε με είχανε τρελάνει οι θεολογικές σπουδές. Έβλεπα τον Θανάση με σάρκα και οστά, κι ας ήξερα ότι είχε πεθάνει. Τον έβλεπα πεντακάθαρα, μέχρι που έκανα ένα μικρό βήμα πλαγίως. Τότε παρουσιάστηκε στα μάτια μου η άδεια καρέκλα, πάνω στην οποία υπήρχε το καπέλο του εξαδέλφου της μητέρας μου. Θεέ μου, σκέφτηκα, μήπως ήταν όραμα; Μήπως έπεσα στα δίχτυα οφθαλμαπάτης κι οι άλλοι είχαν δίκιο;
Ταράχτηκα και ξαναβημάτισα στην αρχική μου θέση. Τότε ξανάδα τον Θανάση ολοζώντανο μπροστά μου να μου χαμογελά. Μια υποψία τρύπωσε στο μυαλό μου. Πειραματίστηκα και ξανάκανα το ίδιο βήμα πλαγίως. Ξανάχανα τον Θανάση. Επανήλθα στη θέση μου και τον ξαναβρήκα. Ήμουν πλέον βέβαιη πως κάτι συνέβαινε με τη θέση των ποδιών μου πάνω στη γη. Ο Θανάσης χανόταν και εμφανιζόταν ανάλογα με τη στάση μου. Δε με ενδιέφερε τι έκαναν, τι σκέπτονταν και τι έλεγαν οι γύρω μου. Στυλώθηκα με πείσμα στον τόπο όπου σίγουρα έβλεπα τον ολοζώντανο Θανάση.
«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα. «Κάτι συμβαίνει με τη θέση των ποδιών μου στο έδαφος».
Χαμογέλασε με καλοσύνη και νόημα. «Ναι, σωστά μάντεψες. Υποψιάστηκες ένα θαυμάσιο μυστικό, που θα σου αποκαλύψω. Άκουσε... υπάρχουν σ' ολόκληρη την επιφάνεια της Γης χαραγμένες γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών. Γραμμές πολύ λεπτές. Όταν την ίδια χρονική στιγμή πατήσει στην ίδια γραμμή ένας νεκρός κι ένας ζωντανός, συναντιούνται. Γίνεται μια επικοινωνία νεκρών και ζωντανών. Όμως αυτό συμβαίνει σπανίως, γιατί πρέπει συγχρόνως να πατούν στο ίδιο σημείο της ίδιας νοητής γραμμής. Γι' αυτό όταν άλλαζες τη θέση σου, εξαφανιζόμουν».
Ήμουν συνεπαρμένη από την εξήγησή του και κοιτάζοντάς τον κατάματα ρώτησα: «Τότε μπορώ να έρχομαι σ' αυτό ακριβώς το σημείο και να συναντιόμαστε».
Ένα θλιμμένο χαμόγελο κάλυψε το πρόσωπο του Θανάση. «Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τη συνάντηση», είπε. «Η Γη γυρίζει και μαζί της γυρίζουν κι οι νοητές γραμμές. Δεν ξέρουμε τίποτα, δεν ισχύει εδώ ο νόμος των πιθανοτήτων. Η συνάντησή μας ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Εντελώς τυχαίο».
Ο ήλιος έδυε με καταπληκτικά, ολοπόρφυρα χρώματα. Είδα τον Θανάση να μου χαμογελά γλυκά, «είμαι ευχαριστημένος που αποκάλυψα το μυστικό σε σένα», μου είπε, «γιατί σε αγαπούσα, αλλά και γιατί εσύ έτυχε να πατήσεις στο ίδιο σημείο με μένα, τον νεκρό».
Αυτά είπε και χάθηκε αιφνιδίως.
Απέμεινα με τους ζωντανούς, που βλέποντας την ηρεμία μου, ησύχασαν.
Είχα καθίσει στην ίδια θέση, όπου πρωτύτερα έβλεπα τον Θανάση και, συντονισμένη πια με την υπόλοιπη συντροφιά, παρήγγειλα ένα μπιφτέκι.
«Τι είχες πάθει παιδί μου και έκανες σαν τρελό;», με ρώτησε κάποια στιγμή η μητέρα μου, κι εγώ την καθησύχασα λέγοντάς της: «Τίποτα, τίποτα. Ήταν τυχαίο».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ 24 - 3 – 2002)
Το κολάζ της ανάρτησης είναι έργο της συγγραφέως
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ - Η όραση και το Άγιον Όρος
Το δικό μας τουριστικό καραβάκι έπλεε σε κοντινή απόσταση κι οι παραλιακές μονές φαίνονταν ολοκάθαρα, ανάγλυφες μέσα στη διάφανη ατμόσφαιρα. Ιδού, η περιοχή της Θηβαΐδος, ο αρσανάς της Ζωγράφου, η Δοχειαρίου, καθεμιά φορτωμένη με τους θρύλους και την ιστορία της, η ποικιλμένη με τρούλους μονή Παντελεήμονος, η Δάφνη - το λιμάνι του Ιερού Όρους -, αν ήμουν άντρας θα αποβιβαζόμουν στη Δάφνη, σκέφτηκα μελαγχολικά, η Δάφνη, όμως, ξεμάκραινε με την απαλότητα σκιάς κι η θαλάσσια νηνεμία ηρέμησε το νου. Οι γλάροι του καραβιού μας αναβαπτίζονται στη θάλασσα του Άθω και γίνονται μαγικά πουλιά. Αισθάνθηκα πάλι να μετακινούμαι στο χρόνο. Το τουριστικό μας καράβι μεταμορφώθηκε σε ιερή λέμβο, παίρνοντας την ψυχή μας, την ψυχή μου για το Όρος των Μακάρων. Περνούσαμε από τη Σιμωνόπετρα. Θάμβος και δέος. Αλλόκοτη, θαυμάσια και αγέρωχη, αετοφωλιά και κρησφύγετο αγγέλων, κάστρο, μονή και πολεμίστρα, γκριζόασπρη και λιτή, ουρανογέννητη. Άξαινα άνοιξαν οι ουρανοί και στείλανε το δώρο τους, τη Σιμωνόπετρα, το αριστουργηματικό αρχιτεκτόνημα, είδωλο του ουρανίου, υλοποιημένο όραμα του Οσίου μυροβλύτη Σίμωνα, θαύμα επταώροφο καρφωμένο στο βράχο. Κοσμημένη η εξωτερική πλευρά του Όρους με πράσινους θάμνους και κίτρινους ασπάλαθους. Πώς μου φαινόταν; Ένα τεράστιο αβγό, αβγό των Ορφικών που περιέκλειε το σύμπαν και δε θα 'σπαγε ποτέ για μένα. Δυνατή η φυλακή του σώματός μου. Το ιερό βουνό δε θ' άνοιγε ποτέ για μένα, δε θα περπατούσα εντός του ν' αναπνεύσω τις μοσχοβολιές του, δε θα κυριευόμουν από την υπερκόσμια ψυχοβολή του. Τόσο κοντά η Εδέμ και συνάμα τόσους αιώνες μακριά. Η παραλιακή μονή του Οσίου Γρηγορίου βρισκόταν τώρα μπροστά μας, ενώ η κορυφή του Άθω συννεφοσκέπαστη, εγχάρακτη γραμμή ουρανού και γης, ζάλιζε τη φτωχή μου όραση. Σε μερικές της πλευρές ακόμη χιονισμένη, πολική σχεδόν στη μαγιάτικη θαλπωρή. Τα χιόνια της, μικρά ρυάκια, γυάλιζαν στην επιφάνεια, αργυρά δάκρυα του Θεού, φαντάστηκα τον νεφεληγερέτη Δία να 'χει εκεί το θρόνο του κι η μνήμη γρήγορα συμπλήρωσε τη φαντασία με την πληροφορία πως εκεί λατρευόταν ο Ζευς. Το θεϊκό στοιχείο ταυτίζεται με το κοσμογονικό. Στην κορυφή του Άθω βρίσκεται ο Θεός κι η ανάσα του γεμίζει ολόκληρο το χώρο.
Η φωνή του τιμονιέρη πληροφορούσε για τη μονή του Οσίου Διονυσίου και του Αγίου Παύλου, που θα 'ταν και το τέρμα του αλησμόνητου ταξιδιού. Ταραγμένη έτρεξα και τον ρώτησα: - Και τα Καρούλια; Δε θα δούμε τα Καρούλια; Τι να δεις απ' τα Καρούλια, βράχοι είναι, απάντησε αδιάφορα. Κι όμως, σκέφτηκα θλιμμένη, εγώ αυτούς τους βράχους τους φοβερούς γύρευα, γι' αυτούς ξετρελαινόταν ο νους μου.
Τους βράχους που οι μεγάλοι αλαφροΐσκιωτοι, οι ερημίτες, γνωρίζουν τα τεχνάσματα του δαίμονα και την καλοσύνη του Θεού, που στις τρύπες τους, φωλιές των ασκητών, παίζεται ακόμη σήμερα, κάθε στιγμή το δράμα από το στοίχημα Θεού και σατανά για την ψυχή του ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Τα φριχτά Καρούλια γύρευα να δω, τον τόπο των ψυχοπομπών αγγέλων.
Στην επιστροφή, η ιερή λέμβος ξαναγινόταν το τουριστικό μας καράβι που έπλεε στ' ανοιχτά. Μια υπερκόσμια θλίψη με παγίδευε. Ποτέ δε θα δω όσα μου αφηγήθηκαν φίλοι προσκυνητές. Θα προσδοκώ όμως νέες αφηγήσεις. Ποτέ δε θα δω το εσωτερικό του Όρους, αυτού του συμπαντικού αβγού. Θα περιορίζομαι όμως στις εικόνες των βιβλίων. Ποτέ δε θ' αντικρίσω τον ασκητή στα Καρούλια. Θα τον φαντάζομαι όμως έτσι όπως τον θέλει η Κλίμαξ του Ιωάννου του Σιναΐτη. Αυτοπαρηγοριόμουνα. Γνωστοί παιδαγωγοί ή άρνηση και η στέρηση, γονιμοποιούν αφάνταστα. Απλησίαστο λοιπόν το Άγιο Όρος, όπως και ο Θεός. Καλύτερα έτσι. Ευλογημένο το φύλο μου, που βλέπει αλλά δε γνωρίζει. Τώρα οι μονές φαίνονταν από μακριά, μισοπνιγμένες στην ηλιοφάνεια. Ένα καράβι ερχόταν από τη Δάφνη προς την Ουρανούπολη. Οι επιβάτες του ήταν μόνο άντρες και καλόγεροι. Στο λιμάνι έβλεπα τους Αγιορείτες πατέρες με το απόκοσμο βλέμμα, τους αγγελιοφόρους του αλλιώτικου κόσμου, τους μύστες του ιερού βουνού. Σε κάποια στιγμή θέλησα να τρέξω πίσω από έναν ηλικιωμένο καλόγερο και να ρωτήσω: - Πες μου γέροντα, πες μου τι βρίσκεται μες στην καρδιά του ιερού βουνού; Παραμύθι, ίσως μου απαντήσουν οι ορθολογιστές, ένα παραμύθι. Θα χαμογελούσα μ' αυτή την απάντηση, γιατί το Άγιο Όρος και το μυστικό του δεν είναι παραμύθι. Είναι μια μεγάλη παραμυθία ...
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (ΚΥΡΙΑΚΗ 15-4-2001)
ΤΟ ΚΟΛΑΖ "Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ" ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011
Ελένης Λαδιά - Aφαία αφανέρωτη
Εκδόσεις Aρμός, Αθήνα 1998
Είναι όμως το αόρατο εξαφανισμένο; Tο ξέρω, εξαφάνιση δεν υπάρχει, ούτε αόρατο, μόνο για τα δικά μας μάτια ισχύει. Πώς όμως να παρηγορηθώ, αφού με την όρασή μου βλέπω το σύμπαν ατελώς και με χίλιες ρωγμές;
Τώρα βρίσκομαι ενδεής συγγραφεύς να με σαρκάζει η ζωή, δεν δίνεται η άτιμη, δεν προσφέρεται, παίρνει μονάχα τα φτερωτά σου λόγια άχρηστα σκουπίδια για τη χωματερή ή ψεύτικο βάλσαμο για τον αλαφροΐσκιωτο.
Η οσμή σου διαπότισε την ατμόσφαιρα, σαν σκυλί των επιτυμβίων στηλών σ' αναζητώ. Θα ήθελα να πεθάνω κυνηγώντας σε, να λαβωθώ πάνω στα βράχια να λιώσω ψόφιο πουλί από τον ήλιο και τη θαλασσινή αλμύρα.
Γυρίζω, τριγυρίζω, ξαναγυρίζω στον τόπο της εξαφάνισής σου, γύρω μου βαρύ το καλοκαίρι, άνθρωποι, τραγούδια, οσμές και ξεφωνητά καθημερινότητας. Κάποιος Ανδρέας σερβίρει αναψυκτικά σε μισομαυρισμένους παραθεριστές, μια γυναίκα σκουπίζει τον βρεγμένο της γιό, ένα πλαστικό σωσίβιο - δελφίνι πλέει στα ρηχά και πάνω του καβαλικεμένο το αγόρι, θλιβερή μυθολογική απομίμηση. Κι εγώ μόνος, ασκητής χρόνων, ερωτικός έγινα όταν μου ψιθύρισες το αλησμόνητο ρήμα, και η αφή του σώματός σου χλιαρό, θαλάσσιο ύδωρ, κόρη αιλουροειδής, με ξετρέλλαινε. Μέσα στο κορμί σου εναπόθετα την ψυχή μου, όλα τα έκαιγα στα πυρά σου, βάσανα, δάκρυα, φιλόδοξα σχέδια δημιουργίας, αυτός ο έρωτας μου γνώριζε τον Θεό.
Τι μου απομένει; φορώ τα ψεύτικα φτερά μου προσπαθώντας να γίνω άγγελος, να ξαναβρώ τον παράδεισο μαζί σου. Και συναντώ μονάχα λόγια, λέξεις δικές μου, κοινότοπες, φθαρμένες από την ερωτική χρήση αιώνων, μη δυνάμενος να σιωπήσω. Μόνον οι άγιοι σιωπούν και αποκρίνονται με θαύματα. Όπως ο άγιος του νησιού, που χρόνια κοιμάται δίπλα στο πεύκο που φύτεψε και αγκάλιαζε με περιπάθεια στην άγρια μοναξιά του. Του ζήτησα ένα θαύμα παράδοξο γι' αυτόν, να μου χαρίσει εσένα και τον έρωτα. Αόρατη, παντού και πουθενά.
O βόστρυχός σου πιάστηκε στη σχισμή του βράχου, όταν ήμασταν μόνοι και ολόγυμνοι στη θάλασσα, κι εγώ τον ξέπλεκα φιλώντας σε από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι τα γλυπτά δάκτυλα των ποδιών σου. Μαζί μου μεταμορφώθηκες κόρη, έγινες χρυσαλλίδα ερωτική, χωρίς ποτέ να ξαναπείς το αρχικό σου ρήμα.
Χανόσουν στα κύματα, κι εγώ στη στεριά με το άκαμπτο κορμί αγωνιούσα, πάντα φοβισμένος μήπως και εξαφανισθείς. Και πάνω στην πιο τρελή μου αγωνία αναδυόσουν ολόγυμνη, μαυρόστιλπνη, κρατώντας δώρα της θάλασσας, κοχύλια, αστερίες και όστρακα με τα οποία συμβόλιζα τον έρωτά μας. Όταν σε περίμενα, οι στιγμές διαστέλλονταν, γίνονταν αιώνες.
Περπατώ ολομόναχος, σημειώνω ανόητα επιχειρήματα σε χαρτάκια, χλιαρά φιλοσοφικά αποφθέγματα, ανίκανος για κάθε πρωτοτυπία, κι οι λέξεις προτού εκστομισθούν χάνουν το νόημά τους, κι απομένει ένα ρήμα που διαρκώς επαναλαμβάνεται: σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, το λέω και το γράφω σα να θέλω να το εννοήσω και ο ίδιος.
Ποιός είμαι εγώ που αναζητώ, όπως ο όχλος την ευτυχία; Ένας αετός ήμουν, Βριτόμαρτι, καρφωμένος χρόνια στην ερημιά, ασκητής χωρίς πίστη, φλογισμένος από μια δύσπιστη γενναιότητα, δοσμένος σε υψηλόφρονη ουδετερότητα. Τώρα αναζητώντας σε γίνομαι ικέτης. Αφαία αόρατη.
Ξέρω πως αόρατη δεν σημαίνει απούσα. Άρα υπάρχεις.
Έρχόσουν, έφευγες, ξαναρχόσουν, δοκιμαστικά στάδια μύησης για τον τελεσίδικο αποχωρισμό με ανάγκαζαν να πεθαίνω και να ξαναγεννιέμαι.
Mου δινόσουν αιφνιδιαστικά, αβέβαιη και η ίδια για τον έρωτά σου, κι εγώ πάντα σε δεχόμουν σα να σε περίμενα εκατοντάδες έτη.
Στη βαθιά, βουβή συνουσία μας εγώ σου μιλούσα, γιατί άγιος δεν ήμουν, περίμενα όμως το θαύμα από σένα την σιωπηλή. Εσύ πυροδότησες αυτόν τον έρωτα, τον έπλασες σαν αγγείο βγαλμένο από τα χέρια αναποφάσιστου τεχνίτη.
Τι μας περίμενε; αναρωτιόμουν, φθαρμένος από το βάσανο να παγιδέψω το μέλλον. Εσύ δεν γνώριζες, δοσμένη σε μια μυστηριώδη ευσπλαχνία που θα αποφάσιζε για μας. Αυτή η αντίληψη μας διαφοροποιούσε ενώνοντάς μας συγχρόνως.
Εξαφανίστηκες στα κύματα, κάποια στιγμή δεν αναδύθηκες και πίστεψα πως είχες πνιγεί.
Θρηνούσα χωρίς δάκρυα, δοσμένος σε ασέληνες νύχτες, ώσπου το θρόισμα του ανέμου έφερε την οσμή σου.
Υπήρχες κοντά μου αόρατη αλλά παρούσα, όπως η ηχώ. Γνωρίζω πως ζης κι αυτό μου προκαλεί αναστάτωση.
Αν είχε πεθάνει Bριτόμαρτι, θα είχα θλιβερά ηρεμήσει, θα μεταμορφωνόμουν σε βράχο ή τμήμα ερήμου, θα αποκτούσαμε κι οι δυο μαζί τις ιδιότητες των ορυκτών.
Ζωντανός όμως και ορατός σε αναζητώ Aφαία, σε οσφραίνομαι και δεν σε βρίσκω. Σε αναζητούσα και στα όρη, εκεί όπου τα μονοπάτια μου ήταν γνώριμα από τους καιρούς της μοναξιάς. Εκεί εννόησα πως δεν θα σε ξαναβρώ.
O άγιος που κοιμάται κοντά στο πεύκο που φύτεψε είναι κουφός. Δεν ανταποκρίθηκε στις ικεσίες μου. Ποιά μοίρα σου όρισε να γίνεις αόρατη; Mετά από έτη αναζήτησης, λέγοντάς σου χιλιάδες λέξεις, στέλνοντάς σου μηνύματα στο άπειρο, έμαθα να αναγνωρίζω την αόρατη παρουσία σου μέσα από το ερωτικό τραγούδι, την περιπαθή πανσέληνο, τις πορφυρές παρειές του εφήβου, το βαθύ βλέμμα της ανταπόκρισης, το ερωτικό κάλεσμα του ζώου. Βριτόμαρτι με τις αναρίθμητες παρθενίες, διαρκώς αλιεύευσαι και ξεγλιστράς από τα δίχτυα, για να καταφύγεις, ανανεωμένη στα σκιερά άλση.
Σου γράφω λέξεις, εξαντλημένες από το ίδιο τους το νόημα, λόγια φτερωτά που τα πάλλει ο αέρας, σου φωνάζω ρήματα που τα παραποιεί η ηχώ και τα καταποντίζει ο θάνατος.
Πρωΐ και βράδυ ικέτης στα λείψανα του ναού σου, κυνηγημένη κι από δω, κι εγώ μόνος με το ερωτικό παράπονο στο μυαλό, επικαλούμαι: Bριτόμαρτι, Aφαία, αφανέρωτη, έλα για μια στιγμή ολοζώντανη μπροστά μου.
Aίγινα 22 Iουλίου 1993
Το κολάζ της ανάρτησης είναι έργο της Ελένης Λαδιά