Εὐτυχῶς ἤ δυστυχῶς, δέν εἶμαι οὔτε ἐπίσημος θεολόγος, οὔτε ἐπίσημος ἱστορικός γιά νά βαρύνει ἡ γνώμη μου σέ εἰδικά θέματα. Εἶμαι ἁπλῶς συγγραφεύς, καί ὅλοι γνωρίζουμε πώς αὐτός ὁ ὅρος περικλείει ὑποκειμενικότητα, διαίσθηση καί ἁπλή περιδιάβαση στόν χῶρο τῶν ἰδεῶν. Πάνω ἀπό ὅλα εἶμαι λάτρης τῆς Αἰγύπτου, στήν ὁποία ἐπιστρέφω μετά ἀπό πάμπολλους αἰῶνες μέ τήν νοσταλγία πού γυρνᾶ κάποιος στίς προγονικές μνῆμες. Ἐπιστρέφω ἐδῶ μέ τήν ἀπορία καί τήν παιδική περιέργεια - ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες εἴμαστε διαρκῶς παιδιά, ὅπως εἶπε στόν Σόλωνα ὁ ἱερεύς τῆς Ἀρχαίας Αἰγύπτου - νά δῶ καί νά καταλάβω τήν δύναμη πού κρύβει μέσα του τό κοπτικό στοιχεῖο, τό αὐθεντικότερο στοιχεῖο τῆς χώρας, οἱ γνήσιοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Αἰγυπτίων.
Εἶναι γνωστοί οἱ δεσμοί πού ἑνώνουν τούς Κόπτες μέ τούς Ἕλληνες ἀπό τήν χρονιά πού ἔφθασε ἐδῶ ὁ Ἀλέξανδρος, γιά νά σεβασθεῖ καί νά υἱοθετήσει μία μακραίωνη παράδοση, ὥς τίς μέρες μας. Εἴκοσι τέσσερις αἰῶνες ἀδιάλειπτης ἐπικοινωνίας, αἰῶνες πού τά βλέμματα στρέφονται πάντα ἐδῶ, γιατί καί τά αἰγυπτιακά μάτια πρόθυμα ἀνταποκρίνονται στά καλέσματα. Καί ὅπως συμβαίνει σέ ὅλες τίς μακροχρόνιες καί βαθιές σχέσεις, ἡ οἰκειότητα περνᾶ ἀπό φάσεις, πότε καλές καί πότε δυσοίωνες, ὅπως συμβαίνει καί μέ τίς φάσεις τῆς σελήνης. Ὑπῆρξαν ἐποχές τέλειας συντροφικότητας με ἀδιάψευστη μαρτυρία τά ἑλληνικά γράμματα, πού συνθέτουν τό κοπτικό ἀλφάβητο, ἐποχές πού οἱ διανοούμενες τάξεις τῶν Αἰγυπτίων μιλοῦσαν ἑλληνικά. Εἶναι ἀδύνατον νά προφέρει κανείς τόν ὄρο «Πτολεμαϊκός» καί νά μήν ξεπηδήσει, μέ ὅλη τήν δύναμη τοῦ παρελθόντος, τό θαυμάσιο δίπτυχο τοῦ ἑλληνικοῦ καί αἰγυπτιακοῦ πνεύματος, ἡ σύνθεση τῶν δύο λαῶν πού δημιουργεῖ ἕναν τρίτο, τόν ἑλληνοαιγυπτιακο. Οἱ γενιές πού ἑνώθηκαν σέ ἐκείνους τούς αἰῶνες, ἔχουν ἀφήσει ἀκόμη τά σημάδια καί τίς φυλετικές καταβολές. Μέ τόν θάνατο τῆς περίφημης Κλεοπάτρας, αὐτῆς τῆς αἰγυπτιακῆς Ἑλληνίδας, δέν σβήνει ἡ συνύπαρξη τῶν δύο πολιτισμῶν, ἀντίθετα ὑποβόσκει σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς ρωμαϊκῆς κατοχῆς, γιά νά ἀνατείλει ξανά, ἐνδυναμωμένη ἀπό ἕνα ἄλλο δυνατότερο στοιχεῖο: τόν Χριστιανισμό. Ἀδιάψευστη ἀκόμη μαρτυρία καί ἡ Ἀλεξάνδρεια, αὐτή ἡ ἑλληνιστική πόλη τοῦ μεγάλου ἀνδρός, ρίζωσε καί καρποφόρησε στά αἰγυπτιακά χώματα καί στέκεται ἀκόμη ἐκεῖ, κλείνοντας μέσα στήν ἀτμόσφαιρά της θρύλους καί σοφίες. Σάν ἀπό περίεργη σύμπτωση, ὁ τέταρτος πρό Χριστοῦ αἰώνας ἔφερε ἐδῶ τόν Ἀλέξανδρο καί ὁ τέταρτος μετά Χριστόν, τόν Χριστό.Τό θρησκευτικό στοιχεῖο ἀποδείχθηκε δυνατότερο.
Ὑπῆρξαν βέβαια καί ἐποχές σκοτεινές στίς σχέσεις Κοπτῶν καί Ἑλλήνων καί θά ἐθελοτυφλούσαμε, ἄν δέν τίς θυμόμασταν. Ἀκόμη ὅμως καί σέ αὐτόν τόν «μεσαίωνα» τῶν σχέσεων, ὑπῆρξε ἐκεῖνος ὁ φανατισμός τῆς ἀγάπης, ὅπως συμβαίνει στούς ἐρωτευμένους πού χωρίζουν ἀλλά διατηροῦν τήν μνήμη τοῦ ἔρωτος. Στήν περίπτωση πρόκειται γιά τόν ἔρωτα στόν Χριστό. Μακριά ἀπό τό μητροπολιτικό αἴσθημα, ἡ Κοπτική Ἐκκλησία διατηρεῖ στήν Ἀνατολή ὅλο τό σφρίγος καί τόν παλμό τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καλοί οἱ Κόπτες μοναχοί, ἀπομονωμένοι, πεισματικά διαφυλάσσουν τήν πίστη τους, πού ἔγινε πλέον ἡ φυλετική τους ταυτότητα. Πεισματικά τοῦτος ὁ ἀνθεκτικός λαός γεννάει μεγάλο ἀριθμό ἀσκητῶν, μοναχῶν καί ἁγίων, πού καίγονται ἀπό πίστη, καρφωμένοι στήν ἔρημο.
Καί οἱ Ἕλληνες; Ἡ τύχη δέν ἦταν καί γι’ αὐτούς πάντα εὐνοϊκή. Στά τετρακόσια χρόνια τῆς τουρκικῆς κατοχῆς, αὐτό πού σώζει τήν ἑλληνική ἐθνικότητα εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Μέ τό ἴδιο πεῖσμα καί αὐτός ὁ λαός διατηρεῖ τήν πίστη του, μαρτυρεῖ καί βασανίζεται, βγάζοντας ἀπό τά σπλάγχνα του ἡρωικούς κληρικούς, δασκάλους καί παπάδες συνάμα, πού κρυφά μαθαίνουν στά παιδιά τά γράμματα. Κοινός παρανομαστής καί στούς δύο λαούς, ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό. Μιά ἀγάπη βαθειά ριζωμένη στίς ψυχές τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, πού παραμερίζουν δόγματα καί σοφιστεῖες. Στήν ἀνατολή καί στήν δύση, εἶναι ἰδιαιτέρως ἐμφανής - στίς δύσκολες ἐποχές - αὐτή ἡ πίστη. Στά δύο πιό σημαντικά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, ἐκεῖ πού ἀνατέλλει καί δύει ὁ ἥλιος, ὑπάρχουν δύο λαοί, ὀλιγάριθμοι μέν σέ σχέση μέ ἄλλους, ἀλλά ἀνθεκτικοί, πού πάντοτε κρατοῦν ἀναμμένους τούς λύχνους τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή ἡ πίστη ἑνώνει μέ βαθιές, τόσο βαθιές ρίζες τούς δύο λαούς, ἀναπτύσσοντας ἔτσι μία σιωπηρή ἀλλά ἐπίμονη συμμαχία. Ὁ Ἕλληνας πού ἐπιστρέφει ἐδῶ πολλά ἔχει νά βρεῖ καί νά θυμηθεῖ.
Ὁ αἰσθαντικός Ἕλληνας θά γοητευθεῖ ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τῆς χώρας, ἀπό τίς πρωταρχικές ὀσμές της. Πουθενά δέν εἶναι τόσο ἔντονες οἱ μυρωδιές, ὅσο σέ αὐτόν τόν τόπο, πού μοιάζει σάν ἕνα τεράστιο μαγικό κάτοπτρο, πού ὅλα τά ἀποτυπώνει. Ὁ γνώστης τῆς ἱστορίας καί τῆς ἀρχαιολογίας θά ἀπομείνει ἔκθαμβος μπροστά στίς πολύχρωμες τοιχογραφίες, πού σφύζουν ἀπό τήν ζωή τῶν καθημερινῶν συμβάντων, μολονότι στολίζουν νεκρικούς θαλάμους, ἀπό τίς ἀγέρωχες πυραμίδες, ἀπό τά πελώρια ἀγάλματα μέ τόν αὐστηρό νόμο τῆς μετωπικότητας.
Ὅμως ὁ μέσος, ἁπλός σύγχρονος Ἕλληνας θά νιώσει τώρα ἀγαπημένος φιλοξενούμενος ἀνάμεσα στούς συγγενικούς του Κόπτες. Πόσο ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα ἀπό τό 1961, πού ἐπισκέφτηκε τό Κάιρο ἕνας σπουδαῖος Ἕλληνας συγγραφεύς, ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς, πού γράφει γιά τή δυσπιστία τῶν Κοπτῶν ἀπέναντι στούς Ἕλληνες. Ἐμεῖς, καί στήν προηγούμενη ἐπίσκεψη τό 1989 καί τώρα, συναντήσαμε στούς Κόπτες βλέμματα ἴσια καί καθαρά, εἰλικρινῆ μαῦρα μάτια, ὅμοια μέ τῶν τοιχογραφιῶν τους, εὐγένεια καί ἄμεση ἀνταπόκριση. Συναντήσαμε μεγάλη δίψα γιά διάλογο, γιά θεολογικές συζητήσεις, καί δέν ξεχνοῦμε τίς ἐρωτήσεις τῶν νεαρῶν φοιτητῶν σχετικῶς μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τήν θρησκευτικότητα τῶν Ἑλλήνων, τίς χριστιανικές ὀργανώσεις, τόν μοναχισμό καί τό Ἅγιον Ὅρος. Δέν ξεχνοῦμε ἐπίσης καί τό Κοπτικό Μουσεῖο στό Παλαιό Κάιρο, ὅπου μέ συγκινητική τρυφερότητα φυλάγει τά ἐκθέματά του, γλυπτά, τοιχογραφίες, εἰκόνες, ξυλόγλυπτα, ἐπιτύμβιες στῆλες, μεταλλοτεχνικά ἔργα, ἀγγειοπλαστική, κοπτικά χειρόγραφα ἀπό τόν Nag-Hammadi καί ὅλα, ὅσα ἀπαρτίζουν μία κιβωτό τῆς τέχνης. Κυρίως ὅμως δέν ξεχνοῦμε πώς ἡ ἑλληνική μας ἐθνικότητα μᾶς ἄνοιγε ὅλες τίς θύρες. Οἱ Κόπτες, πού ὅλα τά χρόνια μάζευαν ζηλοτύπως τά «προικιά τους», τά δείχνουν τώρα στόν Ἕλληνα μέ συγκίνηση.
Ὁ Ἕλληνας διαβάζει μέ συγκίνηση ἐπίσης στίς κοπτικές ἐκκλησίες τίς ἐπιγραφές μέ τό ἑλληνικό ἀλφάβητο: Θεοτόκος, Παναγία, Ἅγιος, Ἰησοῦς Χριστός. Ξεχωρίζει μέ συγκίνηση ἑλληνικές λέξεις μέσα στά κοπτικά λειτουργικά κείμενα: θεός, Ψυχή - σῶμα - Γάρ - Θεοφάνιος, καί τότε, γιά νά θυμηθοῦμε ἕναν στίχο τοῦ μεγάλου Ἕλληνα Ἀλεξανδρινοῦ ποιητῆ Καβάφη: «πῶς συγκινεῖται ὁ Γραικός Ἑλληνικά διαβάζοντας...»
Στήν Αἴγυπτο, στήν χώρα, ὅπου αἰσθάνεται κανείς τήν πνοή τοῦ θεοῦ νά ἔρχεται ἀπό τά βάθη τῆς ἐρήμου, βρίσκουμε τούς ἀδελφικούς Κόπτες, μέ διάστικτο τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ στό ἐσωτερικό τοῦ δεξιοῦ τους χεριοῦ, νά μᾶς περιμένουν, νά μᾶς μιλήσουν γιά τά θαύματα τῶν ἁγίων μέ πρωτοχριστιανική, ἀνόθευτη λαχτάρα, νά μᾶς δείξουν τίς ἐκκλησίες καί τόν μεγάλο ναό τους στό Κάιρο, νά ἀναφέρουν μέ συγκινητική περηφάνεια τήν προσπάθεια νά μεταφρασθοῦν τά Πατερικά κείμενα, νά ἀνοίξουν μέ ἀγάπη τίς θύρες τῶν μοναστηριῶν τῆς Νιτρίας. Μέ λόγια, μέ ἔργα, μέ ἔμμεσες ἀναφορές, μέ θλίψη καί μέ χαρά, μέ ὅλη τήν κλίμακα τῶν νοητικῶν καί συναισθηματικῶν ἀξιῶν, δηλώνουν πώς ποτέ δέν ἔφυγαν, ἦταν πάντοτε ἐκεῖ, περίμεναν τό «μεγάλο ραντεβού», ἴσως νά ἔγινε λάθος στόν τόπο καί τόν χρόνο, ἀλλά αὐτοί πάντα περίμεναν. Οἱ λόγοι πού μπερδεύτηκε ὁ χρόνος καί ὁ τόπος δέν ἦσαν θρησκευτικοί ἀλλά ἐθνικοί.
Ἡ ἰδέα καί ἡ ἀγάπη τῆς αἰωνιότητας πού ὑπῆρχε στούς ἀρχαίους Αἰγυπτίους, ζωντανεύει στούς γνήσιους ἀπογόνους τους, τούς Κόπτες. Ἀπό αὐτούς βγῆκαν οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές πού λάμπρυναν τήν ἔρημο μέ τήν παρουσία τους. Ὁ τέταρτος αἰώνας μετά Χριστόν μᾶς παρουσιάζει ὀνόματα-ἀστέρια καί βίους περίλαμπρους μέσα στήν ἄσκηση, ὅπως διαβάζουμε στή «Λαυσαϊκή Ἱστορία» τοῦ Παλλαδίου (αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα πού ἐπισκέφθηκε τήν Αἴγυπτο τό 390 μ.Χ. καί ἔζησε στή Νιτρία ὡς μαθητής τοῦ Μακαρίου) καί στήν «Ἱστορία τῶν Μοναχῶν τῆς Αἰγύπτου» πού μετέφρασε ἀπό τά ἑλληνικά στά λατινικά ὁ Ρουφίνος τῆς Ἀκυληίας. Πρῶτα-πρῶτα ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ δαιμονομάχος. Ἀγράμματος ἀλλά φωτισμένος ἀπό θεϊκή λάμψη, κλείστηκε στόν τάφο, παλεύοντας μέ τά δαιμόνια. Ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ὁ ταπεινός, πού ἀναζητώντας τήν ἀνωνυμία κλείστηκε στήν σπηλιά καί τήν ὕπαρξή του ἀποκάλυψε ὁ θεός μέσω τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Παχώμιος, ὁ ἀσκητής πού συνάντησε τόν Ἄγγελο καί μέ τή φλογερή του πίστη ἵδρυσε τόν κοπτικό μοναχισμό. Ὁ Παῦλος ὁ ἁπλός, μαθητής τοῦ Ἀντωνίου, τό πρότυπο τῆς ὑπακοῆς. Ὁ ἑξηντάχρονος ἀγρότης πού ἐγκαταλείποντας τά ἐγκόσμια στάθηκε τρία μερόνυχτα ὄρθιος καί νηστικός ἔξω ἀπό τήν θύρα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ἀποδεικνύοντας τήν ἐπιμονή καί τήν ἐπιθυμία του γιά τόν ἀσκητικό βίο καί τήν δύναμή του νά ἀντέξει τήν θλίψη τῆς ἐρήμου. Ὁ ἅγιος Σισώης, μαθητής ἐπίσης τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου, πού ἔφτασε τήν ἀρετή τῆς ταπεινότητας στό κορύφωμά της. Ὁ Ἰωάννης ὁ Λυκοπολίτης ἀπό τό σημερινό Ἀσσιούτ, μέ τό μεγάλο χάρισμα τῆς προφητείας, πού ἔζησε πενήντα χρόνια σέ μία καλύβα ὁλομόναχος, τρεφόμενος μέ σπόρους καί νερό, ὅπως τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, μέγας ἀσκητής, ὅπως τόν ἀναφέρει ὁ μαθητής του Σεραπίων, πού συνέγραψε τόν βίο τοῦ ἁγίου σέ κοπτική γλώσσα. Ὁ ἀναχωρητής πού δέν ἔκανε θαύματα μόνον γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀλλά θεράπευσε καί ἄγρια ζῶα. Ἀξίζει ἴσως νά ἀναφερθεῖ ἐδῶ τό θαυμάσιο αὐτό περιστατικό, ὅπως ἀναφέρεται στό βιβλίο: «Ἡ Ἱστορία τῶν μοναχῶν της Αἰγύπτου». Κάποια φορά ὁ ἀββάς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος προσευχόταν στήν ἔρημο, στό σπήλαιό του. Ἐκεῖ κοντά, σέ ἕνα ἄλλο σπήλαιο ζοῦσε μία ὕαινα. Ὅπως ὁ ἅγιος προσευχόταν, τό ζῶο πῆγε στά πόδια του καί τόν χάιδευε. Μετά τόν ἔπιασε ἀπό τήν ἄκρη τοῦ χιτώνα του καί τόν τραβοῦσε κατά τήν σπηλιά της, φέρνοντάς του τά μικρά της, πού εἶχαν γεννηθεῖ τυφλά. Ὁ ἅγιος προσευχήθηκε καί ἔπειτα τῆς ἔδωσε τά παιδιά της θεραπευμένα. Τότε ἐκείνη, γιά νά τόν εὐχαριστήσει, τοῦ ἔφερε ἕνα τεράστιο δέρμα ἀπό ἕνα μεγάλο κριάρι καί τό ἄφησε στά πόδια του. Ὁ ἅγιος τῆς χαμογέλασε, σάν νά εἶχε ἀπέναντί του ἕναν εὐαίσθητο ἄνθρωπο καί πῆρε τό δέρμα. Τό καταπληκτικό αὐτό περιστατικό, πού συνέβη στήν ἔρημο ἀνάμεσα στόν ἀσκητή καί στή μάνα ὕαινα, στόν ἅγιο ἄνθρωπο καί τό θηρίο ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ θεοῦ γιά ὅλα τά πλάσματά του, καί τήν βαθειά ἐπικοινωνία, πού ἐπιτυγχάνεται ὄχι μέ τήν γνώση, ἀλλά μέ τόν πόνο καί τήν διαίσθηση.
Ἀπό τίς «Ἱστορίες τῶν Μοναχῶν» τῆς Αἰγύπτου περνάει ὁ ἀββάς Ὤρ, ἀσκητής τῆς Θηβαΐδος, πνευματικός πατέρας χιλίων ἀδελφῶν, πού ζοῦσαν στά ἐρημητήρια, ὁ Ἄμμων, ἐπίσης τῆς Θηβαΐδος, πατέρας τριῶν χιλιάδων ἀδελφῶν, ὁ ἀββάς Βής πού μέ τήν πραότητά του ἔπειθε ἀκόμη καί τά θηρία, ὅπως ἱπποπόταμους καί κροκόδειλους, πού κατέστρεφαν τίς γεωργικές περιοχές, ὁ ἅγιος Θέων ἀπό τήν πόλη Ὀξύρυγχο, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε ἑλληνικά, ρωμαϊκά καί αἰγυπτιακά. Ὁ Ἠλίας πού τά 70 ἀπό τά 100 χρόνια πού ἔζησε, τά πέρασε στήν τρομερή ἔρημό τῆς Θηβαΐδος, καρφωμένος σέ ἕνα σπήλαιο τοῦ βράχου σάν ἀετός. Ὁ Ἀπολλῶς, τῆς Θηβαΐδος ἐπίσης, πατέρας πνευματικός 500 ὡρίμων ἀνδρῶν, πού ἔθαψε τήν ἀλαζονεία του στήν ἄμμο κατά τήν θεϊκή προσταγή, θαυματουργοῦσε, θεράπευε στήν ἔρημο καί μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ ἀκινητοποίησε ἕνα πλῆθος εἰδωλολατρῶν, πού μή μπορώντας πλέον νά προχωρήσουν, ψήνονταν στήν κάψα τῆς ἐρήμου ὅλη μέρα. Καί γιά νά γλυτώσουν, ἔστειλαν πρεσβεία στόν Ἀπολλώ, νά τούς σώσει ἀπό τό κακό. Ἐκεῖνος τότε προσευχήθηκε καί οἱ εἰδωλολάτρες ἔγιναν Χριστιανοί. Ὁ Ἀμμοῦν, πού ἀσκοῦσε τρομερή ἐπιρροή πάνω στά φίδια καί θεράπευε ἀπό τό δηλητήριό τους. Ὁ ἐρημίτης Κόπρης πού ἔσωζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τά δαιμόνια. Σέ αὐτόν ὀφείλουμε τίς διηγήσεις γιά τόν Πατερμούθιο, τόν πρώην ληστή καί τυμβωρύχο, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας ἑνός φοβεροῦ ὀνείρου ἔγινε θερμός ἀσκητής τῆς ἐρήμου, ἀγρυπνοῦσε στό προσκεφάλι τῶν ἑτοιμοθάνατων καί φρόντιζε γιά τήν κηδεία τους, αὐτός πού μποροῦσε νά διαβαίνει τόν Νεῖλο χωρίς νά βρέχεται καί νά βρίσκεται στά δωμάτια ἐνῶ οἱ θύρες ἦταν κλειστές, γιά τόν Ἀββά Σοῦρο μέ τήν τρομερή δύναμη τῆς προσευχῆς, γιά τόν ἀββά Ἐλλή, πού μποροῦσε νά κρατάει τή φωτιά στόν κόρφο του καί πού τόν μετέφερε ὁ κροκόδειλος στήν πλάτη του γιά νά περάσει τόν ποταμό. Οἱ «Ἱστορίες τῶν Μοναχῶν» τῆς Αἰγύπτου ἀναφέρουν ἀκόμη τόν Ἀπελλῆ, τόν πρώην σιδηρουργό πού μέ πυρακτωμένο σίδερο ἔκαψε τό πρόσωπο τοῦ διαβόλου, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ εἶχε παρουσιασθεῖ μέ τήν μορφή γυναίκας. Ἐδῶ βρίσκεται καί ὁ Ἰωάννης πού ἐπί τρία συνεχῆ χρόνια προσευχόταν ὄρθιος πάνω στόν βράχο. Ἀπό τήν ἀκινησία εἶχαν ἀνοίξει τά πόδια του καί ἔβγαζαν πύο, κι ἔτσι ἄρχισε ἡ ἀποσύνθεση. Τότε ἄγγελος Κυρίου τόν θεράπευσε. Ὁ Παφνούτιος ἐπίσης, πού μετά ἀπό πολλή ἄσκηση ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει μέ ποιόν ἀπό τούς μεγάλους ἁγίους ἔμοιαζε. Ὅταν ὁ θεός τοῦ ὑπέδειξε τρεῖς κατά σειρά ἀνθρώπους (ἕναν ἄνθρωπο πού ἔπαιζε φλογέρα, ἕναν προεστό χωριοῦ κι ἕναν ἀλεξανδρινό ἔμπορο) ὁ Παφνούτιος τούς συνάντησε καί ἀνακάλυψε ὅτι ἦταν κατώτερος τους. Ὁ Πιτυρίων, ἐπίσης τῆς Θηβαΐδος, μαθητής τοῦ Ἀντωνίου, ἔδιωχνε κι αὐτός τά δαιμόνια, ὁ Εὐλόγιος μέ τήν ψυχολογική διεισδυτικότητα, πού καταλάβαινε τήν ψυχική κατάσταση τῶν μοναχῶν, ὅταν πλησίαζαν στό θυσιαστήριο κι ἀναλόγως τούς ἐπέτρεπε ἤ ὄχι νά μετέχουν στά θεῖα μυστήρια, ὁ Ἰσίδωρος, πού μετέτρεψε τό μοναστήρι σέ μικρογραφία ἐπίγειας Ἐδέμ. Καί ἡ σειρά συνεχίζεται... ὁ Σεραπίων, ἡγούμενος δέκα χιλιάδων ἀνδρῶν, πού τά ἀγαθά τοῦ μοναστηρίου ἀπό τήν ἐργασία τῶν μοναχῶν μοιράζονταν στούς φτωχούς. Ὁ Ἀπολλώνιος πού μαρτύρησε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά σώθηκε τελικῶς ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔσβησε τήν φωτιά τῶν ἀπίστων μέ τήν βροχή. Αὐτός ὁ ἀσκητής βοήθησε πολλούς Χριστιανούς τόν καιρό τῶν διωγμῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Ὁ Διόσκουρος τῆς Θηβαΐδος ἐπίσης, ὁ μοναχός πού συμβούλευε πῶς νά ἀποφεύγονται οἱ ἔνοχες ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ὁ Δίδυμος τῆς Νιτρίας, μέ τίς γυμνές του πατοῦσες σκότωνε σκορπιούς καί φαρμακερά φίδια. Ὁ Ἀμούν, ὁ πρῶτος μοναχός, πού πῆγε στήν Νιτρία, θεράπευε ἀρρώστιες. Ὅταν πέθανε, ὁ Ἀντώνιος εἶδε τήν ψυχή του να τήν μεταφέρουν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό. Ὁ ἄλλος Μακάριος ἐπίσης, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἵδρυσε μοναστήρι στή Σκήτη, τόπο ἐρημικότατο, πού ἀπεῖχε ἕνα μερόνυχτο ἀπό τήν Νιτρία.
Ἡ ἱστορία ὅμως τοῦ Μοναχισμοῦ στήν Αἴγυπτο κατά τόν τέταρτο αἰώνα μ. Χ. δέν περιορίζεται μόνον στό ἀνδρικό φύλο. Ἡ «Λαυσαΐκη Ἱστορία» τοῦ Παλλαδίου ἀναφέρει καί πολλές γυναῖκες ἐπώνυμες ἤ ἀνώνυμες πού ἀφιερώθηκαν στήν ἄσκηση. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τήν Ἀλεξάνδρα, τήν παρθένα πού οἰκειοθελῶς κλείστηκε στό μνῆμα, γιατί ἄθελά της προκάλεσε ἔρωτα σέ κάποιον, ὁ ὁποῖος τρελάθηκε. Γιά μία παρθένα ἐπίσης, ἀνώνυμη, πού ἐνῶ παρέμεινε ἔξι χρόνια ἔγκλειστη, ὑπερηφανεύθηκε γιά τήν ἐγκράτειά της καί ξέπεσε, δεχόμενη νά κοιμηθεῖ μέ αὐτόν πού τήν ὑπηρετοῦσε. Γιά τή γυναίκα πού ὑποκρινόταν τήν «σαλή» ἐπιτυγχάνοντας τήν ἄκρα ταπείνωση, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἀββάς Πιτηρούμ ζήτησε νά τόν εὐλογήσει. Γιά τή Σιλβανία, τήν σοφή πού μελέτησε ὅλα σχεδόν τά συγγράμματα τῶν ἀρχαίων σχολιαστῶν, καί κυρίως γιά τήν Μελάνη, ἡ ὁποία ἀφήνοντας δόξες καί πλούτη, μπῆκε στό ὄρος τῆς Νιτρίας, κι ἔκτισε ἀργότερα μοναστήρι στά Ἱεροσόλυμα. Αὐτή ἔζησε μέ «ξενητεία» 37 χρόνια, βοηθώντας μέ τά πλούτη της μοναστήρια, ἐκκλησίες καί ἀναξιοπαθεῖς. Ὅλος αὐτός ὁ μακρύς καί ἴσως κουραστικός κατάλογος τῶν ἀναχωρητῶν, σκοπό εἶχε νά ἀποδείξει τό χριστιανικό πεῖσμα, πού ἐκδηλώθηκε στούς προγόνους καί κληροδοτήθηκε στούς ἀπογόνους, τό ἴδιο πεῖσμα πού ὑπάρχει καί σήμερα, ἐναρμονισμένο ὅμως μέ τίς ἀνάγκες καί τούς ρυθμούς τοῦ σημερινοῦ καιροῦ. Μνημονεύσαμε ὅλους αὐτούς τούς δυνατούς ἀσκητές, γιατί μονάχα μέ τήν μνήμη ζωντανεύουμε τούς νεκρούς. Ἴσως δέν θά ἔπρεπε νά ποῦμε πώς ὁ κατάλογος εἶναι κουραστικός, γιατί ἐκεῖνοι δέν κουράστηκαν ποτέ σέ συνθῆκες δυσοίωνες, νά ἀγωνίζονται καί νά μαρτυροῦν. Θά ἔπρεπε ὅμως νά θυμηθοῦμε καί ὅλους τούς ἀνώνυμους μοναχούς, τούς πνευματικούς ἀθλητές πού τό ὄνομά τους κρύβεται κάτω ἀπό τήν ἅγια ἀνωνυμία, αὐτούς πού ἔζησαν καί πέθαναν στήν ἔρημο μέ μυστικότητα, ἔτσι ὅπως πεθαίνουν τά πουλιά. Αὐτοί ὅλοι εἶναι οἱ πατέρες τῶν σημερινῶν Κοπτῶν, πού μέσα ἀπό τήν δυνατή χριστιανική τους πίστη στρέφουν τά μάτια τους στήν Ἑλλάδα, σέ χώρα συγγενική και ἀδερφική. Ἔρχονται στόν τόπο μας νέα προικισμένα παιδιά, σπουδάζουν τά θεολογικά γράμματα καί μαθαίνουν, πολλές φορές ἀπταίστως, τήν ἑλληνική γλώσσα, γλώσσα οἰκεία γι’ αὐτούς ἀπό τούς χρόνους τῆς κοινῆς συνύπαρξης, ἀπό τό ἑλληνικό ἀλφάβητο, πού ἀπετέλεσε τήν βάση τῆς κοπτικῆς γραφῆς.
Τό ἑλληνικό χριστιανικό πεῖσμα ὅμως εἶναι παρόμοιο μέ τό κοπτικό, καί ἀποδεικνύεται κυρίως σέ καιρούς σκληρούς καί σέ ἐποχές μαῦρες. Ἀπό τόν ἑλληνικό χῶρο θά διαλέξω μόνον μερικά ὀνόματα. Δέν θά ἀναφερθῶ στόν πολύ μακρύ κατάλογο ἡρώων καί λογίων, οἱ ὁποῖοι βοήθησαν τό Γένος στίς δύσκολες στιγμές. Δέν θά μνημονεύσω τούς τρεῖς Μεγάλους Καππαδόκες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό καί Γρηγόριο Νύσσης) οὔτε τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, θά περιορισθῶ σέ καλόγερους - ἀγωνιστές πού ἔζησαν καί ἔδρασαν στούς σκοτεινούς καιρούς τῆς Τουρκοκρατίας, καί πού ὁ μαρτυρικός τους θάνατος προκαλεῖ καί σήμερα ρίγη συγκινήσεως. Θα ποῦμε γιά τήν χριστιανική τους πίστη, πού τούς ὕψωσε σέ ἥρωες τοῦ Γένους.
Διονύσιος, ὁ φιλόσοφος ἤ λεγόμενος «Σκυλόσοφος» (1541-1611), ἐπαναστάτης δεσπότης. Εἶχε σπουδάσει στήν Ἰταλία φιλοσοφία, φιλολογία καί ἰατρική. Ἔγινε μητροπολίτης Λαρίσης. Τό 1611
σέ ἡλικία 70 ἐτῶν κηρύσσει ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἐλπίζει ὅτι τό Γένος θά ἐλευθερωθεῖ. Δυστυχῶς ὅμως, Ἑβραῖοι τόν συνέλαβαν καί τόν παρέδωσαν στόν Τοῦρκο πασά. Τό τέλος του ἦταν μαρτυρικό. Τόν ἔγδαραν ζωντανό οἱ Τοῦρκοι, γέμισαν τό δέρμα του μέ πίτουρα καί τό ἔστειλαν «πεσκέσι» στόν Σουλτάνο.
Σεραφείμ (1551-1601), ἐπίσκοπος Φαναρίου Καρδίτσης. Σπούδασε στά Βραγγιανά, στή σχολή τῶν Ἀγράφων. Ἦταν εὐφυής καί φιλομαθής. Ὑπῆρξε μοναχός στό περίφημο μοναστήρι τῆς Θεοτόκου (Κορώνα Καρδίτσας). Οἱ Τοῦρκοι νομίζοντας πώς ἔλαβε μέρος στήν ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου τοῦ φιλοσόφου στήν Θεσσαλία, τόν θανάτωσαν μέ φριχτά μαρτύρια. Ὁ Σεραφείμ ἦταν γιά τό πνευματικό του ποίμνιο, ἕνας καλός πατέρας. Προστάτευε τούς Χριστιανούς καί προσπαθοῦσε νά ἐμποδίζει τίς τουρκικές αὐθαιρεσίες. Ὅταν τόν ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι, τόν πρόσταζαν νά ἀλλαξοπιστήσει, γιά νά τοῦ χαρίσουν τήν ζωή. Ἐκεῖνος ὅμως παρέμενε ἀκλόνητος καί ἀμετάπειστος. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας τήν ἄρνησή του, τόν σούβλισαν. Τό σῶμα του τό πέταξαν ἀκέφαλο, κι ἔμεινε ἄταφο πολλές ἡμέρες. Τό κεφάλι τοῦ ἁγίου βρέθηκε τελικῶς ἀπό ψαράδες τοῦ ποταμοῦ, καί σήμερα φυλάγεται στή λειψανοθήκη τῆς Μονῆς Κορώνης, στό μοναστήρι δηλαδή, ὅπου εἶχε ὑπηρετήσει.
Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638), ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖται καί «ὁ Μωυσῆς τῆς Ὀρθοδοξίας». Νεώτατος, μόλις 29 χρονῶν, γίνεται Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Ὁ Λούκαρις εἶχε νά πολεμήσει μέ τέσσερις κατηγορίες ἐχθρῶν. Μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ τούς Προτεστάντες, μέ τούς Τούρκους καί μέ τούς ἐσωτερικούς προδότες κληρικούς, πού μοναδικός τους στόχος ἦταν ἡ ἐξουσία. Ὁ Κύριλλος Λούκαρις εἶναι κυρίως ἐχθρός τῆς ἀμάθειας, θεωρώντας ὅτι ὅλα τά δεινά τοῦ τόπου προέρχονται ἀπό τήν ἀγραμματοσύνη. Ἔτσι ἐκπαιδεύει κλῆρο καί λαό. Κατηγορεῖται ἀπό τούς Τούρκους ὅτι ἑτοιμάζει «κίνημα» τῶν Ἑλλήνων. Τόν συλλαμβάνουν, τόν φυλακίζουν καί οἱ γενίτσαροι τόν μεταφέρουν μέ βάρκα στήν ἀκτή τῆς Προποντίδος. Ἐκεῖ θά τόν κρεμάσουν καί θά πετάξουν τό σῶμα του στήν θάλασσα. Ψαράδες τό ἀναζήτησαν καί τό βρῆκαν. Ἔτσι ἔθαψαν τό ἅγιο σῶμα στό νησάκι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου.
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), ὁ περίφημος Πατροκοσμᾶς. Ἡ καταγωγή του ἀπό τόν νομό Αἰτωλοακαρνανίας. Ἀπό μικρός δουλεύει στά χωράφια, ὅπως ὅλα τά παιδιά τῆς ὑπαίθρου ἐκείνη τήν ἐποχή καί βοηθάει τόν πατέρα του στό ἐπάγγελμα τοῦ ἀνυφαντῆ. Φιλομαθής καί μέ δίψα γιά γράμματα, πηγαίνει στήν περίφημη Ἀθωνιάδα Σχολή τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπου δάσκαλοί του ἦταν ἐξέχουσες φυσιογνωμίες τῆς ἐποχῆς. Μετά τό τέλος τῶν σπουδῶν του, γίνεται μοναχός στήν ἱερά Μονή Φιλόθεου στό Ἅγιον Ὅρος καί χειροτονεῖται ἱερέας. Βγαίνει ὅμως ἀπό τό Ὅρος, γιατί νιώθει πώς ὁ βασανισμένος λαός ἔχει ἀνάγκη, καί ἐφοδιασμένος μέ ἄδεια ὡς ἐπίσημος ἱεροκήρυκας τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ἀρχίζει τίς περιοδεῖες του. Εἴκοσι σχεδόν χρόνια περιοδεύει σέ ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό χῶρο καί φθάνει ὥς τήν Βόρειο Ἤπειρο κηρύττοντας καί ἐμψυχώνοντας τούς Χριστιανούς. Μολονότι ὁ ἴδιος σπουδασμένος, ἡ ὁμιλία του ἦταν ἁπλή ἀλλά γεμάτη σοφία, γιά νά τόν καταλαβαίνει ὁ λαός. Ὁ Πατροκοσμᾶς ἔγραψε λίγες ἐπιστολές συμβουλευτικοῦ χαρακτήρα, γιά τήν τόνωση τοῦ ἐθνικοῦ καί θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Καταλαβαίνοντας τήν ἀνάγκη τῆς μάθησης γιά τό ὑπόδουλο Γένος, ἔλεγε: «Ἀδελφοί μου, πρέπει νά σπουδάζετε τά παιδιά σας, γιά νά μαθαίνουν καλά τά ἑλληνικά γράμματα. Ἕξ ἄλλου, ἀδελφοί, τό γένος μας εἶναι ἑλληνικό. Οἱ προγονοί μας, οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἤκμασαν εἰς σοφίαν τόσο, πού οἱ ἄλλοι λαοί μαθαίνουν ἑλληνικά γράμματα, γιά νά μποροῦν νά κατανοοῦν τά ἀρχαία ἑλληνικά συγγράμματα, διότι ἀποτελοῦν λαμπερά φανάρια γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Κι ὅταν οἱ ξενόφυλοι κοπιάζουν νά μαθαίνουν τά ἑλληνικά γράμματα καί ὁμιλοῦν τήν ἑλληνική γλώσσα, πῶς μποροῦμε νά δικαιολογηθοῦμε ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες;»
Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἵδρυσε πολλά σχολεῖα, ἀπό ὅπου περνοῦσε καί ἔλεγε: «Καλλίτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχεις ἑλληνικόν σχολεῖον εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχεις βρύσες καί ποτάμια...».
Αὐτός ὁ φλογερός πατριώτης καί ἱεροκήρυκας, ὁ Πατροκοσμᾶς εἶχε μαρτυρικό θάνατο. Οἱ Ἑβραῖοι τόν συκοφαντοῦν στόν Κούρτ πασά τοῦ Μπερατιοῦ καί τοῦ δίνουν 20.000 γρόσια, γιά νά σκοτώσει τόν Κοσμᾶ. Τόν ἔδεσαν ἀπό ἕνα δένδρο καί τόν ἔπνιξαν μέ σχοινί. Ἔπειτα πέταξαν τό κορμί του στόν Ἄψο ποταμόν, δένοντας τό μέ μία μεγάλη πέτρα. Τή νύχτα ὅμως ἕνας πιστός χριστιανός βλέπει τό πτῶμα, πού ἔπλεε στήν ἐπιφάνεια τοῦ ποταμοῦ. Τό πῆρε καί τό ἔθαψε στό χωριό Κολικόντασι στήν Βόρειο Ἤπειρο.
Σαμουήλ (; -1803). Ὁ ἡρωικός καλόγερος, μαθητής τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Αὐτός τόν ἔστειλε στήν περιοχή τοῦ Σουλίου, γιά νά ἐμψυχώσει τούς κατοίκους νά μήν ἀλλαξοπιστήσουν. Καί ὁ Σαμουήλ φώναζε στούς Σουλιῶτες: «ἀδελφοί μετανοεῖτε, πλησιάζει ἡ τελευταία κρίση». Ὁ καλόγερος δέν περιορίσθηκε μόνον στά θρησκευτικά του καθήκοντα, ἀλλά ἔλαβε μέρος καί στούς ἀγῶνες τῶν Σουλιωτῶν ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἡ τελευταία πράξη του ὑπῆρξε μεγαλειώδης: ὅταν κατάλαβε πώς ἡ ἄμυνά τους δέν ἄντεχε, κλείστηκε μέ τούς συντρόφους του στό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Οἱ Τουρκαλβανοί τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τούς περικύκλωσαν. Τότε ὁ Σαμουήλ ἔβαλε φωτιά στό μπαρούτι καί ἀνατινάχτηκαν. Μαζί τους σκοτώθηκαν καί ἑκατοντάδες Τουρκαλβανοί. Ἡ θυσία τοῦ καλόγερου Σαμουήλ στό Κούγκι τοῦ Σουλίου παραμένει στήν μνήμη μας.
Ἀνάλογη μέ τήν θυσία τοῦ Σαμουήλ στό Σούλι, εἶναι καί τό ὁλοκαύτωμα στό Ἀρκάδι 1 Κρήτης τό 1866. Ὁ ἐθνομάρτυρας ἡγούμενος τῆς μονῆς Γαβριήλ βοηθοῦσε τούς ἐπαναστάτες Κρῆτες νά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἑλλάδα. Ὁ Τοῦρκος πασάς τόν ἀπειλεῖ νά σταματήσει τήν ἐπαναστατική του δραστηριότητα, ἀλλά ὁ γενναῖος κληρικός ἀπαντᾶ: «ὁ ὅρκος καί τό σύνθημά μας εἶναι ἡ ἕνωσις τῆς Κρήτης μετά τῆς Ἑλλάδος ἤ ὁ θάνατος, καί πλέον τούτου δέν θέλομεν ν’ ἀκούσωμεν τίποτε ἄλλο». Τότε ἡ μονή Ἀρκαδίου πολιορκεῖται ἀπό εἴκοσι δύο χιλιάδες Τούρκους στρατιῶτες μέ ὁπλισμό καί πυροβόλα. Μέσα στή μονή πολεμιστές καί μοναχοί μάχονται γενναίως. Ἡ τελευταία λειτουργία στό Ἀρκάδι εἶναι πολύ συγκινητική μέ τούς Ἕλληνες νά μεταλαμβάνουν καί τόν ἡγούμενο Γαβριήλ νά τούς ἐνθαρρύνει. Τελικῶς οἱ πολιορκημένοι ἔβαλαν οἱ ἴδιοι φωτιά προτιμώντας τόν θάνατο ἀπό τήν ἀτιμωτική παράδοση στά χέρια τῶν Τούρκων.
Ἡ εὐγενική μορφή τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε (1741 - 1821) καί ὁ μαρτυρικός του θάνατος τό 1821, τό μεγάλο ἔτος δηλαδή πού ἀρχίζει ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, σφραγίζει μία ἀπό τίς ἐνδοξότερες σελίδες τῆς ἱστορίας. Γιός φτωχῶν γονιῶν ἀπό τήν Δημητσάνα, μέ τρομερή δίψα γιά μάθηση, σπουδάζει στήν σχολή τοῦ τόπου του, στήν Ἀθήνα καί Σμύρνη. Μελετᾶ ἀρχαίους συγγραφεῖς καί συγγράμματα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκλέγεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης, βοηθᾶ τό ὑπόδουλο Γένος, ἱδρύει ἑλληνικό τυπογραφεῖο, ἀνοικοδομεῖ ἐκκλησίες καί ἀφήνει τά περιουσιακά του στοιχεῖα στό Πτωχοκομεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σέ ἄπορους μοναχούς. Κατηγορήθηκε ἀπό τούς Τούρκους ὅτι γνώριζε τίς προετοιμασίες τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης. Στήν τελευταία του λειτουργία μνημονεύει ὅλους τούς Ἕλληνες, πού εἶχαν σφαγιασθεῖ ἐκεῖνες τίς μέρες. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε συλλαμβάνεται, φυλακίζεται καί βασανίζεται ἀνηλεῶς. Μετά ὁδηγεῖται στό Πατριαρχεῖο, ὅπου ὄχλος Τούρκων καί Ἑβραίων οὐρλιάζει. Στήν Πύλη τοῦ Πατριαρχείου ἀπαγχονίζεται. Τό λείψανο καί τά κουρελιασμένα του ράσα ποδοπατοῦνται ἀπό Ἑβραίους καί Τούρκους. Τόν πυροβολοῦν ἀκόμη καί νεκρό!
Ἄλλος κληρικός - ἀγωνιστής, (γιά νά κλείσουμε τόν κατάλογο), εἶναι ὁ περίφημος Γρηγόριος Δίκαιος, ὁ Παπαφλέσσας. Σπούδασε στή σχολή τῆς Δημητσάνας καί ἐκάρη μοναχός στή Μονή Βαλανιδιᾶς Καλαμάτας. Ὁ Παπαφλέσσας, ἡρωικός καί παράφορος, ἀπό ἀρχιμανδρίτης γίνεται πολεμιστής. Ξεσήκωνε χωρικούς νά πολεμήσουν καί μαζί μέ ἄλλους ὕψωσαν τήν σημαία τῆς ἐπανάστασης στίς 23 Μαρτίου 1821 μέ τήν κατάληψη τῆς Καλαμάτας. Ὁ Παπαφλέσσας ἀνέκοψε τήν πορεία τοῦ Ἰμπραήμ στό Μανιάκι δίνοντας τό σύνθημα γιά μία ἄνιση ἀλλά γενναία μάχη, κατά τήν ὁποία σκοτώθηκε.
Αὐτός ὁ κατάλογος, ὁ περιορισμένος μόνον στούς ἀγωνιστές κληρικούς (καί πλῆθος ἄλλοι ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι ὑπάρχουν), ἔχει σκοπό νά ἀποδείξει τό μεγάλο πεῖσμα τῶν Ἑλλήνων γιά τήν χριστιανική τους πίστη, πού τήν ταυτίζουν μέ τήν ἐθνική τους συνείδηση.
Σήμερα ἀκόμη στο Κάιρο βρίσκεται μία μικρή ἐκκλησία, ἀφιερωμένη σέ ἕναν μεγάλο ἅγιο. Ἐννοοῦμε τόν ἀββά Φρεέζ, τόν γνωστό μας πλέον ἅγιο Ρουές. Θέλω νά μιλήσω γι’ αὐτόν, ὄχι μόνον γιατί βαθύτατα μέ συγκινεῖ, ἀλλά κυρίως γιατί εἶναι τό ἀντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα τοῦ κοπτικοῦ πείσματος. Τῆς κοπτικῆς ἀντοχῆς. Ἀπό τόν μακρύ κατάλογο καί τῶν δύο λαῶν εἴδαμε νά παρελαύνουν ἀσκητές καί μοναχοί, πού δροῦσαν ἀνάλογα μέ τίς ἀπαιτήσεις τῶν ἐποχῶν. Ἄλλοτε στήν ἔρημο φαγωμένοι ἀπό τό ὅραμα τῆς πίστης τους, κι ἄλλοτε στήν ἐπανάσταση καί στίς μάχες. Ὁ ἅγιος Ρουές ὅμως εἶχε δυό διαφορετικά γνωρίσματα. Τό πρῶτο ἦταν πώς ποτέ δέν θέλησε καί δέν εἶχε κανένα ἱερατικό ἀξίωμα. Δέν ἦταν οὔτε ἱερέας οὔτε διάκονος, ἀκόμη οὔτε ἀναγνώστης, ὅπως ἀναφέρεται. Ἕνας φτωχός καμηλιέρης ἦταν, κινημένος ἀπό τόν ἐρωτά του γιά τόν θεό. Τό δεύτερο χαρακτηριστικό του ἦταν πώς δέν φοβήθηκε ποτέ τήν συνάφειά του μέ τόν κόσμο. Βρισκόταν πάντα μέσα στήν δίνη τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας. Εἶναι γνωστός ὁ φόβος τῶν μοναχῶν γιά τόν κόσμο, ὅπου ἀναφύονται χιλιάδες πειρασμοί. Εἴδαμε πῶς οἱ πατέρες ἐξαφανίζονταν βαθειά στήν ἔρημο ἤ πῶς γίνονταν στρατιῶτες γιά τόν Χριστό καί τό ἔθνος. Ὁ ἅγιος Ρουές βρισκόταν καθημερινῶς κοντά στόν ἁπλό ἄνθρωπο, κηρύττοντας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι γίνεται τό πρότυπο ἑνός πιό συγχρόνου ἁγίου, γιατί ὁ σημερινός ἄνθρωπος, σέ ὅλα τά πλάτη καί τά μήκη τῆς γῆς, ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν παρουσία ἁγνῶν καί φωτισμένων ἀτόμων νά τόν καθοδηγεῖ.
Ὁ αἰώνας βεβαίως, ὅπου ἔζησε ὁ φτωχός καμηλιέρης ἦταν ἰδιαίτερα σκληρός γιά τήν Αἴγυπτο. Ἡ χώρα βρισκόταν ὑπό τήν κατοχή τῶν Μαμελούκων, πού ἐκμεταλλευόμενοι τίς ἔριδες τῶν διαδόχων τοῦ περίφημου Σαλαδίνου, πῆραν τήν ἐξουσία στά χέρια τους καί κυριάρχησαν ἀπό τό 1251-1517. Διωγμοί Χριστιανῶν, βασανιστήρια καί βίαιοι ἐξισλαμισμοί ἀπειλοῦσαν τούς πιστούς.
Ἡ ἐποχή ἀπαιτοῦσε τήν παρουσία ἑνός ἁγίου. Ὄχι πλέον στήν ἔρημο, ἀλλά στίς πόλεις, στά φτωχά χωριά, στά δρομάκια τοῦ Καΐρου. Ὁ ἅγιος Ρουές ἐπωμίσθηκε αὐτό τό βάρος. Γιά χρόνια ὁδοιπορεῖ σέ ὅλη τήν Αἴγυπτο κηρύττοντας καί ἐμψυχώνοντας τούς Χριστιανούς. Γίνεται ὁ ἴδιος ἕνα ζωντανό, μετακινούμενο παράδειγμα. Τήν παλιά συνήθεια τῶν ἀναχωρητῶν νά κρύβουν τό ὄνομά τους, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης τους ταπεινότητας, τήν συναντᾶμε καί στόν φτωχό ἅγιο, πού διαγράφει τό ὄνομά του καί παίρνει τό ὄνομα τῆς καμήλας του: Ρουές. Οἱ δαίμονες τῆς ἐρήμου, αὐτοί πού τυράννησαν τούς ἀσκητές, ἔρχονται τώρα στίς πόλεις καί μεταμφιέζονται σέ ἀνθρώπους κακόβουλους καί ἀντίχριστους. Βασανίζουν καί δέρνουν τόν ἅγιο. Πολλές φορές τό λιπόσαρκο σῶμα του ἔμοιαζε μέ νεκρό ἀπό τά μαρτύρια. Αὐτός ὁ κοπτικός ἅγιος, πού θά πρέπει νά γίνει γνωστός καί στόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, μᾶς διδάσκει τήν ἁπλότητα πού πρέπει νά ἔχει ἡ χριστιανική ψυχή, μακριά ἀπό σοφιστεῖες, δόγματα καί ἀξιώματα. Μᾶς διδάσκει κυρίως τήν ἀνάγκη πού ἔχει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή νά καθοδηγεῖται ἀπό ἔνθεα ἄτομα.
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά συνοψίσω τά κυριώτερα κοινά στοιχεῖα ἀνάμεσα σέ Κόπτες καί Ἕλληνες. Πρῶτα-πρῶτα, καί οἱ δύο εἶναι γνήσιοι ἀπόγονοι μεγάλων πολιτισμῶν, πού δίδαξαν καί φώτισαν τήν ἀνθρωπότητα.
Δεύτερον, ἡ κοινή κληρονομιά, προϊόν τῆς συγχώνευσης κατά τούς πτολεμαϊκούς χρόνους. Καί τρίτον, ἡ χριστιανική Ὀρθοδοξία, πού ἐνδυναμώνει ἀκόμη περισσότερο τό φυλετικό πεῖσμα καί τήν φυλετική ἀντοχή αὐτῶν τῶν λαῶν. Αὐτά τά στοιχεῖα, πότε ὁρατά καί πότε ἀόρατα ἀλλά πάντοτε ὑπαρκτά, καλλιεργοῦν καί ἀναπτύσσουν μία συμμαχία ἀνάμεσα στούς δύο λαούς, σιωπηρή μέν, ἀλλά συμμαχία.
Σημείωση 1. Ἀναφέρεται πώς στό Ἀρκάδι πολέμησαν καί Κόπτες, ἐξαναγκασμένοι ἀπό τούς Τούρκους. Ὅμως δέν σήκωσαν ὅπλο κατά τῶν χριστιανῶν Ἑλλήνων, καί ἀπόδειξη εἶναι οἱ πάμπολλες σφαῖρες πού βρέθηκαν πεταμένες και ἀχρησιμοποίητες. Πρός τιμήν τῶν Κοπτῶν ὑπάρχει σήμερα στό Ρέθυμνο τῆς Κρήτης κοπτική ἐκκλησία.
Τό κείμενο διαβάστηκε στό κοπτοορθόδοξο κέντρο πατερικῶν μελετῶν τοῦ Καϊρου τό 1990
Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Παράδοση» τεῦχος 2//6 Ἰούνιος 1993 και περιλαμβάνεται στο Ποικιλόγραφο Βιβλίο, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2016.