« Ἀμήν λέγω ὑμῖν
ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τά ἀμαρτήματα καί αἱ βλασφημίαι ὅσας
ἄν βλασφημήσωσιν· ὅς δ’ἄν βλασφημήσῃ εἰς τό Πνεῦμα τό Ἄγιον, οὐκ ἄν ἔχει ἄφεσιν
εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλ’ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως· ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει.»
( κατά Μᾶρκον 3, 28—31)
Ἀριστοκλῆς ὁ
Πνευματοφόρος κοιμήθηκε έντός τῆς χαράδρας ὕπνον βαθύ, ὅμοιον μέ θάνατο. Τότε εἶδε ὄναρ ἤ ὅραμα
ἤ ἀπλῶς φαντασίωση.
Γιά τήν τροφή
του ἕνα τεράστιο κατάλευκο περιστέρι τοῦ ἔσταζε στό στόμα κρύο καί γλυκό χυμό.
Κατόπιν τό πτηνό στεκόταν σέ μιά κορυφή τοῦ τοπίου καί, μολονότι ἀποτραβηγμένο
καί σκεπτικό, φρόντιζε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ κοιμώμενου: ἄνοιγε τά τεράστια φτερά
του προστατεὐοντάς τον ἀπό τόν ἥλιο καί τήν βροχή αἰῶνες τώρα, ὅσο διαρκοῦσε ὁ ὕπνος.
Χρόνια ἀπασχολοῦσε τόν ἥρωά μας ἡ ὕπαρξη καί ἡ
παρουσία τοῦ ἁγίου πνεύματος. Ἑφοδιασμένος μέ τά θεολογικά δόγματα περί ἐκπορεύσεως
μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, περί τῶν
οίκουμενικῶν Συνόδων,καί κυρίως τῆς Β’ Ἐν Κων/λει τό 381 μχ περί τῆς θεότητός
του, καί περί τῆς πνευματικῆς διαμάχης Μεγάλου Βασιλείου καί Εὐνομίου.
Τά σημεῖα ὅμως
πού ξετρέλαιναν τόν νοῦ του θέτοντάς σέ κίνηση τόν διανοητικό του μηχανισμό ἦταν
δύο ἐδάφια. Τό ἕνα ἀναφέρεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη(16,)ὅπου ὁ Ἰησοῦς
λέγει στούς μαθητές του περί τοῦ Παρακλήτου δηλαδή περί τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας,
τοῦ χορηγοῦ τῆς ζωῆς, γιά νά φτάσει στήν τρομερή σάν ρομφαία φράση, πού
συντάραζε τόν Ἀριστοκλῆ χρόνια τώρα. «Ἔτι πολλά ἔχω λέγων ὑμῖν, ἀλλἀ οὐ δύνασθε
βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς
πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ’ἐαυτοῦ, ἀλλ’ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσει, καί τά
ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν.»
Τί πύρινα
λόγια ἦταν αὐτά; Ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς πώς πολλά εἶχε νά μᾶς πεῖ, σκεφτόταν ὁ Ἀριστοκλῆς,
ἀλλά δέν μπορούσαμε ἀκόμη νά τά ἀντέξουμε. Καί μόνον τό Ἅγιο Πνεῦμα θά μᾶς ὁδηγοῦσε
στήν ἀλήθεια ἀναγγέλοντας ὄχι δικά του λόγια, ἀλλά ὅσα εἶχε ἀκούσει γιά τά
μελλούμενα.
Αυτό τό ἐδάφιο συγκλόνισε τόν Ἀριστοκλῆ προτρέποντάς
τον νά συσχετίσει ἀρχικῶς τόν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο μέ τόν ἅγιο Πνεῦμα, μέχρι πού ἀργότερα,
μέσα στούς αἰῶνες τά συνταύτισε. Καί τά
δύο εἶχαν ἔναν κοινό παρανομαστή: τήν βαθμιαία ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Ὁ ἀνθρώπινος
ἐγκέφαλος ἀνιχνευόταν ἀργά παραμένοντας ἀκόμη ἄγνωστος γιά τόν ἄνθρωπο, (δέν
ξέρουμε τί ἔχουμε μέσα στό κεφάλι μας, ἔλεγε μελαγχολικά ὁ ἥρωάς μας,) ἐνῶ τό Ἅγιο
Πνεῦμα δέν εἶχε ἀκόμη ὁλοκληρώσει τήν ἐξελικτική του πορεία. Τό ἀγαποῦσε τό Ἄγιο
Πνεῦμα, γιατί αὐτό ὁδηγοῦσε τόν ἐγκέφαλό μας, τόν καθυστερημένο ἀδελφό του.
Ὅμως ὄχι, γιά ἔτη
ὁ Ἀριστοκλῆς ἔκανε λάθος φρικτόν νά ταυτίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τόν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο.
Μπέρδευε τό ἄκτιστον μέ τό κτιστόν. Ἄκτιστος ἦταν ὁ Θεός καθώς ἄκτιστο καί τό ἅγιο
Πνεῦμα ὡς πρόσωπο τῆς ‘Αγίας Τριάδος, ἀφοῦ
καί τά τρία πρόσωπα ἔχουν κοινή φύση, θέληση καί ἐνέργεια, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι
κτιστός. Ἀλλοίμονο αύτός γνωρίζει μόνον ἔνα μικρό ποσοστό τοῦ ἐγκεφάλου του,
γι’αὐτό καί δέν θά μποροῦσε νά βαστάξει τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος καθοδηγοῦσε
ὀρθῶς λέγοντας πώς μόνον τό Ἅγιο Πνεῦμα θα μᾶς ὁδηγήσει σέ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια.
Πῶς; θά ἀποκαλύψει βαθμηδόν τόν ἐγκέφαλό μας.
Ὁ Ἀριστοκλῆς
θυμήθηκε τήν συνομιλία τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Φαρισαῖο Νικόδημο,καί νόμισε πώς ἐκείνη τήν νύχτα ἦταν κι αὐτός ἀντάμα μέ τόν
κρυφό θαυμαστή τοῦ Ναζωραίου, μαζί ρώτησαν ἄν μπορεῖ νά ξαναγενηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅταν
εἶναι γέρων, ἄν μπορεῖ νά γεννηθεῖ γιά δεύτερη φορά, καί ὁ Διδάσκαλος ἀπάντησε
πώς αὐτό πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τήν σάρκα εῖναι σάρκα, ἐνῶ αὐτό πού γεννήθηκε ἀπό
τό πνεῦμα εἶναι πνεῦμα. Κι ὅποιος δέν γεννήθηκε ἀπό ὕδωρ καί Πνεῦμα, δέν
δύναται νά εἰσέλθει στήν ούράνια βασιλεία.
Ἄρχισε νά βρέχει πολύ, ὁ Ἀριστοκλῆς δέν πρόλαβε νά κρύψει
μέ τά χέρια του τό πρόσωπό του, διότι τό τεράστιο περιστέρι τοῦ σκέπασε ὁλόκληρο
τό σῶμα, καί μόνον ὅταν ἡ βροχή ἀραίωσε καί ἔγινε εὐεργετική, ὅπως τό Ἄγιο Πνεῦμα,
ἐκεῖνος ἀπάγγειλε τούς ἀγαπημένους του στίχους* πού περιέγραφαν τά χαρίσματα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τούς φώναζε δυνατά, γιά νά τούς ἀκούσει ἡ ἠχώ καί νά τούς
ταξιδέψει. Μία ἡ Χάρις, πολλά τά χαρίσματα, αὐτήν τήν βαθύρριζη ρήση τήν ὄφειλε
στίς θεολογικές του σπουδές. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕνα ἀλλά δίνει ποικίλα χαρίσματα
σύμφωνα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία τοῦ καθενός. Παρομοιάζουν τό Πνεῦμα μέ τό νερό, κι
αὐτό ἀνέφερε τό θαυμάσιο ἀπόσπασμα:
γιατί τό ὕδωρ εἶναι χλοοποιόν καί ζωοποιόν καί ὅπως τό νερό τῆς βροχῆς
κατεβαίνει μέ τήν ἴδια σὐσταση,ἡ ἐνέργειά του εἶναι πολυειδής. Γίνεται λευκό
στό κρίνο, κόκκινο στό τριαντάφυλλο, πορφυρό στούς μενεξέδες καί στούς ὑάκινθους,
διαφορετικό στό ἀμπέλι καί στόν φοίνικα. Γίνεται δηλαδή ὅ,τι χρειάζεται τό
καθένα, ἐνῶ τό ἴδιο δέν χάνει τήν ταυτότητά του.
Τό πελώριο
περιστέρι ἄκουγε προσεχτικά καί μέ τά γουργουρητά του ἔμοιαζε νά συναινεῖ. Μετά
ὁ Ἀριστοκλῆς παρέμενε ξαπλωμένος ἀνάσκελα, ἀκίνητος σάν πεσμένο στήν χλόη ἄγαλμα
κι ἀπό τόν νοῦ του, πού ἦταν μιά βαθειά δεξαμενή γνώσεων, περνοῦσε ὅλο τό
παρελθόν καί τό παρόν τῆς ἀνθρωπότητας, ὁ homo erectus, ὁ homo habilis, ὁ homo sapiens, ἀναρίθμητοι ἑαυτοί μέ ἀναλόγους ἐγκεφάλους,
στρατιές πολεμιστῶν καί ἀδικiῶν, ἐφευρέσεις καί κατορθώματα, προϊστορικά σπήλαια, ἀρχιτεκτονικά
ἐπιτεύγματα, βόμβες καί πύραυλοι, φιλοσοφικές θεωρίες, ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις,
παρήγορες θρησκεῖες, ὅλα ἔφταναν μέ χρονολογική σειρά καί καταπληκτική
ταχύτητα.
Ἦταν πλέον
βέβαιον πώς τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁ Χριστός ἐρέθισε κι ἄλλα τμήματα τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου, γιά νά ἀποδείξει
τίς δυνατότητές του. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι ἦταν συγκεντρωμένοι στό ἴδιο σπίτι, ὅταν
βοή ἀκούστηκε ἀπό τόν οὐρανό λές καί φύσηξε δυνατός ἄνεμος, ἐνῶ γλῶσσες σάν
πύρινες φλόγες διαμοιράσθηκαν στόν καθένα, ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπό τό ἄγιο πνεῦμα
καί ἄρχισαν νά μιλοῦν νέες γλῶσσες. Ὅλοι,
Πάρθοι, Μῆδοι, Ἐλαμῖτες καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν,
τήν Ἰουδαίαν, τήν Καππαδοκίαν, τόν
Πόντον, τήν Ἀσίαν, τήν Φρυγίαν, τήν Παμφυλίαν, τήν Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς
Λιβύης, οἱ ἐγκαταστημένοι Ρωμαῖοι καί Ἰουδαῖοι,
Κρῆτες καί Ἄραβες ἔμειναν κατάπληκτοι, ὅταν ἄκουσαν τούς ἀποστόλους νά τούς
μιλοῦν στήν μητρική γλώσσα τοῦ καθενός.
Ἀρχή ἔγινε στήν Πεντηκοστή, ἀπό τότε φάνηκε ἡ βοήθεια καί
ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγκεφάλου.
Τό δεύτερο ἐδάφιο
πού ἐπίσης συγκλόνιζε τόν νοῦ τοῦ Ἀριστοκλῆ ἦταν τοῦ ‘Αποστόλου Παύλου ( πρός Κορινθίους Α) «τό
γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ.» Ἄν ὅμως ἤθελε νά εἶναι εἰλικρινής,
θά ἔπρεπε νά παραδεχθεῖ πώς αὐτό τό ρητό ἦταν ἐν πολλοῖς ἀκατανόητο: ξέφευγε ἀπό
κάθε δογματική ἑρμηνεία. Τί δηλαδή τό ἅγιο Πνεῦμα πού ἦταν Θεός ἀνίχνευε τά
βάθη του; ἤ ταυτιζόμενο μέ τόν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο, αὐτός ὁ τελευταῖος ἐρευνοῦσε
τά βάθη; Πάλι ἡ σκληρή διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ.
Πέρασαν ἔτσι χιλιάδες
αἰῶνες καί ὁ Ἀριστοκλῆς, μέ ὁδηγό του τό πελώριο περιστέρι διαβαίνοντας ἀπό
σκοτεινές στοές ἔβλεπε στίς πλευρές τους νοσοκομεῖα μέ ἀρρώστους, φρενοκομεῖα
μέ ψυχοπαθεῖς, ὁλοκαυτώματα, ρατσιστικές δολοφονίες αἱματηρούς πολέμους,
φυλακές, καί ὅλες τίς βαναυσότητες τοῦ ἀνθρώπου στόν ἄνθρωπο. Τό περιστέρι δέν
κουραζόταν, κι ὅταν ὁ Ἀριστοκλῆς άπόσταινε ἤ ἔκλαιγε γοερῶς, ἐκεῖνο χαμήλωνε
καί τόν ἔπαιρνε στήν ράχη του.
Διάβηκαν ἀκόμη
ἀπό σπηλιές ἀραχνιασμένες ἀλλά κι ἀπό θαλασσινές ὁλόδροσες, μέ εὐτυχισμένους ἀνθρώπους,
ἀπό περίλαμπρους ναούς μέ χιλιάδες πιστούς, ἀπό σχολεῖα μέ λαμπερά μυαλά. Ὅ,τι
περιεῖχε τό παρελθόν καί τό παρόν ἐκτυλίχθησαν σέ αίώνιες στιγμές μπροστά στά
μάτια του. Προχωροῦσε πρός ἕνα ἄγνωστο μέλλον, πάντα μέ ὁδηγό τό πελώριο
περιστέρι. Τώρα τό σῶμα του διαλυόταν, στό χῶμα ἔμεινε μόνον τό ἀποτύπωμα πού
φιλοτέχνησαν οἱ αἰῶνες, γιά νά σβήσει σιγά σιγά κι αὐτό μέ τήν βροχή καί τόν ἄνεμο.
Ἡ πορεία πρός
τό μέλλον ἦταν συναρπαστική, γιατί ὁ ἐγκέφαλος λειτουργοῦσε σέ ὅλη του τήν
πληρότητα. Τώρα ἑρμήνευε ὅλους τούς ἤχους τοῦ σύμπαντος, ἀπό τῶν ἀστέρων μέχρι
τῶν θαλασσίων κυμάτων, ἀπό τόν χορό τῆς βροχῆς μέχρι τούς ψιθύρους τῆς ἄμμου
στίς θαλασινές ἀκρογιαλιές. Ὁ ἴδιος ἦταν πλέον ἀσώματος, ἀόρατος, ἀνώνυμος, ἄφθαρτος,
μέ τίς αἰσθήσεις νά πάλλονται, μέ τόν χωροχρόνο τετραδιάστατο καί ἀκόμη
περισσοτέρων διαστάσεων, ἄκουε χωρίς ὦτα καί ἔβλεπε χωρίς ὀφθαλμούς. Μάθαινε μέ
ταχυτάτη ἀντίληψη ὅλες τίς φωνές τῶν ὄντων καί εἶδε τό καθόλου, τό ὅλον πλέον
καί ὄχι τό μέρος, ἐνῶ γύρω του ἔπαιζαν θαυμάσιοι χρωματισμοί μέ τήν λαμπρότητα ὅλων
τῶν ἥλιων. Πορευόταν πρός τό μέλλον, πήγαινε νά συναντήσει τόν δημιουργό, αὐτόν
τόν αἰσθανόσουν μόνον μέ προηγμένο ἐγκέφαλο. Τό τεράστιο περιστέρι ἐξαυλωνόταν
κι αὐτό, ἔχανε τήν ὑλική του ἀπόσταση, γινόταν ἅγιο.
Ὅλα τώρα τοῦ
φαινόταν μακρινά καί δίχως νόημα, ἀνόητα δηλαδή, μπροστά στό θαῦμα. Μήπως αὐτό εἶναι
ἡ θέωση; Νά πλημμυρίζεις φῶς, νά πλέεις σέ μιά φωτεινή θάλασσα, χωρίς πόνους
καί ἀνάγκες, αὐτό εἶναι ἡ θέωση; Νά ἀνοιχθοῦν ρόδινες χαραμάδες, γιά νά δεῖς
κάτι ἀπό τό θαυμαστό σύμπαν. Αὐτό εἶναι ἡ θέωση;
Νά σοῦ δείχνει
τόν δρόμο τῆς τελειότητας τό Πνεῦμα, αὐτό εἶναι ἡ θέωση;
Ἀριστοκλῆς ὁ Πνευματοφόρος δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει τήν
θέωση. Ἤξερε ὅμως πώς ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγκεφάλου μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ὁδηγοῦσε σέ αὐτήν.
Ἑλένη Λαδιᾶ 21/5/13
*Ἀπό τίς Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων.
ΙΒ «Καί διά τί ἆρα
τήν πνευματικήν χάριν ὕδωρ ὠνόμασεν; ἐπειδή δ’ὕδατος ἡ σύστασις τῶν ἀπάντων. ἐπειδή
χλοοποιόν καί ζωοποιόν ἐστι τό ὕδωρ. ἐπειδή ἐξ οὐρανῶν κατέρχεται τό τῶν ὄμβρων
ὕδωρ. ἐπειδή μονοειδές μέν κατέρχεται, πολυειδῶς δέ ἐνεργεῖ. μία μέν γάρ πηγή ὅλον παράδεισον ἐπαρδεύει, εἶς δέ καί ὁ
αὐτός ὑετός κατέρχεται ἐν παντί τῷ κόσμῳ, καί γίνεται λευκός μέν ἐν κρίνῳ, ἐρυθρός
δ’ἐν ρόδῳ, πορφυραῖος δ’ἐν ἴοις καί ὑακίνθοις καί διάφορος καί ποικίλος ἐν
παντοίοις εἴδεσιν. καί ἐν φοίνικι μέν ἄλλος καί ἐν ἀμπέλῳ δ’ἄλλος, καί ἐν πᾶσι
τά πάντα, μονοειδής ὤν καί οὔκ ὤν ἄλλος αὐτός ἑαυτοῦ.»
Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία»
’Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1991
**Το κείμενο
δημοσιεύθηκε το Περιοδικό Νέα Ευθύνη, τευχ. 18 ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013
***Η εικόνα που
συνοδεύει το κείμενο, είναι κολάζ της συγγραφέως με τίτλο: «ανθισμένο κεφάλι»