Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Κοράλι πού πετάει



Ἀπό τά πλατάνια πέφτανε κάθε λίγο σκουριασμένα φύλλα μέ χρυσωμένες ἄκρες, ἄλλα ὁλοκίτρινα, ἄλλα θαμπωμένα ὅπως χνωτισμένα γυαλιά ἤ ξεφτισμένα κομμάτια ἀπό παλιούς κασσιτερωμένους καθρέφτες.
Σ’ἕνα ἀπό τά τσίγκινα τραπεζάκια καθόταν ἡ Ἑλένη , χωμένη στό παλτό της -εἰκόνα τοῦ φθινοπώρου, πολύ μόνη. Ἔτσι μπορεῖ νά νόμιζε κάποιος πού δέν θά τήν γνώριζε καθό-
λου , οὔτε θά εἶχε τό χάρισμα νά παρατηρεῖ , ὄχι ἀπό περιέργεια, ἀλλά μέ αὐθεντικό ἐνδιαφέρον. Γιά ὅποιον ὅμως ἡ θέα τῆς Ἑλένης ραντισμένης ἀπό τόσα χρυσωμένα φθινοπωρινά ὑαλουργήματα ἦταν συναρπαστική , ἄλλα σημεῖα θά ἀποκαλύπονταν στήν κάπως σαστισμένη του ἀναγνώριση:
Ἡ Ἑλένη σκεφτόταν ὅπως πάντα καί ἔγραφε ὅπως σ’ ὅλη τή ζωή της κι ἀκόμα περισσότερο τώρα πού εἶχε βρεθεῖ κάτω ἀπό τήν βροχή τῶν πλατανόφυλλων. Ὅμως βρισκόταν μέσα στήν μαγική αὔρα ἐκεῖνων πού εἶχε μαζί της , θεούς, θεές, ἥρωες ἀλλά κυρίως τούς παῖδες: ἀπό τόν « παράξενο Τελεσφόρο» καί τόν ἀλεξανδρινό Ἁρποκράτη μέχρι τόν « Ἀρχέμορο, τό παιδί τοῦ θανάτου », τήν « Ἀταλάντη, τό ταχύποδο κορίτσι », τόν « Γλαῦκο, τό ἀναστημένο παιδί », τόν «Ἴαμο, τό παιδί τῶν μενεξέδων» κι ἕνα πλῆθος ἄλλα « πέτρινα παιδάκια » τοῦ ἀρχαίου κόσμου καί τῶν μύθων του. Παιδάκια πού τῆς ἦσαν ὄχι μόνο ἀγαπημένα ἀλλά καί πολύτιμα, τόσο πού νά γράφει πώς τά βλέπει στούς σύγχρονους δρόμους ζωντανεμένα ...
Τό τσίγκινο τραπεζάκι ὅπου ἀκουμποῦσε τούς ἀγκῶνες της ἔσταζε κάπου κάπου ἀπό τίς στρογγυλεμένες ἄκριες του μικρές ὠοδεῖς σταγόνες - ἀντανακλάσεις πού μέσα τους ἐλάχιστα θραύσματα ἀπό τόν οὐρανό ἤ τό πρόσωπό της λάμπανε γιά μιά στιγμή. Νερό καί οὐρανός γύρω ἀπό τό τραπεζάκι σχημάτιζαν ἕναν θαμπό ἀργυρό δίσκο κάτω ἀπό τό ἀγαπημένο φυτό τῆς δενδρίτιδος .*
Ὅπως κοίταζε χωμένη στήν περισυλλογή της, δέν ἤξερε ἄν τό κάλεσε ἤ ἄν ἦρθε ἀπό μόνο του τυχαία. Δέν μπορεῖ νά ἦταν ὅμως τυχαία γιατί αὐτό δέν ἦρθε γιά μιά στιγμή μόνο. Δέν πέταξε πάνω ἀπό τό κεφάλι της γιά νά χωθεῖ , διαλέγοντας ἕνα κλαδί τοῦ πλάτανου, ἀνάμεσα στά φύλλα πού λίγο λίγο τόν ἐγκατέλειπαν , ὥσπου νά τόν ἀφήσουν ἐντελῶς γυμνό. Ὄχι ! Αὐτό ἔφερε τόν πορτοκαλί πουπουλένιο μανδύα μπροστά στό πρόσωπό της κι ἄρχισε νά κάνει κύκλους γύρω του φανερώνοντας ὅλες τίς ἀποχρώσεις τῶν κοραλιῶν πού τό στόλιζαν. Ἕνα τόσο δά πουλάκι ! Ἴσως ἕνα ξεχωριστό εἶδος κοκκινολαίμη.
Δέν ἔδειξε ξαφνιασμένη. Μπορεῖ νά τό ἀναγνώρισε σάν μέρος τῆς ρέμβης της ἤ σάν ἕνα ὁλόφωτο στοχασμό, ἕναν ζ ων τ α ν ό στοχασμό πού πετοῦσε ὁλόγυρά της. Ἀλλά τό κοραλένιο πλάσμα δέν ἀρκέστηκε στό νά τήν τριγυρίζει. Πλησίαζε ὅλο καί πιό πολύ τό πρόσωπό της. Τῆς ἄγγιξε τά χείλη κι αὐτή δέν τραβήχτηκε καθόλου στό ἄγγιγμα τοῦ ράμφους του. Εἶχε κάποιο ψιχουλάκι στά χείλη της; Μποροῦσε νά ταϊζει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ;
Ἡ Ἑλένη Λαδιᾶ καί ὁ ρουμπινένιος κοκκινολαίμης ἔφερναν ἕνα μήνυμα . Ἀλλά γιά ποιόν; Ἴσως γιά μένα. Θά μάθω κάποτε τό περιεχόμενό του; Θέλω πολύ. Δέν πρόλαβα νά ἐκφράσω αὐτή τήν ἰσχυρή ἐπιθυμία καί ξαφνικά ἦρθε ἕνας φίλος. Πόσο ἔμοιαζε μέ παραμύθι! Ὅμως δέν ἦταν. Ἁπλά ὁ φίλος γνώριζε πολλά γιά τον Μεσαίωνα:
« Τότε » μοῦ εἶπε « ἔβλεπαν στόν κοκκινολαίμη τό Παιδίον , τό Παιδί-Χριστός! Καί ἀκόμα ἔβλεπαν τό Θεῖο Πάθος Του, καί εἴχανε μιά σχετική ἱστορία.
Λέγανε πώς ὁ κοκκινολαίμης πέταξε ψηλά στό κεφάλι τοῦ Κυρίου καί προσπαθοῦσε μέ τό μικρό του ράμφος νά βγάλει ἕνα ἕνα τά ἀγκάθια ἀπ’τό στεφάνι Του. Ἀλλά τ’ἀγκάθια ἤτανε μεγάλα κι ὁ κοκκινολαίμης δέν ἦταν παρά ἕνα μικρό μικρό πουλάκι. Τ’ ἀγκάθια τοῦ τρυπήσανε τό στῆθος κι ἀπό τότε φοράει , ὡσάν παράσημα τῆς ἀγάπης καί τοῦ πόνου του γιά τόν Κύριο, τό ρουμπινένιο περιλαίμιο του!
Θυσία καί ἀνανέωση τῆς ὕπαρξης , ἄνοιξη μές στό καταχείμωνο, ὑπηρεσία, προσφορά, εἶναι μόνο κάποιοι ἀπ’τούς συμβολισμούς.» , εἶπε ὁ πολύμαθος φίλος μου.
Ἡ καρδιά μου πόνεσε καί χάρηκε. Εἶδα πάλι τήν Ἑλένη Λαδιᾶ νά κάθεται ὡσάν εἰκόνα φθινοπώρου, συνομιλώντας ὅμως μέ τήν πιό ἀνάλαφρη, φτερωτή ἄνοιξη στόμα μέ στόμα. Καί σκέφθηκα: Τί μοῦ θυμίζει ἀλήθεια; ... Κοράλι πού πετάει!

Ἀλλά γιά μένα, θά προτιμήσω νά κρατήσω τά φτερούδια, τό πετάρισμα, τό ράμφος τοῦ κοκκινολαίμη καθώς τσιμπολογάει ἀθέατο ἀρτίδιο , στό φῶς ἀπό ἕναν λόγο τοῦ Πασκάλ:
« Κάθε τί πού ἐμφανίζεται ὑποδεικνύει ὄχι μιά πλήρη ἐξαίρεση οὔτε μιά ἔκδηλη παρουσία τῆς θεότητας ἀλλά τήν παρουσία ἑνός Θεοῦ πού κρύβει τόν ἑαυτό του ». !*


Νατάσα Κεσμέτη
Δεκέμβριος 2010





  • Ἑλένης Λαδιᾶ : «Οἱ Ἕλληνες παῖδες στήν ἀρχαιότητα »
ἐκδ. Gema , 2010 , σελ. 151, ὅπου καί κατά τό Θεόκριτο ἡ ἐγγραφή πάνω στήν φλούδα τοῦ πλατανιοῦ : ΔΩΡΙΣΤΙ ΣΕΒΟΥ Μ’ ΕΛΕΝΑΣ ΦΥΤΟΝ ΕΙΜΙ.
  • Η Νατάσα Κεσμέτη είναι πεζογράφος