Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ - Το τυχαίο


Περπατούσα ανέμελη στους δρόμους της πρωτεύουσας, όταν ξαφνικά είδα σ' ένα πεζοδρόμιο - εξώστη τη σκηνή ενός συμποσίου. Στην αρχή μού θύμισε ζωγραφικό πίνακα, λουσμένο στο φως του απογευματινού ήλιου.

Οι συμποσιαστές μού ήσαν γνώριμοι. Πρώτα πρόσεξα τη μητέρα μου και μετά τους συγγενείς της: ήταν η αδελφή της, ο νεκρός άνδρας της αδελφής της, ο εξάδελφός της και ο αγαπημένος της ανιψιός. Μου φάνηκε περίεργο το θέαμα, αφού ακριβώς πριν από μία ώρα η μητέρα μου ήταν στο σπίτι, όταν εγώ ετοιμαζόμουν να βγω για περίπατο. Είχε μάλιστα και τη συνηθισμένη της συμπεριφορά. Με φίλησε και με συμβούλευσε να προσέχω. Δε μου ανέφερε πως θα έβγαινε και η ίδια και πως θα έτρωγε με τους συγγενείς της.

Πλησίασα προς το τραπέζι τους κι άρχισα να τους χαιρετώ ευγενικά. Όταν έφτασα προς το μέρος του Θανάση, του ανδρός της αδελφής της και του μίλησα θερμά, μια και είχα να τον δω πολλά χρόνια, με κοίταξαν όλοι απορημένοι σα να ήμουν τρελή.

«Ποιον χαιρετάς μπροστά στην άδεια θέση;», φώναξε έντρομη η μητέρα μου.

«Ποια άδεια; Τον Θανάση βλέπω, τον καλό μου θείο», απάντησα και συνέχισα απτόητη, «τι κάνεις Θανασάκη; μα εσύ ξανάνιωσες. Και σου πάει πολύ το θαλασσί πουκάμισο που φοράς!»

Ήταν ανείπωτη η χαρά που τον ξανάβλεπα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε μια φυσική ευγένεια και μεγάλο σεβασμό για την τέχνη, σεβασμό που έκανε το περιβάλλον της μητέρας μου να κρυφογελά και να σχολιάζει τη συμπεριφορά του. Θυμήθηκα πως κάποτε έφτασε λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος σπίτι του κι η πρώτη φράση στην ανήσυχη γυναίκα του ήταν: «Άνοιξε το ραδιόφωνο. Τραγουδά η Κάλλας!» Η θεια μου τον μούντζωσε αγανακτισμένη, «είπα κι εγώ πως αρρώστησες», σχολίασε με κακία, ενώ εκείνος ευτυχής και πάνω από τις μικρότητες του περιβάλλοντος απολάμβανε τη φωνή τού αιώνα, όπως συνήθιζε να λέει.

Του είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία γι' αυτές τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, κι έτσι τον τίμησα και τον έχρισα πρώτο αναγνώστη των εφηβικών μου διηγημάτων. Κανείς δε με άκουγε τότε που είχα μεγάλη ανάγκη για έναν αναγνώστη. Όταν στα δεκατρία μου χρόνια εμπνεύστηκα ένα διήγημα από τη θλιβερή ιστορία ενός μακρινού συγγενούς, που ήταν νόθος και απεγνωσμένα έψαχνε να βρει τον πατέρα του, στον θείο μου τον Θανάση εμπιστεύτηκα το θέμα. Κι όταν διάβαζα συγκινημένη την ιστορία που έπλασα, τονίζοντας κάπως υπερβολικά και συχνά τη λέξη «μπάσταρδε», ο Θανάσης με άκουγε προσεχτικά και μάλωνε τη γυναίκα του που με περιγελούσε, «άσε το παιδί, μην το πληγώνεις. Αυτό κάποτε θα γίνει συγγραφεύς».

Τα λόγια του ήταν προφητικά, κι όταν πλέον ως συγγραφεύς είχα τιμητικές διακρίσεις, τον Θανάση καλούσα πρώτον και καλύτερο, στην πιο περίοπτη θέση.

Κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι αυτός ο γίγαντας του ύψους και του πάχους είχε μια τόσο τρυφερή και καλλιτεχνική ψυχή. Είχε μόρφωση σχολαρχείου, κι αγαπούσε τα βιβλία, μολονότι η εργασία του ήταν εμπορικής φύσεως. Προπαντός του άρεσε η όπερα. Θυμήθηκα, όταν τον ξανάδα μετά από χρόνια, ένα περιστατικό που συνέβη στη Γερμανία. Στην Όπερα της Φραγκφούρτης παίζονταν τον καιρό τής εκεί διαμονής μου, στο σπίτι της θείας μου και του Θανάση, οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης. Λάτρις και μεγάλη θαυμάστρια του Βάγκνερ θέλησα να πάμε στην Όπερα. «Α, εγώ δεν έρχομαι να ακούω τους Γερμανούς να γκαρίζουν», είπε με τραχύτητα η θεία μου, αλλά ο Θανάσης συγκινήθηκε και προθυμοποιήθηκε αμέσως να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου. «Ευτυχώς που ήρθες», μου είπε. «Πάντα λαχταρούσα να πάω στην Όπερα της Φραγκφούρτης, αλλά δεν είχα συντροφιά». Κι έστειλε τη θυγατέρα του να βγάλει εισιτήρια.

Τώρα θες η κακή του τύχη, θες η ωραία μαγειρική της γυναίκας του, το στιφάδο εκείνη της ημέρας, θες η πολυφαγία του, δεν μπόρεσε να χαρεί την παράσταση. Μόλις τακτοποιηθήκαμε σε πλεονεκτικές θέσεις και λίγο προτού ανοίξει η αυλαία, ο Θανάσης έκανε έναν μορφασμό πόνου. Ήταν γραφτό. Τον έπιασε φοβερό κόψιμο, έτρεξε στην τουαλέτα και εν συνεχεία, ιδρωμένο και μισολιπόθυμο, τον πήγε η θυγατέρα του στο σπίτι. Επέπρωτο να δω μόνη μου τους Αρχιτραγουδιστές, αφού η ταλαίπωρη η εξαδέλφη μου που ήλθε να με παραλάβει, έφτασε στο τέλος της παράστασης.

Αυτό το περιστατικό υπενθύμισα ξεκαρδισμένη στον Θανάση του συμποσίου, ενώ οι άλλοι συνδαιτυμόνες παρακολουθούσαν έντρομοι τη συμπεριφορά μου. «Τρελάθηκε», άκουσα τη μητέρα μου να λέει με ταραχή στην αδελφή της. «Το πολύ διάβασμα την πείραξε», ψέλλισε ο εξάδελφος της μητέρας μου.

«Μα τι θέλετε», φώναξα αγανακτισμένη. «Δε βλέπετε πως μιλώ με τον Θανάση; Τόση ώρα είσθε μαζί του και τρωγοπίνετε».

«Κύριε ελέησον», αναστέναξε η θεία μου. «Ο Θανάσης είναι πέντε χρόνια νεκρός. Εσύ η ίδια ήσουν στην κηδεία του. Έλα στα συγκαλά σου...».

«Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες», απάντησα θυμωμένα. «Όμως τώρα είναι ολοζώντανος μπροστά μας, μιλάμε, γελά. Δεν τον βλέπετε πως γελά! Κι είναι τόσο όμορφος με το θαλασσί του πουκάμισο».

«Βλέπεις και το πουκάμισο;», έκανε απορημένος ο αγαπημένος ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.

«Εγώ βλέπω να κάθεται ο Θανάσης και να χαμογελά με τη στραβωμάρα σας».

«Το δίκιο είναι με τους πολλούς», αποφάνθηκε ο εξάδελφος της μητέρας μου, «εμείς δε βλέπουμε τίποτα».

«Το δίκιο μπορεί να είναι μόνο του Ενός», αποκρίθηκα πεισματικά.

Η μητέρα μου έκλαιγε και είχε κοκκινίσει ολόκληρη από ταραχή. Φοβήθηκα μήπως ανέβει η πίεσή της, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Η αλήθεια ήταν πως ο Θανάσης στεκόταν ολοζώντανος απέναντί μου.

«Μπορεί να αναστήθηκε», είπα για να τους καθησυχάσω.

«Κανείς δεν ανασταίνεται», τόνισε αποφθεγματικά ο ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.

«Μετά την Ανάσταση του Χριστού όλοι μπορούμε να αναστηθούμε», απάντησα με πεποίθηση.

Ακούστηκε η φωνή της θειας μου μέσα από λυγμούς. «Την τρέλανε η θεολογία».

Όχι, δε με είχανε τρελάνει οι θεολογικές σπουδές. Έβλεπα τον Θανάση με σάρκα και οστά, κι ας ήξερα ότι είχε πεθάνει. Τον έβλεπα πεντακάθαρα, μέχρι που έκανα ένα μικρό βήμα πλαγίως. Τότε παρουσιάστηκε στα μάτια μου η άδεια καρέκλα, πάνω στην οποία υπήρχε το καπέλο του εξαδέλφου της μητέρας μου. Θεέ μου, σκέφτηκα, μήπως ήταν όραμα; Μήπως έπεσα στα δίχτυα οφθαλμαπάτης κι οι άλλοι είχαν δίκιο;

Ταράχτηκα και ξαναβημάτισα στην αρχική μου θέση. Τότε ξανάδα τον Θανάση ολοζώντανο μπροστά μου να μου χαμογελά. Μια υποψία τρύπωσε στο μυαλό μου. Πειραματίστηκα και ξανάκανα το ίδιο βήμα πλαγίως. Ξανάχανα τον Θανάση. Επανήλθα στη θέση μου και τον ξαναβρήκα. Ήμουν πλέον βέβαιη πως κάτι συνέβαινε με τη θέση των ποδιών μου πάνω στη γη. Ο Θανάσης χανόταν και εμφανιζόταν ανάλογα με τη στάση μου. Δε με ενδιέφερε τι έκαναν, τι σκέπτονταν και τι έλεγαν οι γύρω μου. Στυλώθηκα με πείσμα στον τόπο όπου σίγουρα έβλεπα τον ολοζώντανο Θανάση.

«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα. «Κάτι συμβαίνει με τη θέση των ποδιών μου στο έδαφος».

Χαμογέλασε με καλοσύνη και νόημα. «Ναι, σωστά μάντεψες. Υποψιάστηκες ένα θαυμάσιο μυστικό, που θα σου αποκαλύψω. Άκουσε... υπάρχουν σ' ολόκληρη την επιφάνεια της Γης χαραγμένες γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών. Γραμμές πολύ λεπτές. Όταν την ίδια χρονική στιγμή πατήσει στην ίδια γραμμή ένας νεκρός κι ένας ζωντανός, συναντιούνται. Γίνεται μια επικοινωνία νεκρών και ζωντανών. Όμως αυτό συμβαίνει σπανίως, γιατί πρέπει συγχρόνως να πατούν στο ίδιο σημείο της ίδιας νοητής γραμμής. Γι' αυτό όταν άλλαζες τη θέση σου, εξαφανιζόμουν».

Ήμουν συνεπαρμένη από την εξήγησή του και κοιτάζοντάς τον κατάματα ρώτησα: «Τότε μπορώ να έρχομαι σ' αυτό ακριβώς το σημείο και να συναντιόμαστε».

Ένα θλιμμένο χαμόγελο κάλυψε το πρόσωπο του Θανάση. «Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τη συνάντηση», είπε. «Η Γη γυρίζει και μαζί της γυρίζουν κι οι νοητές γραμμές. Δεν ξέρουμε τίποτα, δεν ισχύει εδώ ο νόμος των πιθανοτήτων. Η συνάντησή μας ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Εντελώς τυχαίο».

Ο ήλιος έδυε με καταπληκτικά, ολοπόρφυρα χρώματα. Είδα τον Θανάση να μου χαμογελά γλυκά, «είμαι ευχαριστημένος που αποκάλυψα το μυστικό σε σένα», μου είπε, «γιατί σε αγαπούσα, αλλά και γιατί εσύ έτυχε να πατήσεις στο ίδιο σημείο με μένα, τον νεκρό».

Αυτά είπε και χάθηκε αιφνιδίως.

Απέμεινα με τους ζωντανούς, που βλέποντας την ηρεμία μου, ησύχασαν.

Είχα καθίσει στην ίδια θέση, όπου πρωτύτερα έβλεπα τον Θανάση και, συντονισμένη πια με την υπόλοιπη συντροφιά, παρήγγειλα ένα μπιφτέκι.

«Τι είχες πάθει παιδί μου και έκανες σαν τρελό;», με ρώτησε κάποια στιγμή η μητέρα μου, κι εγώ την καθησύχασα λέγοντάς της: «Τίποτα, τίποτα. Ήταν τυχαίο».



ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ 24 - 3 – 2002)


Το κολάζ της ανάρτησης είναι έργο της συγγραφέως