Ἑλένη Λαδιᾶ
Ἡ Φανώ
ΠΟ ΠΟΛΥ μικρὴ ἡ Φανὼ ἀγαποῦσε τὴν μουσικὴ καὶ πολλὲς φορὲς ξεχνιόταν κάτω ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς αὐλῆς, ἀκούγοντας ἤχους στὴν φαντασία της, ποὺ καμιὰ φορὰ γίνονταν τραγούδι μὲ λέξεις δικές της. Στὰ ἕνδεκά της ἡ ἐπιθυμία της νὰ πάρει μαθήματα πιάνου πραγματοποιήθηκε. Ἡ δασκάλα τῆς μουσικῆς ἔμενε μακριά, κάπου στὸ τέρμα τοῦ Δήμου, σ’ ἕναν δρόμο ἀνηφορικό, καὶ ἦταν παράξενη. Ὅταν τῆς ἔκανε μάθημα πιάνου, ὁ ἦχος δὲν ἀκουγόταν. Ἡ μικρὴ Φανὼ ἦταν πολὺ ντροπαλὴ γιὰ νὰ ρωτήσει τὴν αἰτία. Ἀπὸ χαρακτήρα καὶ ἀγωγὴ δὲν ζητοῦσε οὔτε ρωτοῦσε τίποτε. Ἡ δασκάλα τοῦ πιάνου τῆς ἀποκάλυψε κάποια φορὰ πὼς ἦταν τὸ «κρυφό της μάθημα». Καὶ μολονότι μεγάλη κοπέλα εἴκοσι χρονῶ ἐκμυστηρεύτηκε στὴν μικρὴ πὼς ἦταν ἐρωτευμένη μὲ ἕναν φαντάρο καὶ τοῦ ἔστελνε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της τὰ δίδακτρα τῆς Φανῶς. Τὸ κοριτσάκι κατακοκκίνησε καὶ δὲν διαμαρτυρήθηκε. Μάλιστα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της λυπήθηκε τὴν δασκάλα. Ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ φαντασθεῖ τοὺς ἤχους τῶν πλήκτρων καὶ διάβαζε μὲ φιλοτιμία τὴν θεωρία καὶ τὸν ὁρισμὸ τῆς ἁρμονίας. Ἔπαιρνε μαζί της τὸ τετράδιο μὲ τὴν μουσικὴ ὕλη καὶ ἀπομνημόνευε ἀκόμη καὶ στὸ φτωχικὸ σπίτι τῆς φίλης της. Ὁ γάτος ὁ Μισοκολάκης ποὺ κοιμόταν μαζὶ μὲ τὴν Ἄννα, τὴν μεγαλύτερη ἀδελφὴ τῆς Γιωργίτσας, γουργούριζε στὸ χαλάκι τοῦ πατώματος κοντὰ στὴν γκαζιέρα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ οἰκογένεια γιὰ τὴν παρασκευὴ φαγητοῦ καὶ γιὰ θέρμανση. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ φτωχὰ σπίτια τοῦ 1955 στὴν πρόσοψη μιᾶς ὁριζόντιας κατασκευῆς μὲ πολλὰ δωματιάκια ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς μακρόστενης αὐλῆς καὶ μὲ κοινὸ καμπινέ. Ὅμως ἡ Φανὼ ἄφηνε τὴν ὡραία της μονοκατοικία μὲ τὸν μεγάλο κῆπο καὶ τρύπωνε στὸ σπιτάκι, λὲς καὶ τὴν τραβοῦσε ἡ δυστυχία σὰν μέλι, πήγαινε ἐκεῖ ἀκόμη καὶ κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα της ποὺ τὴν καταλάβαινε ἀπὸ τὴν μυρωδιὰ τῶν ρούχων. «Βρωμοκοπᾶς πετρέλαιο βρὲ παιδάκι, πετρέλαιο καὶ μούχλα. Πὲς στὴν Γιωργίτσα νὰ παίζετε ἐδῶ.»
Ἡ Φανὼ ὅμως ἤθελε νὰ ἀκούει τὶς παράλογα γοητευτικὲς ἱστορίες τῆς μυθομανοῦς Ἄννας, νὰ χαϊδεύει τὸν Μιχαλάκη (αὐτὸ ἦταν τὸ ἀληθινὸ ὄνομα τοῦ γάτου, ἀλλὰ γιὰ ἀνεξήγητους λόγους ἡ Ἄννα τὸν φώναζε Μισοκολάκη) καὶ νὰ βλέπει τὴν κυρία Ὄλγα, μὲ τὴν συμπεριφορὰ ξεπεσμένης ἀρχόντισσας.
Ὁ ὁρισμὸς τῆς ἁρμονίας τὴν ζάλιζε, ἦταν τόσο θεωρητικὸς κι ἀταίριαστος ἐκεῖ μὲς στὰ γατίσια νιαουρίσματα καὶ τὴν ἔντονη μυρωδιὰ τῆς γκαζιέρας.
Τί νὰ ἦταν ἡ ἁρμονία; Ποιοί ἦχοι τὴν συνέθεταν; Δὲν γινόταν νὰ συνεχίσει μὲ τέτοια μαθήματα πιάνου. Σχεδὸν μελέτησε τὴν μισὴ μέθοδο Beyer, ἔμαθε νὰ ψιθυρίζει τὶς νότες ντὸ μὶ σὸλ λὰ λὰ σὸλ ντὸ ρὲ ντὸ ρὲ μὶ ρέ… ἀλλὰ ἦχο δὲν ἄκουγε. Ἔφυγε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ μάθημα καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ζήτησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἕνα πιάνο. Ἕνα πιάνο δικό της, νὰ παίζει δυνατά, νὰ μὴν τῆς κατεβάζουν τὴν σουρντίνα ποὺ ἔπνιγε τὸν ἦχο. Δὲν τῆς ἀγόρασαν πιάνο, δὲν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία του καὶ τὸ θεώρησαν παιδικὸ καπρίσιο.
Τότε ἡ Φανὼ κινημένη ἀπὸ τὴν ἀπελπισία σκέφτηκε νὰ φτιάξει ἕνα δικό της πιάνο. Πῆγε στὸ μικρότερο ξύλινο τραπέζι τῆς κουζίνας, ζωγράφισε πάνω του πλῆκτρα ἀκριβῶς στὴν θέση καὶ στὸ σχῆμα τῶν ἀληθινῶν, κι ἄρχισε νὰ παίζει ὅπως εἶχε μάθει. Δίχως νὰ ἀκούγεται ὁ ἦχος, δίχως νὰ γνωρίζει τὴν ἁρμονία. Μόνον τὴν φανταζόταν, ὅπως τὰ περισσότερα θέματα αὐτoῦ τοῦ κόσμου…
Πρώτη δημοσίευση: Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι