Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Περί ὕβρεως




Δέν διαφοροποιεῖται ἡ ὕβρις μέσα στόν χρόνο, διότι παραμένει ἡ ἴδια ἀναλλοίωτη ἀλαζονεία, πού διέπει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, ὠθώντας τον νά ξεπερνᾶ τά ὅριά του. Ἡ παράδοση (κι ἐδῶ μιλᾶμε γιά τήν ἑλληνική) τῆς μυθολογίας καί τῆς ἱστορίας εἶναι γεμάτη μέ παραδείγματα «πεφυσιωμένων» πνευμάτων. Ὁ Σαλμωνεύς, λόγου χάρη, πού ἤθελε νά γίνει θεός καί ἐμιμεῖτο τόν Δία, τιμωρήθηκε ὁ ἵδιος καί ὁ λαός του ἀπό τήν θεϊκή ὀργή, ἡ ἐπηρμένη Νιόβη ἀπολιθώθηκε, ἐνῶ ὁ βέβηλος Ἐρυσίχθων, ὁ ἐχθρός τῆς οἰκολογικῆς ἀντίληψης, καταστρέφοντας μέ τόν πέλεκυ τό δενδροφυτευμένο ἄλσος τῆς Δήμητρος, προκάλεσε τόσο τό φάσμα τῆς πείνας, ὥστε στό τέλος καταβρόχθισε τόν ἑαυτό του. Τά παραδείγματα εἶναι ἐνδεικτικά μέσα σέ δεκάδες παρομοίας ὑφῆς.
* Το κολάζ είναι έργο της συγγραφέως 

Ἡ Ὕβρις, μητέρα τῆς θρασυτάτης Ἀλαζονείας κατά τόν Πίνδαρον εἶναι στενῶς δεμένη μέ τήν τιμωρία. Δέν ὑπάρχει καμία περίπτωση νά διαφύγει ἡ ὕβρις ἀπό τά δίχτυα τῆς τιμωρίας. Αὐτό μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ  ἴσως ἀπό τό γεγονός πώς ἡ ὕβρις δέν βρίσκεται μόνον στήν περιοχή τῆς ἠθικῆς ἀλλά εἶναι συγχρόνως καί μία δυνατή ὀντολογική ἔννοια. «Φθονερόν τό θεῖον» ἰσχυριζόταν ὁ Ἡρόδοτος. Εἶναι ὅμως φθονερόν τό θεῖον ἤ τό ἀναιδές δημιούργημα; Δέν εἶναι ὀρθή ἡ τιμωρία, πού φοβίζει καί ἀποτρέπει τήν ὕβριν; Ὀ ὑβριστής δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι ξεπέρασε τά ὅρια. Βλέπει μόνον τήν ἐπίπλαστη παντοδυναμία του.
Ὁ συμπαντολόγος Ἡράκλειτος (ὅπως ἄλλωστε εἶναι ὅλοι οἱ προσωκρατικοί πού ἀσχολήθηκαν μέ τό σύμπαν, τόν κόσμο) ἔχει δύο ἀποφθέγματα πού ἀποδεικνύουν τήν ὀντολογική ὑφή τῆς ὕβρεως.
Τό ἕνα εἶναι τό περίφημο «ὕβριν χρή σβεννύναι μᾶλλον ἤ πυρκαϊήν» (43(103). (Πρέπει νά σβήνουμε περισσότερο τήν ὕβριν ἀπό τήν πυρκαγιά.) Καί τό πῦρ στόν Ἡράκλειτον δέν εἶναι φυσική ἀρχή, ἀλλά ὀντολογική, ὅπως καί ὁ Λόγος.
Τό ἄλλο εἶναι καταπληκτικότερο, διότι ἀναφέρει τόν ἥλιο, ἕνα ἀστρικό φαινόμενον, πού βρίσκεται στήν σφαῖρα τῆς ὀντολογίας. «Ἤλιος γάρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δέ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.»(94(29) (Γιατί ὁ Ἥλιος δέν θά ὑπερβεῖ τά μέτρα του, διαφορετικά θά τόν βροῦνε οἱ Ἐρινύες, οἱ βοηθοί τῆς Δικαιοσύνης.) Ἀφοῦ λοιπόν ἕνα αἰώνιο κοσμολογικό φαινόμενον ἀδυνατεῖ νά ὑπερβεῖ τά ὄριά του, γιατί δεοντολογικῶς καί ἐννοιολογικῶς εἶναι ἐνταγμένο στήν ἀρχιτεκτονική τοῦ σύμπαντος, καί κινδυνεύει νά τιμωτηθεῖ, ἄν κατά μία διαβολική πιθανότητα θελήσει νά τά ὑπερβεῖ, πόσο περισσότερον εἶναι ἄοπλος ὁ ἐφήμερος ἄνθρωπος, ὅταν τολμήσει αὐτήν τήν οὐτοπιστική ὑπέρβαση.
Πολλά προειδοποιοῦν γιά τήν μή ὑπέρβαση τῶν ὁρίων. ¨Η δελφική προστακτική «γνῶθι σαυτόν» τό «μηδέν ἄγαν», τό «πᾶν μέτρον ἄριστον» εἶχαν αὐτόν τόν σκοπόν: νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος πώς ὑπάρχουν ὅρια, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπερβεῖ. Ἀπέναντι στό «μέτρον» βρίσκεται ἡ χορεία τῶν ὑβριστῶν, τῶν καταραμένων, πού μπορεῖ νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν στήν ἐφηβεία, ἀλλά δέν τούς δεχόμαστε στήν ὡριμότητα. Στό ἔργον «οἱ δαιμονισμένοι» τοῦ Ντοστογιέφσκι λόγου χάρη ὁ μηχανικός Κυρίλωφ φωνάζει μέ ἔπαρση στούς συνομιλητές του: «Κύριοι θά σᾶς ἀποδείξω ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Ἐγώ ἀποφασίζω.» Καί μετά φυτεύει μία σφαῖρα στό κεφάλι του. Τρομερό, συναρπαστικό ἀλλά ἀνώφελο, ἀφοῦ τίποτα δέν ἀποδεικνύεται.
Σέ κάθε ἐποχή, σέ ὅλους τούς χρόνους, σέ ὅλους τούς τομεῖς ἡ ψυχοσύνθεση τοῦ ὑβριστῆ εἶναι μία: ἔπαρση, ἀλαζονεία, ὑπέρβαση τῶν ὁρίων. Ὅμως ἄν πληγώσεις τήν γῆ, θά σέ περιμένει ἡ πείνα, ἄν καυχιέσαι, θά σέ περιμένει ἡ διάψευση, ἄν καταστρέφεις τόν πλανήτη, θά ἐξαφανισθεῖς, ἄν ἄν... ἀναλόγως μέ τό σχῆμα τῆς ὕβρεως καί τό σχῆμα τῆς τιμωρίας. Εἶναι ἀχώριστα. Ἔτσι καμία ὕβρις δέν μένει ἀτιμώτητη, κανένα κακόν ἀνεξόφλητο, γιατί ὅπως λέγει ἡ θαυμάσια ρήση τοῦ Ἠρακλείτου, πού περικλείει ἕναν συμπαντικό ἀπόηχο, πῶς νά κρυφτεῖ κανείς ἀπό αὐτό πού δέν δύει ποτέ;» ( τό μή δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;)

.
 Ἑλένη λαδιᾶ  δημοσιεύθηκε στό Ἔθνος τῆς Κυριακῆς στίς 31/Δεκ—1 Ἰαν. τοῦ 2006-7