Μία
ερμηνεία στο ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι
Θεωρῶ
πώς ὁ τίτλος τοῦ μυθιστορἠματος dvoinik στά
Ρωσσικά εἶναι τό οὐσιαστικόν ὁ Σωσίας, καί ὄχι ὁ διπλός ἄνθρωπος (dvoinoi), δηλαδή τό ἀριθμητικόν πού σημαίνει ἀπλῶς διπλός, χωρίς
τό οὐσιαστικόν ἄνθρωπος. Δέν δέχομαι τό γαλλικό double τό
ὁποῖον χρησιμοποιοῦν μερικοί μεταφραστές.1
Σωσίας
ἦταν τό ὄνομα τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Ἀμφιτρύωνος ἀπό τήν κωμωδία τοῦ Πλαύτου «Ἀμφιτρύων».
Ὀ Ἀμφιτρύων ἦταν σύζυγος τῆς ἀκτινιβολοῦσας Ἀλκμήνης, πού ὁ ἐρωτευμένος μαζί
της Ζεύς, παίρνοντας τήν μορφή τοῦ ἀνδρός της, πού βρισκόταν σέ ἐκστρατεία ἐναντίον
τῶν Ταφίων, ἔσμιξε μέ τήν νύφη τό πρῶτο
κιόλας γαμήλιο βράδυ. Τόν πατέρα του βοήθησε ὁ Ἐρμῆς μέ τήν μορφή τοῦ ὑπηρέτη
Σωσία.
Ὁ σωσίας διαφέρει οὐσιωδῶς
ἀπό τόν διπλό ἄνθρωπο Ὁ σωσίας διαθέτει
μία ἀντικειμενικότητα, ἔστω καί σκαιώδη, ἐνῶ ὁ διπλός ἄνθρωπος αὐτοναφέρεται
στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, πού διχάζεται.
Ὁ
Σωσίας
ἔνα
ποίημα τῆς Ἀγίας Πετρούπολης2
Τό
βιβλίο ἀρχίζει μέ τό πρωινό, ὅπου ὁ ἐπίτιμος σύμβουλος Γιάκοβ Πέτροβιτς
Γκολιάτκιν ξύπνησε ἀπό ἕνα τόσο μακρύ ὄνειρο, ὥστε νόμισε πώς ἡ πραγματικότητα ἦταν
συνέχειά του. Βρέθηκε σέ μία κατάσταση ὀνείρου καί ἀλήθειας, ὅπως συμβαίνει ὅταν
ὁ ὕπνος εἶναι βαθύτατος. Κάποια στιγμή ἔκλεισε τά μάτια του σάν νά ἤθελε νά
ξανακοιμηθεῖ. Πετάχτηκε ὅμως ἀπό τό κρεβάτι καί πῆρε τό στρογγυλό καθρεφτάκι
πού βρισκόταν στήν σιφονιέρα. Κοιτάχτηκε λές καί ἤθελε νά ἐπιβεβαιωθεῖ γιά τό
πρόσωπό του.
Τό
σύμβολον τοῦ καθρέφτη ἦταν στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα πολύ δυνατό. Μία ρήση ἐπίσης
ἀπό τό γνωστικό εὐαγγέλιον τοῦ Φιλίππου ἀπό τά κοπτικά κείμενα τοῦ Νάγκ Χαμμάντι
ἀναφέρει:»κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν ἑαυτό του στό νερό ἤ στόν καθρέφτη χωρίς
φῶς,»ἐνῶ σέ ἕνα ἄλλο (Εὔγνωστος ὁ Μακάριος καί ἡ Σοφία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἐπισημαίνεται
πώς μόνον ὁ θεός ἐπιτυγχάνει τήν αὐτοόραση.3
Φαίνεται
πώς ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται μόνος· τόν συνοδεύει ὁ ἴσκιος καί τό εἴδωλόν του. Ἀλλά
«ὁρᾶ» αύτούς τούς συντρόφους κάτω ἀπό εἰδικές συνθῆκες.
Τί εἶναι ὅμως ὁ καθρέφτης καί τί συμβολίζει;
τί ψάχνει ὁ ἄνθρωπος βλέποντας τό εἴδωλόν του στό κάτοπτρον; εἶναι βέβαιον πώς
βλέπουμε τόν ἑαυτό μας σέ αὐτό, ὅπως μᾶς βλέπουν τά μάτια τῶν ἄλλων; Ὁ
καθρέφτης ἀναπαράγει ὅλες τίς ἐκφράσεις τοῦ προσώπου μέσα ἀπό τό εἴδωλον. Μόνος
του εἶναι σάν ἕνα ἄδειο ὄστρακον ἀλλά κατά τήν χρήση του γίνεται χρόνος, στάση καί
κίνηση. Ἀποκτᾶ φιλοσοφικές ἰδιότητες. Αὐτό τό σύμβολον πού ὁ Νόννος ὁ
Πανοπολίτης χαρακτἠριζε ὡς «κάτοπτρον δόλιον καί ἀπατηλόν» ὑπῆρξε μοιραῖον γιά
τήν Περσεφόνη καί τόν υἱόν της Διόνυσον Ζαγρέα, πού τούς συνάντησε ὁ κίνδυνος
τήν στιγμή τοῦ καθρεφτίσματος. Ὁ ἴδιος ὀνομάζει ἐπίσης τό εἴδωλον «αὐτοχάρακτον
ἄγαλμα,» ἐννοώντας τό ἀπεικονιζόμενο ὁμοίωμα. Ὁ καθρέφτης εἶχε τήν δύναμη νά ἀλλοιώνει
ἤ νά παρουσιάζει αὐτούσια τά χαρακτηριστικά, πότε ὄμορφα, πότε ἄσχημα ἀναλόγως
μέ τήν διάθεση τοῦ καθρεφτιζομένου. Ἐνῶ ἡ πλατωνική ἐξήγηση γιά τά εἴδωλα πού
σχηματίζονται στά κάτοπτρα καί τά ἄλλα στιλπνά καί λεῖα ἀντικείμενα εἶναι ἐπιστημονική
(Τίμαιος 33β) ἡ πλωτινική ἑρμηνεία κρύβει ἕναν σπαραγμό γιά τόν μερισμό τοῦ Ἑνός.
Ὁ καθρέφτης τοῦ Διονύσου χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Πλωτῖνον ὡς μαγικόν ἤ ἑλκτικόν
σύμβολον γιά τόν κόσμο τῶν αἰσθητῶν. Οἱ νεοπλατωνικοί σχολιαστές τοῦ Πλάτωνος
Πρόκλος καί Ὀλυμπιόδωρος θεωροῦν ὅτι ὁ
μερισμός τοῦ Διονύσου ὀφείλεται στόν καθρέφτη.
Τό
εἴδωλον καί ὁ μερισμός· τό πρόσωπον καί ἡ ἐνότης. Μέ τόν καθρέφτη τό εἴδωλον
διπλασιάζεται ἤ πολλαπλασιάζεται.
Τί
προμήνυε τό στρογγυλό καθρεφτάκι τοῦ Γκολιάτκιν; μήπως ἕναν μελλοντικό μερισμόν;
Ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν εὐχαριστημένος μέ τήν μορφή του. Ὕστερα φώναξε τόν ὑπηρέτη
του Πετρούσκα. Ὁ Ντοστογιέφσκι περιγράφει τήν σχέση κυρίου καί ὑπηρέτη τόσο
βαθιά καί μέ τόσο χιοῦμορ καί ἔνταση, ἀναφέροντας τά καμώματα καί τήν ἐνδυμασία
τοῦ τελευταίου, ὅπως τά νεῦρα καί τίς ὑστερίες τοῦ κυρίου ἔτσι ὥστε ὁ ὑπηρέτης κατά τήν συγκατοίκηση γίνεται
κύριος τοῦ κυρίου του. Τό ἴδιο σχῆμα ἔχουμε καί στό ‘Υπόγειον με τόν ἀνώνυμο ἥρωα
καί τόν ὑπηρέτη του Ἀπόλλωνα, πού ἡ ἀταραξία του κουρελιάζει τά νεῦρα τοῦ
κυρίου, ὁ ὁποῖος τόν βρίζει, εὐρισκόμενος σέ ἀλλοφροσύνη. Ὀ Ἀπόλλων ὅμως, ὅπως ἐδῶ
καί ὁ Πετρούσκα αὐτοκυριαρχοῦνται καί κοιτάζουν ἀφ΄ὑφηλοῦ.
Ἡ
πρώτη σύγχυση τοῦ ἥρωά μας συνέβη μέσα στήν ἄμαξα πού πῆρε γιά νά πάει στήν ἐργασία του. Δίπλα του πέρασε μιά ἄλλη ἅμαξα
πού βρισκόταν ὁ προϊστάμενος τῆς ὑπηρεσίας του, ὁ Ἀντρέι Φιλίπποβιτς. Βλέποντάς
τον ὁ Γκολιάτκιν σκέφτεται ἄν θά ἔπρεπε νά τόν χαιρετίσει ἤ νά προσποιηθεῖ πώς δέν τόν εἶδε.
«Ἤ
μήπως εἶναι προτιμότερο νά ὑποκριθῶ πώς δέν εἶμαι ἐγώ ἀλλά κάποιος πού μοῦ
μοιάζει καταπληκτικά (ἡ ὑπογράμμιση εἶναι δική μου) καί νά κάνω σάν νά μήν
συμβαίνει τίποτα;» Ἡ σύγχυση στό μυαλό του ἐπεκτείνεται καί παρορμητικῶς ἀλλάζει
κατεύθυνση καί πηγαίνει στόν ἰατρό του Κριστιάν Ἰβάνοβιτς Ρουτένσπιτς. Ἄλλο
σκέφτεται καί ἄλλο πράττει καί αὐτή ἡ συνήθεια θά τόν συνοδεύσει μέχρι τό τέλος
τοῦ μυθιστορήματος. Ἔτσι τήν στιγμή πού ἑτοιμαζόταν νά φύγει, τράβηξε τό
κουδούνι τῆς θύρας. Ὁ τρόπος πού μιλᾶ ὁ Γκολιάτκιν θυμίζει στόν ἀναγνώστη πού ἀγάπησε
τό «Παλτό» τοῦ Γκόγκολ4 τόν Ἀκάκιο
Ἀκάκιεβιτς, τόν δημόσιο ὑπάλληλο πού δέν μποροῦσε νά φτιάξει μιά ἀρθρωμένη
πρόταση, ἀλλά τἠν τεμάχιζε μέ ἐπιφωνήματα, ἐπιρρήματα καί στό τέλος μέ τήν
προσωπική ἀντωνυμία, τήν ἀκολουθούμενη ἀπό ἀποσιωπητικά. Ἀπό τίς ἰατρικές συστάσεις καί συμβουλές
μαθαίνουμε πώς ὁ Γκολιάτκιν ἦταν ἕνας μονήρης καί ἑρμητικός χαρακτήρας πού δέν
τοῦ ἄρεσαν οἱ περίπατοι, οἱ συναναστροφές καί οἱ διασκεδάσεις, ἐνῶ ὁ ἰατρός τοῦ
συνιστοῦσε νά ἀλλάξει καί νά μήν μένει μέσα στό σπίτι. Ἀπολογήθηκε πώς ἀγαποῦσε
τήν ἠσυχία καί τήν γαλήνη, καί δέν τοῦ ἄρεσαν τά καλαμπούρια καί τά ἐξυπναδίστικα
κόλπα, πώς ἦταν ἕνας ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος καί δέν λυπόταν καθόλου γι’αὐτό καί
πώς δέν ζητοῦσε νά διακριθεῖ στήν κοινωνία. «Γιά νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια, εἶμαι
περήφανος πού δέν εἶμαι μεγάλος ἄνθρωπος, ἀλλά ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος.»
Τό
ἀτύχημα ἦταν πώς ὁ Γκολιάτκιν ὄντας καθημερινός ἄνθρωπος κινδύνευε ἀπό τήν
μοναξιά του, διότι ἦταν στεῖρα. Δέν ἦταν ἡ καλλιτεχνική μοναξιά πού κυοφοροῦσε ἔμπνευση
καί δημιουργία, ἀλλά ἐκείνη πού φέρνει φοβίες, ἐνοχές καί ὑποψίες, γιά νά καταλήξει
σέ μία μανία καταδίωξης. Συνομιλοῦσε μέ τόν ἑαυτό του, φώναζε τήν σκέψη του λές
καί τήν ἀπηύθυνε σέ κάποιον ἄλλο. Αὐτή ἡ τρομερή μοναξιά ἀπογυμνώνει καί ὡς ἐκ
τούτου δημιουργεῖ ἑαυτούς πού
συνδιαλέγονται.
Μέσα σέ
κλάμματα ὁμολόγησε στόν ἰατρό πώς εἶχε φοβερούς ἐχθρούς, πού ἤθελαν νά τόν
καταστρέψουν, ἐχθρούς ὁρκισμένους νά ἐξαφανίσουν τήν ἠθική του ὑπόσταση.
Παραληροῦσε κι ἄρχισε ἕνα διάλογο μέ τόν ἰατρό, τόν ὁποῖον ἐνέπλεξε στόν
παραλογισμό του. Ὅταν ἔφυγε ὁ Γκολιάτκιν ἀποφάνθηκε πώς ὁ ίατρός ἦταν πολύ ἀνόητος.
Μετά μπῆκε στήν ἄμαξα καί διέτρεξε τήν λεωφόρο Νιἐφσκι, γιά νά κάνει τίς ἀγορές
του.
Στό
πάρτυ γιά τά γενέθλια τῆς Κλάρας Ὀλσούφιεβνα, μοναχοκόρης τοῦ κρατικοῦ
συμβούλου, προστάτη κάποτε τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν, δόθηκε ἕνα ἐπίσημο δεῖπνο. Ἐκεῖνος
γιά νά ἀκολουθήσει ἴσως τήν συμβουλή τοῦ
ἰατροῦ του, πῆγε σέ αὐτό, χωρίς νά φαίνεται ξεκάθαρα ἄν εἶχε προσκληθεῖ ἤ ὄχι. Ὅμως
κατά τόν ἀφηγητή τοῦ βιβλίου, αὐτός καραδοκεῖ σέ ἕνα πολύ σκοτεινό καί ζεστό
μέρος, μισοκρυμμένος πίσω ἀπό μιά πελώρια ντουλάπα κι ἕνα παλιό παραπέτο πού ἀνάμεσά
τους ὑπῆρχαν σκουπίδια καί
μικροπράγματα. Δέν μποροῦσε νά ξεμυτίσει ἀπό τήν τρύπα του, φοβισμένος καί μέ ὀξυμμένη
τήν κοινωνική δειλία τοῦ ἀνθρώπου πού ζοῦσε μόνος μέ τόν ἐαυτό του. Μετά ἀπό
τήν γνωστή ἐναλλαγή τῶν ἀποφάσεών του, -τί καλά νά πάω στό σπίτι μου καί στόν
διάβολο ὅλα αὐτά, ἤ ἐνθαρρύνοντας τόν ἑαυτό του ἔλεγε πώς ὅποιος ἔχει τήν
θέληση, βρίσκει καί τήν λύση, στό τέλος χωρίς κάν νά τό καταλάβει βρέθηκε στήν
αἴθουσα τοῦ χοροῦ. Μέσα στόν τρόμο καί στήν παραζάλη του ἀπό τήν κοσμοσύναξη, ἄρχισε
νά κάνει ἀδέξιες κινήσεις καί χειρονομίες, ὅπως σκόνταψε πάνω σέ ἕναν ἀνώτατο ἀξιωματοῦχο,
τσαλαπάτησε τό φόρεμα μιᾶς γηραιᾶς κυρίας καί συγκρούστηκε μέ τόν ἄνθρωπο πού
κουβαλοῦσε τόν δίσκο, ἐνῶ πρός μεγάλη καταπληξή του ἄρχισε νά μιλᾶ, νά δίνει
συγχαρητήρια καί εὐχές, κατακόκκινος καί ἀναστατωμένος, διότι τόν περικύκλωνε ἀκινησία,
σιωπή καί ἀναμονή. Ὅμως εἶχε τήν αἴσθηση πώς τόν ὁδηγοῦσε τό πεπρωμένο του. Μετά
ἄρχισε νά φαντασιώνεται στήν ἰδέα πώς ἄν ὁ μεγάλος πολυέλαιος ἔπεφτε πάνω στούς
χορευτές, ἐκεῖνος θά ἔτρεχε νά σώσει τἠν Κλάρα Ὀλσούφιεβνα. Στήν πραγματικότητα
εἶχε πολύ ταραχτεῖ μέσα σέ αὐτό, ὅπως πίστευε, τό ἐχθρικό περιβάλλον.Ὕστερα
τόλμησε νά πλησιάσει τήν ἰδανική του ἀγαπημένη γιά νά χορέψουν, τήν ἔπιασε ἀπό
τό χέρι κι ἐκείνη ἀμήχανη σηκώθηκε, αὐτός ἕκανε ἔνα χορευτικό βῆμα, μετά
σκόνταψε καί ἡ Κλάρα Ὁλσουφιεβνα τσίριξε τρομαγμένη. Ὁ κόσμος ἄρχισε νά τόν σπρώχνει
πρός τήν ἔξοδο.
Στό
ἑπόμενο κεφάλαιον ὁ ἀφηγητής περιγράφει τήν Ἀγία Πετρούπολη, χιονισμένη καί
παγερή μέ ὅλους τούς πύργους τῶν ρολογιῶν της νά σημαίνουν μεσάνυχτα. Σημαδιακά
μεσάνυχτα τῶν ἴσκιων καί τῶν εἰδώλων! Τό τοπίον μοιάζει μέ στοιχειωμένο, παραμυθένιο,
ἄγριας ὀμορφιᾶς. Ἴσως ἐδῶ νά ταιριάζει ὁ ὑπότιτλος τοῦ μυθιστορήματος «Πετρουπολίτικο
ποίημα». Ἡ πόλη μέ τίς συχνές κλιματικές ἀλλαγές, τίς λευκές νύχτες καί τήν ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα μοιάζει μαγεμένη.Εἶναι
μιά πόλη ποιητική, ἕνα ποίημα ἡ ἴδια. Ὁ βόμβος
ἀπό τίς ἄμαξες, τά συντριβάνια τοῦ νεροῦ, σάν τσακισμένα κλαδιά ἀπό τήν ὁρμή τοῦ
ἀνέμου, τό τρίξιμο ἀπό τά τρεμάμενα φανάρια τῶν δρόμων, τά μαῦρα νερά νά
μαστιγώνουν τήν Φοντάνκα, ἦταν μία νύχτα φοβερή τοῦ Νοεμβρίου, ὑγρή καί ὁμιχλώδης
πού ἔφερνε ρίγη, σινάχι καί πονόλαιμο. Ἀπόλυτη ἡ μοναξιά μέσα σέ αὐτό τό
πανδαιμόνιο τῆς κακοκαιρίας. Ὁ κύριος Γκολιάτκιν λυπημένος ἀπό τήν ἔκβαση τῆς
χοροεσπερίδας, βάδιζε θέλοντας νά ἐξαφανίσει τόν ἑαυτὀ του, νά τόν ἐκμηδενίσει,
νά πάψει νά ὑπάρχει, νά ξαναγίνει χῶμα. Ὅμως ἡ πόλη εἶναι ἡ μεγάλη
πρωταγωνίστρια. Ὁ κύριος Γκολιάτκιν προχωρᾶ μέ δυσκολία στό χιόνι, ἀλαφιάζεται
καί κάποια στιγμή ἀποκαμωμένος ἀκούμπησε τά χέρια του στό παταπέτο τῆς ἀποβάθρας
κοιτάζοντας τά μαῦρα νερά τῆς Φοντάνκας. Ἡ φαντασία του καλπάζοντας γεννοῦσε
τέρατα, ὅπως παραδέχτηκε ὁ ἴδιος. Σέ κάποια στιγμή πῆρε τό μάτι μία σκιά πού ἐρχόταν
καταπάνω του, κάνοντάς τον νά νιώθει δυσάρεστα. Ἴσως ὅμως νά ἦταν κάποιος ἀργοπορημένος ἄνθρωπος, ὅπως
αὐτός. Ξαφνικά ὁ ξένος βρέθηκε νά βηματίζει δίπλα του μέ μικρά καί γρήγορα βήματα,
ὅπως ὁ κύριος Γκολιάτκιν. Κι ἦταν τυλιγμένος μέ τόν μανδύα του ἀπό τήν κορυφή
μέχρι τά νύχια, ὅπως ἀκριβῶς ὁ κύριος Γκολιάτκιν. Καί τό παράξενο ἦταν πώς ὁ ξένος
τοῦ ἦταν γνώριμος, ὅπως τό εἴδωλόν του στόν καθρέφτη. Νά πού φανερώθηκαν λοιπόν
οἱ ἴσκιοι καί τά εἴδωλα! Ἤξερε ἀκόμη τό μικρό ὄνομα, τό πατρώνυμο καί τό ἐπώνυμο
τοῦ ξένου. Ὅμως κι ὁ συνοδοιπόρος του γνώριζε καλά τήν πορεία καί κατευθυνόταν
πρός τό σπίτι τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν. Πρόλαβε μάλιστα καί μπῆκε στό σπίτι, πρίν ἀπό
τόν νοικοκύρη. Ἔτσι ἐκείνος τόν βρῆκε νά κάθεται μπροστά στό κρεββάτι φορώντας ἀκόμη
τό καπέλο καί τόν μανδύα του. Εἶχε ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο καί τόν χαιρέτησε
φιλικά. Ὁ ἄλλος σωριάσθηκε λιπόθυμος ἀπό τόν τρόμο.
«Ὁ νυχτερινός
συνοδοιπόρος τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ἑαυτό του,ἀπό τόν ἴδιο
τόν κύριο Γκολιἀτκιν, ἕνας ἄλλος κύριος Γκολιάτκιν μά ὁλόιδιος μέ τόν ἑαυτό
του,-κοντολογῆς, ἦταν αὐτό πού λέμε σωσίας του....»
Ὁ
Φιλόστρατος στίς Εἰκόνες5 περιγράφει ἔνα περιστατικόν πού μοιάζει μέ
ποίημα.Ὁ Νάρκισσος ἔχει γυρίσει ἀπό τό κυνήγι, στέκεται στήν πηγή κι ἡ ὀμορφιά
του ἀστράφτει στό νερό.’Ὁ συγγραφεύς θλίβεται γιά τήν τύχη πού περιμένει τόν
Νάρκισσο καί τοῦ ἐξηγεῖ πώς δέν κατάλαβε τό τέχνασμα τῆς πηγῆς νά ἀποτυπώνει ἐπακριβῶς τήν μορφή. Δέν ἔκανες μία κίνηση
τουλάχιστον, τόν ρωτᾶ, ἔνα νεῦμα. μία ἀλλαγή τῆς ἔκφρασης , ὥστε νἀ καταλάβεις
τήν ἀπατηλότητα τοῦ εἰδώλου;
Τόσο
πολύ βυθίστηκε ὁ νέος, ὥστε δέν ἔβλεπε παρά μόνον τόν ἐαυτόν του .Ὀ Νάρκισσος
διπλασιάστηκε· τώρα εἶναι δύο. Συνέβη ὁ μερισμός πού προκαλεῖ τό νερό ἤ τό
κάτοπτρον. Δύο εἶναι οἱ Νάρκισσοι, γράφει ὀ Φιλόστρατος, «ὁλόιδιοι, μόνον πού ὁ
ἕνας στέκεται στόν ἀέρα κι ὁ ἄλλος βυθίζεται στήν πηγή. Ὁ νέος πού βρίσκεται ἔξω
ἀπό τό νερό ἀτενίζει αὐτόν πού εἶναι μέσα, διψασμένος γιά τό κάλλος του.
Στήν
περίπτωση τοῦ Ναρκίσσου ἔχουμε διχασμόν καί συνεπῶς διπλασιασμόν. Τό ἴδιο καί
στήν περίπτωση, ὅπου ὁ Ἱβάν Καραμάζωφ βλέπει τόν διάβολο πού ἐνσαρκώνει τήν
σκοτεινή του πλευρά. Αὐτός ὁ διάβολος εἶναι ἕνας κανονικός ἄνθρωπος, «ἕνας
γνωστῆς ποιότητας Ρῶσσος τζέντλεμαν», καμιά πενηνταριά χρόνων. Ὁ διανοητικός
καί ψυχασθενικός Ἰβάν βλέπει καί ἀκούει τόν διάβολο νά τοῦ μιλᾶ γιά τόν θάνατον
τοῦ Θεοῦ καί γιά τά μετέπειτα ὀφέλη τῆς ἀνθρωπότητας. Κι ἐδῶ ὑπάρχει διχασμός, ἄρα
καί διπλασιασμός.Ἔτσι καί στίς δύο περιπτώσεις ὑπάρχει τό θέμα τῆς αὐτοαναφορᾶς.
Δέν ὑπάρχει παρατηρητής, τό τρίτο μάτι. Ὅλα διαδραματίζονται ἐντός τοῦ
διχασμένου, ἄρα καί διπλοῦ νοῦ, μέ προβολές στήν δική του πραγματικότητα.
Στόν
Σωσία ὅμως ὑπάρχει ἡ μαρτυρία. Ὅλα διεξάγονται φυσιολογικῶς σάν ἔνα σύνηθες
περιστατικόν, διαδραματίζονται σέ μία ἀτμόσφαιρα ἀληθοφάνειας. Κι ὅλα ἔχουν μία
λογική ἐπικάλυψη. Τόν «νέον» κύριον Γκολιάτκιν τόν βλέπει ὁ Πετρούσκα, τόν
βλέπουν στόν χῶρο τῆς ἐργασίας, εἶναι ὑπαρκτός καί γιά τούς ἄλλους. Ἔτσι ὑπαρκτοί
ἦταν καί οἱ μυθολογικοί, θεοί, ὅπου κατά τήν ἐναθρώπησή τους λάβαιναν τίς
μορφές τῶν θνητῶν καί γίνονταν σωσίες τους. Λόγου χάρη ὁ Ζεύς ἔγινε σωσίας τοῦ Ἀμφιτρύωνος,
ἡ Ἀθηνᾶ στήν πρώτη ραψωδία τῆς Ὀδυσσείας ἔγινε ὁ σωσίας τοῦ Μέντη, παλιοῦ φίλου
τοῦ Ὀδυσσέως, γιά νά συμβουλεύει τόν υἱόν
του Τηλέμαχον, ἡ θεά Ἀφροδίτη θνητή κόρη γιά νά σαγηνεύσει τόν ἥρωα Αἰνεία κ. α
Τί εἶναι ὁ σωσίας τοῦ Ντοστογιέφσκι; ποιά
συνομωσία, ποιά σκευωρία τῶν ἐχθρῶν τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν τόν ἔφερε στό παρόν,
γιά νά καταποντίσουν τήν ἠθική του ὑπόσταση, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε «ὁμολογήσει στόν
ἰατρόν του; «Τέλος, ὁ κύριος Γκολιάτκιν ἤξερε ἀπό καιρό ὅτι κάτι μαγείρευαν, ὅτι
εἶχαν στήν ἐφεδρεία τους κάποιον ἄλλον.»
Καί
μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ σωσία ἀρχίζει τό μαρτύριον τοῦ αὐθεντικοῦ κυρἰου Γκολιάτκιν
ἐξαιτίας τοῦ κίβδηλου κυρίου Γκολιάτκιν. Ὁ πρωτόπυπος κύριος Γκολιάτκιν (αὐτό
τό κύριος πόσο εἶναι τραγελαφικόν) ἀρχικῶς ἐπιδιώκει τήν συμφιλίωση μέ τό ἀντίγραφόν
του, τόν φιλοξενεῖ στήν οίκία, τόν περιποιεῖται
καί τοῦ προτέινει νά κάνουν μία συμμαχία ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν. Ὁ νέος ὅμως
κύριος Γκολιἀτκιν τόν ἐξαπατᾶ, τόν εἰρωνεύεται καί προσχωρεῖ στούς ἄλλους. Ἐργάζεται
στό ἴδιο γραφεῖο μέ τόν πρεσβύτερο κύριον Γκολιάτκιν καί ἀποκαλύπτει ἕναν ἐντελῶς
διαφορετικό ἐσωτερικό κόσμο. Μολονότι ἡ ὁμοιότητα τους εἶναι ἐκπληκτική τόσο, ὥστε
κανείς «δέν θά ἔβαζε τό χέρι του στην φωτιά γιά νά πεῖ ποιός ἦταν ὁ παλιός καί
ποιός ὁ καινούργιος, ποιός ὁ αὐθεντικός καί ποιός τό ἀντίγραφον.»
Ὁ
νέος κύριος Γκολιάτκιν ἦταν χαριτωμένος, ἀνήθικος, ἀχάριστος καί ἀναιδής ἀλλά ἀνέβαινε γρήγορα τήν ἐργασιακή κλίμακα, ἔκανε
κοπλιμέντα στούς ἀνωτέρους, ἔδειχνε τήν προθυμία καί τήν ὑποταγή του σέ αύτούς,
ἀντιθέτως ἀπό τόν πρεσβύτερο πού ἦταν μία ἠθική προσωπικότητα, κι ὅπως εἶναι
γνωστόν ὁ ἠθικός ἄνθρωπος αὐτοπεριορίζεται καί αὐτοεγκλωβίζεται. Ὁ αὐθεντικός
κύριος Γκολιάτκιν ἔχει τό πεπρωμένο ὅλων τῶν αὐθεντικῶν. Ἐξευτελίζεται καί ἀμαυρώνεται
ἀπό τό ἀντίγραφόν του. Πάντα τό ἀντίγραφον βλάπτει τό πρωτότυπον, ὅπως καί ὁ
μιμητής ἀμαυρίζει αὐτόν τόν ὁποῖον μιμεῖται. Οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τά ἀντίγραφα
μή τολμώντας νά πλησιάσουν τά πρωτότυπα. Ἕνας ψεύτικος πίνακας τοῦ Βάγκ Γκόγκ
λόγου χάρη κοσμεῖ τά σαλόνια τῶν δίχως αἰσθητική ἀνθρώπων.
Ὁ
νέος κύριος Γκολιάτκιν στήνει παγίδες στόν αὐθεντικό γιά νά τόν ἐξουθενώσει.
Χαρακτηριστικά τά παραδείγματα μέ τήν ἄμαξα, τό ἐστιατόριο μέ τά μπουρεκάκια , ὅπου
ὁ σωσίας συνεχῶς τόν ἐκθέτει χρησιμοποιώντας καί μή πληρώνοντας τήν ἅμαξα καί
τρώγοντας ἕντεκα μπουρεκάκια, ἀφήνοντας νά τά πληρώσει ὁ πρεσβύτερος πού ἔφαγε
μόνον ἕνα. Κι ὅλοι πιστεύουν τόν θρασύτατο νέον κύριον Γκολιάτκιν, πού ἐκμεταλευόμενος
τήν ἐξωτερική ὁμοιότητα κερδίζει.
Πίσω
ἀπό τήν διαμάχη τῶν δύο Γκολιάτκιν, ὅπου ὁ αὐθεντικός εἶναι πάντα μεγαλόψυχος
καί ἕτοιμος νά δεχθεῖ τήν συμφιλίωσή τους, ὁ ἄλλος, τό ὁμοίωμα, ὁ ἴσκιος εἶναι ἀναιδής.
Κολακεύει τούς προϊσταμένους, γοητεύει ἀκόμη καί τόν Ἐξοχότατον, ὑπονομεύοντας
συγχρόνως τόν πρωτότυπον κύριον Γκολιάτκιν.
Δέν
ξέρω ἄν ὁ Ντοστογιέφσκι μέ τόν κύριον Γκολιάτκιν καί τόν σωσία του ἀναλύει τήν
σχέση πρωτοτύπου καί ἀντιγράφου. Ἄν ναί, τότε πίσω καί πάνω ἀπό τήν
φαινομενολογία, βρίσκεται ὁ ὀντολογικός κόσμος, ὁ ὑπεραισθητός μέ τίς ἀρχέτυπες
πλατωνικές ἰδέες καί κάτω τά αἰσθητά ἀντικείμενα, πανομοιότυπα τῶν ἰδεῶν, πού
κατά τόν φιλόσοφο ἔχουν μία ὕπαρξη, κάτι μεταξύ ὄντος καί μή ὄντος. Ἀρκετές
φορές ἡ θεματολογία τοῦ Ντοστογιέφκι ἀνάγεται σέ ὀντολογία.
Στό
μυθιστόρημα ὁ πρεσβύτερος κύριος
Γκολιάτκιν χάνει ἀκόμη καί τόν ὑπηρέτη του, ὁ ὁποῖος τόν ἐγκαταλείπει γιά νά
πάει σέ σπίτια τιμίων ἀνθρώπων, πού δέν κάνουν ἀπάτες καί δέν γίνονται ποτέ
διπλοί. Ἀκόμη καί ἡ ἐπιστολή πού στέλνει ὁ αὐθεντικός κύριος Γκολιάτκιν στόν
σωσία του, γιά νά τόν ψέξει πώς ὑπεξαίρεσε τά ἔγγραφά του καί προσέβαλε τό
τίμιον ὄνομά του προκειμένου να ἀποκτήσει τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων του, γίνεται
πηγή παραξηγήσεων ἐξαιτίας τῆς στρεψοδικίας τοῦ νεώτερου κυρίου Γκολιάτκιν. Κι ὅμως
ὅλοι τόν παίνευαν καί τόν συμπαθοῦσαν καί «ὅλοι μαζί, σάν χορωδία, διακήρυσσαν ὅτι
ἡ περηφάνεια καί τό χιοῦμορ ἦταν ἀπείρως ἀνώτερα ἀπό τήν προσήνεια καί τό χιοῦμορ
τοῦ πραγματικοῦ κυρίου Γκολιάτκιν....»
Ὁ πρεσβύτερος κύριος Γκολιάτκιν
λυγίζει ἀπό τίς γύρω του ἀρνήσεις καί συνομωσίες. Ἡ ὁμοιότητα ἔχει τσακίσει τήν
αὐθεντικότητά του.
Στό
τέλος τοῦ μυθιστορήματος εἶναι μαζεμένοι στό δωμάτιο ὅλοι οἱ συνἀδελφοι καί οἱ γνωστοί
, ἐνῶ δύο ἀπό αὐτούς πῆραν τούς
πανομοιότυπους ἄνδρες καί τούς ἔβαλαν στό μέσον τῶν καλεσμένων. Ἐπιθυμοῦν νά μᾶς
συμφιλιώσουν σκέφτηκε ὁ αὐθεντικός κύριος Γκολιάτκιν ἁπλώνοντας τό χέρι καί
τείνοντας τό μάγουλό του πρός τόν σωσία του. Τοῦ φάνηκε ὅμως ὅτι ὁ ἄλλος ἔκανε ἔναν
μορφασμό ὅταν τοῦ ἔδωσε τό φιλί τοῦ Ἰούδα. «Κάτι κουδούνισε στ’αὐτιά τοῦ κυρίου
Γκολιάτκιν καί τά μάτια του σάν νά σκοτείνιασαν. Φαντάστηκε ὅτι μιά σειρά ἀπό
πανομοιότυπους Γκολιάτκιν ἔμπαιναν θορυβωδῶς ἀπό ὅλες τίς θύρες τοῦ δωματίου..Μά
ἦταν πολύ ἀργά πιά...Τό συγκλονιστικό προδοτικό φιλί εἶχε δοθεῖ πιά...»
Κι
ὕστερα ἄνοιξαν οἱ θύρες τοῦ σαλονιοῦ κι ἐμφανίστηκε κάποιος, τοῦ ὁποίου ἡ ὄψη ἔκανε
τόν κύριο Γκολιάτκιν νά παγώσει ἀπό τρόμο. Ἦταν κάποιος γνώριμος. Ὁ νεώτερος κύριος
Γκολιάτκιν μέ πρόσωπο χαρούμενο καί μοχθηρό τόν πληροφόρησε πώς ὁ σχεδόν
γνώριμος ἦταν ὁ ἰατρός καί χειρουργός Κρίστιαν Ίβάνοβιτς Ρούτενσπιτς, πού θά
τόν ὁδηγοῦσε στήν κλινική.
Στήν
ἄμαξα ὅταν ἔφευγε μέ τόν ἰατρό, εἶδε ὁ κύριος Γκολιάτκιν δύο πύρινα μάτια, πού ἔλαμπαν
ἀπό σατανική χαρά, νά τόν παρακολουθοῦν
μέσα στό σκότος. Ποιός νά ἦταν; ἀναρωτήθηκε. Ἦταν ὁ Κρίστιαν Ἰβάνοβιτς, ἀλλά ὄχι
ὁ ἴδιος, ἦταν ἕνας φοβερός, διαφορετικός Κρίστιαν Ἰβάνοβιτς. Ὀ πρεσβὐτερος
κύριος Γκολιάτκιν εἶδε καί τόν σωσία τοῦ ἰατροῦ, τό ἀρνητικόν του. Τό
μυθιστόρημα τελειώνει μέ τό οὐρλιαχτό κοῦ κυρίου Γκολιάτκιν, ὁ ὁποῖος ἀπό καιρό
περίμενε πώς θά γινόταν αὐτό ἀκριβῶς, πού ἔγινε.
Ὁ
Διόνυσος ὅταν εἶδε τό εἰδωλόν του στό
κάτοπτρον, ἐνἐδωσε στήν μαγεία του καί μοιράστηκε στό σύμπαν.
Ἔτσι
διαμελίσθηκε καἰ ὁ κύριος Γκολιάτκιν σέ πανομοιότυπους Γκολιάτκιν πού ἔμπαιναν ἀπό
τίς θύρες τοῦ δωματίου.
Καί
μπορεῖ νά ἀναρωτηθεῖ κάποιος: μήπως ὄλα ξεπήδησαν ἀπό τό μικρό στρογγυλό
καθρεφτάκι τοῦ κυρίου Γκολιάτκιν, πού ἀναφέρει ἀπό τήν πρώτη κιόλας σελίδα ὁ
Ντοστογιέφσκι;
Ἀπό
τόν διαμελισμένο Διόνυσον παρέμεινε μόνο ἡ πάλλουσα καρδιά.
Ἡ πάλλουσα καρδιά! ἀπό
αὐτήν πλάθεται ἐκ νέου καί συναρμολογεῖται
ὁ κόσμος!
Σημειώσεις.
1. Κωστῆ Παπαγιώργη
Ντοστογιέφσκι ἐκ. Καστανιώτη 1990, σ. 150 σημείωση 35
2. Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι ὁ σωσίας μετ. Βασίλης Τομανᾶς ἐκ.Νηςῖδες
3. Ἑλένης Λαδιᾶ Μυθολογικά παράδοξα καί ἕνα διήγημα. Κεφ. ὁ
καθρέφτης καί μία περίπτωση
κατοπτρομαντείας β’ἔκδοση Gema 2008
4. Ὁ τίτλος τοῦ ἔργου
τοῦ Γκόγκολ εἶναι στά Ρωσσικά σινιέλ πού σημαίνει ἡ χλαίνη, ὁ μανδύας.
5. Φιλοστράτου Εἰκόνες
ΚΓ Νάρκισσος
Ἑλένη Λαδιᾶ 13-19 Ἰουλίου
2018
Πρώτη δημοσίευση diastixo.gr